Μτφρ. Α. Σιδέρη. 2000. Ξενοφών. Συμπόσιον, Απολογία Σωκράτους. Εισαγωγικά κείμενα L. Strauss. Αθήνα: Άγρα.

Ο δε Καλλίας «Χαρμίδη» είπε, «σειρά σου τώρα να μας πεις γιατί καμαρώνεις τόσο για τη φτώχεια σου». «Καλά λοιπόν» είπε εκείνος. «Όλοι το παραδέχονται ότι είναι προτιμότερο να έχεις θάρρος παρά να φοβάσαι και να είσαι ελεύθερος παρά να είσαι δούλος, να σε υπηρετούν παρά να υπηρετείς και να σε εμπιστεύεται η πατρίδα παρά να σε υποπτεύεται.

Εγώ λοιπόν, όταν ήμουν ένας από τους πλούσιους της πόλης μας, πρώτα φοβόμουν μήπως κανείς, τρυπώντας τον τοίχο του σπιτιού μου, μου πάρει τα χρήματα και κακοποιήσει και μένα· έπειτα, προσπαθούσα να καλοπιάσω και τους συκοφάντες ξέροντας ότι η θέση μου ήταν τέτοια, ώστε μάλλον θα μπορούσα να πάθω κακό από κείνους παρά να τους βλάψω εγώ. Κι αυτό επειδή η πόλη με πρόσταζε συνεχώς να αναλαμβάνω δαπάνες ενώ παράλληλα δεν μου επέτρεπε να ταξιδέψω πουθενά. Τώρα όμως που έχω στερηθεί όσα κατείχα έξω από τα σύνορα και κανένα εισόδημα δεν έχω από κτήματα στην Αττική και η οικοσκευή μου έχει πουληθεί, μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος, απολαμβάνω την εμπιστοσύνη της πόλης και δεν απειλούμαι πια, αλλά αντίθετα εγώ τώρα πια απειλώ τους άλλους και μου επιτρέπεται να αποδημώ ή να μένω στην πόλη σαν ελεύθερος άνθρωπος· τώρα οι πλούσιοι σηκώνονται από το κάθισμά τους όταν με αντικρίζουν και παραμερίζουν στο δρόμο για να περάσω. Σαν βασιλιάς μοιάζω τώρα, ενώ τότε σαφώς ήμουν δούλος· κι ενώ τότε πλήρωνα φόρο στο δήμο, τώρα η πόλη πληρώνει για να με συντηρεί. Επιπλέον, όταν ήμουν πλούσιος, ο κόσμος με λοιδορούσε που συναναστρεφόμουν τον Σωκράτη, ενώ τώρα που φτώχυνα κανείς δεν δίνει πεντάρα. Κι ακόμα, όταν είχα πολλά, όλο και κάτι μου έπαιρνε η πόλη ή η τύχη· τώρα όμως τίποτε κανείς δεν μου παίρνει, γιατί βέβαια και τίποτε δεν έχω, και πάντα ελπίζω ότι κάτι θα μου δώσουν. «Άρα », είπε ο Καλλίας, «και εύχεσαι να μην πλουτίσεις ποτέ και, αν δεις κανένα καλό όνειρο, θυσιάζεις στους θεούς που αποτρέπουν το κακό;» «Όχι μα τον Δία» είπε εκείνος, «δεν φτάνω ως εκεί, άλλα υπομένω καρτερικά την απειλή να πάρω κάτι από κάπου ».

«Και τώρα», είπε ο Σωκράτης, «πες μας εσύ, Αντισθένη, γιατί, ενώ έχεις τόσο λίγα, καυχιέσαι για τον πλούτο σου». «Διότι, φίλοι μου, πιστεύω ότι οι άνθρωποι δεν έχουν τα πλούτη ή τη φτώχεια στο σπίτι τους αλλά στην ψυχή τους. Κι αυτό επειδή βλέπω πολλούς ιδιώτες οι οποίοι, μολονότι έχουν πολλά χρήματα, πιστεύουν ότι είναι τόσο φτωχοί, ώστε υποβάλλονται σε μύριους κόπους και κινδύνους για να αποκτήσουν περισσότερα· και ξέρω επίσης και αδελφούς που, αν και κληρονόμησαν ίσα μερίδια, ο ένας τους έχει αρκετά για να αντιμετωπίζει τις ανάγκες του και του μένει και περίσσευμα, ενώ ο άλλος στερείται τα πάντα· γνωρίζω εξάλλου και κάποιους τυράννους που έχουν τόση δίψα για χρήμα, ώστε διαπράττουν κακουργήματα φοβερότερα από τους φτωχότερους ανθρώπους του κόσμου· διότι η ανέχεια, πιστεύω, κάνει μερικούς κλέφτες, τοιχωρύχους ή ανδραποδιστές· υπάρχουν όμως και κάποιοι μονάρχες που καταστρέφουν ολόκληρες οικογένειες, θανατώνουν πλήθος ανθρώπους και πολλές φορές οδηγούν στη σκλαβιά πόλεις ολόκληρες για το χρήμα. Αυτούς λοιπόν εγώ τουλάχιστον τους συμπονώ βαθιά για τη βαριά τους αρρώστια. Διότι μου φαίνεται πως πάσχουν από το ίδιο νόσημα με εκείνους που, όσα κι αν αποκτήσουν και όσα κι αν φάνε, δεν χορταίνουν ποτέ. Όσο για μένα, έχω τόσο πολλά, ώστε εγώ ο ίδιος δυσκολεύομαι να υπολογίσω την αξία τους. Κι όμως μου φτάνουν για να τρώγω όσο να μην πεινάω και να πίνω όσο να μη διψάω και να ντύνομαι έτσι ώστε να μην κρυώνω έξω περισσότερο από αυτόν εδώ τον πάμπλουτο Καλλία· κι όταν μένω σπίτι, ολόζεστοι χιτώνες μου φαίνονται οι τοίχοι και πανωφόρι βαρύ η σκεπή του· και το στρώμα μου με ικανοποιεί τόσο, ώστε μου είναι πολύ δύσκολο να σηκωθώ το πρωί. Κι αν κάποτε το σώμα μου νιώσει επιθυμία για έρωτα, είμαι τόσο ολιγαρκής, ώστε οι γυναίκες που επισκέπτομαι με δέχονται με εξαιρετική ευχαρίστηση επειδή κανένας άλλος δεν θέλει να πλαγιάσει μαζί τους. Κι όλ' αυτά τα βρίσκω τόσο ευχάριστα, ώστε, κάνοντάς τα, θα ευχόμουν μάλλον να απολαμβάνω λιγότερο παρά περισσότερο· τόσο υπερβολική μου φαίνεται η ηδονή που μου δίνουν μερικά από αυτά. Αλλά το πιο πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο μου λογαριάζω πως είναι τούτο: ότι, αν κανείς μου στερήσει ακόμα κι αυτά που έχω τώρα, δεν ξέρω καμιά δουλειά, όσο ταπεινή κι αν είναι, που να μην μπορεί να μου εξασφαλίσει τον επιούσιο. Διότι, όταν θελήσω να δώσω στον εαυτό μου χαρά, δεν προμηθεύομαι από την αγορά τα ακριβά πράγματα ―στοιχίζουν πάρα πολύ―, αλλά τα αντλώ από την ψυχή μου. Και η χαρά μου είναι πολύ μεγαλύτερη όταν περιμένω να χρειαστώ κάτι για να το απολαύσω παρά όταν χρησιμοποιώ κάτι ακριβό, όπως τώρα που πίνω αυτό το θασίτικο κρασί χωρίς να διψάω, μόνο και μόνο επειδή μου το σερβίρουν. Επιπλέον, αυτοί που αγαπούν τη λιτότητα είναι και πολύ δικαιότεροι από εκείνους που κυνηγάνε το χρήμα ― κι αυτό είναι φυσικό: όσοι αρκούνται σε όσα έχουν, καθόλου δεν ορέγονται τα ξένα. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι ένας τέτοιος πλούτος κάνει τους ανθρώπους και πιο γενναιόδωρους. Για παράδειγμα, ο Σωκράτης αποδώ, στον οποίο οφείλω τον δικό μου πλούτο, δεν μετρούσε ούτε ζύγιζε αυτά που μου προμήθευε, αλλά όσα μπορούσα να σηκώσω, τόσα μου πρόσφερε· έτσι κι εγώ τώρα δεν τα αρνιέμαι σε κανέναν, άλλα επιδεικνύω σε όλους τους φίλους μου την αφθονία των αγαθών μου και μεταδίδω τα πλούτη της ψυχής μου σε όποιον το επιθυμεί. Αλλά το πιο εκλεκτό από όσα κατέχω το βλέπετε: έχω πάντα ελεύθερο χρόνο για να βλέπω τα αξιοθέατα και για ν' ακούω τα αξιάκουστα και ―πράγμα που εγώ εκτιμώ πάνω απ' όλα― να περνώ χωρίς άλλες φροντίδες τις μέρες μου συντροφιά με τον Σωκράτη. Όπως εγώ έτσι κι εκείνος δεν θαυμάζει όσους έχουν το περισσότερο χρυσάφι, αλλά έχει πάντα συντροφιά αυτούς που συμβαίνει να του αρέσουν». Έτσι μίλησε ο Αντισθένης.

Μτφρ. Α.Ν. Διαμαντόπουλος. [1937] 1975. Ξενοφώντος Συμπόσιον. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Ο δε Καλλίας είπε: «Σειρά σου είναι, Χαρμίδη, να λέγης διατί υπερηφανεύεσαι δια την πενίαν σου». «Όλοι βεβαίως συμφωνούν εις το ότι ανώτερον είναι να έχη κάνεις θάρρος παρά να φοβήται και να είναι μάλλον ελεύθερος παρά δούλος και να τον περιποιούνται μάλλον παρά αυτός να περιποιήται άλλους και να τον εμπιστεύεται η πατρίς μάλλον παρά να δυσπιστεί προς αυτόν. Εγώ λοιπόν εις αυτήν την πόλιν, όταν μεν ήμην πλούσιος, πρώτα μεν εφοβούμην.μήπως κανείς μου ανοίξη την οικίαν και κλέψη τα χρήματα και εμέ τον ίδιον κακοποίηση· έπειτα δε και τους συκοφάντας επεριποιούμην, διότι εγνώριζα ότι ήμην ικανός μάλλον να κακοποιηθώ απ' αυτούς παρά να τους βλάψω· αλλά και να εξοδεύω εκάστοτε με διέτασσεν η πόλις, δεν επέτρεπε δε να ταξιδεύω πουθενά. Ενώ τώρα, επειδή και τα μακράν της πόλεως κτήματά μου εστερήθην και τα εγχώρια δεν τα εκμεταλλεύομαι και τα οικιακά μου πράγματα έχω πωλήσει, ευχάριστα μεν εξαπλώνομαι και κοιμώμαι, αξιόπιστος δ' έγινα εις την πόλιν, δεν με φοβερίζουν πλέον, αλλά μάλλον εγώ φοβερίζω, ως ελεύθερος δε έχω άδειαν και να ταξιδεύω και να μένω εις την πόλιν∙ μου προσηκώνονται δε πλέον οι καθήμενοι πλούσιοι και μου κάμνουν τόπον να περάσω εις τους δρόμους· και τώρα μεν ομοιάζω προς τύραννον, ενώ τότε ολοφάνερα ήμην δούλος. Και τότε μεν εγώ εις τον δήμον κατέβαλλα φόρον, ενώ τώρα η πόλις αυτή δαπανά και με τρέφει. Αλλά και διότι συνανεστρεφόμην τον Σωκράτην όταν ήμην πλούσιος με ύβριζαν, ενώ τώρα, αφού έγινα πτωχός, τίποτε πλέον κανένα δεν τον μέλει. Εν τούτοις, όταν μεν είχα περιουσίαν, πολλάκις έχανα και κάτι είτε εξ αιτίας της πόλεως είτε και εκ τύχης∙ ενώ τώρα τίποτε δεν χάνω, διότι ουδέ έχω τίποτε, πάντοτε δε κάτι ελπίζω να λάβω». «Και εύχεσαι δια τούτο ―είπεν ο Καλλίας― ποτέ να μη πλουτήσης και αν καλόν όνειρον ίδης θυσιάζεις εις τους αποτρόπαιους θεούς;» «Όχι βέβαια, αυτό εγώ δεν το κάμνω, αλλά και με πολύν κίνδυνον υπομένω, αν από πουθενά ελπίζω κάτι να λάβω».

«Αλλά συ, Αντισθένη, είπεν ο Σωκράτης, έλα λοιπόν πάλιν και λέγε μας, πώς με τόσην ολίγην περιουσίαν υπερηφανεύεσαι δια τον πλούτον σου». «Διότι νομίζω, φίλοι μου, ότι οι άνθρωποι τον πλούτον και την πενίαν έχουν όχι εις την οικίαν, αλλ' εις τας ψυχάς των· επειδή βλέπω πολλούς μεν ιδιώτας, οι οποίοι ενώ έχουν πολλά χρήματα τόσον πτωχοί νομίζουν ότι είναι, ώστε αναλαμβάνουν παντός είδους κόπους και κίνδυνους, δια ν' αποκτήσουν περισσότερα. Γνωρίζω δε και αδελφούς, οι οποίοι κληρονομήσαντες ίσην περιουσίαν, ο μεν εξ αυτών έχει και όσα του είναι αρκετά εις την ζωήν και περίσσευμα από τα έξοδά του, ενώ ο άλλος στερείται απ' όλα. Μανθάνω δε ότι και μερικοί τύραννοι τόσην δίψαν έχουν χρημάτων, ώστε φέρονται χειρότερα από τους πλέον απόρους, διότι, ως γνωστόν, εξ αιτίας της ενδείας άλλοι μεν κλέπτουν, άλλοι δε γίνονται τοιχωρύχοι, άλλοι κάμνουν απαγωγάς, ενώ υπάρχουν μερικοί τύραννοι, οι οποίοι ολοκλήρους πόλεις δια χρήματα υποδουλώνουν. Τούτους λοιπόν εγώ και πολύ τους λυπούμαι δια την βαρυτάτην ασθένειάν των, επειδή μου φαίνεται ότι πάσχουν ό,τι και ο τρώγων πολλά αλλά, ο οποίος ποτέ δεν χορταίνει. Ενώ εγώ τόσα πολλά έχω, ώστε και ο ίδιος δύσκολα τα ευρίσκω· και όμως κατορθώνω και να φάγω τόσον ώστε να πεινώ, και να πίνω τόσον ώστε να διψώ, και να ενδύωμαι ώστε έξω μεν να μη κρυώνω περισσότερον τούτου εδώ του πλουσιωτάτου Καλλίου· όταν δε ευρεθώ εις την οικίαν μου πολύ ζεστά επανωφόρια μου φαίνονται ότι είναι οι τοίχοι, πολύ δε παχείαι εφεστρίδες οι όροφοι, στρώμα δε τόσον αρκετόν έχω, ώστε δυσκολεύομαι και να το σηκώσω∙ αν δε ποτέ το σώμα μου και της αφροδίτης αισθανθή την ανάγκην, τόσον αρκετή είναι η παρούσα κατάστασίς μου, ώστε όσας πλησιάσω υπερβολικά με περιποιούνται, διότι κανείς άλλος δεν δέχεται να τας πλησιάζη. Και όλα αυτά εν τούτοις τόσον μου φαίνονται ευχάριστα, ώστε με την εκτέλεσιν του καθενός εξ αυτών δεν θα ηυχόμην να δοκιμάζω μεγαλυτέραν ευχαρίστησιν, αλλά μάλλον ολιγωτέραν. Τόσον περισσότερον παρ' όσον συμφέρει ευχάριστα νομίζω ότι είναι μερικά εξ αυτών. Το δε αξιολογώτερον από όλα του πλούτου μου τα κτήματα θεωρώ το εξής: ότι δηλαδή αν κανείς ήθελε μ' αφαιρέσει και όσα τώρα έχω, δεν βλέπω ποίον εξευτελισμένον επάγγελμα δεν θα μου επρομήθευεν αρκετήν τροφήν, και όταν θελήσω να καλοπεράσω, δεν αγοράζω τα πολυτελή εκ της αγοράς, διότι εκεί είναι ακριβά, αλλά τα προμηθεύομαι εκ της ψυχής· και δια να ευχαριστηθώ μεγαλυτέρα διαφορά υπάρχει, όταν περιμείνω να παρουσιασθή ανάγκη και τότε πλησιάσω, παρά όταν μεταχειρίζωμαι κάποιο ακριβόν πράγμα, όπως και τώρα τον Θάσιον αυτόν οίνον, ευρισκόμενον εμπρός μου, τον πίνω χωρίς να διψώ. Είναι δε άλλως και πολύ δικαιότεροι φυσικά οι επιδιώκοντες την οικονομίαν μάλλον παρά την πολυχρηματίαν. Επειδή όσοι αρκούνται εις όσα έχουν τώρα διόλου δεν επιθυμούν τα ξένα. Αξίζει δε να εννοήση κανείς ότι ο τοιούτος πλούτος κάμνει και ελευθερίους τους ανθρώπους. Διότι και ο Σωκράτης εδώ, από τον οποίον τον πλούτον τούτον απέκτησα, ούτε πολλά ούτε βαριά μου έδιδε, αλλά, όσα ηδυνάμην να φέρω, τόσα μου παρέδιδε, και εγώ τώρα δεν αρνούμαι εις κανένα, αλλ' εις όλους τους φίλους και την αφθονίαν των όσα έχω παρουσιάζω και μεταδίδω από τον ψυχικόν μου πλούτον εις όποιον επιθυμεί· ακόμη δε και το αβρότατον κτήμα, την ελευθερίαν, βλέπετε ότι πάντοτε την έχω, ώστε και τα αξιοθέατα πράγματα να βλέπω και τα αξιάκουστα ν' ακούω και, το πολυτιμότερον δι' εμέ πράγμα, να έχω καιρόν να συναναστρέφωμαι όλην την ημέραν τον Σωκράτην, ο οποίος θαυμάζει όχι τους έχοντας πολύν χρυσόν, αλλ' όσοι του αρέσουν τούτους πάντα συναναστρέφεται». Αυτός λοιπόν τοιουτοτρόπως ωμίλησεν.