Μτφρ. Β.Δ. Κρητικός. 1957. Πλάτωνος Γοργίας (ή περί ρητορικής ανατρεπτικός). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

ΣΩ. Ειπέ μου λοιπόν ―ως εν συμπεράσματι― ποίαν από τας δύο αυτάς φροντίδας με παρακινείς να λάβω περί των Αθηναίων. Εξήγησέ μου: να καταπολεμώ τας κακάς έξεις των προς τον σκοπόν να γίνουν καλύτεροι, καθώς κάνει ο ιατρός, ή τουναντίον να γίνω ένας καλός υπηρέτης των ―υποθάλπων τα ελαττώματά των― και να ζητώ μόνον να τους ευχαριστήσω ως κόλαξ; Διότι ορθόν είναι, καθώς ήρχισες να ομιλής «με παρρησίαν», μέχρι τέλους να λέγης όσα σκέπτεσαι. Μίλησε λοιπόν θαρραλέα και χωρίς φόβον.

ΚΑΛ. Λέγω λοιπόν να εκλέξης να τους περιποιήσαι.

ΣΩ. Τέλος πάντων, ευγενικέ μου φίλε, με συμβουλεύεις να ασκώ το επάγγελμα του κόλακος.

ΚΑΛ. Ένα επάγγελμα Μυσού, αν προτιμάς, διότι άλλως….

ΣΩ. Να μη επαναλάβης ό,τι πολλάκις ήδη έχεις ειπεί, ότι θα με φονεύση όποιος ήθελε, διά να μη αναγκασθώ ν' απαντήσω διά μίαν ακόμη φοράν ότι «θα πέθαινα αθώος» από χέρι ενός κακούργου· ούτε και ότι θα μου αφαιρέσουν εκείνο το ολίγον που έχω, διά να μη μ' αναγκάσης και πάλιν να σου είπω ότι όποιος μου αφαιρέση έτσι, δεν θα ξέρη τι να το κάμη, διότι όπως αδίκως θα αφαιρέση, έτσι αδίκως και θα χρησιμοποίηση, αδίκως άρα και με εντροπήν του, επομένως και προς βλάβην του.

ΚΑΛ. Πόσον μου φαίνεσαι, Σωκράτη, πως πιστεύεις ότι είσαι εξησφαλισμένος από όλους αυτούς τους κίνδυνους, ωσάν να κατοικούσες «ποιος ξέρει πού μακριά» και δεν θα διέτρεχες τον κίνδυνον να συρθής εις το δικαστήριον ποιος ξέρει από ποίον άνθρωπον κακοήθη.

ΣΩ. Θα ήμην αληθώς ανόητος, Καλλικλή, εάν δεν ηδυνάμην να πιστεύω ότι εις την πόλιν μας είναι οιοσδήποτε απολύτως ασφαλής από ένα παρόμοιον συμβάν. Εν τούτοις τούτο γνωρίζω πολύ καλά, ότι αν εισαχθώ εις το δικαστήριον, όπου θα διατρέξω τον κίνδυνον να καταδικασθώ εις μίαν των ποινών, τας οποίας συ λέγεις, ασφαλώς ο κατήγορός μου θα είναι ένας κακοήθης και κακεντρεχής. Διότι είναι αδύνατον ένας έντιμος άνθρωπος να σύρη εις το δικαστήριον έναν αθώον. Και θα σου είπω και κάτι περισσότερον: δεν θα εθεώρουν καθόλου παράδοξον, εάν κατεδικαζόμην εις θάνατον. Θέλεις να σου είπω διατί περιμένω αυτά;

ΚΑΛ. Και πολύ μάλιστα το επιθυμώ.

ΣΩ. Διότι εγώ πιστεύω ότι με ολίγους άλλους Αθηναίους, διά να μη είπω μόνος, καλλιεργώ την αληθινήν πολιτικήν τέχνην. Επειδή λοιπόν δεν ζητώ ποτέ με τους λόγους μου να ευχαριστήσω, αλλ' αποβλέπω πάντοτε προς το αγαθόν και όχι προς το ευχάριστον, και επειδή δεν θέλω να κάμω όλα εκείνα τα ωραία πράγματα που με συμβουλεύεις, διά τούτο δεν θα γνωρίζω τι να είπω εις το δικαστήριον. Και μου έρχεται εις τον νουν εκείνος ο λόγος, τον οποίον έλεγα προς τον Πώλον. Θα κριθώ δηλ. καθώς θα εκρίνετο ενώπιον δικαστών παιδίων ένας ιατρός, και ήτο δημόσιος κατήγορος ένας μάγειρος. Διότι σκέψου τι θα απελογείτο ένας ιατρός εις μίαν τοιαύτην περίστασιν, όταν ηγείρετο ο κατήγορος–μάγειρος και έλεγε: «Παιδιά μου, τι κακό και τι ζημιές σάς έχει κάμει αυτός εδώ ο άνθρωπος! δεν σέβεται ούτε τους μικροτέρους από σας· μα κόβει, καίει, σας μαραίνει, σας πνίγει, σας βασανίζει· σας αναγκάζει να παίρνετε πικρότατα φάρμακα, σας κάνει να πεινάτε και να διψάτε· δεν σας προσφέρει κάθε λογής φαγητά και γλυκίσματα, που σας επρόσφρερα εγώ για ευχαρίστησί σας». Τι φαντάζεσαι ότι θα ημπορούσε να είπη ο ιατρός εις μίαν τόσον δυσχερή περίστασιν; ή αν έλεγε την αλήθειαν, θα έλεγε: «Ολ' αυτά, είναι αλήθεια, τα έκαμα, μα τα έκαμα, παιδιά μου, για το καλό σας, για την υγεία σας». Μέχρι πού φαντάζεσαι πως θα έφταναν αι κραυγαί αποδοκιμασίας των δικαστών παιδίων; Δεν θα εθορύβουν δαιμονιωδώς;

ΚΑΛ. Ίσως. Πρέπει να το φαντασθή κανείς.

ΣΩ. Δεν νομίζεις, λοιπόν, ότι ο ιατρός θα ευρίσκετο εις μεγάλην απορίαν ως προς τι ν' απαντήση;

ΚΑΛ. Μάλιστα.

ΣΩ. Εννοώ πολύ καλά ότι τα ίδια θα επάθαινα και εγώ, αν ήμην υποχρεωμένος να προσέλθω εις το δικαστήριον. Διότι δεν θα ηδυνάμην να ισχυρισθώ ότι τους προσεπόρισα εκείνας τας ηδονάς, τας οποίας οι άνθρωποι θεωρούν ως ευεργεσίας και ωφελείας ― και εγώ απεναντίας δεν ζηλεύω ούτε τους παρέχοντας ταύτας, ούτε εκείνους οι οποίοι τας απολαμβάνουν. Εάν με κατηγορή τις ή ότι διαφθείρω τους νέους βασανίζων αυτούς με τας συζητήσεις μου, ή ότι κακολογώ τους γέροντας εκτοξεύων κατ' αυτών πικρούς λόγους είτε κατ' ιδίαν είτε δημοσία, δεν θα ηδυνάμην ν' απαντήσω εις αυτούς σύμφωνα με την αλήθειαν: «Δικαίως πάντα ταύτα εγώ λέγω και πράττω προς αυτό τούτο το συμφέρον σας, κύριοι δικασταί, και διά κανένα άλλον σκοπόν». Ώστε κατά πάσαν πιθανότητα δεν θα έχω ή να υποστώ την μοίραν μου.

ΚΑΛ. Και σου φαίνεται, Σωκράτη, ότι είναι καλή η τύχη ενός ανθρώπου υπό τοιαύτας συνθήκας, ώστε να μη έχη την δυνατότητα να βοηθήση τον εαυτόν του εις την πατρίδα του;

ΣΩ. Αρκεί να έχη τούτο μόνον, Καλλικλή, το οποίον συ πολλάκις παρεδέχθης, ότι δηλ. ουδέποτε, ούτε είπε, ούτε διέπραξε καμίαν αδικίαν μήτε προς τους θεούς μήτε προς τους ανθρώπους. Διότι η υπεράσπισις αύτη, την οποίαν πολλάκις παρεδέχθημεν, είναι η ωραιοτάτη. Τώρα, εάν ένας απεδείκνυε ότι εγώ δεν είμαι εις θέσιν να δώσω αυτήν την βοήθειαν εις τον εαυτόν μου ή εις άλλους, τότε θα έπρεπε να εντρέπωμαι και ενώπιον πολλών και ενώπιον ολίγων, έστω δε και μόνος υπό μόνου, εάν απεδεικνυόμην τοιούτος και εάν ακόμη διά την αδυναμίαν μου αυτήν επρόκειτο να χάσω την ζωήν μου, πολύ θα ηγανάκτουν. Αλλ' εάν εξ αγνοίας ρητορικής κολακευτικής εκινδύνευον να πεθάνω, είμαι βέβαιος ότι θα μ' έβλεπες να υποφέρω τον θάνατον με αταραξίαν. Διότι τον θάνατον αυτόν καθ' εαυτόν κανείς δεν πρέπει να φοβήται, εκτός αν είναι κανείς εντελώς απερίσκεπτος και άνανδρος, την αδικίαν όμως πρέπει να φοβήται· διότι, εάν η ψυχή φθάση εις τον Άδην βεβαρημένη με τα αισχρότερα αδικήματα, το δυστύχημά της τούτο είναι το έσχατον. Και αν επιθυμής, είμαι πρόθυμος να σου αποδείξω τούτο με μίαν διήγησιν.

ΚΑΛ. Λοιπόν, αφού έως τώρα ετελείωσες όλα τα άλλα σημεία του θέματος, τελείωσε και τούτο.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Πλάτων. Γοργίας. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΣΩΚΡ. Ποία εκ των δύο λοιπόν είναι η θεραπεία της πόλεως εις την οποίαν με προσκαλείς ―προσδιόρισόν μου― με προσκαλείς εις την θεραπείαν τού να διαγωνίζωμαι ως ιατρός προς τους Αθηναίους, πώς θα γίνουν άριστοι, ή εις την θεραπείαν τού να υπηρετώ και να κολακεύω τους Αθηναίους; Ειπέ μου την αλήθειαν, Καλλικλή. Διότι δίκαιον είναι καθώς ήρχισες μετά παρρησίας να λέγης την γνώμην σου, να λέγης μέχρι τέλους ό,τι έχεις εις τον νουν. Και τώρα λοιπόν καλώς και μετά παρρησίας ομίλησον.

ΚΑΛ. Λέγω λοιπόν ότι σε προσκαλώ εις την θεραπείαν των Αθηναίων διά να εξυπηρέτησης αυτούς.

ΣΩΚΡ. Με προσκαλείς λοιπόν, φίλε μου, εις την εξυπηρέτησιν των Αθηναίων διά να τους κολακεύω.

ΚΑΛ. Εάν σου αρέση καλύτερα, Σωκράτη, να γίνης λεία των Μυσών, διότι εάν δεν πράξης βέβαια αυτά…

ΣΩΚΡ. Μη μου είπης εκείνο που πολλάκις μου είπες ότι θα με φονεύση όποιος θελήση, ίνα μη πάλιν και εγώ είπω ότι θα φονεύση πονηρός εμέ τον αγαθόν, μηδέ να μου είπης ότι ο βουλόμενος θα μου αφαιρέση ό,τι έχω, ίνα πάλιν εγώ είπω, αλλ' αφαιρέσας δεν θα ηξεύρη πώς να τα μεταχειρισθή, αλλά καθώς από εμέ αδίκως τα αφήρεσε, ούτω καί λαβών ταύτα άδικον χρήσιν αυτών θα κάμη, εάν δε τα μεταχειρισθή αδίκως θα τα μεταχειρισθή αισχρώς, εάν δε τα μεταχειρισθή αισχρώς θα τα μεταχειρισθή κακώς.

ΚΑΛ. Πώς μου φαίνεσαι, Σωκράτη, ότι πιστεύεις πως δεν είναι δυνατόν να πάθης κανέν τοιούτον κακόν, διότι ευρίσκεσαι εν ασφαλεία και δεν είναι δυνατόν να εισαχθής εις δικαστήριον υπό μοχθηρού τινος ανθρώπου και φαύλου.

ΣΩΚΡ. Είμαι πραγματικώς ανόητος λοιπόν, Καλλικλή, εάν δεν νομίζω ότι εις αυτήν εδώ την πόλιν οστισδήποτε δύναται να πάθη ό,τι τύχη· το εξής όμως γνώριζε καλώς ότι, εάν εισαχθώ εις δικαστήριον κινδυνεύων διά τι εκ τούτων που λέγεις, ο καταγγέλλων με και αναγκάζων να παρουσιασθώ εις το δικαστήριον θα είναι πονηρός· διότι ουδείς χρηστός άνθρωπος είναι δυνατόν να καταγγείλη μη αδικούντα και ουδόλως είναι παράδοξον, αν καταδικασθώ εις θάνατον. Θέλεις να σου είπω διατί το περιμένω αυτό;

ΚΑΛ. Μάλιστα. Θέλω.

ΣΩΚΡ. Νομίζω ότι με ολίγους Αθηναίους, διά να μη είπω μόνος, ασκώ την πραγματικήν πολιτικήν τέχνην, και μόνος από τους συγχρόνους πολιτεύομαι ορθώς. Διότι, όσα εκάστοτε λέγω, δεν τα λέγω διά να ευχαριστήσω τους ακούοντας, αλλά διά να τους ωφελήσω, όχι διά να τους τέρψω, και επειδή δεν θέλω να πράττω όσα συ με παρακινείς, αυτά τα κομψά, δεν θα ηξεύρω τι να είπω εις το δικαστήριον. Μου έχουν έλθει εις τον νουν όσα είπον εις τον Πώλον. Θα κριθώ δηλαδή όπως θα εκρίνετο ο ιατρός, εάν ο μάγειρος τον κατηγόρει ενώπιον παιδιών. Διότι σκέψου τι ηδύνατο να απολογηθή ο τοιούτος άνθρωπος περιπλακείς εις τοιαύτην υπόθεσιν, εάν τις κατηγορή αυτόν λέγων ότι «Παιδιά, αυτός εδώ ο άνθρωπος έχει κάμει πολλά κακά, και εις σας τους ιδίους και τους νεωτέρους από σας, σας βασανίζει κάμων εγχειρήσεις και καυτηριασμούς και υποχρεώνων εις νηστείας, βασανίζων σας εμβάλλει εις στερήσεις, παρέχων πικρότατα φάρμακα και αναγκάζων σας να πεινάτε και να διψάτε μη παρέχων εις σας όσα φαγητά παντοειδή και νόστιμα σας έδιδον εγώ». Τι νομίζεις ότι θα ηδύνατο να είπη ο ιατρός περιπλακείς εις τοιαύτην συμφοράν; Ή αν είπη την αλήθειαν ότι ταύτα όλα εγώ έπραττον, παιδιά μου, χάριν της υγείας σας, πόσον δυνατά νομίζεις πως θα φωνάξουν αποδοκιμάζοντες αυτόν οι τοιούτοι δικασταί; Δεν θα φωνάξουν πολύ δυνατά;

ΚΑΛ. Ίσως θα φωνάξουν δυνατά. Πρέπει να το φαντασθώμεν πως θα φωνάξουν.

ΣΩΚΡ. Δεν νομίζεις λοιπόν ότι ο ιατρός θα ευρίσκεται εις μεγάλην δυσχέρειαν τι πρέπει να κάμη;

ΚΑΛ. Μάλιστα.

ΣΩΚΡ. Τοιούτον πάθημα βεβαίως γνωρίζω ότι θα πάθω και εγώ, εάν εισαχθώ εις δικαστήριον διά να δικασθώ. Διότι δεν θα δύναμαι να λέγω εις τους δικαστάς τας ευχαριστήσεις, που τους έκαμα να αισθανθούν, τας οποίας ούτοι μεν θεωρούν ευεργεσίας και ωφελείας, εγώ δε ούτε εκείνους που τας παρέχουν ζηλεύω, ούτε εκείνους που τας δέχονται· εάν κανείς λέγη ότι εγώ ή τους νεωτέρους διαφθείρω κάμνων αυτούς να ευρίσκωνται εις αμηχανίαν, ή ότι τους πρεσβυτέρους κατηγορώ λέγων εις αυτούς δυσαρέστους λόγους ή ιδιαιτέρως ή ενώπιον άλλων, ούτε θα δύναμαι να είπω την αλήθειαν ότι δικαίως πάντα ταύτα λέγω, και φροντίζω διά το συμφέρον σας, κύριοι δικασταί, και δι' ουδέν άλλο. Ώστε ίσως θα πάθω ό,τι τύχη.

ΚΑΛ. Νομίζεις λοιπόν, Σωκράτη, ότι είναι καλό πράγμα να ευρίσκεται εις τοιαύτην κατάστασιν ο άνθρωπος εις την πόλιν και να μη δύναται να βοηθήση τον εαυτόν του;

ΣΩΚΡ. Εάν βέβαια, Καλλικλή, έχη εν, το εξής, το οποίον συ πολλάκις ωμολόγησες. Εάν έχη βοηθήσει τον εαυτόν του με το να μη είπη και να μη πράξη ουδέν άδικον ούτε εις θεούς ούτε εις ανθρώπους. Διότι αύτη η βοήθεια πολλάκις ημείς ωμολογήσαμεν ότι είναι η αρίστη βοήθεια διά τον εαυτόν του. Εάν λοιπόν εξελέγξη τις εμέ και αποδείξη ότι δεν δύναμαι να παράσχω ταύτην την βοήθειαν και εις τον εαυτόν μου και εις τους άλλους, θα εντρεπόμην και ενώπιον πολλών ελεγχόμενος τους πολλούς και ενώπιον ολίγων τους ολίγους και μόνος υπό μόνου ελεγχόμενος θα εντρεπόμην τον εαυτόν μου και αν κατεδικαζόμην εις θάνατον διά ταύτην την αδυναμίαν μου, θα ηγανάκτουν, εάν δε απέθνησκον δι' έλλειψιν κολακευτικής ρητορικής, καλώς γνωρίζω ότι θα με ίδης αγογγύστως να υποφέρω τον θάνατον. Διότι τον θάνατον ουδείς φοβείται, που δεν είναι τελείως ανόητος και άνανδρος, την αδικίαν όμως την φοβείται. Διότι είναι η μεγαλυτέρα εξ όλων των συμφορών να μεταβής εις τον Άδην έχων την ψυχήν σου πλήρη αδικημάτων. Εάν δε θέλης, είμαι πρόθυμος να σου διηγηθώ, πώς τούτο έχει τοιουτοτρόπως.

ΚΑΛ. Αλλ' επειδή και τα άλλα ζητήματα ετελείωσες, τελείωσε και τούτο.