Μτφρ. Δ. Αναστασόπουλος. 1911. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Φέξης.

Μετά ταύτα ο Κύρος προχωρεί σταθμούς τέσσαρας, παρασάγγας είκοσι και φθάνει εις τον Χάλον ποταμόν, όστις είχε πλάτος ενός πλέθρου και ήτο πλήρης μεγάλων και ημέρων ιχθύων, τους οποίους οι Σύροι ελάτρευαν ως θεούς και δεν επέτρεπαν εις κανένα να τους βλάπτη, όπως επίσης και τας περιστεράς. Αι δε κώμαι, εις τας οποίας είχαν τας σκηνάς των, ήσαν ιδιοκτησία της Παρυσάτιδος, προωρισμέναι εις το να εισφέρουν ωρισμένον φόρον διά τας δαπάνας της ζώνης της.

Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς πέντε, παρασάγγας τριάκοντα και φθάνει εις τας πηγάς του ποταμού Δάρδατος, του οποίου το πλάτος ήτο ενός πλέθρου. Ενταύθα ήσαν τα ανάκτορα του Βελέσυος, άλλοτε άρχοντος της Συρίας, και κήπος εκτεταμένος και ωραίος, εις τον οποίον ευρίσκοντο καρποφόρα δένδρα και των τεσσάρων εποχών του έτους. Εκ τούτων ο Κύρος τον μεν κήπον κατέκοψε, τα δε ανάκτορα κατέκαυσεν.

Εντεύθεν προχωρεί σταθμούς τρεις, παρασάγγας δέκα πέντε και φθάνει εις τον Ευφράτην ποταμόν, έχοντα πλάτος τεσσάρων σταδίων. Και πόλις εκεί υπήρχε μεγάλη και πλουσία, ονομαζομένη Θάψακος. Ενταύθα έμεινε πέντε ημέρας. Και ο Κύρος, αφού έστειλε και προσεκάλεσε τους Έλληνας στρατηγούς, τους ανήγγειλεν ότι η εκστρατεία γίνεται εναντίον του μεγάλου βασιλέως και ότι ο δρόμος των είναι προς την Βαβυλώνα. Τους λέγει δε να αναγγείλουν ταύτα εις τους στρατιώτας και να τους πείσουν με κάθε τρόπον να τον ακολουθήσουν.

Οι στρατηγοί συγκαλέσαντες τους στρατιώτας ανήγγειλαν τους λόγους του Κύρου. Οι δε στρατιώται δυσηρεστούντο κατά των στρατηγών και τους έλεγαν ότι, αν και εγνώριζαν ταύτα προ πολλού, τους τα απέκρυπτον. Ηρνούντο δε να προχωρήσουν, εάν δεν τους επλήρωναν, όπως άλλοτε επλήρωσαν και εκείνους, οίτινες είχαν αναβή μαζί με τον Κύρον προς τον πατέρα του. Αν και τότε δεν μετέβαιναν δια να πολεμήσουν, αλλ' απλώς και μόνον διότι είχε προσκαλέση τον Κύρον ο πατήρ του.

Οι στρατηγοί ανήγγειλαν ταύτα εις τον Κύρον. Ούτος δε υπεσχέθη να δώση εις έκαστον στρατιώτην πέντε αργυράς μνας, άμα ως φθάσουν εις την Βαβυλώνα, ολόκληρον δε τον μισθόν από της Βαβυλώνος μέχρις ου επαναφέρη τους Έλληνας εις την Ιωνίαν. Και οι περισσότεροι μεν εκ των Ελλήνων επείσθησαν, κατόπιν των υποσχέσεων αυτών.

Αλλ' ο στρατηγός Μένων, πριν ή ακόμη γείνη γνωστόν τι θ' αποφασίσουν οι άλλοι στρατιώται (οι μη πεισθέντες), δηλ. αν θ' ακολουθήσουν ή όχι τον Κύρον, συνήθροισε ξεχωριστά από αυτούς το στράτευμά του και είπε προς αυτό τα εξής:

«Ω άνδρες, εάν πεισθήτε εις εμέ, θα προτιμηθήτε από τον Κύρον πολύ περισσότερον από τους άλλους στρατιώτας, χωρίς ούτε να κινδυνεύσετε, ούτε να κοπιάσετε. Τι πρέπει, λοιπόν, να σας συμβουλεύσω να κάμετε; Τώρα ο Κύρος έχει ανάγκην να τον ακολουθήσουν οι Έλληνες βαδίζοντα κατά του βασιλέως. Η γνώμη μου λοιπόν είναι ότι πρέπει να διαβήτε τον Ευφράτην ποταμόν, πριν ακόμη γείνη γνωστόν ποίαν απάντησιν θα δώσουν οι άλλοι Έλληνες εις τον Κύρον.

»Διότι, εάν μεν αποφασίσουν να τον ακολουθήσουν, θα φανήτε ότι σεις εγείνατε η αφορμή τούτου, διότι και πρώτοι σεις αρχίσατε να διαβαίνετε τον ποταμόν. Διά την προθυμίαν σας δε ταύτην ο Κύρος θα σας γνωρίζη χάριν, διά την οποίαν και θέλει εν καιρώ σας ανταμείψη. Αναγνωρίζει δε περισσότερον από κάθε άλλον ο Κύρος την χάριν την οποίαν του κάμνει τις. Εάν δε αρνηθούν να τον ακολουθήσουν οι άλλοι Έλληνες, τότε επιστρέφομεν μεν όλοι μαζή, σεις όμως, ως οι μόνοι εις τους λόγους του υπακούσαντες (ως οι μόνοι εις αυτόν πιστοί), θέλετε χρησιμοποιηθή από τον Κύρον και εις φρούρια και εις αρχηγίας λόχων, οιουδήποτε δε πράγματος θέλετε λάβη ανάγκην, είμαι εις θέσιν να σας βεβαιώσω ότι, ως φίλοι του Κύρου, θα το έχετε».

Ακούσαντες ταύτα οι στρατιώται επείσθησαν και διέβησαν τον Ευφράτην, πριν ακόμη οι άλλοι απαντήσουν. Ο δε Κύρος, αφού έμαθεν ότι είχαν διαβή ήδη τον ποταμόν, ηυχαριστήθη και διά του (Αιγυπτίου) Γλου διεβίβασε τα εξής εις τον στρατόν: «Εγώ μεν, ω άνδρες, επί του παρόντος σας ευχαριστώ. Θα προσπαθήσω δε με κάθε τρόπον πώς και σεις εν καιρώ να μ' ευχαριστήσετε, άλλως να χάσετε κάθε ιδέαν περί εμού ως Κύρου (άλλως να μη με λένε Κύρον)».

Οι μεν στρατιώται λοιπόν, πολλά ελπίζοντες, ηύχοντο ν' αποβή ευτυχής η εκστρατεία του, εις τον Μένωνα δε ελέγετο ότι και πλούσια δώρα του απέστειλε μετά μεγαλοπρεπείας και τιμών.

Μτφρ. Α. Τζάρτζανος. 1938. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Μετά ταύτα ο Κύρος προελαύνει εκείθεν και διανύσας με τέσσαρας σταθμούς είκοσι παρασάγγας φθάνει εις τον ποταμόν Χάλον, ο οποίος είχε πλάτος ενός πλέθρου και ήτο πλήρης από ιχθύς μεγάλους και εξημερωμένους, τους οποίους οι Σύροι τους εθεώρουν θεούς, και δεν επέτρεπον να τους πειράξη κανείς, καθώς και τας περιστεράς. Τα δε χωρία, εις τα οποία κατεσκήνουν εκεί, ανήκον εις την Παρυσάτιδα, εις την οποίαν ήσαν χαρισμένα υπό του βασιλέως δια τα έξοδα της ζώνης της. Απ' εκεί προελαύνει και διανύσας με πέντε σταθμούς τριάκοντα παρασάγγας φθάνει εις τας πηγάς του ποταμού Δάρδατος, ο οποίος έχει πλάτος ενός πλέθρου. Αυτού ήσαν τα ανάκτορα του Βελέσυος, ο οποίος ήρξε της Συρίας, και παράδεισος πολύ μεγάλος και ωραίος, ο οποίος περιείχε δένδρα και φυτά όλων των ωρών του έτους. Ο δε Κύρος διέταξε και κατέκοψαν τα δένδρα του, και τα ανάκτορα τα επυρπόλησαν. Απ' εκεί προελαύνει και διανύσας με τρεις σταθμούς δεκαπέντε παρασάγγας φθάνει εις τον Ευφράτην ποταμόν, ο οποίος είχε πλάτος τεσσάρων σταδίων. Και μία πόλις υπήρχε εις αυτό το μέρος κατοικουμένη, μεγάλη και πλουσία, ονομαζομένη Θάψακος. Αυτού έμεινεν ημέρας πέντε. Και κατ' αυτάς ο Κύρος, αφού εκάλεσε τους στρατηγούς των Ελλήνων, έλεγεν εις αυτούς ότι η εκστρατεία έμελλε να γίνη εναντίον του μεγάλου βασιλέως προς την Βαβυλώνα. Και δίδει εντολήν εις αυτούς να τα είπουν αυτά εις τους στρατιώτας και να προσπαθήσουν να τους πείσουν, ώστε να τον ακολουθήσουν.

Εκείνοι λοιπόν συνεκάλεσαν τους στρατιώτας εις συνέλευσιν και τους τα ανεκοίνωνον αυτά. Οι δε στρατιώται ηγανάκτουν εναντίον των στρατηγών, και έλεγον ότι ούτοι εξ αρχής τα ήξευρον αυτά και τους τα απέκρυπτον, και ηρνούντο να ακολουθήσουν, εκτός αν θα έδιδε κανείς εις αυτούς χρήματα, όπως εις εκείνους, οι οποίοι άλλοτε ανήλθον με τον Κύρον εις την Περσίαν [προς τον πατέρα του], και μάλιστα ενώ εκείνοι δεν επήγαινον δια μάχην, αλλά διότι ο πατήρ του τον προσεκάλει τον Κύρον. Αυτά οι στρατηγοί τα ανακοίνωνον εις τον Κύρον, ούτος δε υπεσχέθη ότι θα δώση εις έκαστον άνδρα χρηματικόν ποσόν πέντε μνων, όταν θα έχουν φθάση εις την Βαβυλώνα, και τον μισθόν πλήρη, έως ότου τους επαναφέρη τους Έλληνας οπίσω εις την Ιωνίαν. Λοιπόν οι μεν περισσότεροι άνδρες του ελληνικού στρατεύματος κατ΄ αυτόν τον τρόπον επείσθησαν.

Ο Μένων όμως προτού καταστή φανερόν, τι θα κάμουν οι άλλοι στρατιώται, ποίον εκ των δύο δηλαδή, θα τον ακολουθήσουν τον Κύρον ή όχι, συνεκάλεσε το ιδικόν του στράτευμα χωριστά από τους άλλους και είπεν εις τους άνδρας του τα εξής∙ «Στρατιώται, αν ακούσετε την συμβουλήν μου, τότε χωρίς να κινδυνεύσετε και χωρίς να κοπιάσετε περισσότερον από τους άλλους, θα εκτιμηθήτε περισσότερον από τους άλλους στρατιώτας υπό του Κύρου. Τι λοιπόν σας προτρέπω να κάμετε; Τώρα ο Κύρος χρειάζεται να τον ακολουθήσουν οι Έλληνες εναντίον του Βασιλέως. Εγώ λοιπόν λέγω ότι πρέπει σεις να διαβήτε τον Ευφράτην ποταμόν, προτού να καταστή φανερόν, τίνα απάντησιν θα δώσουν οι άλλοι Έλληνες εις τον Κύρον. Διότι, αν μεν ούτοι αποφασίσουν να τον ακολουθήσουν, σεις θα φανήτε ότι είσθε αίτιοι αυτής της αποφάσεως, καθόσον πρώτοι εκάματε αρχήν της διαβάσεως. Και επειδή ούτω θα σχηματίση την γνώμην ότι είσθε προθυμότατοι εις το να τον υπηρετήτε, θα σας γνωρίζη χάριν ο Κύρος και θα σας την ανταποδώση∙ ηξεύρει δε περισσότερον από πάντα άλλον να ανταποδίδη το καλόν. Αν δε πάλιν λάβουν εναντίαν απόφασιν οι άλλοι, τότε θα γυρίσωμεν μεν όλοι μαζί οπίσω, αλλ' επειδή θα έχη την γνώμην ότι σεις μόνοι υπακούετε εις αυτόν [και του είσθε πιστότατοι], σας θα χρησιμοποιήση και εις φρούρια και εις στρατιωτικά αξιώματα και δι' ό,τι άλλο θα έχετε ανάγκην τινά, ηξεύρω ότι θα ευρίσκετε ένα φίλον εν τω προσώπω του Κύρου».

Άμα τα ήκουσαν αυτά οι στρατιώται του Μένωνος, επείσθησαν και διέβησαν τον Ευφράτην, προτού οι άλλοι δώσουν απάντησιν. Ο δε Κύρος, άμα έμαθε ότι είχον διαβή, ευχαριστήθη και έστειλεν τον Γλουν εις το στράτευμα του Μένωνος και είπε. «Εγώ, στρατιώται, επί του παρόντος σας επαινώ∙ πώς δε και σεις θα επαινέσετε εμέ, εγώ θα φροντίσω∙ ει δ' άλλως να μη με θεωρήτε πλέον Κύρον». Και οι μεν στρατιώται είχον μεγάλας ελπίδας και ηύχοντο να επιτύχη εις τους σκοπούς του, εις δε τον Μένωνα ελέγετο ότι και δώρα έστειλε μεγαλοπρεπή.