Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
Την άλλη μέρα προχωρούσαν χωρίς οδηγό. Μα οι εχθροί τους εμπόδιζαν να περνούν, πολεμώντας τους και πιάνοντας κάθε στενό πέρασμα. Αλλά κάθε φορά που εμπόδιζαν τους πρώτους, ο Ξενοφών βγαίνοντας από πίσω ανέβαινε στα υψώματα και τους άνοιγε δρόμο, προσπαθώντας να βρίσκεται ψηλότερα από κείνους που γίνονταν εμπόδιο. Όταν όμως έκαναν επίθεση στους τελευταίους, τότε ο Χειρίσοφος τους άνοιγε δρόμο βγαίνοντας από τη γραμμή και προσπαθώντας ν' ανεβαίνει ψηλότερα από τους εχθρούς. Έτσι βοηθούσαν αδιάκοπα ο ένας τον άλλον κι η έγνοια τους ήταν μεγάλη. Μα καμιά φορά, την ώρα που κατέβαιναν οι Έλληνες που είχαν ανεβεί στα υψώματα, οι βάρβαροι τους ενοχλούσαν πολύ. Γιατί τούτοι ήταν ελαφρά οπλισμένοι και έτσι, κι από κοντά αν έφευγαν, μπορούσαν να γλιτώσουν. Τίποτε άλλο δεν κρατούσαν, παρά τόξα και σφεντόνες. Ήταν μάλιστα και έξοχοι τοξότες. Τα τόξα τους είχαν μάκρος απάνω κάτω τρεις πήχες, και τα βέλη περισσότερο από δυο πήχες. Και κάθε φορά που χτυπούσαν, τέντωναν τις χορδές πατώντας το κάτω μέρος του τόξου με το αριστερό πόδι. Έτσι τα βέλη περνούσαν μέσα από τις ασπίδες και τους θώρακες. Όταν όμως τα έπιαναν οι Έλληνες, τα χρησιμοποιούσαν σαν ακόντια, προσαρμόζοντας επάνω μια θηλιά. Σ' αυτά τα μέρη οι Κρητικοί πρόσφεραν πολύ μεγάλες υπηρεσίες. Αρχηγός τους ήταν ο συμπατριώτης τους Στρατοκλής.
Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
Την επομένην ημέραν επορεύοντο άνευ οδηγού∙ μαχόμενοι δε οι πολέμιοι και όπου ήτο στενόν μέρος καταλαμβάνοντες αυτό εκ των προτέρων, ημπόδιζον την δίοδον. Οσάκις λοιπόν ημπόδιζον τους πρώτους, ο Ξενοφών εξήρχετο της οδού εκ των όπισθεν, ανήρχετο επί του όρους και ήνοιγε δίοδον εις τους πρώτους προσπαθών να προχωρή υψηλότερον των εμποδιζόντων, οσάκις δε επετίθεντο εναντίον των τελευταίων, ο Χειρίσοφος εγκαταλείπων και αυτός την οδόν και προσπαθών να ανέλθη υψηλότερα από τον εχθρόν ήνοιγε δρόμον δια τους όπισθεν, και κάθε φοράν κατά τοιούτον τρόπον εβοήθουν αλλήλους και εφρόντιζον ισχυρώς περί αλλήλων. Ενίοτε δε οι βάρβαροι, αφού είχον αναβή οι Έλληνες, παρείχον μεγάλας ενοχλήσεις εις αυτούς, ενώ κατέβαινον πάλιν∙ διότι ήσαν ελαφρώς ωπλισμένοι και ηδύναντο και από πλησίον φεύγοντες να αποφεύγουν τον κίνδυνον, αφού τίποτε άλλο δεν είχον παρά τόξα και σφενδόνας, και ήσαν άριστοι τοξόται. Είχον δε τόξα περίπου μήκους τριών πήχεων, και βέλη μεγαλύτερα των δύο πήχεων∙ ετέντωνον δε τας νευράς οσάκις ετόξευον, πατούντες το κάτω μέρος του τόξου με τον αριστερόν πόδα∙ τα δε βέλη εισεχώρουν μέσα εις τας ασπίδας και τους θώρακας. Μετεχειρίζοντο δε αυτά οι Έλληνες, οσάκις ελάμβανον τοιαύτα, ως ακόντια προσθέτοντες εις αυτά αγκύλας. Εις αυτά τα μέρη οι Κρήτες εφάνησαν χρησιμώτατοι, αρχηγός δε αυτών ήτο ο Κρης Στρατοκλής.