Μτφρ. Β. Καλαμπαλίκης. 1975. Ξενοφώντος Κύρου Παιδεία. Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σημειώσεις. Εισαγωγή Ν. Μπουγάς. Αθήνα: Πάπυρος.

Αυτά λοιπόν είχαν συμβεί στη χώρα των Μήδων και όλοι μιλούσαν για τον Κύρο και στις συζητήσεις και στα τραγούδια τους. Αλλά ο Αστυάγης, μολονότι και πρωτύτερα τον εκτιμούσε, τότε είχε υπερβολικά εκπλαγεί για το άτομό του. Ο Καμβύσης εξάλλου, δηλαδή ο πατέρας του Κύρου, μαθαίνοντας αυτά, γέμισε από χαρά· όταν μάλιστα πληροφορήθηκε πως ο Κύρος εκτελεί πια έργα ώριμου άντρα τον ανακάλεσε για να συμπληρώσει τη μόρφωσή του σύμφωνα με τα έθιμα των Περσών. Λένε ότι τότε πια και ο Κύρος δήλωσε πως επιθυμούσε να φύγει, για να μη στενοχωρηθεί ο πατέρας του και να μην τον κατηγορήσουν οι συμπολίτες του, αλλά και ο Αστυάγης έκρινε πως έπρεπε να τον στείλει. Έτσι λοιπόν, αφού του επέτρεψε και όσα άλογα ήθελε να πάρει μαζί του και πολλά άλλα αφού του ετοίμασε, τον έστειλε πίσω, και επειδή τον αγαπούσε και γιατί στήριζε μεγάλες σ' αυτόν ελπίδες πως θα αναδειχτεί ικανός άντρας και τους φίλους να ωφελεί και τους εχθρούς να βλάπτει. Τον Κύρο μάλιστα, κατά την αναχώρησή του, συνόδευαν όλοι, δηλαδή και παιδιά και συνομήλικοι και άντρες και γέροντες έφιπποι κι ο ίδιος ο Αστυάγης· και λένε πως όλοι επέστρεψαν δακρυσμένοι. Αναφέρουν επίσης πως και ο ίδιος ο Κύρος έκλαψε πολύ κατά την αναχώρησή του. Λένε ακόμα πως πολλά δώρα πρόσφερε στους συνομήλικούς του από κείνα που του είχε δώσει ο Αστυάγης, και τέλος πως αφού έβγαλε τη μηδική στολή που φορούσε την έδωσε σ' έναν απ' αυτούς, σίγουρα σ' αυτόν που αγαπούσε περισσότερο. Όσοι όμως πήραν και δέχτηκαν τα δώρα, λέγεται πως τα παρέδωσαν στον Αστυάγη∙ αυτός πάλι, αφού τα πήρε, τα ξανάστειλε στον Κύρο· και πως ο Κύρος τα επέστρεψε στους Μήδους λέγοντας: Αν, παππού μου, θέλεις να ξαναρθώ κοντά σου με χαρά και χωρίς να ντρέπομαι, άφησε να έχει καθένας ό,τι του δώρισα· ο Αστυάγης, όταν πληροφορήθηκε αυτά, έκανε όπως ακριβώς του παρήγγειλε ο Κύρος.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. χ.χ. Ξενοφών. Κύρου Παιδεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–IV. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Αυτά λοιπόν έγιναν στη Μηδία, και όλοι μιλούσαν για τον Κύρο και στις συζητήσεις τους και στα τραγούδια τους, και ο Αστυάγης μολονότι τον τιμούσε και πρωτύτερα, τότε είχε υπερβολικά εκπλαγή για τις πράξεις του. Ο Καμβύσης ο πατέρας του Κύρου έχαιρε μεν μαθαίνοντας αυτά για το γυιο του, όταν όμως επληροφορήθηκε πως ο Κύρος εκτελεί πια έργα ανδρός, τον ανακάλεσε για να ασχολείται με κείνα που συνηθίζονται στην Περσία. Και ο Κύρος τότε λένε πως είπε ότι επιθυμεί να επιστρέψη στην Περσία για να μη στενοχωρηθή ο πατέρας του, και να μη τον κατηγορήσουν οι συμπολίτες του. Και ο Αστυάγης έκρινε πως πρέπει να τον στείλη στην πατρίδα του. Τότε λοιπόν του έδωσε όσα άλογα ήθελε να πάρη μαζί του, ετοίμασε γι' αυτόν και πολλά άλλα πράγματα, και τον έστειλε στην πατρίδα του, και γιατί τον αγαπούσε και γιατί είχε μεγάλες ελπίδες πως ο Κύρος θα γίνη άξιος και τους φίλους να ωφελή και τους εχθρούς να βλάπτη. Όταν ο Κύρος ανεχώρησε για την πατρίδα του, τον συνώδευαν για να τον αποχαιρετήσουν όλοι οι συνομήλικοι φίλοι του, και άντρες και γέροντες έφιπποι, και ο ίδιος ο Αστυάγης, και λένε πως όλοι γύρισαν δακρυσμένοι. Και ο Κύρος λένε πως δακρυσμένος ανεχώρησε. Λένε ακόμη ότι πολλά δώρα, από εκείνα που του έδωσε ο Αστυάγης, έδωσε στους συνομηλίκους του και ότι έβγαλε το Μηδικό φόρεμα που φορούσε, και τόδωσε σε κάποιον φανερό∙ είναι πως το έδωσε σε κείνον που αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους. Όσοι όμως πήρανε τα δώρα του Κύρου, λένε πως τα φέρανε στον Αστυάγη, και πως τα δέχτηκε και τα έστειλε στον Κύρο, και ότι ο Κύρος τα έστειλε πάλι στη Μηδία με την παραγγελία την εξής: Αν, πάππο μου, θέλης να έλθω πάλι στη Μηδία χωρίς να ντρέπωμαι, άφησε να έχη καθένας ό,τι του δώρησα. Ο Αστυάγης έκαμε όσα ο Κύρος του παράγγειλε.