Μτφρ. Δ. Αναστασόπουλος. 1911. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Φέξης.

Αφού ήκουσαν ταύτα ο Ξενοφών, οι στρατηγοί και οι λοχαγοί και αφού ούτω έκλεισαν αναμεταξύ των συμφωνίας, ανεχώρησαν. Και, πριν ακόμη ξημερώση, ήλθαν εις το (παρά την Πέρινθον) στρατόπεδον και ανήγγειλεν ο καθένας εις τους αποστείλαντες αυτούς τα συναμολογηθέντα.

Αφού δ' εξημέρωσεν, ο μεν Αρίσταρχος προσεκάλει και πάλιν τους στρατηγούς και λοχαγούς. Ούτοι όμως απεφάσισαν την μεν προς τον Αρίσταρχον οδόν ν' αφήσουν, να συγκαλέσουν δε το στράτευμα. Και συνήλθαν όλοι, εκτός των περί τον Νέωνα, οίτινες ήσαν μακράν των δέκα περίπου στάδια.

Αφού δε συνηθροίσθησαν, εγερθείς ο Ξενοφών είπε τα εξής: «Ω άνδρες, να διαβιβασθώμεν μεν όπου θέλομεν, μας εμποδίζει με τας τριήρεις του ο Αρίσταρχος. Ώστε δεν είναι ακίνδυνον να εισέλθωμεν εις πλοία. Αυτός δε ο ίδιος (Αρίσταρχος) μας διατάσσει να υπάγωμεν εις την Χερρόνησον διά του Ιερού όρους, χωρίς να θέλωμεν. Εάν δε, κατισχύοντες των εκ του όρους τούτου κινδύνων και δυσχερειών, έλθωμεν εις την Χερρόνησον, σας υπόσχεται ότι ούτε θα σας πωλήση πλέον (ως δούλους), όπως έπραξεν εις το Βυζάντιον, ούτε θα σας εξαπατήση, αλλ' έκαστος θα λάβη τον μισθόν του, ούτε θ' αμελήση πλέον περί της διατροφής σας καθώς τώρα, ότε τόσην έχετε ανάγκην των προς συντήρησίν σας αναγκαίων.

»Και ούτος μεν τοιαύτα λέγει. Ο δε Σεύθης (εξάλλου), υπόσχεται ότι, αν υπάγετε εις αυτόν, θα σας ευεργετήση. Σκεφθήτε, λοιπόν, τώρα αν θ' αποφασίσετε περί του ζητήματος αυτού μένοντες εδώ ή επιστρέφοντες εκεί όπου έχετε τα προς συντήρησίν σας.

»Εγώ μεν, λοιπόν, φρονώ ότι, επειδή ούτε χρήματα έχομεν, διά ν' αγοράσωμεν τροφάς, ούτε χωρίς χρήματα μας επιτρέπουν να λάβωμεν, ότι πρέπει να επανέλθωμεν εις τας (περί το Βυζάντιον) κώμας, όπου δεν θα μας εμποδίσουν οι κάτοικοι, ως ασθενέστεροι ημών, να προμηθευθώμεν τοιαύτας, και όπου, έχοντες πλέον τα προς συντήρησίν μας, ενήμεροι δε όντες των αναγκών εκάστου, δυνάμεθα να εκλέξωμεν ό,τι (εκ των δύο) ηθέλαμεν κρίνη ως καλλίτερον.

»Και όστις εξ υμών ―προσέθηκεν― εγκρίνει ό,τι προτείνω, ας υψώση την χείρα». Πάντες δε την ύψωσαν. «Απέλθετε, λοιπόν ―είπε― και συλλέξατε τας αποσκευάς σας, και, όταν σας ειδοποιήσουν, ακολουθείτε εκείνον που θα γείνη οδηγός σας» («τον ηγούμενον»).

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Αφού ήκουσαν αυτά ο Ξενοφών και οι μετ' αυτού και αφού έδωσαν αμοιβαίως τας δεξιάς των, ανεχώρησαν∙ και προτού εξημερώση, ήλθον εις το στρατόπεδον και ανήγγειλαν ο καθένας εις τους αποστείλαντας αυτούς τα συμφωνηθέντα. Αφού δε εξημέρωσε, ο μεν Αρίσταρχος προσεκάλει και πάλιν τους στρατηγούς, αυτού δε απεφάσισαν προς μεν τον Αρίσταρχον να μη μεταβούν, αλλά να συγκαλέσουν το στράτευμα. Και συνήλθον όλοι εκτός των περί τον Νέωνα, οι οποίοι απείχον περίπου δέκα στάδια. Αφού δε συνηθροίσθησαν, εσηκώθη ο Ξενοφών και είπε τα εξής: «Στρατιώται, να διαπεραιωθώμεν μεν όπου θέλομεν, μας εμποδίζει ο Αρίσταρχος, διότι έχει πλοία, ώστε δεν είναι ασφαλές να εμβώμεν εις πλοία∙ αυτός δε ο ίδιος μας διατάσσει να μεταβώμεν εις την Χερσόνησον διερχόμενοι δια της βίας το Ιερόν όρος∙ εάν δε κατορθώσωμεν να γίνωμεν κύριοι αυτού και να φθάσωμεν εις τον σκοπόν μας, υπισχνείται ότι δεν θα σας πωλήση (ως δούλους) πλέον, όπως εις το Βυζάντιον, ότι δεν θα σας εξαπατήση πλέον, αλλ' υπισχνείται ότι θα λάβετε μισθόν, και ότι δεν θα σας βλέπη με αδιαφορίαν να στερείσθε των αναγκαίων προς διατροφήν σας. Ούτος μεν ταύτα λέγει∙ ο δε Σεύθης λέγει, ότι, αν πορευθήτε προς εκείνον, θα σας ευεργετήση. Τώρα λοιπόν σκεφθήτε, ποίον εκ των δύο, μένοντες εδώ θα αποφασίσετε περί τούτων ή αφού επανέλθετε εις τας κώμας, αι οποίαι έχουν άφθονα τρόφιμα. Εγώ τουλάχιστον έχω την γνώμην, επειδή εδώ ούτε χρήματα έχομεν, ώστε να αγοράζωμεν τροφάς, ούτε άνευ χρημάτων μας επιτρέπουν να λαμβάνωμεν, αφού επανέλθωμεν εις τας κώμας, όπου οι ασθενέστεροι κάτοικοι δεν μας εμποδίζουν να λαμβάνωμεν τροφάς, εκεί έχοντες άφθονα τα επιτήδεια, αφού ακούσωμεν τίνος έκαστος έχει ανάγκην, να εκλέξωμεν εκείνο, το οποίον φαίνεται εις ημάς άριστον. Και όστις εγκρίνει ταύτα, ας υψώση την χείρα». Ύψωσαν όλοι τας χείρας. «Λοιπόν, προσέθηκεν ο Ξενοφών, απέλθετε και ετοιμάσατε τας αποσκευάς σας και όταν σας διατάξουν, ακολουθείτε τον επί κεφαλής του στρατεύματος».