Μτφρ. Β.Δ. Κρητικός. 1957. Πλάτωνος Γοργίας (ή περί ρητορικής ανατρεπτικός). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

ΚΑΛ. Σωκράτη, μου φαίνεται ότι κομπάζεις εις τους λόγους σου, ως αληθής ρήτωρ των δημοσίων συναθροίσεων· και τώρα, εξ αιτίας του τρόπου με τον οποίον συζητείς, ο Πώλος έπαθε το ίδιον πάθημα, το οποίον εκείνος κατηγόρει ότι έπαθεν ο Γοργίας προς σε· είπε δηλ., αν δεν απατώμαι, ότι ο Γοργίας εις ερώτησίν σου, εάν τις προσέλθη εις την σχολήν του, ίνα μάθη την ρητορικήν, χωρίς προηγουμένως να γνωρίζη την δικαιοσυνην, ότι και τούτο θα εμάνθανε πλησίον του. Ο Γοργίας από συστολήν δεν είπε ό,τι εφρόνει και είπεν ότι θα διδάξη εκ σεβασμού προς τους ανθρώπους, διότι θα ηγανάκτουν εάν τις ήθελεν αρνηθή. Διά ταύτην λοιπόν την ομολογίαν ηναγκάσθη αυτός να είπη αντίθετα προς τον εαυτόν του και ακριβώς τούτο έλεγε ότι επιζητείς κατά τας συζητήσεις· και σε περιεγέλα διά τα καμώματά σου αυτά, και έχει δίκαιον κατά την γνώμην μου· και τώρα πάλιν αυτός έπαθε το ίδιον και εγώ ως προς τούτο ψέγω τον Πώλον, διότι συνεφώνησε μαζί σου, ότι το αδικείν είναι ασχημότερον του αδικείσθαι· διότι ένεκα ταύτης πάλιν της ομολογίας, περιπλακείς εις τα δίκτυα των λόγων σου κατά την συζήτησιν, απεστομώθη, διότι και αυτός εκ συστολής δεν είπε όσα είχε κατά νουν. Διότι συ πράγματι, Σωκράτη, υπό το πρόσχημα ότι θηρεύεις την αλήθειαν παρασύρεις την συζήτησιν εις τοιαύτα (σοφίσματα) οχληρά και κατάλληλα διά δημοσίας συναθροίσεις, τα οποία είναι μεν κατά φύσιν ωραία αλλ' ουχί κατά νόμον. Διότι ως επί το πολύ τα δυο ταύτα είναι αντίθετα μεταξύ των, η φύσις δηλ. και ο νόμος· αν λοιπόν κανείς εντρέπεται και δεν τολμά να λέγη όσα σκέπτεται, αναγκάζεται να λέγη τα εναντία προς τον εαυτόν του. Και τώρα συ, επειδή ανεκάλυψες αυτό το παιγνίδι, δεν συμπεριφέρεσαι τιμίως κατά την συζήτησιν εις τρόπον ώστε, εάν μεν τις ομιλών εννοή το κατά νόμον, συ ερωτάς αυτόν δολίως (χωρίς να το αντιληφθή) το κατά φύσιν, αν δε το κατά φύσιν, συ ερωτάς το κατά νόμον. Και τούτο ακριβώς συνέβη προ ολίγου με το αδικείν και το αδικείσθαι, ότε ο Πώλος ωμίλει εν σχέσει προς το δίκαιον, ποίον είναι το ασχημότερον κατά νόμον, συ κατάκρινες τον νόμον εν ονόματι της φύσεως. Διότι πράγματι κατά νόμον είναι ασχημότερον το αδικείν, αλλά κατά φύσιν ασχημότερον είναι μόνον εκείνο το οποίον είναι βλαβερώτερον. Κατά συνέπειαν το αδικείσθαι είναι βλαβερώτερον του αδικείν. Και πράγματι το πάθημα τούτο, το αδικείσθαι, δεν αρμόζει εις ελεύθερον άνδρα, αλλ' εις δούλον, εις τον οποίον προτιμότερον είναι ν' αποθάνη ή να ζη, εάν, αδικούμενος και προπηλακιζόμενος, δεν είναι αυτός ικανός να υπερασπίζη τον εαυτόν του και να υπερασπίση άλλον, οιονδήποτε αγαπά. Αλλά νομίζω, όσοι διά των νομοθετών θεσπίζουν τους νόμους είναι οι αδύνατοι άνθρωποι, το μέγα πλήθος.

Προς το ίδιόν των συμφέρον λοιπόν νομοθετούν, ορίζουν το καλόν και το κακόν και απονέμουν τους επαίνους και τους ψόγους. Τοιουτοτρόπως εκφοβίζοντες τους δυνατωτέρους των ανθρώπων και τους έχοντας την ικανότητα να πλεονεκτούν, ίνα μη έχουν περισσότερα αυτών, λέγουν ότι δήθεν είναι άσχημον και άδικον το να έχουν περισσότερα των άλλων και το αδικείν ακριβώς εις τούτο συνίσταται εις το να επιζητή τις να έχη περισσότερα των άλλων· διότι αρκούνται, ως νομίζω, αυτοί, επειδή είναι αδυνατώτεροι, αν έχουν το ίσον.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Πλάτων. Γοργίας. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΚΑΛ. Φαίνεται, Σωκράτη, πως ομιλείς με νεανικήν ιταμότητα, διότι πραγματικώς είσαι ρήτορας και τώρα δημηγορείς, διότι ο Πώλος έπαθε το ίδιον πάθημα διά το οποίον κατηγόρει τον Γοργίαν ότι έπαθε κατά την προς σε συζήτησίν του. Διότι είπε, μου φαίνεται, ο Πώλος, ότι ο Γοργίας ερωτώμενος υπό σου, εάν προσέλθη προς αυτόν χωρίς να γνωρίζη τα δίκαια ο επιθυμών να μάθη την ρητορικήν, εάν θα διδάξη αυτόν, εντράπηκε και είπε ότι θα τον διδάξη ένεκα της συνηθείας των ανθρώπων, που αγανακτούν εάν τις ήθελεν είπει ότι δεν θα διδάξη τα δίκαια· και ότι ένεκα ταύτης της ομολογίας ηναγκάσθη (ο Γοργίας) να είπη εναντία από εκείνα που προηγουμένως είχεν είπει, και ότι συ αυτό ακριβώς επιθυμείς. Και σε περιέπαιξεν (ο Πώλος), κατά την γνώμην μου, ορθώς τότε. Τώρα δε πάλιν ο ίδιος ο Πώλος έπαθεν εκείνο το οποίον προηγουμένως έπαθε ο Γοργίας, και εγώ τουλάχιστον δι' αυτό ακριβώς δεν θαυμάζω τον Πώλον, διότι συνεφώνησε μαζί σου και παρεδέχθη ότι το να αδική κανείς είναι ασχημότερον από το να αδικήται· διότι από αυτήν πάλιν την ομολογίαν του μπερδευθείς υπό σου εις την συζήτησιν απεστομώθη, διότι εντράπη να είπη όσα είχε εις τον νουν του. Διότι συ πραγματικώς, Σωκράτη, οδηγείς τον μετά σου συζητούντα εις τοιαύτα οχληρά και επιδιώκοντα την επιδοκιμασίαν του όχλου, βεβαιώνων ότι επιδιώκεις την εύρεσιν της αληθείας, ποία «φύσει» μεν δεν είναι καλά, «νόμω» δε είναι. Ως επί το πλείστον δε ταύτα είναι εναντία προς άλληλα, δηλαδή η φύσις και ο νόμος. Εάν λοιπόν κανείς εντρέπεται και δεν τολμά να είπη εκείνα που έχει στο νου του, αναγκάζεται να λέγη εναντία προς όσα προηγουμένως είπε. Το οποίον και συ, τούτο δηλαδή το σοφόν (ποία φύσει μεν είναι καλά, νόμω δε δεν είναι) κατανοήσας φέρεσαι δολίως εις την συζήτησιν, εάν μεν κανείς δηλαδή λέγη σύμφωνα με τον νόμον, με το να υποβάλλης δολίως ερωτήσεις σύμφωνα με το φυσικόν δίκαιον εάν δε απαντά σύμφωνα με το φυσικόν δίκαιον, με το να υποβάλλης ερωτήσεις σύμφωνα με το θετόν δίκαιον. Καθώς π.χ. εις αυτά δηλαδή το να αδική κανείς ή να αδικήται, ενώ ο Πώλος ωμίλει περί του σύμφωνα με το θετόν δίκαιον, ασχημοτέρου, συ το σύμφωνα με το θετόν δίκαιον ασχημότερον ελάμβανες ως ασχημότερον σύμφωνα με το φυσικόν δίκαιον. Διότι σύμφωνα με το φυσικόν δίκαιον μου φαίνεται πως ασχημότερον είναι εκείνο που είναι και βλαβερώτερον, δηλαδή το να αδικήται τις σύμφωνα δε με το θετόν δίκαιον ασχημότερον είναι το να αδική κανείς. Διότι το πάθημα αυτό δεν ταιριάζει εις ελεύθερον άνθρωπον, δηλαδή να ανέχεται να αδικήται, αλλ' εις ευτελή δούλον, εις τον οποίον προτιμότερον είναι να αποθάνη παρά να ζη, όστις αδικούμενος και εξευτελιζόμενος δεν δύναται να υπερασπίση τον εαυτόν του, ουδέ άλλον που αγαπά και ενδιαφέρεται δι' αυτόν. Αλλά οι νομοθετούντες, νομίζω, είναι οι αδύνατοι άνθρωποι και ο όχλος. Προς το συμφέρον λοιπόν το ιδικόν τους και νομοθετούν, και επαινούν, και ψέγουν εμποδίζοντες διά του φόβου τους δυνατούς και ρωμαλέους να πλεονεκτούν, διά να μη έχουν περισσότερα από αυτούς λέγουν ότι είναι άσχημον και άδικον το να έχη κανείς περισσότερα από τους άλλους, και ότι αυτό είναι η αδικία δηλαδή να ζητή κανείς να έχη περισσότερα από τους άλλους, διότι είναι ευχαριστημένοι, νομίζω, αυτοί, αν έχουν ίσα με τους δυνατούς, ενώ είναι κατώτεροι από αυτούς.