Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
«Παραδέχομαι, στρατιώτες, πως χτύπησα μερικούς που δεν πειθαρχούσαν. Όσους δηλαδή κοίταζαν να σωθούν με το δικό σας αγώνα, που προχωρούσατε παραταγμένοι και πολεμούσατε όπου ήταν ανάγκη, ενώ εκείνοι άφηναν τη θέση τους κι έτρεχαν μπροστά, προσπαθώντας να λεηλατούν και να έχουν περισσότερα λάφυρα από τους άλλους. Αν όμως αυτό το κάναμε όλοι, όλοι θα χανόμασταν. Γι' αυτό αν έβλεπα καμιά φορά κάποιον να τεμπελιάζει και να μη δείχνει διάθεση να σηκωθεί, αλλά θεληματικά να αφήνεται στους εχθρούς, τον χτυπούσα και τον ανάγκαζα να προχωρεί. Γιατί κι εγώ κάποτε που ήταν βαρυχειμωνιά, περιμένοντας μερικούς που ετοίμαζαν τις αποσκευές τους, έμεινα καθισμένος πολλήν ώρα κι ύστερα πρόσεξα πως με μεγάλη δυσκολία σηκώθηκα και τέντωσα τα πόδια μου. Από τότε λοιπόν που το δοκίμασα στον εαυτό μου, όποιον άλλον έβλεπα να κάθεται και να βαριέται, τον έδιωχνα. Γιατί το να κινιέται κανείς και να φέρνεται σαν άντρας, συντελεί στο να αποκτά το σώμα θερμότητα και ευλυγισία. Ενώ το να κάθεται και να μένει ακίνητος, έβλεπα πως κάνει να παγώνει το αίμα και να σαπίζουν τα δάχτυλα των ποδιών, πράγματα που κι εσείς ξέρετε πως τα έπαθαν πολλοί. Κάποιον άλλο πάλι, που έμεινε πίσω για ξεκούραση, κι εμπόδιζε και σας που ήσασταν μπροστά κι εμάς τους τελευταίους να προχωρούμε, ίσως τον εχτύπησα με γροθιά, για να μη χτυπηθεί από τη λόγχη των εχθρών. Έτσι όλοι αυτοί έχουν το δικαίωμα τώρα που γλίτωσαν, αν έπαθαν άδικα κάτι κακό από μένα, να ζητήσουν την τιμωρία μου. Αν όμως έπεφταν στα χέρια των εχθρών, θα πάθαιναν φοβερά κακά, χωρίς να μπορούν να ζητήσουν την τιμωρία κανενός.»
Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
«Εγώ, ω άνδρες, ομολογώ, ότι εκτύπησα ανθρώπους, διότι εγκατέλειψαν την θέσιν των∙ αυτοί ενώ ήτο δυνατόν να σωθούν βεβαίως χάριν εις σας, οι οποίοι επορεύεσθε με τάξιν και εμάχεσθε όπου ήτο ανάγκη, εγκαταλείποντες την θέσιν των και τρέχοντες προς τα εμπρός, ήθελον να αρπάζουν και να έχουν περισσότερα λάφυρα από σας. Εάν δε αυτό εκάμνομεν όλοι, όλοι θα είχομεν καταστραφή. Ήδη δε και κάθε στρατιώτην από μαλθακότητα αδρανούντα και αρνούμενον να σηκωθή, αλλ' αφήνοντα τον εαυτόν του εις την διάκρισιν των εχθρών, αυτόν και τον εκτυπούσα και τον ηνάγκαζον, δια της βίας να πορεύεται. Διότι και εγώ ο ίδιος κατά τον δυνατόν χειμώνα περιμένων κάποτε μερικούς που ητοίμαζον τας αποσκευάς των, επειδή έμεινα ακίνητος επί πολλήν ώραν, είδα ότι με πολλήν δυσκολίαν εσηκώθην και ετέντωσα τα πόδια του. Επειδή λοιπόν απέκτησα πείραν από τον εαυτόν μου, δια τούτο και όποιον άλλον έβλεπα οπουδήποτε να κάθεται και να μη κάμνη τίποτε, τον ηνάγκαζον δια της βίας να κινήται∙ διότι το να κινήται τις και να συμπεριφέρεται ως άνδρας, παρείχεν εις το σώμα κάποιαν θερμότητα και εις τα μέλη ευκινησίαν, ενώ τουναντίον το να κάθεται κανείς και να ησυχάζη, έβλεπα ότι συνετέλει εις το να παγώνη το αίμα και να σαπίζουν οι δάκτυλοι των ποδών, πράγματα τα οποία γνωρίζετε και σεις, ότι πολλοί έπαθον. Κάποιον δε άλλον, ο οποίος έμεινε κάπου οπίσω από τεμπελιά και ημπόδιζε και σας τους έμπροσθεν και ημάς τους όπισθεν ερχομένους να βαδίζωμεν, τούτον τον εκτύπησα με γρόνθον διά να μη κτυπηθή από την λόγχην του εχθρού. Και τώρα λοιπόν είναι επιτετραμμένον εις αυτούς, των οποίων έσωσα την ζωήν, και έπαθαν κάτι από εμέ αδίκως, να ζητούν λόγον δι' αυτό, ενώ, αν είχαν πέσει εις τας χείρας του εχθρού, θα επάθαιναν πάρα πολύ μεγάλα κακά, χωρίς να δύνανται να ζητήσουν καμμίαν αποζημίωσιν από αυτόν;»