Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Tότε ο Ξενοφών παρατηρεί πως η κορυφή του βουνού ήταν πάνω από το δικό τους στράτευμα και πως απ' αυτήν υπήρχε δρόμος που οδηγούσε προς το ύψωμα, όπου βρίσκονταν οι εχθροί, και λέγει : «Προτιμότερο είναι, Χειρίσοφε, να ορμήσουμε, όσο γίνεται γρηγορότερα, προς την κορυφή. Γιατί αν καταφέρουμε να την πιάσουμε, δε θα μπορέσουν να μείνουν στη θέση τους οι εχθροί που είναι πάνω από το δρόμο. Αν θέλεις, λοιπόν, να μείνεις εσύ κοντά στο στρατό, κι εγώ θ' ανέβω απάνω. Αν όμως προτιμάς, πήγαινε συ στο βουνό, κι εγώ θα μείνω εδώ». «Σ' αφήνω, είπε ο Χειρίσοφος, να διαλέξεις όποιο από τα δυο θέλεις». Ο Ξενοφών είπε πως, σαν πιο νέος, προτιμά ν' ανέβει στο βουνό, τον παρακαλεί όμως να στείλει μαζί του στρατιώτες από την εμπροσθοφυλακή. Γιατί ήταν μεγάλη απόσταση να πάει να πάρει άντρες από την οπισθοφυλακή. Και ο Χειρίσοφος στέλνει με τον Ξενοφώντα τους πελταστές της εμπροσθοφυλακής και πήρε στη θέση τους εκείνους που ήταν στη μέση του πλαισίου. Έδωσε όμως διαταγή να πάνε μαζί του και οι τριακόσιοι διαλεχτοί, που τους είχε βάλει ο ίδιος στο μπροστινό μέρος του πλαισίου.

Αποκεί ξεκίνησαν και προχωρούσαν, όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Μα οι εχθροί που βρίσκονταν στο λόφο, μόλις πήραν είδηση πως οι Έλληνες βάδιζαν για την κορυφή, μονομιάς κι εκείνοι, βάζοντας όλες τις δυνάμεις τους, όρμησαν για να φτάσουν απάνω πρώτοι. Και τότε άκουε κανείς δυνατές κραυγές από το ελληνικό στράτευμα, καθώς οι Έλληνες έδιναν κουράγιο στους δικούς τους, το ίδιο όμως κι από τους στρατιώτες του Τισσαφέρνη, που φώναζαν στους δικούς τους να έχουν θάρρος. Ο Ξενοφών πάλι περνώντας δίπλα στους στρατιώτες, καβάλα πάνω στ' άλογό του, τους εμψύχωνε μ' αυτά τα λόγια: «Τώρα, στρατιώτες, να σκεφτείτε πως πηγαίνομε για την Ελλάδα, για τα παιδιά και για τις γυναίκες μας. Αν κοπιάσουμε τώρα λίγο, ύστερα πια θα προχωρούμε χωρίς να κάνουμε μάχη». Ο Σωτηρίδας όμως ο Σικυώνιος είπε: «Δε βρισκόμαστε κάτω από τις ίδιες συνθήκες, Ξενοφώντα· γιατί εσύ είσαι καβάλα στο άλογο, ενώ εγώ κουράζομαι πολύ να σηκώνω την ασπίδα».

Μόλις τ' άκουσε αυτά ο Ξενοφών, πήδησε από το άλογο, τον έσπρωξε έξω από τη γραμμή, του πήρε την ασπίδα, και κρατώντας την βάδιζε όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Έτυχε όμως να φορεί και τον ιππικό θώρακα, πράγμα που τον έκανε να υποφέρει. Σε κείνους που πήγαιναν μπροστά του, έλεγε να προχωρούν, σε κείνους που βρίσκονταν πίσω του, να τον προσπερνούν, κι ο ίδιος ακολουθούσε με κόπο. Τότε οι άλλοι στρατιώτες χτυπούν από κοντά κι από μακριά το Σωτηρίδα και τον βρίζουν, ώσπου τον ανάγκασαν να ξαναπάρει την ασπίδα και να προχωρήσει. Και ο Ξενοφών ανέβηκε στο άλογο και πήγαινε καβάλα, ώσπου μπορούσε να προχωρεί το ζώο· όταν όμως το μέρος ήταν απέραστο, άφησε το άλογο και βάδιζε με τα πόδια. Τέλος προλαβαίνουν και φτάνουν στην κορυφή πριν από τους εχθρούς.

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Τότε ο Ξενοφών βλέπει ότι του όρους η κορυφή ευρίσκετο υπεράνω ακριβώς του ιδικού των στρατεύματος, και ότι από αυτήν ηδύνατο να επάλθη κανείς απ' επάνω εναντίον του λόφου, όπου ήσαν οι εχθροί. Λέγει λοιπόν∙ Το καλύτερον δι' ημάς, Χειρίσοφε, είναι να ορμήσωμεν όσον το δυνατόν τάχιστα να ανέλθωμεν εις την κορυφήν. Διότι, αν την καταλάβωμεν την κορυφήν αυτήν, δεν θα ημπορέσουν να κρατηθούν εις την θέσιν των οι υπεράνω της οδού ευρισκόμενοι εχθροί. Λοιπόν, αν θέλης, μένε συ εδώ επί κεφαλής του στρατεύματος, και εγώ είμαι πρόθυμος να υπάγω. Εάν δε πάλιν επιθυμείς, βάδιζε συ επάνω εις το όρος, και εγώ θα μείνω εδώ. Αλλά αφήνω εις σε, είπεν ο Χειρίσοφος, να εκλέξης ό,τι από τα δύο θέλεις. Ο Ξενοφών τότε είπε, ότι ως νεώτερος προτιμά να υπάγη αυτός, τον παρακαλεί όμως να του δώση να τον ακολουθήσουν άνδρες από την εμπροσθοφυλακήν∙ διότι εχρειάζετο πολλή ώρα δια να υπάγη να παραλάβη άνδρας από την οπισθοφυλακήν. Και ο Χειρίσοφος δίδει εντολήν να τον ακολουθήσουν οι εις την εμπροσθοφυλακήν ευρισκόμενοι πελτασταί, αυτός δε έλαβε τους ευρισκομένους εις το μέσον του πλαισίου. Διέταξε δε να τον ακολουθήσουν και οι τριακόσιοι τους οποίους αυτός είχε εκ των επιλέκτων εις το έμπροσθεν μέρος του πλαισίου. Κατόπιν επορεύοντο με όσην ηδύναντο μεγαλυτέραν ταχύτητα. Οι δε ευρισκόμενοι επάνω εις τον λόφον εχθροί, άμα αντελήφθησαν την πορείαν των προς την κορυφήν, αμέσως και αυτοί ώρμησαν αμιλλώμενοι να φθάσουν πριν από τους Έλληνας επάνω εις την κορυφήν. Και κατά την περίστασιν αυτήν αφ' ενός μεν μεγάλη κραυγή προήρχετο από τους άνδρας του Τισσαφέρνους, οι οποίοι επίσης παρώτρυνον τους ιδικούς των. Ο δε Ξενοφών τρέχων έφιππος πλαγίως της γραμμής των στρατιωτών του προσεπάθει να τους εμψυχώσει με τους εξής λόγους∙ Στρατιώται, βάλετε εις τον νουν σας ότι τώρα διαγωνιζόμεθα προς τους εχθρούς δια την επάνοδόν μας εις την Ελλάδα, ότι τώρα διαγωνιζόμεθα δια να υπάγωμεν εις τα τέκνα μας και τας γυναίκας μας, ότι, εάν τώρα κοπιάσωμεν ολίγον, αμαχητί θα διανύσωμεν το υπόλοιπον μέρος της πορείας. Ο Σωτηρίδας όμως ο Σικυώνιος είπε∙ Δεν ευρισκόμεθα υπό τας αυτάς συνθήκας, Ξενοφών. Διότι συ μεν φέρεσαι επάνω εις ίππον, ενώ εγώ κοπιάζω και ταλαιπωρούμαι πολύ βαστάζων την ασπίδα. Ο Ξενοφών, άμα τα ήκουσεν αυτά, επήδησε κάτω από τον ίππον του, και τον σπρώχνει έξω από την γραμμήν, και κατόπιν αφού του απέσπασε την ασπίδα, κρατών αυτήν επορεύετο με όσον ηδύνατο μεγαλυτέραν ταχύτητα, μολονότι εφόρει τον ιππικόν θώρακα, πράγμα που τον εστενοχώρει αρκετά. Και τους μεν έμπροσθέν του προέτρεπε να προχωρούν εμπρός, τους δε κατόπιν του να προσπερνούν, ενώ αυτός μετά κόπου και δυσκολίας ηκολούθει. Οι άλοι στρατιώται όμως αρχίζουν να κτυπούν και να λιθοβολούν και να υβρίζουν τον Σωτηρίδαν, έως ότου τον εξηνάγκασαν να πάρη πάλιν την ασπίδα του και να πορεύεται και αυτός εις την θέσιν του. Ο δε Ξενοφών, αφού ανέβη πάλιν εις τον ίππον του, μέχρι μεν του σημείου όπου ήτο το μέρος βατόν δι' ίππον, έφιππος επήγαινε, άμα δε το έδαφος ήρχισε να είναι άβατον, αφήκε το ίππον και έτρεχε πεζός. Και τέλος προλαμβάνουν και φθάνουν επάνω εις την κορυφήν πριν από τους εχθρούς.