Μτφρ. Β. Καλαμπαλίκης. 1975. Ξενοφώντος Κύρου Παιδεία. Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σημειώσεις. Εισαγωγή Ν. Μπουγάς. Αθήνα: Πάπυρος.

Μόλις ο Κύρος είδε τη γυναίκα να κάθεται χάμω και το νεκρό ξαπλωμένο καταγής, δάκρυσε για τη συμφορά και είπε: Αλλοίμονο, μας άφησες λοιπόν κι έφυγες, γενναία και πιστή ψυχή; Σήκωσε ταυτόχρονα τη δεξιά του νεκρού, και το χέρι ακολούθησε το δικό του, γιατί είχε κοπεί από τους Αιγυπτίους με κοπίδα. Μόλις το είδε, λυπήθηκε ακόμη περισσότερο, ενώ η γυναίκα έβγαλε γοερές κραυγές, πήρε από τον Κύρο το χέρι, το φίλησε και προσπάθησε όπως μπορούσε να το βάλει πάλι στη θέση του. Και τ' άλλα μέλη, Κύρε, του είπε, βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, και δεν είναι απαραίτητο να τα δεις. Ξέρω, συνέχισε, πως έπαθε αυτά, Κύρε, περισσότερο για χάρη μου, ίσως μάλιστα όχι λιγότερο και για χάρη σου. Γιατί εγώ η ανόητη τον παρακινούσα πολύ να πολεμήσει έτσι, για να αναδειχτεί αντάξιος φίλος σου· κι ο ίδιος εξάλλου, είμαι σίγουρη πως δε σκεφτόταν τι μπορούσε να πάθει, αλλά με τι τρόπο θα μπορούσε να σ' ευχαριστήσει. Τώρα λοιπόν, πρόσθεσε, αυτός πέθανε με μεγάλη αξιοπρέπεια, ενώ εγώ που τον παρακινούσα κάθομαι κοντά του ζωντανή. Ο Κύρος έκλαψε για λίγο σιωπηλά και μετά της είπε: Αυτός, γυναίκα, πέθανε με τον ωραιότερο θάνατο, γιατί πέθανε νικητής· συ όμως, πάρε αυτά που σου προσφέρω και στόλισέ τον· είχαν έρθει στο μεταξύ ο Γωβρύας και ο Γαδάτας, φέρνοντας πολλά ωραία κοσμήματα· να ξέρεις εξάλλου, συνέχισε, πως δε θα στερηθεί και τις άλλες τιμές, αλλά και μνήμα αντάξιο θα του στήσουμε και πολλά ζώα θα σφαγούν προς τιμή του, όσα αρμόζουν σε άντρα γενναίο. Όσο για σένα, δε θα μείνεις μόνη, αλλ' εγώ θα σε τιμήσω και για τή σωφροσύνη σου, και για την κάθε είδους αρετή σου, και θα αναθέσω σε κάποιον να σε οδηγήσει όπου θελήσεις· πες μου μονάχα σε ποιον θα ήθελες να πας. Μη φοβάσαι Κύρε, του είπε η Πάνθεια, αυτό δε θα σου τ' αποκρύψω. Αυτά είπε ο Κύρος κι έφυγε με υπερβολικό οίκτο για τη γυναίκα που στερήθηκε τέτοιον άντρα και για τον άντρα που άφησε τέτοια γυναίκα και δε θα την ξανάβλεπε ποτέ πια. Η γυναίκα, εξάλλου, διέταξε τους ευνούχους να απομακρυνθούν, «ως ότου τον κλάψω όπως θέλω», τους είπε· στην τροφό είπε να παραμείνει και τη διέταξε, όταν πεθάνει, να σκεπάσει με το ίδιο ύφασμα αυτήν και τον άντρα της. Η τροφός πολύ την παρακάλεσε να μην το κάνει αυτό, επειδή όμως δεν το κατάφερε και την έβλεπε μάλιστα να οργίζεται, κάθησε και τόριξε στο κλάμα. Η Πάνθεια τότε έσυρε μαχαίρι που το είχε ετοιμάσει από πρώτα, σφάχτηκε και ξεψύχησε με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του άντρα της. Η τροφός έκλαψε γοερά και σκέπασε τα σώματά τους, όπως τη διέταξε η Πάνθεια. Μόλις ο Κύρος πληροφορήθηκε την πράξη της γυναίκας, έτρεξε κατάπληκτος μήπως μπορούσε σε κάτι να βοηθήσει. Οι ευνούχοι εξάλλου, μόλις αντίκρυσαν αυτό που έγινε, έσυραν και οι τρεις τα μαχαίρια τους και σφάχτηκαν στο μέρος που η Πάνθεια τους διέταξε να σταθούν. Λέγεται μάλιστα πως υπάρχει μέχρι σήμερα το μνήμα που στήθηκε προς τιμή των ευνούχων· στην πάνω στήλη έχουν χαραχτεί με συριακά γράμματα τα ονόματα του άντρα και της γυναίκας, ενώ κάτω υπάρχουν τρεις στήλες με την επιγραφή ΣΚΗΠΤΟΥΧΩΝ. Ο Κύρος πλησίασε στον τόπο της συμφοράς, θαύμασε τη γυναίκα, έκλαψε πολύ και έφυγε· όπως ήταν φυσικό, φρόντισε να τους αποδοθούν όλες οι τιμές και, καθώς λένε, τους έστησε μεγαλοπρεπέστατο μνημείο.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. χ.χ. Ξενοφών. Κύρου Παιδεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–IV. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Όταν είδε τη γυναίκα (την Πάνθεια) να κάθεται κατά γης και το νεκρό ξαπλωμένο, εδάκρυσε για τη συμφορά και είπε: Αλλοίμονο γενναία και πιστή ψυχή, μας παράτησες λοιπόν και έφυγες; Και συγχρόνως έπιασε το δεξί χέρι του νεκρού∙ τούτο ακολούθησε το δεξί χέρι του Κύρου, γιατί οι Αιγύπτιοι το είχαν κόψει με τσεκούρι. Ο Κύρος όταν είδε τούτο, λυπήθηκε ακόμη περισσότερο. Και η σύζυγός του Αβραδάτα ξεφώνιζε, και αφού πήρε από τα χέρια του Κύρου το χέρι του συζύγου της, το φίλησε και το προσάρμοσε πάλι στο σώμα του νεκρού, όπως μπορούσε καλύτερα, και είπε: Και τα άλλα μέλη του σώματός του, Κύρε, σ' αυτή την κατάσταση βρίσκονται, αλλά ποια η ανάγκη να τα δης; Ξέρω, είπε, ότι και αυτά για αγάπη μου προ πάντων έπαθε, και ίσως και για δική σου αγάπη, Κύρε, όχι λιγώτερο. Γιατί εγώ η ανόητη τον συμβούλευα να κάνη έτσι, που να φανή άξιος φίλος σου. Και αυτός ο ίδιος είμαι βέβαιη πως δεν συλλογιζότανε τι έμελε να πάθη, αλλά τι να κάμη για να σε ευχαριστήση. Και αυτός βέβαια πέθανε, αφού αγωνίστηκε γενναία, ενώ εγώ που τον παρακίνησα, ζω και κάθομαι κοντά του. Ο Κύρος λίγο χρόνο έκλαψε χωρίς να μιλή, και ύστερα είπε: Αλλ' αυτός, γυναίκα, βρήκε ένδοξο θάνατο, γιατί σκοτώθηκε νικώντας∙ εσύ λάβε αυτά εκ μέρους μου, και στόλιζέ τον. Παρευρίσκοντο ο Γαδάτας και ο Γωβρύας με πολλά και ωραία στολίσματα. Ύστερα, είπε, να είσαι βέβαιη πως θα κάμω σ' αυτόν και άλλες τιμές, αλλά και τον τάφο του πολλοί θα τον φτιάσουν καθώς του αξίζει, κι' απάνω στον τάφο του θα σφαγούν πολλά ζώα, όσα φυσικό είναι να σφάζωνται προς τιμή γενναίου ανδρός. Και συ, είπε, δε θα μείνης έρημη, αλλά εγώ και για τη σωφροσύνη σου, την αρετή σου γενικά, και τα άλλα σου προτερήματα θα σε τιμήσω και θα σου δώσω συνοδούς για να σε μεταφέρουν όπου θέλεις· μόνο πες μου πού επιθυμείς να πας. Η Πάνθεια απάντησε: Μη σε μέλει, Κύρε, δε θα στο κρύψω πού θέλω να πάω. Ο Κύρος λοιπόν αφού είπε αυτά αναχώρησε, λυπούμενος και τη γυναίκα που έχασε τέτοιον άντρα, και τον άντρα της που άφησε τέτοια γυναίκα και δεν ήταν δυνατόν να την ιδή πια. Η Πάνθεια διέταξε τους ευνούχους να απομακρυνθούν, έως ότου, είπε, να κλάψω όσο θέλω∙ στην τροφό της είπε να μείνη, και τη διέταξε, όταν αυτή αποθάνη, να σκεπάση και αυτήν και το σύζυγό της με το ίδιο σκέπασμα. Η τροφός, αφού πολύ την παρακάλεσε να μη το κάμη αυτό, επειδή τίποτα δεν κατώρθωνε και την έβλεπε να θυμώνη, καθότανε και έκλαιγε. Η Πάνθεια, αφού έβγαλε μαχαίρι, που το είχε ετοιμασμένο πρωτύτερα, εσφάγη μόνη της, και αφού έβαλε το κεφάλι της στο στήθος του συζύγου της πέθανε. Η τροφός έκλαιγε και τους σκέπαζε και τους δυο, όπως την είχε διατάξει η Πάνθεια. Ο Κύρος, όταν πληροφορήθηκε την πράξη της γυναικός, έτρεξε καταταραγμένος, για να τη βοηθήση, αν μπορούσε. Οι ευνούχοι, όταν είδαν τα γενόμενα, έσυραν και οι τρεις τα μαχαίρια τους και εσφάγησαν στεκόμενοι εκεί που τους διέταξε ή Πάνθεια να σταθούν. [Και τώρα ακόμη μέχρι σήμερα λέγεται τάφος των ευνούχων, και λένε πως στη στήλη που βρίσκεται στην κορυφή του τάφου, έχουν γραφή τα ονόματα του αντρός και της γυναικός με συριακά γράμματα, και ότι κάτω είναι τρεις στήλες και φέρουν την επιγραφή «ευνούχων»]. Ο Κύρος, όταν επλησίασε στον τόπο του δυστυχήματος, εθαύμασε τη γυναίκα και απεχώρησε κλαίοντας. Και, όπως ήταν φυσικό, εφρόντισε να ταφούν μεγαλοπρεπώς, και κατεσκεύασε γι' αυτούς, καθώς λένε, πολύ μεγάλο τάφο.