Μτφρ. Β. Καλαμπαλίκης. 1975. Ξενοφώντος Κύρου Παιδεία. Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σημειώσεις. Εισαγωγή Ν. Μπουγάς. Αθήνα: Πάπυρος.

Εκείνοι μ' αυτά καταγίνονταν. Εν τω μεταξύ ήρθε ο Γωβρύας, ένας γέροντας Ασσύριος, έφιππος με συνοδεία από ιππείς· είχαν μάλιστα όλοι τους τα όπλα των ιππέων. Τότε, αυτοί που είχαν οριστεί να παραλαμβάνουν τα όπλα, ζήτησαν να τους παραδώσουν τα ακόντια, για να τα κάψουν όπως και τα άλλα. Ο Γωβρύας όμως δήλωσε ότι ήθελε πρώτα να δει τον Κύρο· έτσι οι υπηρέτες τον οδήγησαν στον Κύρο, αφού άφησαν στο μέρος εκείνο τους άλλους ιππείς. Εκείνος, μόλις αντίκρυσε τον Κύρο, του είπε τα ακόλουθα: Είμαι, αφέντη μου, Ασσύριος την καταγωγή· έχω και φρούριο ισχυρό και εξουσιάζω μεγάλη χώρα· διαθέτω ακόμα χίλιους περίπου ιππείς, που παραχωρούσα στο βασιλιά των Ασσυρίων και ήμουν πολύ στενός φίλος του· όταν όμως εκείνος ο υπέροχος άνθρωπος σκοτώθηκε από σας και τον διαδέχτηκε ο γιος του, ο οποίος μου είναι πάρα πολύ μισητός, έρχομαι σε σένα και σε παρακαλώ σαν ικέτης, σου παραδίνομαι σαν δούλος και σύμμαχος και σου ζητώ να με βοηθήσεις να πάρω εκδίκηση· μ' αυτόν τον τρόπο, όσο είναι δυνατόν, σε κάνω παιδί μου, μια και δεν έχω αρσενικά παιδιά. Είχα μόνο ένα γιο ωραίο και καλό, αφέντη, που μ' αγαπούσε και με τιμούσε τόσο, όσο ένα παιδί θα ήταν δυνατό με το σεβασμό του να κάνει έναν πατέρα ευτυχισμένο. Αυτόν λοιπόν το γιο μου τον είχε καλέσει ο τότε βασιλιάς, ο πατέρας του σημερινού, για να του δώσει την κόρη του. Εγώ τότε τον έστειλα με περηφάνια, γιατί δήθεν θα έβλεπα το γιο μου σύζυγο της θυγατέρας του βασιλιά· ο σημερινός λοιπόν βασιλιάς τον προσκάλεσε σε κυνήγι, επιτρέποντάς του να αναπτύξει όλη του τη δραστηριότητα, γιατί νόμιζε πως ήταν πολύ καλύτερος ιππέας από το παιδί του. Ο γιος μου πίστεψε ότι κυνηγούσε με φίλο του. Όταν φάνηκε μια αρκούδα, την καταδίωξαν και οι δυό· ο σημερινός βασιλιάς έριξε το ακόντιό του και απέτυχε, που μακάρι να μη γινόταν έτσι, ο γιος μου όμως τη χτύπησε, που ποτέ να μην την πετύχαινε, και τη σκότωσε. Τότε εκείνος, αν και πολύ πειράχτηκε, όμως έκρυψε βαθιά τη ζήλεια του· όταν αργότερα φάνηκε ένα λιοντάρι, εκείνος και πάλι απέτυχε, πράγμα καθόλου παράδοξο, κατά τη γνώμη μου, ενώ το παιδί μου πάλι πέτυχε και σκότωσε το λιοντάρι. Τότε είπε: Ώστε δυό φορές έριξα, και την κάθε φορά σκότωσα κι ένα θηρίο· τη στιγμή εκείνη δε συγκράτησε πια ο αθεόφοβος το φθόνο του, αλλ' αφού άρπαξε το ξίφος κάποιου από τους ακολούθους του, χτύπησε στο στήθος το μονάκριβο κι αγαπημένο μου παιδί και το σκότωσε. Κι εγώ ο δυστυχισμένος το άριστο και αγαπημένο μου παιδί, που μόλις τότε άρχισαν να φυτρώνουν τα γένια του, αντί να το υποδεχτώ σαν γαμπρό, το έφερα και το έθαψα νεκρό, σ' αυτή τη γεροντική ηλικία· ο φονιάς, σα να σκότωσε εχθρό, ούτε έδειξε ποτέ μέχρι τώρα ότι μετάνιωσε, ούτε και απέδωσε ποτέ μέχρι τώρα καμιά τιμή σε κείνον που βρίσκεται κάτω από τη γη, ώστε να εξιλεωθεί για το έγκλημά του. Ο πατέρας του όμως και με συλλυπήθηκε, και ήταν φανερό ότι με συμπονούσε για τη συμφορά μου. Εγώ λοιπόν, αν ζούσε εκείνος, δε θα ερχόμουν ποτέ σε σένα για να του κάνεις κακό· γιατί και πολλές φιλικές αποδείξεις είχα εκ μέρους του, και τον υπηρέτησα φιλικά· τώρα όμως που η εξουσία πέρασε στο φονιά του παιδιού μου, δε θα ήταν δυνατόν εγώ ποτέ να τρέφω φιλικά αισθήματα απέναντί του, ούτε κι αυτός, είμαι βέβαιος, θα μπορούσε ποτέ να με θεωρήσει φίλο του. Γιατί γνωρίζει ποια είναι τα αισθήματά μου απέναντί του και πως, ενώ προηγουμένως ζούσα ευχάριστα, ζω τώρα έρημος, περνώντας τα γεράματά μου μέσα στο πένθος. Αν λοιπόν συ με δεχτείς και μου δώσεις κάποια ελπίδα ότι με τη βοήθειά σου θα εκδικηθώ το θάνατο του αγαπημένου μου παιδιού, μου φαίνεται ότι και θα ξανάβρισκα τη νιότη μου, και δε θα ντρεπόμουν ακόμα να ζω, αλλά ούτε αν πεθάνω, νομίζω ότι θα πεθάνω λυπημένος.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. χ.χ. Ξενοφών. Κύρου Παιδεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–IV. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Οι Πέρσες λοιπόν σ' αυτά κατεγίνοντο. Τότε παρουσιάσθηκε έφιππος ο γέρος Ασσύριος Γωβρύας με έφιππους υπηρέτες. Όλοι είχαν όπλα που έχουν οι έφιπποι. Εκείνοι που είχαν διοριστή να παραλαβαίνουν τα όπλα, τους διέταξαν να τους παραδώσουν τα κοντάρια για να τα κάψουν, όπως είχαν κάψει και τα άλλα. Ο Γωβρύας είπε πως πρώτα θέλει να δη τον Κύρο. Οι φρουροί τους άλλους ιππείς αφήκαν εκεί, τον Γωβρύα δε τον ωδήγησαν στον Κύρο. Εκείνος μόλις είδε τον Κύρο, του είπε τα εξής: Εγώ, αφέντη, είμαι Ασσύριος, έχω δυνατό φρούριο και εξουσιάζω μεγάλη χώρα∙ έχω ακόμη χίλιους πάνω κάτω ιππείς, που τους έδινα στο βασιλιά της Ασσυρίας, και ήμουν στενώτατος φίλος του. Επειδή όμως εκείνος, που ήτο αγαθός άντρας, σκοτώθη από σας, και έχει τη βασιλεία ο γυιος του, που με μισεί πάρα πολύ, έχω έλθει σε σένα. Γονυκλινώς τώρα σε ικετεύω, και παραδίνομαι να γίνω δούλος και σύμμαχός σου, και σε παρακαλώ να γίνης εκδικητής μου. Και παιδί μου σε κάνω, αν είναι δυνατόν τούτο, γιατί δεν έχω αρσενικά παιδιά. Το μόνο γυιο που είχα, και που ήτο, αφέντη, ωραίος και γενναίος, και με τιμούσε, και με αγαπούσε, όπως τιμώντας ο γυιος τον πατέρα του μπορεί να τον κάμη ευτυχή, αυτόν ο σημερινός βασιλιάς των Ασσυρίων, όταν ο τότε βασιλιάς, ο πατέρας του σημερινού, εκάλεσε το γυιο μου για να του δώση γυναίκα την κόρη του, και γω τον έστειλα περήφανος γιατί θα έβλεπα το γυιο μου σύζυγο της κόρης του βασιλιά ― αυτόν ο σημερινός βασιλιάς τον έκάλεσε στο κυνήγι, και του επέτρεψε να κυνηγά καταβάλλοντας όλες του τις δυνάμεις, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του πολύ ικανώτερο ιππέα από το γυιο μου. Εκείνος κυνηγούσε μαζί του θεωρώντας τούτον φίλο του∙ όταν δε παρουσιάστηκε μια αρκούδα, την κατεδίωκαν και οι δύο∙ ο σημερινός βασιλιάς των Ασσυρίων έρριξε το κοντάρι του και απέτυχε (μακάρι να μη γινότανε αυτό), ο γυιος μου όμως χτύπησε και σκότωσε την αρκούδα, ενώ δεν ήτο ανάγκη να τη σκοτώση. Και τότε λοιπόν, μολονότι βέβαια στενοχωρήθηκε, αυτός κράτησε και έκρυψε το φθόνο του. Όταν πάλι παρουσιάστηκε ένα λιοντάρι, εκείνος απέτυχε, που δεν είναι, νομίζω, παράξενο, ο γυιος μου όμως πάλι πέτυχε το λιοντάρι, το σκότωσε και είπε: Άραγε έχω δύο κατά σειράν επιτυχίες, και σκότωσα θηρίο και τη μία και την άλλη φορά; Τότε δεν συγκρατεί πια ο ανόσιος το φθόνο του, αλλά αρπάζει λόγχη από κάποιον από τους ακολούθους του, τον χτυπά στο στήθος και σκοτώνει τον αγαπημένο μοναχογυιό. Και εγώ ο δυστυχισμένος τον δέχτηκα νεκρό αντί γαμπρό και έθαψα γέρος πια το άριστο και αγαπητό παιδί μου, που μόλις άρχιζε να βγάζη γένια. Εκείνος που τον σκότωσε, σαν να είχε ξολοθρέψει εχθρό του, ούτε έδειξε ποτέ πως μετάνιωσε, ούτε έκρινε άξιο να τιμήση το νεκρό για το κακό που έκαμε. Ο πατέρας όμως και με λυπήθη και έδειχνε πως εστενοχωρείτο μαζί με μένα για τη συμφορά μου. Εγώ λοιπόν, αν ζούσε εκείνος (ο βασιλιάς της Ασσυρίας), ουδέποτε θα ερχόμουν σε σένα για να τον βλάψω. Γιατί πολλές φορές ως φίλος ευεργετήθηκα απ' αυτόν, και πολλές υπηρεσίες του πρόσφερα. Αφού όμως η βασιλική εξουσία περιήλθε στο φονιά του γυιου μου, δεν μπορώ εγώ να τον αγαπήσω, και ξέρω καλά ότι ούτε αυτός μπορεί ποτέ να με θεωρήση φίλο του. Γιατί γνωρίζει τα προς αυτόν αισθήματά μου, και ότι, ενώ πρωτύτερα ζούσα ευτυχισμένος, τώρα είμαι έρημος και περνώ τα γηρατειά μου κλαίοντας και οδυρόμενος. Αν λοιπόν συ με δεχτής, και λάβω κάποια ελπίδα να εκδικηθώ για το θάνατο του αγαπητού μου παιδιού με τη βοήθειά σου, νομίζω πως θα ξανανειώσω, και εφ' όσον υπάρχω στη ζωή δεν θα ντρέπωμαι πια, ούτε, όταν αποθάνω, θα πάω λυπημένος στην άλλη ζωή.