Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
Κι εκείνος πρόθυμα του παράγγειλε να πάει. Όταν συναντήθηκαν, ο Κλέαρχος του είπε αυτά εδώ: «Ξέρω, Τισσαφέρνη, πως έχομε κάμει όρκους αναμεταξύ μας κι έχομε δώσει τα χέρια, με την υπόσχεση πως δε θα κάμει κακό ο ένας στον άλλο. Σε βλέπω όμως να προφυλάγεσαι από μας, σα να είμαστε εχθροί· κι εμείς πάλι, βλέποντάς τα αυτά, προφυλαγόμαστε το ίδιο από σας. Μα από τις παρατηρήσεις που κάνω, δε στάθηκε δυνατό να καταλάβω πως εσύ προσπαθείς να μας βλάψεις· όσο για μας, ξέρω καλά πως ούτε βάζομε στο μυαλό μας κάτι τέτοιο. Γι' αυτό μου φάνηκε καλό να συζητήσω μαζί σου, ώστε να βγάλουμε ο ένας από τον άλλον αυτή την καχυποψία, αν μπορέσουμε. Γιατί γνώρισα ως τώρα ανθρώπους, που, είτε από συκοφαντία είτε μονάχα από υποψία, φοβήθηκαν ο ένας τον άλλον και θέλησαν να προλάβουν το κακό, προτού το πάθουν. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να προξενήσουν αγιάτρευτες συμφορές σε κείνους που ούτε σκόπευαν, ούτε ήθελαν να τους κάμουν παρόμοια πράγματα. Επειδή λοιπόν νομίζω, πως οι τέτοιες απερισκεψίες σταματούν μονάχα με συνάντηση και συζήτηση, γι' αυτό έχω έρθει και θέλω να σου αποδείξω πως άδικα μας υποψιάζεσαι. Πρώτα πρώτα, και περισσότερο απ' όλα τ' άλλα, οι όρκοι που κάμαμε στους θεούς μας εμποδίζουν να είμαστε εχθροί αναμεταξύ μας. Κι εκείνον που συνειδητά αδιαφορεί γι' αυτούς τους όρκους, αυτόν εγώ ποτέ δε θα μπορούσα να τον καλοτυχίσω. Γιατί τον πόλεμο των θεών δεν ξέρω ούτε με ποια γρηγοράδα ούτε πού πηγαίνοντας θα μπορούσε κανείς να τον ξεφύγει, ούτε σε ποιο σκοτάδι θα ήταν δυνατό να τρυπώσει, ούτε σε ποια οχυρή τοποθεσία ν' αποσυρθεί. Παντού τα πάντα υπακούνε στους θεούς, κι οι θεοί τα εξουσιάζουν όλα το ίδιο. Αυτή είναι η γνώμη μου για τους όρκους και τους θεούς, που, κάνοντας τη φιλία μας, την εμπιστευτήκαμε σ' αυτούς να τη φυλάξουν. Όσο για τα ανθρώπινα αγαθά, νομίζω πως το μεγαλύτερο για μας είσαι συ σε τούτη την περίσταση. Γιατί μαζί σου κάθε δρόμος και κάθε ποταμός είναι ευκολοπέραστος, και δεν υπάρχει έλλειψη από τρόφιμα. Ενώ χωρίς εσένα θα βαδίζουμε μέσα στο σκοτάδι, αφού καθόλου δεν ξέρομε το δρόμο. Κάθε ποταμός θα είναι δυσκολοπέραστος, κάθε λαός φοβερός, μα πιο φοβερό απ' όλα θα είναι η μοναξιά μας, γιατί εξαιτίας της θα μας λείπουν ολότελα τα πάντα. Και αν υποθέσουμε πως μας έπιανε τρέλα και σε σκοτώναμε, τι άλλο θα κάναμε παρά θα σκοτώναμε τον ευεργέτη μας και θα ανοίγαμε πόλεμο με το μεγαλύτερο αντίπαλό μας, το βασιλιά, που περιμένει τη σειρά του να μας επιτεθεί; Τώρα όμως θα σου πω πόσες και ποιες ελπίδες θα χάσω, αν επιχειρήσω να σου κάμω κακό. Η επιθυμία μου ήταν να γίνει φίλος μου ο Κύρος, γιατί είχα τη γνώμη πως, από τους ανθρώπους της εποχής του, αυτός ήταν ο ικανότερος να ευεργετεί όποιον ήθελε. Μα τώρα βλέπω πως εσύ έχεις τη δύναμη και τη χώρα του Κύρου, και πως διατηρείς και τη δική σου εξουσία. Ακόμα βλέπω πως το στρατό του βασιλιά, που ο Κύρος τον είχε εχθρικό, εσύ τον έχεις σύμμαχο. Αφού αυτά είναι έτσι, ποιος τρελάθηκε τόσο πολύ, ώστε να μη θέλει να είναι φίλος σου; Θα σου πω όμως κι εκείνα που με κάνουν να πιστεύω πως κι εσύ με χαρά θα γίνεις φίλος μας. Ξέρω δηλαδή πως οι Μυσοί σας ενοχλούν. Αυτούς έχω τη γνώμη πως μπορώ, με την τωρινή μου δύναμη, να τους ταπεινώσω και να τους υποτάξω σε σας. Ξέρω πως το ίδιο γίνεται και με τους Πισίδες. Μαθαίνω πως υπάρχουν και πολλές άλλες τέτοιες φυλές, που νομίζω πως θα ήταν δυνατό να σταματήσουν να ενοχλούν εξακολουθητικά την ευτυχισμένη σας ζωή. Όσο για τους Αιγύπτιους, που ξέρω πως τώρα είστε μαζί τους πάρα πολύ οργισμένοι, δε βλέπω με ποιον άλλο συμμαχικό στρατό, εκτός από το δικό μου, θα μπορούσατε να τους τιμωρήσετε καλύτερα. Εξάλλου με το να έχεις εμάς στην υπηρεσία σου, αν ήθελες να είσαι φίλος με κανέναν από όσους κατοικούν γύρω στην περιφέρειά σου, θα το κατόρθωνες απόλυτα· ενώ, αν κάποιος σε στενοχωρούσε στις σχέσεις σας, θα του φερόσουν δεσποτικά. Γιατί εμείς δε θα σε υπηρετούμε μονάχα για να παίρνουμε μισθό, αλλά και εξαιτίας της ευγνωμοσύνης που είναι δίκαιο να σου χρωστούμε, όταν μας σώσεις. Όσο τα φέρνω στο μυαλό μου όλα αυτά, τόσο μου φαίνεται πως είναι παράξενο να μη μας έχεις εμπιστοσύνη. Γι' αυτό με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα άκουα ποιος είναι τόσο ικανός ρήτορας, ώστε να σε πείσει με τα λόγια του πως τάχα εμείς σχεδιάζομε κακά για σένα».
Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
Εκείνος δε μετά προθυμίας του παρήγγειλε να υπάγη να τον επισκεφθή. Άμα δε συνηντήθησαν, του είπεν ο Κλέαρχος τα εξής∙ «Εγώ, Τισσαφέρνη, γνωρίζω βέβαια ότι μεταξύ μας όρκοι έχουν γίνει και χειραψίαι έχουν ανταλλαγή με διαβεβαιώσεις ότι δεν θα θελήσωμεν να βλάψωμεν οι μεν τους δε. Εν τούτοις και σε σε βλέπω να προφυλάττεσαι από ημάς ωσάν από εχθρούς, και ημείς, επειδή τα βλέπομεν αυτά, φυλαττόμεθα εξ ίσου από σας. Επειδή όμως παρατηρών τα συμβαίνοντα δεν δύναμαι ούτε από σε να αντιληφθώ ότι προσπαθείς να κάμης κακόν εις ημάς, και εγώ ασφαλώς γνωρίζω ότι ημείς τουλάχιστον ούτε θέτομεν εις τον νουν μας κανέν τοιούτον πράγμα, εθεώρησα καλόν να έλθω εις συνομιλίαν με σε, ίνα, αν θα ημπορούσαμεν, εκβάλωμεν ο εις από τον νουν του άλλου την υπάρχουσαν έλλειψιν εμπιστοσύνης. Καθόσον μάλιστα από την μέχρι τούδε πείραν μου γνωρίζω ανθρώπους, οι οποίοι άλλοι μεν ένεκα διαβολής, άλλοι δε και έμεκα απλής υποψίας, επειδή εφοβήθησαν ο είς τον άλλον, θέλοντες να προλάβουν, προτού να πάθουν τίποτε, έκαμαν ανεπανόρθωτα κακά εις ανθρώπους, που ούτε εσκόπευαν, ούτε θα ήθελαν να πράξουν κανέν τοιούτον πράγμα εις αυτούς. Επειδή λοιπόν νομίζω, ότι αι τοιαύται παρεξηγήσεις δια συνεντεύξεων και αμοιβαίων εξηγήσεων κυρίως δύνανται να διαλύωνται, έχω έλθει εδώ και θέλω να σου εξηγήσω ότι συ ουχί δεδικαιολογημένως απιστείς προς ημάς. Πρώτον δηλαδή, αυτό δε είναι το σπουδαιότατον, οι προς τους θεούς όρκοι μας εμποδίζουν να είμεθα εχθροί προς αλλήλους. Άνθρωπον δε ο οποίος έχει την συναίσθησιν ότι προς αυτούς έχει φανεί αδιάφορος, αυτόν εγώ ποτέ δεν θα τον εχαρακτήριζα ως ευτυχή. Διότι εις τον πόλεμον με τους θεούς δεν ηξεύρω ούτε ποίου είδους ταχύτητα χρησιμοποιών κανείς δύναται να ξεφύγει, ούτε εις ποίου είδους σκότος δύναται να κρυβή δια να σωθή, ούτε πώς εις έν οχυρόν μέρος δύναται να αποσυρθεί και εκείθεν να πολεμή. Διότι πανταχού πάντα είναι εις τους θεούς υποχείρια και πανταχού πάντα εξ ίσου οι θεοί τα εξουσιάζουν. Περί μεν λοιπόν των θεών και των όρκων ταύτα φρονώ, αφού εις αυτούς ημείς την φιλίαν, την οποίαν συνήψαμεν, την ενεπιστεύθημεν προς φύλαξιν. Εκ των ανθρωπίνων δε πραγμάτων σε εγώ εις τας παρούσας περιστάσεις θεωρώ ότι είσαι δι' ημάς μέγιστον αγαθόν. Διότι μετά σου μεν πας δρόμος είναι ευκολοδιάβατος, και πας ποταμός διαβατός και των τροφίμων δεν υπάρχει έλλειψις. Άνευ δε σου ολόκληρος μεν η πορεία θα γίνεται εις τα σκοτεινά, διότι τίποτε δεν γνωρίζομεν περί αυτής, πας δε ποταμός θα είναι δυσκολοδιάβατος, και παν πλήθος ανθρώπων φοβερόν, και φοβερώτατον πράγμα η απομόνωσις, διότι αύτη είναι πλήρης μεγάλης ελλείψεως των αναγκαίων. Εάν δε επί πλέον, από παραφροσύνην μας βεβαίως, ηθέλομεν σε εξολοθρεύσει, τι άλλο θα εκάμνομεν με τούτο, παρά, αφού θα εξωλοθρεύομεν τον ευεργέτην μας, θα ανελαμβάνομεν κατόπιν αγώνα προς τον βασιλέα, τον μέγιστον εν αναμονή ανταγωνιστήν μας; Από πόσα δε τώρα και ποίου είδους ελπίδας θα εστέρουν τον εαυτόν μου, εάν θα επεχείρουν να κάμω εις σε κανέν κακόν, αυτά θα σου είπω. Εγώ δηλαδή επεδίωξα να γίνη ο Κύρος φίλος μου, επειδή ενόμιζα ότι από τους ανθρώπους της εποχής του ήτο ικανώτατος εις το να ευεργετή, όποιον ήθελε. Σε όμως τώρα βλέπω και την δύναμιν του Κύρου και την χώραν να έχης, ενώ συγχρόνως διατηρείς και την ιδικήν σου σατραπείαν, και προσέτι βλέπω την δύναμιν του βασιλέως, την οποίαν ο Κύρος την είχε εχθρικήν, με σε να είναι αύτη σύμμαχος. Αφού δε ταύτα ούτως έχουσι, τις είναι τόσον παράφρων, ώστε να μη θέλη να είναι φίλος με σε; Ουχ ήττον όμως θα είπω και τα εξής, ένεκα των οποίων έχω ελπίδας ότι και συ θα θέλης να είσαι φίλος με ημάς. Γνωρίζω δηλαδή κατά πρώτον ότι οι Μυσοί σάς είναι ενοχλητικοί, τους οποίους όμως νομίζω ότι με την δύναμιν, που διαθέτω, θα ηδυνάμην να τους ταπεινώσω και να τους υποτάξω εις σας. Γνωρίζω επίσης ότι οι Πισίδαι σάς είναι ενοχλητικοί. Ακούω δε, ότι και άλλα έθνη πολλά είναι τοιαύτα, τα οποία έχω την ιδέαν ότι θα ηδυνάμην να τα αναγκάσω να παύσουν να παρενοχλούν πάντοτε την ευδαιμονίαν σας. Όσον δε αφορά τους Αιγυπτίους, εναντίον των οποίων γνωρίζω ότι τώρα σεις είσθε εις μέγιστον βαθμόν εξωργισμένοι, δεν βλέπω ποίου είδους άλλην δύναμιν χρησιμοποιούντες ως σύμμαχον θα ηδύνασθε να τους τιμωρήσετε καλύτερον, παρά με αυτήν που έχω εγώ μαζί μου. Εκτός τούτων όμως και μεταξύ των πέριξ της σατραπείας σου κατοικούντων συ, αν μεν θα ήθελες με κάποιον φίλος να είσαι, μέγιστος φίλος του θα ημπορούσες να είσαι, αν δε κάποιος θα επεχείρει να σε ενοχλή, κυριάρχου στάσιν προς αυτόν θα ηδύνασο να τηρής, έχων ημάς εις την υπηρεσίαν σου, οι οποίοι όχι μόνον χάριν του μισθού ηθέλομεν σε υπηρετεί, αλλά και δια λόγους ευγνωμοσύνης, την οποίαν, άμα ηθέλομεν σωθή υπό σου, θα είχομεν προς σε, δικαίως. Εις εμέ λοιπόν, όταν τα αναλογίζωμαι αυτά όλα, τόσον παράδοξον φαίνεται ότι είναι το να μην έχης συ εμπιστοσύνην εις ημάς, ώστε με μεγίστην ευχαρίστησίν μου θα ήκουον το όνομα ― τις δηλαδή τόσην ρητορικήν δεινότητα έχει, ώστε να σε πείση λέγων ότι δήθεν ημείς σε επιβουλευόμεθα».