Μτφρ. Δ. Αναστασόπουλος. 1911. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Φέξης.

Ο δε Ξενοφών τους απεκρίθη: «Αλλά πολύ σωστά ομιλείτε. Και θα κάμω ό,τι θέλετε. Εάν όμως επιθυμήτε να πραγματοποιηθή ό,τι επροτείνατε, καταθέσατε όσον το δυνατόν ταχύτερα τα όπλα σας». ― Τους είπε δε ταύτα θέλων να τους καθησυχάση. ― Τότε δε και αυτός ο ίδιος διεβίβαζεν όσα επρότεινεν εις όλον τον στρατόν, και τους άλλους συνεβούλευε να διαβιβάζουν (ο ένας εις τον άλλον) την περί καταθέσεως των όπλων εντολήν του.

Οι δε στρατιώται μόνοι των και με την θέλησίν των ετακτοποιούντο (έμπαιναν σε τάξι). Και οι μεν οπλίται εις ελάχιστον χρονικόν διάστημα έμειναν οκτώ μόνον (των λοιπών προστρεξάντων να καταθέσουν τα όπλα εις το στρατόπεδον), οι δε πελτασταί ημιλλώντο τις πρώτος να τρέξη πλησίον εκάστου των κεράτων του στρατού.

Το δε μέρος (εις ο ετάχθησαν), ήτο καταλληλότατον προς παράταξιν και ωνομάζετο Θράκιον. Ήτο δε έρημον οικιών και πεδινόν. Αφού δε κατετέθησαν τα όπλα και ησύχασαν εντελώς οι στρατιώται, συγκαλεί ο Ξενοφών τον στρατόν και λέγει τα εξής: «Δεν απορώ μεν, ω άνδρες στρατιώται, ότι είσθε εξωργισμένοι και ότι εσχηματίσατε πλέον την πεποίθησιν ότι υπέστητε τόσα δεινά εξαπατώμενοι. Αλλ' εάν, παραφερόμενοι από την οργήν μας, τιμωρήσωμεν τους ενταύθα Λακεδαιμονίους διά την απάτην που μας έκαναν και την ουδόλως υπαίτιον αυτήν πόλιν διαρπάσωμεν, συλλογισθήτε ποίας εκ τοιούτου τινός διαβήματός μας ηθέλαμεν δοκιμάση συμφοράς.

»Εχθροί μεν κεκηρυγμένοι θα γείνωμεν των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων των. Οποίος δε πόλεμος ήθελεν επέλθη, είναι εύκολον να το μαντεύσετε, αφού (οι ίδιοι με τα μάτια σας) είδατε και ενθυμείσθε ακόμη όσα πρό τινων μόλις ετών μεταξύ αυτών και ημών συνέβησαν.

»Διότι ημείς οι Αθηναίοι επολεμήσαμεν με τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους των, έχοντες τριήρεις, άλλας μεν εις την θάλασσαν, άλλας δε εις τα νεωρία, όχι ολιγωτέρας των τριακοσίων. Χωρίς να υπολογίζω τα άφθονα, που ήσαν εις την πόλιν (των Αθηνών), χρήματα, και την κατ' έτος εξ ουχί ολιγωτέραν των χιλίων ταλάντων πρόσοδον, την εισπραττομένην από τους κατοίκους της Αττικής και τους συμμάχους μας. Ηγεμονεύοντες δε όλων των νήσων και έχοντες υπό την εξουσίαν μας πολλάς εις την Ασίαν και εις την Ευρώπην πόλεις, και πολλάς άλλας (ας δεν αναφέρω), και αυτό τούτο το Βυζάντιον, όπου τώρα ευρισκόμεθα, κατέχοντες, κατεπολεμήθημεν κατά τρόπον ον πάντες σεις πολύ καλά γνωρίζετε.

»Σήμερα δε μάλιστα, ει περ ποτέ: θα ηδυνάμεθα άραγε να φαντασθώμεν ποία και πόσα ηθέλαμεν (μετά τα εδώ γενόμενα) υποστή ― σήμερα ότε όλοι μεν οι αρχαίοι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων είναι ακόμη σύμμαχοί των, οι Αθηναίοι δε και όσοι τότε ήσαν σύμμαχοι αυτών συνηνώθησαν όλοι μ' εκείνους κατ' ανάγκην (ήλθαν με το μέρος των), ο δε Τισσαφέρνης και όλοι οι άλλοι κατά θάλασσαν κυριαρχούντες βάρβαροι είναι ήδη εχθροί μας, έχθιστος δε προς ημάς αυτός ούτος ο Μέγας Βασιλεύς, εναντίον του οποίου εβαδίσαμεν με τον σκοπόν να του αφαιρέσωμεν (πάρωμε) την εξουσίαν και, εάν μας ήτο δυνατόν, να τον φονεύσωμεν;

»Ενώ, λοιπόν, όλα μαζή αυτά είναι εις βάρος μας, σας ερωτώ: είναι κανείς από σας τόσον ανόητος, ώστε να φαντάζεται ότι ημείς εδώ θα ηδυνάμεθα να τους κυριεύσωμεν (να τους εξουσιάσωμεν); Όχι, προς Θεών, όχι! ας μη κάνωμεν σαν τρελλοί, ουδέ ας καταστραφώμεν ούτω επονειδίστως, κηρυττόμενοι πολέμιοι και των πατρίδων μας και των εν αυταίς συγγενών και φίλων μας. Διότι όλοι αυτοί ευρίσκονται (κατοικούν) ακριβώς εις τας πόλεις που θα εκστρατεύσουν εναντίον μας, και πολύ δικαίως (θα εκστρατεύσουν), εάν, ενώ καμμίαν πόλιν βάρβαρον δεν ηθελήσαμεν (μέχρι σήμερον) να καταλάβωμεν, αν και είχαμεν όλην την προς τούτο δύναμιν, εάν ―λέγω― την πρώτην Ελληνίδα πόλιν, εις ην ήλθομεν, διαρπάσωμεν.

»Εγώ μεν, λοιπόν, εύχομαι, πριν ή ακόμη ίδω να συμβούν από σας τοιαύτα έκτροπα, να ευρεθώ χιλιάδας οργυιών υπό την γην. Και σας συμβουλεύω ως Έλληνας, υπακούοντας σήμερον εις τους προϊσταμένους των Ελλήνων (Λακεδαιμονίους), να προσπαθήτε να επιτυγχάνετε μόνον ό,τι είναι δίκαιον. Εάν δε δεν δύνασθε να εύρετε το δίκαιόν σας, τότε πρέπει ν' ανεχθώμεν την αδικίαν, ίνα μη τουλάχιστον στερηθώμεν της Ελλάδος.

»Και, λοιπόν, τώρα φρονώ ότι πρέπει ν' αποστείλωμεν απεσταλμένους εις τον Αναξίβιον και να του είπωμεν: ότι ημείς, χωρίς να έχωμεν κανένα σκοπόν να βιαιοπραγήσωμεν, εισήλθομεν εις την πόλιν (επεράσαμεν από μέσα από την πόλιν) με την ιδέαν μόνον, εάν μεν δυνηθώμεν να επιτύχωμεν από σας καμμίαν ωφέλειαν, καλώς· εάν δ' όχι, να σας κάνωμεν γνωστόν ότι, ουχί εξαπατώμενοι, αλλ' υπακούοντες (εις τους νόμους) εξερχόμεθα της πόλεως (φεύγομεν)».

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Αυτός δε θέλων να τους καθησυχάση τους απάντησε: «Πολύ ορθώς ομιλείτε και θα κάμω όσα ζητείτε∙ εάν θέλετε να πραγματοποιηθούν αι επιθυμίαι σας, καταθέσατε τα όπλα και συνταχθήτε αμέσως». Τότε και αυτός ο ίδιος διεβίβαζεν όσα επρότεινεν εις όλον το στράτευμα και τους άλλους συνεβούλευε να μεταδίδουν προς αλλήλους την περί καταθέσεως των όπλων εντολήν του. Αυτοί δε μόνοι των ετακτοποιούντο. Και οι μεν οπλίται εντός ελαχίστου χρόνου παρετάχθησαν εις βάθος οκτώ ανδρών, οι δε πελτασταί έτρεχον εις τας δύο πτέρυγας του στρατεύματος. Ο τόπος, εις τον οποίον ετάχθησαν οι στρατιώται ήτο κατ' εξοχήν κατάλληλος προς παράταξιν στρατεύματος, ωνομάζετο δε Θράκιον και ήτο έρημον οικιών και πεδινόν. Επειδή λοιπόν τα όπλα κατετέθησαν και οι στρατιώται παρετάχθησαν ηρεμήσαντες πλέον, συγκαλεί ο Ξενοφών τον στρατόν και λέγει τα εξής: «Στρατιώται, ότι μεν οργίζεσθε και νομίζετε ότι πάσχετε δεινά, με το να εξαπατάσθε, δι' αυτό δεν απορώ. Αν όμως παρασυρώμεθα από τον θυμόν μας και τους παρόντας Λακεδαιμονίους τιμωρήσωμεν δια την απάτην και την πόλιν, ήτις ουδόλως πταίει, διαρπάσωμεν, συλλογισθείτε ποία θα είναι η συνέπεια τούτων. Θα γίνωμεν κεκηρυγμένοι πολέμιοι των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων των. Οποίος δε πόλεμος δύναται εκ τούτου να προέλθη, ημπορείτε βεβαίως να συμπεράνετε, αφού επί των ημερών μας έχομεν ίδει και ενθυμούμεθα ακόμη εκείνα τα οποία προ ολίγου έχουν συμβή. Διότι ημείς οι Αθηναίοι, ηρχίσαμεν τον πόλεμον με τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους των, έχοντες τριήρεις άλλας εις την θάλασσαν και άλλας εις τα νεώρια, όχι ολιγωτέρας των τριακοσίων, είχομεν δε και πολλά χρήματα εις την πόλιν∙ επίσης είχομεν εισοδήματα κατ' έτος και από τους φόρους τους εισπραττομένους εν τη Αττική και από τους φόρους των συμμάχων όχι ολιγώτερα των χιλίων ταλάντων. Καίτοι δε είμεθα κύριοι όλων των νήσων και είχομεν υπό την εξουσίαν μας και εις την Ασίαν πολλάς πόλεις και εις την Ευρώπην, και πολλάς άλλας πόλεις και αυτό το ίδιον το Βυζάντιον, όπου τώρα ευρισκόμεθα, εν τούτοις ενικήθημεν κατά κράτος, όπως όλοι σας γνωρίζετε. Τώρα δε τι νομίζομεν ότι ηθέλομεν πάθει, ότε οι Λακεδαιμόνιοι έχουν ακόμη και τους αρχαίους συμμάχους, οι Αθηναίοι και όλοι οι τότε σύμμαχοι εκείνων έχουν προστεθή εις αυτούς (τους Λακεδαιμονίους), ο δε Τισσαφέρνης και όλοι οι κατοικούντες εις τα παραθαλάσσια βάρβαροι είναι εχθροί μας, καθώς εχθρός μας είναι και ο ίδιος ο βασιλεύς των Περσών, κατά του οποίου εξεστρατεύσαμεν δια να του αφαιρέσωμεν την αρχήν και να τον φονεύσωμεν, εάν ηδυνάμεθα; Αφού λοιπόν όλοι ούτοι είναι ηνωμένοι, υπάρχει κανείς τόσον ανόητος ώστε να νομίζη ότι ημείς θα τους ενικώμεν; Όχι, δι' όνομα των θεών, ας μη είμεθα τρελλοί και ας μη καταστραφώμεν κατά τρόπον επονείδιστον, κηρυσσόμενοι πολέμιοι και των πατρίδων μας και των φίλων μας και των οικείων μας. Όλοι ούτοι είναι εις τας πόλεις, αι οποίαι θα εκστρατεύσουν εναντίον μας, και δικαίως, εάν λεηλατήσωμεν την πρώτην ελληνικήν πόλιν εις την οποίαν εφθάσαμεν, αφού καμμίαν εχθρικήν πόλιν δεν ηθελήσαμεν να καταλάβωμεν και μάλιστα, ότε είμεθα νικηταί. Εγώ μεν λοιπόν εύχομαι προτού ζήσω και ίδω να γίνωνται ταύτα από σας, να χωθώ μέσα εις την γην πολλάς οργυιάς. Και σας συμβουλεύω, αφού είσθε Έλληνες, να προσπαθήτε να επιτυγχάνετε όσα θέλετε, πειθόμενοι εις τους ευρισκομένους επί κεφαλής της Ελλάδος. Εάν δε δεν δύνασθε να εύρετε το δίκαιόν σας, πρέπει ημείς να υπομείνωμεν την αδικίαν, ίνα μη στερηθώμεν τουλάχιστον της Ελλάδος. Και τώρα έχω την γνώμην, αφού στείλωμεν πρέσβεις προς τον Αναξίβιον, να του καταστήσωμεν γνωστόν ότι ημείς εισήλθομεν εις την πόλιν ουχί διά να διαπράξωμεν κάτι το βίαιον, αλλά διά να επιτύχωμεν από αυτούς κάτι καλόν, αν δυνηθώμεν, ει δε μη, τουλάχιστον διά να δηλώσωμεν εις αυτούς, ότι εξερχόμεθα της πόλεως όχι εξαπατώμενοι, αλλά πειθόμενοι».