Μτφρ. Π. Λεκατσάς. [1939] χ.χ. Αριστοτέλης. Πολιτικά. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Διά τον εγκύπτοντα εις την σπουδήν της πολιτικής τάξεως και ερευνώντα την φύσιν και τον χαρακτήρα εκάστης, ως πρώτη σχεδόν έρευνα επιβάλλεται η περί της πόλεως: Ποία τουτέστιν είναι η πραγματική φύσις της πόλεως; Διότι πράγματι κρατεί περί τον όρον τούτον αμφισβήτησις σήμερον· ούτω, προκειμένου περί πράξεως τινός, οι μεν λέγουν (35) ότι η πόλις την έπραξεν, οι δε, ότι δεν την έπραξεν η πόλις, αλλ' η κρατήσασα ταύτης ολιγαρχία ή ο τύραννος. Αφ' ετέρου βλέπομεν ότι πάσα ενέργεια του πολιτικού ανδρός και του νομοθέτου αφορά την πόλιν, ενώ η 'πολιτεία' δεν είναι ή τάξις τις των κατοικούντων την πόλιν. Επειδή δε η 'πόλις' είναι τι σύνθετον εν τη εννοία και οιουδήποτε άλλου αποτελούντος μεν όλον τι, (40) συγκειμένου όμως εκ πολλών μερών, είναι φανερόν ότι πρέπει κατά πρώτον να εξακριβωθή τι είναι πολίτης· διότι η πόλις είναι πλήθος πολιτών· [1275a] και συνεπώς το υπό λύσιν ζήτημα είναι ποίον πρέπει να ονομάζωμεν πολίτην και τις η φύσις του πολίτου. Και τούτο διότι εν αμφισβητήσει κείται και του όρου τούτου η έννοια· καθ' όσον δεν συμφωνούν πάντες επί της ιδιότητος του αυτού ως πολίτου. Και πράγματι συμβαίνει ο αυτός, εν μεν τη δημοκρατία πολίτης να είναι, εν δε τη ολιγαρχία πολλάκις (5) να μη είναι πολίτης. Και τους μεν άλλως πως τυγχάνοντας της προσηγορίας του πολίτου, ως επί παραδείγματι τους 'ποιητούς' πολίτας, ας θέσωμεν εκτός· ο δε πολίτης δεν είναι πολίτης εκ του λόγου ότι είναι κάτοικος ωρισμένου τόπου (διότι και οι μέτοικοι και οι δούλοι μετέχουν της οικήσεως των πολιτών, χωρίς να είναι πολίται), ούτε ο υπαγόμενος εις τάξιν νόμων ρυθμιζόντων τας βιοτικάς αυτού σχέσεις, ούτως ώστε να δύναται να κατηγορηθή και να εισαχθή εις δίκην (10) (διότι τούτο υπάρχει και διά τους εκ των εμπορικών των πόλεων συμβάσεων υποχρεουμένους, καθ' όσον δύνανται ούτοι να εισάξουν και να εισαχθούν εις δίκην ― ενώ πολλαχού οι μέτοικοι δεν μετέχουν τελείως των δικαίων τούτων, αλλ' ανάγκη να εκλέξουν εκ των πολιτών προστάτην, διό και ατελώς πως μετέχουν της τοιαύτης των δικαίων κοινωνίας). Αφ' ετέρου, ως και τους παίδας τους μη (15) εγγεγραμμένους· ακόμη, ούτω και τους γέροντας τους απηλλαγμένους των υποχρεώσεων του πολίτου δύναται να ονομάση πως πολίτας, ουχί όμως και όλως απολύτως, αλλά προσθέτων διά τους μεν το 'άτελείς' διά τους δε το 'παρηκμακότες' ή άλλον τινα των τοιούτων χαρακτηρισμών (καθ' όσον κατ' ουδέν διαφέρουν, διότι φανερόν είναι το λεγόμενον). Ημείς ζητούμεν να γνωρίσωμεν τις ο απολύτως πολίτης, ο ουδεμίαν έχων (20) τοιαύτην έλλειψιν δεομένην διορθώσεως, διότι δύνανται να εγερθούν τοιαύτα ζητήματα και περί των εστερημένων διά δικαστικής αποφάσεως των δικαιωμάτων του πολίτου και περί των εξορίστων και αντιρρήσεις και λύσεις διάφοροι να προσάγωνται. Ο απολύτως δε και απλώς πολίτης δι' ουδενός άλλου χαρακτηριστικού στοιχείου ορίζεται επί το βέλτιστον, ή διά του ότι μετέχει της δικαστικής κρίσεως και της αρχής. Εκ των αρχών δε άλλαι μεν είναι αυστηρώς κατά χρόνον ωρισμέναι, ώστε τινές μεν να μην επιτρέπεται να αναληφθούν δις (25) υπό του αυτού ατόμου, τινές δε να επιτρέπεται μεν, αλλά μόνον κατόπιν ωρισμένου χρόνου· και άλλαι, ως αι του δικαστού και του μέλους της εκκλησίας, αρχαί διαρκείας επ' αόριστον χρόνον. Θα ηδύνατο βεβαίως να προβάλη τις ενταύθα την αντίρρησιν ότι ούτε άρχοντες είναι οι τοιούτοι, ούτε μετέχουν εξ αιτίας τούτων αρχής τινός·αλλ' ασφαλώς είναι κωμικόν να αρνήται τις την ύπαρξιν αρχής εις τους έχοντας τα ανώτατα κυριαρχικά δικαιώματα. Αλλά ας μη επιφέρηται διαφορά μεταξύ τούτων, καθ' όσον η διαφορά (30) έγκειται μόνον εις το όνομα· δεν υπάρχει τουτέστι κοινόν όνομα διά τον δικαστήν και τον εκκλησιαστήν, όπερ να δύναται να χαρακτηρίση αμφοτέρους. Ας δεχθώμεν λοιπόν χάριν του ορισμού, διά τον συνδυασμόν των δύο τούτων αρχών, τον όρον «αόριστος αρχή». Κατ' ακολουθίαν ορίζομεν ως πολίτας πάντας τους δυναμένους να μετέχουν της «αορίστου αρχής» ταύτης. Ο μεν λοιπόν κατ' εξοχήν εφαρμόσιμος επί πάντων των λεγομένων πολιτών ορισμός του πολίτου τοιούτος περίπου είναι. Πρέπει δε (35) να μη διαφεύγη το επί των πραγμάτων, ότι εις ην περίπτωσιν ωρισμένα πράγματα διαφέρουν κατά το είδος και το μεν εξ αυτών είναι πρώτον, το δε δεύτερον εκ του πρώτου προερχόμενον, το δε τρίτον εκ του δευτέρου προερχόμενον, ή ουδεμίαν απολύτως συγγένειαν έχουν μεταξύ των, ως ευρίσκονται ταύτα εις δεδομένην στιγμήν, ή ασθενή τινα μόνον. Αι δε Πολιτείαι βλέπομεν ότι διαφέρουν αλλήλων κατά το είδος, και ότι αι μεν είναι ύστεραι εκείνων, αι δε [1275b] πρότεραι τούτων· κατ' ανάγκην δε αι πλημμελείς και κατά παρέκβασιν είναι υστερογενείς αι δε αλώβητοι πρωτογενείς (και διατί είναι υστερογενείς, αι κατά παρέκβασιν, είναι φανερόν). Συνεπώς και η έννοια του πολίτου, κατ' ανάγκην διάφορος είναι εν εκάστη πολιτεία. (5) Διό και ο διά του ανωτέρω ορισμού ορισθείς ως πολίτης εν μεν τη δημοκρατία είναι ο κατ' εξοχήν πολίτης, εν δε ταις άλλαις πολιτείαις ενδέχεται μεν να είναι, δεν είναι όμως και κατ' ανάγκην. Διότι εις μερικάς δεν υφίσταται ως στοιχείον της πολιτικής τάξεως ο δήμος, ουδέ εκκλησίαν συγκροτούν, αλλ' εις εκτάκτους περιστάσεις συνελεύσεις καλούν, και τας δίκας ιδιαίτεραι αρχαί δικάζουν, ως επί παραδείγματι εν Λακεδαίμονι, ένθα τας εκ των συμβάσεων δίκας άλλας άλλος (10) των εφόρων δικάζει, τα δε μέλη της γερουσίας τας φονικάς, και γενικώς άλλας άλλη των αρχών. Κατ' άλλον δε τρόπον τελούνται ταύτα εν Καρχηδόνι, ένθα πάσας τας δίκας αι αυταί αρχαί δικάζουν. Αλλ' ενταύθα ο ορισμός του πολίτου επιδέχεται αναγκαίαν διασκευήν. Εις τας άλλας δηλαδή πολιτείας δεν είναι ο «αόριστος άρχων» μέλος της εκκλησίας (15) και δικαστής, αλλ' ο κατά την αρχήν ην άρχει ωρισμένος· εις τούτους δε, ή εν τη ολομελεία ή επί μέρους ανήκει το δικαίωμα του βουλεύεσθαι και δικάζειν, ή επί πασών των υποθέσεων ή επί τίνων μόνον. Ποίος λοιπόν είναι ο πολίτης, καθίσταται εξ όλων τούτων φανερόν: εκείνον, όστις έχει το δικαίωμα να μετέχη αρχής βουλευτικής ή δικαστικής, ονομάζομεν πολίτην (20) της πόλεως εν τη οποία έχει το δικαίωμα τούτο, πόλιν δε, γενικώς ειπείν, καλούμεν το ικανόν προς αυτάρκειαν ζωής σύνολον των τοιούτων πολιτών.
Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1989. Αριστοτέλους Πολιτικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Όποιος θελήσει να μελετήσει τα πολιτεύματα, ποια είναι η φύση κι ο χαρακτήρας του καθενός, πρέπει πρώτα–πρώτα να εξετάσει τι άραγε να σημαίνει η λέξη πόλη. Γιατί τώρα γίνεται συζήτηση γι' αυτήν, κι άλλοι λένε: (35) η πόλη έκαμε αυτή την πράξη, άλλοι λένε ότι δεν την έκαμε η πόλη, αλλά η ολιγαρχία ή ο τύραννος. Όμως από τ' άλλο μέρος βλέπουμε πως όλη η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη στρέφεται γύρω από την πόλη, και το πολίτευμα είναι κάποια οργάνωση εκείνων που κατοικούν σ' αυτήν.
Επειδή δε η πόλη ανήκει στις σύνθετες έννοιες, (40) καθώς και κάθε άλλο αντικείμενο που αποτελεί σύνολο σχηματισμένο από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρέπει να στρέψουμε πρώτα την έρευνά μας στο πρόβλημα: τι είναι πολίτης, αφού η πόλη αποτελείται από πλήθος πολιτών. [1275a] Πρέπει, λοιπόν, να εξετάσουμε ποιον πρέπει να ονομάζουν πολίτη και τι είναι ο πολίτης. Γιατί και η έννοια «πολίτης» γίνεται πολλές φορές αντικείμενο αμφισβητήσεων, αφού δεν παραδέχονται όλοι ότι αυτό ή εκείνο το άτομο είναι πολίτης. Συμβαίνει δηλ. ώστε, ενώ στη δημοκρατία ένα πρόσωπο θεωρείται πολίτης, στην ολιγαρχία πολλές φορές το ίδιο πρόσωπο να μην είναι πολίτης. (5) Ας αφήσουμε τώρα κατά μέρος αυτούς που παίρνουν αυτή την προσωνυμία με κάποιον άλλο τρόπο, όπως π.χ. τους πολιτογραφημένους (ποιητούς), και καθορίζουμε ότι πολίτης δεν είναι εκείνος που κατοικεί κάπου στην πόλη (αφού εκεί συγκατοικούν και οι μέτοικοι και οι δούλοι), ούτε εκείνοι που έχουν το δικαίωμα, να μπορούν να παρουσιάζονται μπροστά στο δικαστήριο σαν συνήγοροι ή κατηγορούμενοι (10) (αφού αυτό το δικαίωμα το έχουν κι οι πολίτες άλλης πόλης που το αποκτούν δυνάμει συνθηκών με την πόλη) ― το ίδιο άλλωστε ισχύει και στη δική τους πόλη. Σε πολλά μέρη μάλιστα οι μέτοικοι έχουν λιγότερα δικαιώματα απ' αυτούς και αναγκάζονται να διαλέγουν ανάμεσα στους πολίτες ένα προστάτη, ώστε ελάχιστα δικαιώματα αποκτούν από τέτοιες σχέσεις). Το ίδιο συμβαίνει ακριβώς και με τα παιδιά τα οποία λόγω ηλικίας δεν έχουν εγγραφεί ακόμη στα μητρώα των πολιτών. (15) Επίσης κι οι γέροντες που έχουν υπερβεί ορισμένη ηλικία και δεν κάνουν καμιά δουλειά πρέπει να ονομάζονται από μια άποψη πολίτες, αλλά όχι με την πλήρη σημασία της λέξης, προσθέτοντας για τα παιδιά το χαρακτηρισμό «ατελείς» και για τους γέρους το χαρακτηρισμό «παρηκμασμένοι» ή κάτι άλλο παρόμοιο, αφού δε μας ενδιαφέρουν οι λέξεις, αλλά η έννοιά τους που είναι ξεκάθαρη. Εκείνο που αναζητούμε είναι ο ακριβής προσδιορισμός της έννοιας του τέλειου πολίτη (20) που να είναι απαλλαγμένος από κάθε ελάττωμα που θα είναι ανάγκη να διορθωθεί, αφού και γι' αυτούς που έχουν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα και για τους εξόριστους γεννιούνται παρόμοιες απορίες, αν και ως ποιο βαθμό είναι πολίτες, οι οποίες πρέπει να βρουν τη λύση τους. Πολίτης με την πιο ακριβή σημασία του όρου είναι εκείνος που έχει το δικαίωμα να γίνεται δικαστής ή άρχοντας. Κι από τις αρχές, άλλες έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια, (25) ώστε δεν μπορεί να τις αναλάβει δυο φορές το ίδιο πρόσωπο, ή τουλάχιστον μετά από την πάροδο ορισμένου διαστήματος, κι άλλες έχουν απεριόριστη διάρκεια όπως το να είναι δικαστής ή μέλος της εκκλησίας του δήμου. Ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτοί ούτε άρχοντες είναι, ούτε ασκούν καμιά εξουσία, αν και είναι γελοίο να λέμε ότι δεν έχουν το δικαίωμα να ανεβαίνουν στα ανώτερα αξιώματα. (30) Αλλ' αυτό δεν έχει καμιά σημασία, αφού πρόκειται μονάχα για ζήτημα ορολογίας. Γιατί δεν υπάρχει καμιά λέξη που να εκφράζει συγχρόνως και την ιδιότητα του δικαστή και την ιδιότητα του μέλους της εκκλησίας του δήμου ώστε μ' αυτή τη λέξη να δηλώνονται και οι δυο εξουσίες μαζί. Για να δώσουμε κάποιο ορισμό σ' αυτή τη λέξη, ας μεταχειρισθούμε την έκφραση: αξίωμα με απεριόριστη διάρκεια. Θεωρούμε, επομένως, πολίτες όσους δικαιούνται να μετέχουν σ' αυτά τα δύο αξιώματα. Αυτός, λοιπόν, είναι ο ορισμός του πολίτη που θα ταίριαζε περισσότερο σ' εκείνους που λέγονται πολίτες. (35) Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι από τα πράγματα, που το καθένα διαφέρει από το άλλο ως προς το είδος, και το ένα απ' αυτά είναι το πρώτο, το άλλο δεύτερο και ούτω καθεξής, αυτά δεν έχουν καμιά σχέση το ένα με το άλλο, ή, αν έχουν, είναι ασήμαντη. Έτσι και τα πολιτεύματα βλέπουμε ότι διαφέρουν το ένα από το άλλο κατ' είδος αφού το ένα είναι μεταγενέστερο και το άλλο προγενέστερο. [1275b] Κι όσα είναι ελαττωματικά και δημιουργήθηκαν παρεκτρεπόμενα από τα αρχικώς διατυπωθέντα αναγκαστικά θα τα τοποθετήσουμε μετά από εκείνα που δεν έχουν κανένα ελάττωμα. (Τι εννοούμε λέγοντας πολιτεύματα από παρέκκλιση θα το εξηγήσουμε αργότερα). Ώστε αναγκαστικά ο πολίτης ενός πολιτεύματος είναι διαφορετικός από εκείνον που ανήκει σε άλλο πολίτευμα. (5) Γι' αυτό, ο ορισμός για τον πολίτη που δόθηκε προηγουμένως μπορεί να εφαρμοσθεί στα δημοκρατικά κυρίως πολιτεύματα. Στους πολίτες των άλλων πολιτευμάτων είναι ενδεχόμενο να ταιριάζει, αλλά όχι αναγκαστικά. Γιατί σε μερικά πολιτεύματα, δεν υπάρχει αυτό που λέμε «λαός», ούτε τακτικές συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου, αλλά συνελεύσεις ορισμένων αρχόντων που συγκαλούνται για να δικάσουν υποθέσεις της αρμοδιότητάς τους, όπως π.χ. στη Σπάρτη όπου οι έφοροι αναλαμβάνουν τις κρατικές υποθέσεις, κι οι άλλες αρχές άλλα ζητήματα, (10) ενώ η γερουσία δικάζει τις σχετικές με τους φόνους δίκες, και ίσως άλλη αρχή κάποιες άλλες. Το αυτό σύστημα εφαρμόζεται και στην Καρχηδόνα, όπου όλες τις δίκες τις δικάζουν ορισμένες αρχές. Επομένως πρέπει να διορθώσουμε τον ορισμό που δώσαμε για τον πολίτη. Γιατί στα άλλα πολιτεύματα δεν υπάρχει ο άρχοντας με απεριόριστη εξουσία, που έχει το δικαίωμα να είναι συγχρόνως μέλος της εκκλησίας και δικαστής, (15) αλλά εκείνος που διορίζεται από την πόλη σε κάποιο αξίωμα. Σ' αυτούς, λοιπόν, που συνέρχονται όλοι μαζί ή σε μερικούς απ' αυτούς έχει δοθεί το δικαίωμα να διαβουλεύονται και να δικάζουν όλες τις υποθέσεις ή μερικές μονάχα. Ποιος, λοιπόν, είναι ο πολίτης σ' αυτά τα συστήματα, γίνεται φανερό από τα παραπάνω: πολίτης δηλ. είναι το άτομο που έχει το δικαίωμα να μετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία. (20) Και πόλη, για να το πούμε πιο απλά, είναι το πλήθος των πολιτών που είναι οικονομικά αυτάρκεις.