Μτφρ. Π. Λεκατσάς. [1939] χ.χ. Αριστοτέλης. Πολιτικά. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Kατά πρώτον όμως πρέπει να εξετάσωμεν τα ομολογούμενα χαρακτηριστικά της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας, και οποίον είναι το δίκαιον το ολιγαρχικόν και το δημοκρατικόν. Διότι πάντες διεκδικούν υπέρ εαυτών δίκαιον τι, αλλά (10) μέχρις ενός σημείου μόνον προβαίνουν, και λέγοντες 'δίκαιον' δεν εννοούν ακέραιον το απολύτως δίκαιον. Επί παραδείγματι νομίζεται το δίκαιον ως 'ίσον' τι, και είναι, όχι όμως μεταξύ πάντων, αλλά μεταξύ των ίσων· και το 'άνισον' νομίζεται ότι είναι δίκαιον, και πράγματι είναι, ουχί όμως μεταξύ πάντων, αλλά μεταξύ των ανίσων· οι άνθρωποι όμως αφαιρούν τούτο, το «μεταξύ ποίων», και συνεπώς εξάγουν εσφαλμένα συμπεράσματα. Η κυρία όμως αιτία είναι (15) ότι πρόκειται να κρίνουν περί εαυτών, σχεδόν δε οι περισσότεροι είναι φαύλοι κριταί περί των ιδίων. Συνεπώς, του δικαίου υπάρχοντος ((ουχί απολύτως)) αλλ' εν σχέσει προς τινας, και κατά τον αυτόν τρόπον όντος διηρημένου επί τε των πραγμάτων και των διεκδικούντων αυτό προσώπων, ως και πρότερον εν τοις Ηθικοίς ελέχθη, ούτοι την μεν επί των πραγμάτων ισότητα ομολογούν, την επί των προσώπων όμως αμφισβητούν, (20) κυρίως μεν διά το προ ολίγου λεχθέν, ότι κρίνουν κακώς τα περί αυτούς, έπειτα δε και διά το ότι επικαλούμενοι δίκαιον τι νομίζουν ότι επικαλούνται τα απόλυτον δίκαιον. Οι μεν δηλαδή αν κατά τι είναι άνισοι, οίον κατά την περιουσίαν, έχουν την ιδέαν ότι είναι καθ' όλα και διόλου άνισοι, οι δε πάλιν, εάν είναι κατά τι ίσοι, οίον κατά την ελευθερίαν, έχουν την ιδέαν ότι είναι (25) καθ' όλα και διόλου ίσοι. Ουδέν όμως λέγουν περί του κυριωτάτου. Δηλαδή, εάν μεν χάριν της περιουσίας συνέπηξαν την κοινωνίαν και εις κοινόν βίον συνήλθον, τοσούτον μετέχουν της πόλεως όσον και της κτήσεως, και συνεπώς θα εφαίνετο ότι ισχύει ο περί δικαίου ισχυρισμός των ολιγαρχικών (διότι δεν είναι βεβαίως δίκαιον να μετέχουν εξ ίσου επί κεφαλαίου εκατόν μνων ο καταβαλών μίαν μναν (30) και ο καταβαλών όλον το υπόλοιπον, ούτε επί του αρχικού κεφαλαίου ούτε επί των προσκτωμένων). Αλλ' ουχί του ζην μόνον ένεκεν, αλλά μάλλον ένεκεν του ευδαιμόνως ζην συνέστη η πόλις· (διότι άλλως θα υφίστατο και δούλων και των άλλων ζώων πόλις, νυν δε δεν υφίσταται λόγω του ότι δεν μετέχουν της ευδαιμονίας μηδέ του ζην κατά βούλησιν). Αλλά μήτε ένεκεν συμμαχίας όπως (35) μη ζημιούνται υπό τρίτου τινος μήτε διά τας συναλλαγάς και διά την αμοιβαίαν εκμετάλλευσιν των υπηρεσιών· διότι εάν είχεν ούτω, οι Τυρρηνοί και οι Καρχηδόνιοι και πάντες όσοι συνδέονται διά των μεταξύ των συμβάσεων, θα ήσαν ως μιας πόλεως πολίται· παρ' αυτοίς δε υπάρχουν, ως γνωστόν, συνθήκαι περί των εισακτέων προϊόντων και συμβάσεις περί το μη αδικείν ετέρους κατά τας συναλλαγάς (40) και συνθήκαι περί συμμαχίας. Αλλ' ούτε κοιναί δημόσιαι αρχαί [1280b] υπάρχουν επί πάντων τούτων κατεστημέναι, αλλ' έτεραι παρ' εκατέροις, ούτε οι της μιας πόλεως πολίται φροντίζουν περί του οποίοι πρέπει να είναι οι της άλλης, ούτε πώς ουδείς εκ των υπαγομένων εις τας συνθήκας πολιτών γίνη άδικος, μηδέ αποκτήση καμμίαν κακοήθειαν αλλά μόνον όπως μη (5) αδικήσουν κατά τι αλλήλους. Περί της πολιτικής όμως αρετής και κακίας φροντίζουν και ερευνούν όσοι ενδιαφέρονται διά την ε υ ν ο μ ί α ν. Είναι μάλιστα κατ' εξοχήν φανερόν ότι η αληθώς ονομαζομένη, και ουχί κατά φαινόμενον, πόλις, οφείλει να επιμελήται της αρετής· διότι η κοινωνία είναι συμμαχία τις μεταξύ των συμπολιτών διαφέρουν δε ούτοι μόνον κατά τον τόπον από τους λοιπούς μακράν κατοικούντας αλλήλων (10) συμμάχους. Και ο νόμος συνθήκη τις είναι, και καθώς είπεν ο σοφιστής Λυκόφρων, είναι εγγυητής των δικαιωμάτων των πολιτών, δεν έχει όμως την δύναμιν να καθιστά αγαθούς και δικαίους τους πολίτας. Ότι δε ταύτα ούτως έχουν καταφαίνεται εκ τούτου: εάν δηλαδή ηδύνατο τις να συνενώση τους τόπους εις ένα, ώστε να συνάψη διά των αυτών τειχών την πόλιν των Μεγαρέων και των (15) Κορινθίων, μολοντούτο η σχηματισθείσα πόλις δεν θα ήτο μία· ούτε εάν ήθελον συνάψει προς αλλήλους επιγαμίας, καίτοι τούτο είναι εκ των κατ' εξοχήν ιδιαζόντων εις την πόλιν τρόπων επικοινωνίας. Ομοίως ουδ' αν τίνες ήθελον κατοικεί χωριστά μεν, ουχί όμως τοσούτον απομεμακρυσμένοι αλλήλων ώστε να μη επικοινωνούν, υπήρχον δε παρ' αυτοίς νόμοι όπως μη αδικούν αλλήλους κατά (20) τας ανταλλαγάς και τας αμοιβαίας παροχάς αυτών (οίον εάν εξυπηρέτουν αλλήλους, ο είς ων τέκτων, ο δε γεωργός, ο δε σκυτοτόμος, ο δε άλλο τι τοιούτον), και ο πληθυσμός εν όλω ανήρχετο εις δέκα χιλιάδας· εάν ούτοι, επαναλαμβάνω, ουδενός άλλου εκοινώνουν ή των τοιούτων, ανταλλαγής τουτέστι και 'συμμαχίας', πάλιν ούτω δεν θα απήρτιζεν ακόμη η τοιαύτη κοινωνία πόλιν. Διά τίνα λοιπόν αιτίαν; Όχι βεβαίως ένεκεν του ότι δεν (25) κοινωνούν κατοικούντες πλησίον· διότι και εάν ακόμη συνήρχοντο εις τοιαύτην εκ του σύνεγγυς κοινωνίαν, έκαστος όμως μετεχειρίζετο τον ίδιον οίκον ως πόλιν και εβοήθουν αλλήλους κατά των αδικούντων μόνον, ως εάν υπήρχε παρ' αυτοίς είδος τι επιμαχίας, ουδ' εις αυτήν την περίπτωσιν οι επακριβώς ερευνώντες ήθελον συνάγει το συμπέρασμα ό,τι πρόκειται πόλις, εάν κατά τον τρόπον αυτόν εκοινώνουν είτε επί το αυτό συνελθόντες είτε μακράν αλλήλων κατοικούντες. Φανερόν λοιπόν ότι (30) η πόλις δεν είναι τόπου κοινωνία και δεν συνεστήθη χάριν του μη αδικείν αλλήλους και χάριν της αμοιβαίας εξυπηρετήσεως· αλλά ταύτα μεν επί υπάρξεως πόλεως είναι απαραίτητον να υπάρχουν ως αναγκαία συστατικά στοιχεία της πόλεως, αλλ' όμως, ουδ' εις την περίπτωσιν καθ' ην άπαντα ταύτα υπάρχουν, υπάρχει ακόμη πόλις· διότι πόλις είναι η των οίκων και των γενών κοινωνία του ευδαιμόνως ζην ένεκεν, αντικείμενον δε αυτής είναι ο πλήρης και αυτάρκης βίος. (35) Τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να επιτευχθή εάν οι πολίται δεν κατοικούν ένα και τον αυτόν τόπον και δεν συνάπτουν μεταξύ των επιγαμίας· διό και κηδεστείαι καθιερώθησαν ανά τας πόλεις και κατά φατρίας ενώσεις και κοιναί θυσίαι και τρόποι ευχαρίστου συμβιώσεως. Το τοιούτον όμως είναι έργον φιλίας, διότι φιλία είναι η προαίρεσις της συμβιώσεως. Τελικός λοιπόν σκοπός της πόλεως είναι το ευδαιμόνως ζην, (40) ταύτα δε υφίστανται πάντα χάριν του τελικού τούτου σκοπού. Πόλις δε είναι η των γενών και κωμών [1281a] κοινωνία, προς επίτευξιν πλήρους και αυτάρκους βίου, τούτο δε είναι, ως είπομεν, το ευδαιμόνως και αξιοπρεπώς ζην· οφείλομεν λοιπόν να δεχθώμεν ότι, σκοπός της πολιτικής κοινωνίας δεν είναι αυτό καθ' εαυτό το συζήν, αλλ' αι κατ' αρετήν ενέργειαι των πολιτών· διό ακριβώς όσοι συμβάλλουν το πλείστον εις την (5) τοιαύτην κοινωνίαν, αυτοί μετέχουν της πόλεως περισσότερον ή οι κατά μεν την ελευθερίαν και το γένος ίσοι ή μείζονες κατά δε την πολιτικήν αρετήν άνισοι ή οι κατά μεν τον πλούτον υπερέχοντες κατά δε την αρετήν ταύτην υπερεχόμενοι. Φανερόν λοιπόν εκ των ειρημένων καθίσταται ότι όλοι όσοι συζητούν αντιγνωμούντες επί των διαφόρων τύπων του πολιτεύματος (10) διεκδικούν μόνον μέρος τι του δικαίου.

Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1989. Αριστοτέλους Πολιτικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Ας εξετάσουμε πρώτα–πρώτα ποια είναι τα όρια της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας και σε τι συνίσταται η ολιγαρχική και δημοκρατική δικαιοσύνη, (10) αφού κι η μια κι η άλλη έχουν δικές τους απόψεις πάνω στο δίκαιο. Προχωρούν όμως ως ένα σημείο χωρίς να εκφράζουν ολόκληρη τη δικαιοσύνη στην απόλυτη έννοιά της. Έχουν τη γνώμη π.χ. ότι δικαιοσύνη σημαίνει ισότητα, όχι όμως για όλους, αλλά μονάχα για τους ίσους μεταξύ τους. Κι η ανισότητα επίσης αποτελεί δικαιοσύνη και εφαρμόζεται όχι σε όλους, αλλά σε άτομα άνισα μεταξύ τους. Αλλά παραλείπουν να πουν «σε ποιους αφορά η δικαιοσύνη» και συνεπώς δεν εκδίδουν σωστές αποφάσεις. (15) Αιτία γι' αυτό είναι ότι οι διάδικοι είναι συγχρόνως και κριτές. Και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι είναι οι χειρότεροι κριτές των υποθέσεων που αφορούν τον εαυτό τους.

Συνεπώς, αφού η έννοια της δικαιοσύνης είναι σχετική με τα πρόσωπα και η απονομή της με την ίδια αναλογία στα πράγματα και στα πρόσωπα, όπως έχουμε πει προηγουμένως και στα «Ηθικά», παραδέχονται την ισότητα των πραγμάτων, αλλά διαφωνούν για τα πρόσωπα που πρόκειται να δικάσουν, (20) και κυρίως γι' αυτό που είπαμε πριν από λίγο, ότι δηλ. είναι οι χειρότεροι κριτές για τον εαυτό τους, κι ακόμη ενώ, κι ο ένας κι ο άλλος εξετάζουν μέχρις ενός σημείου τι είναι δίκαιο, νομίζουν πως μιλούν για την δικαιοσύνη με την πλήρη σημασία της. Αν δηλ. είναι άνισοι σε κάτι, π.χ. στα χρήματα, νομίζουν πως είναι άνισοι σε όλα, κι αν είναι ίσοι σε άλλο, π.χ. στην ελευθερία, είναι ίσοι σε όλα. (25) Παραλείπουν όμως να πουν το πιο βασικό. Αν δηλ. οι άνθρωποι συμπήξανε κοινωνία κι ενώθηκαν για ν' αποκτήσουν ιδιοκτησία, ή η συμμετοχή τους στα κοινά πρέπει να είναι ανάλογη με την περιουσία τους, ώστε να φαίνεται ισχυρό το επιχείρημα των ολιγαρχικών ότι δεν είναι δίκαιο, όπως λένε, να έχει ίσα δικαιώματα εκείνος που συνεισέφερε εκατό μνας, μ' εκείνον που συνεισέφερε μονάχα μια, (30) ούτε εκείνος που σπατάλησε τα υπόλοιπα χρήματά του, να έχει ίσα δικαιώματα πάνω στο αρχικό κεφάλαιο και στους τόκους. Εξ άλλου η πολιτική κοινωνία συγκροτήθηκε όχι μόνο και μόνο για να ζει απλώς ο πολίτης αλλά για να ζει με άνεση. (Αλλιώς θα μπορούσε να υπάρξει μια πόλη δούλων και ζώων, αλλά δεν υπάρχει επειδή δε μπορούν να ζουν ευτυχισμένα, ούτε όπως τους αρέσει). Ούτε μπορούν να σχηματίσουν συμμαχία (35) για να μη μπορεί να τους αδικήσει κάποιος, ούτε για να διευκολυνθούν οι συναλλαγές κι οι αμοιβαίες σχέσεις τους. Αντίθετα, οι Τυρρηνοί και οι Ετρούσκοι κι όλοι όσοι έχουν συνάψει συνθήκες μεταξύ τους, μοιάζουν σαν πολίτες μιας μονάχα πόλης. Οι λαοί αυτοί, φυσικά, έχουν συμβάσεις για τις εισαγωγές και αμοιβαίες συμφωνίες να μην αδικούν ο ένας τον άλλο και γραπτές συμβάσεις για αμυντική συμμαχία. (40) Αλλά δεν έχουν κοινές αρχές για να κανονίζουν αυτά τα ζητήματα. [1280b] Αντιθέτως ο καθένας έχει τις δικές του, ούτε ενδιαφέρονται οι μεν ποιοι θα είναι οι άρχοντες των δε, αλλά πώς να μην παραβεί κανένας τις συμφωνίες διαπράττοντας κάποια αδικία ή φερόμενος με κάποιο τρόπο, πώς δηλ. να μη βλάψει ο ένας τον άλλο σε τίποτε. (5) Αντιθέτως η αρετή και η κακία της πολιτείας, απασχολεί την προσοχή όλων εκείνων που φροντίζουν για την καλή νομοθεσία. Γιατί είναι, βέβαια, απαραίτητο ότι η αρετή της πολιτείας που αξίζει αυτό το όνομα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής μελέτης κι όχι με τρόπο βερμπαλιστικό. Διαφορετικά η κοινότητα υποβιβάζεται σε μια συμμαχία που όσοι μετέχουν σ' αυτή ζουν ο ένας μακρυά από τον άλλο. (10) Κι ο νόμος καταντά να είναι συμβατικός κι όπως είπε ο σοφιστής Λυκόφρων «μια αμοιβαία εγγύηση δικαιωμάτων και καθηκόντων», αλλά και ανίκανος να κάμει τους πολίτες ενάρετους και δίκαιους. Κι ότι αυτό είναι πραγματικότητα, μπορούμε να το αποδείξουμε. Αν δηλ. συνενώσει κάποιος δυο τόπους σε ένα, έτσι που η πόλη των Μεγαρέων και των Κορινθίων να περιβληθούν από το ίδιο τείχος, (15) και πάλι δε μπορεί να δημιουργηθεί μια και μοναδική πόλη, κι αν ακόμη οι κάτοικοί τους συνήπταν επιγαμίες ανάμεσά τους, μολονότι αυτό αποτελεί ένα μέσο προσέγγισης της μιας πόλης με την άλλη. Το ίδιο θα συνέβαινε, κι αν ακόμη κάποιοι κατοικούσαν μεν χωριστά, αλλά όχι τόσο μακρυά ώστε να μη μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους, και να έχουν νόμους σύμφωνα με τους οποίους θα αποτρεπόταν κάθε αδικία στις μεταξύ τους ανταλλαγές (20) ―αν π.χ. ο ένας ήταν χτίστης, ο άλλος γεωργός, ο άλλος τσαγκάρης, κι άλλος κάτι παρόμοιο κι οι κάτοικοι ήταν δέκα χιλιάδες―, εφόσον δεν είχαν άλλες σχέσεις εκτός απ' αυτές δηλ. την συναλλαγή και τη συμμαχία δε θα μπορούσαν παρ' όλα αυτά να αποτελέσουν πόλη. Για ποιαν άραγε αιτία; Όχι, βέβαια, για τη διασπορά της κοινότητας, (25) αφού κι αν ακόμη οι άνθρωποι αυτοί κατοικούσαν στον ίδιο τόπο κι είχαν τον ίδιο τρόπο επικοινωνίας (μεταβάλλοντας ο καθένας το σπίτι σε πόλη) και βοηθούσαν ο ένας τον άλλο σα να περιοριζόταν η σχέση τους στην απόκρουση εκείνων που τους αδικούν συνάπτοντας αμυντική συμμαχία, ούτε πάλι θα νόμιζαν οι προσεκτικοί παρατηρητές ότι αυτοί έχουν σχηματίσει πόλη, αφού και συγκεντρωμένοι στο ίδιο μέρος, συμπεριφέρονται όπως όταν ζούσαν διασκορπισμένοι. (30) Είναι, επομένως προφανές ότι η πόλη δεν είναι μια απλή συγκατοίκηση στον ίδιο τόπο για να μην επιτρέπονται οι αμοιβαίες αδικίες και να διευκολύνονται οι συναλλαγές. Βέβαια όλα αυτά είναι απαραίτητα για την ύπαρξη της πόλης, αλλά κι αν υπάρχουν όλα μαζί, δεν υπάρχει πόλη. Πόλη είναι μια κοινότητα που εξασφαλίζει την καλή ζωή (το ευ ζην) και στις οικογένειες και στις ομάδες των οικογενειών για να δημιουργήσει μια τέλεια κι αυτάρκη ζωή. (35) Κι αυτό δε μπορεί να πραγματοποιηθεί αν οι κάτοικοι δε μένουν στον ένα και τον ίδιο τόπο και δεν συνάπτουν επιγαμίες μεταξύ τους. Να για ποιο λόγο δημιουργήθηκαν συγγένειες από επιγαμίες. Έγιναν δημόσιες θυσίες κι αναπτύχθηκαν κάθε λογής σχέσεις όπως οι συγκεντρώσεις των συγγενών στις φατρίες και τόποι όπου ζουν από κοινού οι πολίτες. Οι δραστηριότητες αυτές είναι έργο φιλικής διάθεσης. Γιατί φιλία είναι να ζει κανείς κοινή ζωή με ελεύθερη βούληση. Κι επειδή τελικός σκοπός του κράτους είναι ο καλός τρόπος ζωής των πολιτών, (40) όλα αυτά συντείνουν σ' αυτόν. Μια πόλη είναι μια κοινότητα από οικογένειες και χωριά [1281a] όπου όλοι ζουν μια ζωή τέλεια και αυτάρκη. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μας, σημαίνει να ζει κανείς ευτυχισμένα και ηθικά.

Σκοπός, λοιπόν, της πολιτικής κοινωνίας, δεν είναι η κοινή ζωή αλλά οι ωραίες πράξεις που εκδηλώνονται μέσα στα πλαίσιά της. Γι' αυτό ακριβώς εκείνοι που συμβάλλουν σε μεγαλύτερο βαθμό στο σχηματισμό μιας τέτοιας κοινωνίας (5) έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους ίσους ή ανώτερούς τους ως προς το βαθμό της ελευθερίας και την καταγωγή, αλλά κατώτερους ως προς την πολιτική αρετή, κι από όσους, ενώ έχουν περισσότερα πλούτη, είναι κατώτεροί τους ως προς την αρετή. (10) Φαίνεται, επομένως, καθαρά από εκείνα που είπαμε ότι όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με τα είδη των πολιτευμάτων δεν κατόρθωσαν ν' ανακαλύψουν όλη την αλήθεια, αλλά ένα μονάχα μέρος απ' αυτήν.