Μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλης. 1979. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις, Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Ήταν πια η ώρα που η αγορά είναι γεμάτη από κόσμο, και έρχονται από το βασιλιά και τον Τισσαφέρνη απεσταλμένοι. Μερικοί ήταν βάρβαροι, ένας όμως απ' αυτούς, ο Φαλίνος, ήταν Έλληνας, που έτυχε να είναι στην υπηρεσία του Τισσαφέρνη και να τον έχουν σε μεγάλη υπόληψη. Γιατί έκανε πως ήξερε τάχα καλά την τακτική του πολέμου και τη χρήση των όπλων. Αυτοί πλησίασαν, κάλεσαν τους αρχηγούς των Ελλήνων και τους είπαν ότι ο βασιλιάς, επειδή συμβαίνει να είναι νικητής και να έχει σκοτώσει τον Κύρο, στέλνει διαταγή στους Έλληνες να παραδώσουν τα όπλα και να πάνε στη σκηνή του, μήπως μπορέσουν και πετύχουν κάτι καλό. Αυτά είπαν οι απεσταλμένοι του βασιλιά. Οι Έλληνες αγανάχτησαν που τ' άκουσαν, ενώ ο Κλέαρχος αποκρίθηκε μονάχα τούτο, ότι δεν ταιριάζει να παραδίνουν οι νικητές τα όπλα τους. Και πρόσθεσε: «Εσείς, στρατηγοί, δώστε την καλύτερη και αξιοπρεπέστερη απάντηση που μπορείτε· κι εγώ θα γυρίσω στη στιγμή». Γιατί κάποιος από τους υπηρέτες τον φώναξε για να παρατηρήσει τα βγαλμένα σπλάχνα των σφαγμένων ζώων, επειδή έτυχε να θυσιάζει.

Τότε λοιπόν αποκρίθηκε ο Κλεάνωρ από την Αρκαδία, πολύ ηλικιωμένος πια, πως πρώτα θα πεθάνουν κι ύστερα θα παραδώσουν τα όπλα. Ο Πρόξενος ο Θηβαίος είπε κατόπι: «Εγώ, Φαλίνε, έχω μιαν απορία· για ποιο λόγο μας ζητάει τα όπλα ο βασιλιάς· επειδή τάχα είναι νικητής ή μήπως τα θέλει για δώρα που θα δείχνουν τη φιλία μας. Γιατί, αν τα θέλει σα νικητής, ποια η ανάγκη να τα ζητάει και δεν έρχεται να τα πάρει; Αν πάλι θέλει να μας καταφέρει να του τα δώσουμε, ας μας πει τι θα έχουν να κερδίσουν οι στρατιώτες, αν του κάμουν αυτήν τη χάρη;»

Ο Φαλίνος έδωσε τούτη την απάντηση: «Ο βασιλιάς νομίζει πως είναι νικητής, αφού έχει σκοτώσει τον Κύρο. Γιατί τώρα ποιος θα βρεθεί να διεκδικήσει απ' αυτόν την εξουσία; Έχει ακόμα τη γνώμη πως κι εσείς είστε δικοί του, αφού σας κρατάει στη μέση της χώρας του και γύρω σας υπάρχουν ποτάμια αδιάβατα.

Έπειτα μπορεί να φέρει αμέτρητους ανθρώπους να σας πολεμήσουν· τόσους, που δε θα μπορούσατε να τους σκοτώσετε κι αν σας τους έδινε". Ύστερα απ' αυτόν μίλησε ο Θεόπομπος ο Αθηναίος: «Τώρα, όπως βλέπεις, Φαλίνε, δε μας έμεινε κανένα άλλο αγαθό, παρά μονάχα τα όπλα και η ανδρεία. Αν κρατάμε λοιπόν τα όπλα, νομίζομε πως μπορούμε να χρησιμοποιούμε και την παλικαριά μας· αν όμως τα παραδώσουμε, υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε και τη ζωή μας. Μη βάζεις λοιπόν στο μυαλό σου πως θα σας παραδώσουμε τα μόνα καλά που έχουμε· αντίθετα, με αυτά θα πολεμήσουμε να πάρουμε και τα δικά σας».

Όταν τ' άκουσε αυτά ο Φαλίνος, γέλασε και είπε: «Εσύ, νεαρέ μου, μοιάζεις με φιλόσοφο και λες χαριτωμένα πράγματα. Να ξέρεις όμως πως είσαι άμυαλος, αν έχεις τη γνώμη πως η παλικαριά σας θα φανεί ανώτερη από τη δύναμη του βασιλιά». Μερικοί άλλοι δείλιασαν κάπως και, καθώς μου είπαν, έλεγαν ότι όπως ήταν αφοσιωμένοι στον Κύρο, το ίδιο θα μπορούσαν να προσφέρουν υπηρεσίες και στο βασιλιά, αν δεχόταν να γίνει φίλος τους. Και ότι, είτε ήθελε να τους χρησιμοποιήσει κάπου αλλού είτε για να κάμουν εκστρατεία στην Αίγυπτο, θα τον βοηθούσαν να την υποτάξει.

Στο μεταξύ ήρθε ο Κλέαρχος και ρώτησε αν του είχαν δώσει απάντηση. Ο Φαλίνος τότε πήρε το λόγο και είπε: «Απ' αυτούς, Κλέαρχε, ο καθένας λέει τα δικά του. Να μας πεις λοιπόν εσύ τη γνώμη σου. Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Εγώ, Φαλίνε, σε είδα με χαρά, όπως, νομίζω, και όλοι οι άλλοι. Γιατί κι εσύ είσαι Έλληνας κι εμείς, όσους βλέπεις εδώ. Τώρα βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη περίσταση και γι' αυτό σου ζητούμε τη συμβουλή σου, τι πρέπει να κάμουμε γι' αυτά που μας λες. Συμβούλεψέ μας λοιπόν, για όνομα των θεών, εκείνο που σου φαίνεται πως είναι καλύτερο και ωφελιμότερο και που θα σε τιμά στις μελλούμενες εποχές. Γιατί ποτέ δε θα πάψουν να λένε, πως κάποτε έστειλε ο βασιλιάς το Φαλίνο με διαταγή στους Έλληνες να παραδώσουν τα όπλα τους κι όταν αυτοί του ζήτησαν τη γνώμη του, τους έδωσε τούτη δω τη συμβουλή. Και ξέρεις, ότι αναγκαστικά θα διαδοθούν στην Ελλάδα οι συμβουλές που θα μας δώσεις». Ο Κλέαρχος μ' αυτά προσπαθούσε να τον φέρει στη δική του γνώμη, γιατί ήθελε κι ο ίδιος ο απεσταλμένος του βασιλιά να τους συμβουλέψει να μην παραδώσουν τα όπλα, για να έχουν περισσότερο θάρρος οι Έλληνες. Ο Φαλίνος όμως ξέφυγε με τρόπο και, αναπάντεχα για τον Κλέαρχο, είπε: «Αν στις άπειρες ελπίδες υπάρχει για σας μια να σωθείτε πολεμώντας το βασιλιά, τότε σας συμβουλεύω να μην παραδώσετε τα όπλα. Αν όμως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας χωρίς τη θέληση του βασιλιά, τότε σας συμβουλεύω να προσπαθήσετε να γλιτώσετε με όποιο τρόπο μπορέσετε». Ο Κλέαρχος απάντησε σ' αυτά: «Αυτά λες εσύ. Πες του όμως από μας πως έχομε τη γνώμη, ότι αν είναι ανάγκη να είμαστε φίλοι με το βασιλιά, θα είμαστε πιο αξιόλογοι φίλοι αν έχουμε όπλα παρά αν τα παραδώσουμε σε άλλον. Αν πάλι χρειαστεί να πολεμήσουμε, καλύτερα θα πολεμούμε έχοντας τα όπλα παρά αν τα παραδώσουμε σε άλλον».

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Και ήτο πλέον ώρα, κατά την οποίαν η αγορά είναι γεμάτη και ιδού έρχονται εκ μέρους του βασιλέως και του Τισσαφέρνους κήρυκες, εκ των οποίων οι μεν άλλοι όλοι ήσαν βάρβαροι, εις όμως εξ αυτών Έλλην, ο Φαλίνος, ο οποίος ετύχαινε να ευρίσκεται πλησίον του Τισσαφέρνους και να έχη τιμητικήν θέσιν παρ' αυτώ, καθόσον μάλιστα ισχυρίζετο ότι εγίνωσκε καλώς τα αφορώντα εις την τακτικήν και την οπλομαχίαν. Ούτοι άμα επλησίασαν εις το στρατόπεδον, εκάλεσαν τους αρχηγούς των Ελλήνων και λέγουν εις αυτούς ότι ο βασιλεύς διατάσσει τους Έλληνας, επειδή συμβαίνει να είναι νικητής και έχει φονεύσει τον Κύρον, να του παραδώσουν τα όπλα, και κατόπιν να υπάγουν εις τας θύρας των ανακτόρων του, και εκεί να προσπαθήσουν να επιτύχουν, αν ημπορούν, εκ μέρους του κάποιο καλόν δια τον εαυτόν τους.

Αυτά είπαν οι κήρυκες του βασιλέως και οι Έλληνες με μεγάλην των δυσφορίαν τα ήκουσαν. Ο Κλέαρχος όμως τούτο μόνον ηρκέσθη να είπη, ότι δηλαδή δεν είναι ίδιον των νικητών το να παραδίδουν τα όπλα. «Αλλά, προσέθεσε, σεις στρατηγοί, δώσατε εις τούτους την αξιοπρεπεστέραν και καλυτέραν απάντησιν που έχετε να δώσετε, και εγώ αμέσως θα επιστρέψω». Διότι τον εκάλεσε κάποιος από τους υπηρέτας να υπάγη να ίδη τα σπλάχνα των θυμάτων εξηγμένα, επειδή έτυχε κατά την ώραν εκείνην να προσφέρη θυσίαν. Τότε λοιπόν πρώτος έδωσεν απάντησιν ο Κλεάνωρ ο Αρκάς, ο οποίος ήτο πολύ γέρων, και είπεν ότι πρωτύτερα θα εφονεύοντο και έπειτα θα παρέδιδον τα όπλα. Κατόπιν ο Πρόξενος ο Θηβαίος, «Μα εγώ, είπε, Φαλίνε, εκπλήσσομαι και επιθυμώ να μάθω, τι από τα δύο συμβαίνει; Ως νικητής δηλαδή ο βασιλεύς τα ζητεί τα όπλα, ή ως δώρα δι' ένδειξιν φιλίας; Διότι, αν μεν τα ζητεί ως νικητής, τότε τι ανάγκη είναι να τα ζητή και δεν έρχεται να τα λάβη μόνος του; Αν δε πάλιν θέλει να τα λάβη δια της πειθούς, τότε ας μας είπη τι θα έχουν οι στρατιώται, άμα του τα δώσουν δια να τον ευχαριστήσουν;». Απαντών εις αυτά ο Φαλίνος είπε∙ «Ο βασιλεύς έχει την γνώμην ότι είναι νικητής, αφού έχει φονεύσει τον Κύρον. Διότι τις πλέον του διαμφισβητεί την αρχήν; Νομίζει δε ότι και σεις ανήκετε εις αυτόν, αφού σας έχει εις το μέσον της χώρας του και εις το μεταξύ ποταμών αδιάβατων, και δύναται να οδηγήση εναντίον σας πλήθος ανθρώπων τόσον πολύ, που και αν ακόμη σας τους παρέδιδε, δεν θα ηδύνασθε να τους φονεύσετε». Ύστερα από αυτόν ο Θεόπομπος ο Αθηναίος είπε∙ «Φαλίνε, τώρα καθώς και συ το βλέπεις, ημείς κανέν άλλο καλόν δεν έχομεν, παρά μόνον όπλα και ανδρείαν. Όπλα λοιπόν άμα έχομεν, νομίζομεν ότι ημπορούμεν να κάμνωμεν χρήσιν και της ανδρείας μας, ενώ άμα τα παραδώσωμεν, ενδεχόμενον είναι να στερηθώμεν και της ζωής μας. Μη φαντάζεσαι λοιπόν ότι τα μόνα αγαθά που έχομεν θα τα παραδώσομεν εις σας, παρά με αυτά και δια τα ιδικά σας αγαθά θα αγωνισθώμεν». Άμα τα ήκουσεν αυτά ο Φαλίνος εγέλασε και είπε∙ «Φιλόσοφος φαίνεται να είσαι, παλληκάρι μου, και δι' αυτό τα λόγια σου είναι πολύ νόστιμα. Πρέπει να ηξεύρεις όμως ότι είσαι ανόητος, αν φαντάζεσαι πως η ιδική σας ανδρεία ημπορεί να υπερισχύση της δυνάμεως του βασιλέως». Άλλοι δε μερικοί, που ήρχισαν να δειλιάζουν, έλεγαν, καθώς ήκουσα, ότι όπως εις τον Κύρον εδείχθησαν πιστοί, ούτω και εις τον βασιλέα θα ημπορούσαν να φανούν χρήσιμοι, αν θα ήθελε να γίνη φίλος των∙ και ότι είτε εις άλλο τίποτε θα ήθελε να τους χρησιμοποιήση είτε δι' εκστρατείαν εναντίον της Αιγύπτου, θα τον εβοήθουν να την υποτάξη.

Εις το μεταξύ ο Κλέαρχος επέστρεψε και ηρώτησε, αν είχαν δώσει πλέον απάντησιν. Αλλά έλαβε τον λόγον ο Φαλίνος και είπε∙ «Ούτοι, Κλέαρχε, άλλα λέγει ο ένας και άλλα λέγει ο άλλος∙ συ λοιπόν ειπέ μας, τι λέγεις;» Και εκείνος είπεν∙ «Εγώ, Φαλίνε, με μεγάλην μου ευχαρίστησιν σε είδα, καθώς και οι άλλοι, πιστεύω, όλοι. Διότι και συ είσαι Έλλην και ημείς επίσης που είμεθα τόσοι όσους μας βλέπεις. Επειδή δε ευρισκόμεθα εις τοιαύτας περιστάσεις, ζητούμεν την συμβουλήν σου, τι πρέπει να κάμωμεν σχετικώς με αυτά που μας λέγεις. Συ λοιπόν, δι' όνομα των θεών, συμβούλευσέ μας και ειπέ μας ό,τι νομίζεις πως είναι εντιμότατον και ωφελιμώτατον, και κάτι που θα σου φέρη τιμήν εις το μέλλον, όπου πάντοτε θα λέγουν οι άνθρωποι ότι ο Φαλίνος μίαν φοράν που εστάλη από τον βασιλέα, δια να διαβιβάση εις τους Έλληνας διαταγήν του να του παραδώσουν τα όπλα, επειδή εζήτουν περί τούτου την συμβουλήν του, τους συνεβούλευσε τα εξής…. Ηξεύρεις δε ότι εξάπαντος θα μνημονεύωνται εις την Ελλάδα όσα θα μας είπης ως συμβουλήν σου».

Με αυτά προσεπάθει με τρόπον ο Κλέαρχος να δελεάση τον Φαλίνον,επειδή ήθελεν ώστε, και αυτός που ήτο απεσταλμένος εκ μέρους του βασιλέως, να τους συμβουλεύση να μη παραδώσουν τα όπλα, δια να είναι περισσότερον αισιόδοξοι οι ΈΛληνες δια το μέλλον. Αλλά ο Φαλίνος τεχνηέντως εξέφυγε, και παρά την προσδοκίαν του Κλεάρχου είπε τα εξής∙ «Εγώ, αν μεν από τας απείρους ελπίδας υπάρχει δια σας μία οιαδήποτε να σωθήτε πολεμούντες εναντίον του βασιλέως, σας συμβουλεύω να μη θελήσετε να παραδώσετε τα όπλα∙ αν όμως δεν υπάρχει καμία ελπίς να σωθήτε χωρίς την θέλησιν του βασιλέως, τότε σας συμβουλεύω να προσπαθήσετε να εύρητε σωτηρίαν, με όποιον τρόπον είναι δυνατόν». Απαντών εις αυτά ο Κλέαρχος είπε∙ «Τέλος πάντων αυτή είναι η γνώμη σου∙ εκ μέρους ημών όμως πήγαινε και ειπέ τα εξής, ότι δηλαδή ημείς νομίζομεν ότι αν μεν θα εχρειάζετο να είμεθα φίλοι με τον βασιλέα, θα ήμεθα περισσότερον χρήσιμοι φίλοι έχοντες τα όπλα μας παρά αν ηθέλομεν τα παραδώσει εις άλλον∙ και αν θα εχρειάζετο πάλιν να κάμνωμεν πόλεμον, ότι θα επολεμούμεν καλύτερον έχοντες τα όπλα μας παρά αν τα παρεδίδαμεν εις άλλον».