Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Ο Επαμεινώνδας πάλι, σκεπτόμενος ότι ―όταν σε λίγες ημέρες έπρεπε να φύγει επειδή ο καθορισμένος χρόνος για την εκστρατεία θα είχε εξαντληθεί―, αν εγκατέλειπε αβοήθητους εκείνους στους οποίους είχε έρθει σαν σύμμαχος, οι αντίπαλοι θα τους πολιορκούσαν κι ο ίδιος θα είχε κηλιδώσει ανεπανόρθωτα την καλή του φήμη: όχι μόνο νικήθηκε στη Λακεδαίμονα από μικρή δύναμη, μ' όλο που είχε τόσους οπλίτες, όχι μόνο νικήθηκε στη σύγκρουση ιππικού της Μαντινείας, αλλά κι είχε προκαλέσει, με την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, τη συμμαχία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους, τους Αρκάδες, τους Αχαιούς, τους Ηλείους και τους Αθηναίους. Δεν το 'βρισκε λοιπόν δυνατό να φύγει δίχως να δώσει μάχη· λογάριαζε πως αν νικούσε, όλα εκείνα θα έσβηναν ― κι αν πάλι σκοτωνόταν, σκέφτηκε, ωραίο θα 'ταν να τον βρει ο θάνατος την ώρα που αγωνιζόταν για ν' αφήσει κληρονομιά στην πατρίδα του την εξουσία πάνω στην Πελοπόννησο.

Το να σκέφτεται έτσι δεν το βρίσκω ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο· τέτοιου είδους σκέψεις ταιριάζουν σε φιλόδοξους ανθρώπους. Τον τρόπο όμως που είχε οργανώσει τον στρατό του, να μη λυγίζει σε καμιά κακουχία μήτε νύχτα μήτε μέρα, να μην αποφεύγει κανέναν κίνδυνο, να του λείπουν τα εφόδια και να διατηρεί μολοντούτο πειθαρχία ― αυτά είναι που βρίσκω πιο αξιοθαύμαστα. Πραγματικά, όταν τους παρήγγειλε για τελευταία φορά να ετοιμαστούν για μάχη, προθυμοποιήθηκαν οι ιππείς ν' ασπρίσουν τα κράνη τους σύμφωνα με τις διαταγές του, ενώ ακόμα κι οι Αρκάδες οπλίτες ζωγράφιζαν ρόπαλα πάνω στις ασπίδες τους σαν να 'ταν Θηβαίοι, κι όλοι ακόνιζαν λόγχες και μαχαίρια και γυάλιζαν τις ασπίδες τους.

Μετά απ' αυτές τις προετοιμασίες, ο Επαμεινώνδας έβγαλε τον στρατό του για να δώσει μάχη, κι αξίζει να καταλάβει κανένας την τακτική που ακολούθησε. Πρώτ' απ' όλα, όπως ήταν φυσικό, τοποθέτησε τον στρατό σε πυκνό σχηματισμό. Μ' αυτόν τον τρόπο φάνηκε να ξεκαθαρίζει η πρόθεσή του να δώσει μάχη· όταν όμως σχηματίστηκε το στράτευμα όπως το ήθελε εκείνος, δεν ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο προς τους εχθρούς, παρά το οδήγησε προς τα δυτικά βουνά, αντίκρυ στην Τεγέα· έτσι δημιούργησε στον εχθρό την εντύπωση ότι δεν θα 'δινε μάχη εκείνη τη μέρα. Και πραγματικά, μόλις έφτασε στο βουνό ανέπτυξε τη φάλαγγά του και στάθμευσε στο ριζοβούνι, μοιάζοντας σαν να στρατοπεδεύει. Συνέπεια αυτού του ελιγμού ήταν να χαλαρώσει η ψυχική ετοιμότητα των αντιπάλων για μάχη, και να χαλαρώσει κι ο σχηματισμός τους. Κατόπιν όμως, μετακινώντας τους λόχους που ως τότε βάδιζαν ο ένας πίσω από τον άλλον, δημιούργησε μιαν ισχυρή δύναμη κρούσης στο πλευρό όπου βρισκόταν ο ίδιος. Τότε πρόσταξε να πάρουν τα όπλα και τράβηξε μπροστά, ενώ οι υπόλοιποι τον ακολουθούσαν.

Όταν οι εχθροί τους είδαν να 'ρχονται έτσι απροσδόκητα καταπάνω τους, κανένας τους δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του: άλλοι έτρεχαν στις μονάδες τους, άλλοι παρατάσσονταν, άλλοι περνούσαν χαλινάρια στ' άλογα, άλλοι φορούσαν τους θώρακές τους ― όλοι όμως με το ύφος ανθρώπων που ετοιμάζονται να παίξουν παθητικό κι όχι ενεργητικό ρόλο στα γεγονότα. Στο μεταξύ ο Επαμεινώνδας οδηγούσε τον στρατό του σαν πολεμικό πλοίο, με τη δύναμη κρούσης μπροστά στην πλώρη, πιστεύοντας ότι αρκούσε να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές σ' ένα σημείο για να καταστρέψει ολόκληρο τον αντίπαλο στρατό. Για τούτο ετοιμαζόταν ν' αγωνιστεί με το πιο ισχυρό του πλευρό· το πιο αδύναμο, αντίθετα, το κρατούσε σ' απόσταση ― ξέροντας ότι μια ενδεχόμενη ήττα του θ' αποθάρρυνε τους άνδρες του και θα τόνωνε το ηθικό των εχθρών.

Αντίκρυ του, οι εχθροί παρέταξαν το ιππικό τους σαν να 'ταν φάλαγγα οπλιτών ― σε βάθος έξι ανδρών και δίχως υποστήριξη βοηθητικών πεζών ο Επαμεινώνδας, απεναντίας, μεταχειρίστηκε και το ιππικό σαν ισχυρή δύναμη κρούσης και τοποθέτησε μαζί του βοηθητικούς πεζούς, πιστεύοντας ότι από τη στιγμή που το ιππικό θα διασπούσε τις εχθρικές γραμμές θα 'χε νικηθεί όλη η αντίπαλη παράταξη ― γιατί πολύ δύσκολα βρίσκονται στρατιώτες πρόθυμοι να μείνουν στις θέσεις τους άμα δουν μερικούς δικούς τους να το βάζουν στα πόδια.

Για να μην μπορέσουν εξάλλου οι Αθηναίοι, που ήταν στο αριστερό κέρας, να βοηθήσουν τους κοντινούς τους, και θέλοντας να τους φοβίσει ότι αν δοκίμαζαν να τους βοηθήσουν θα δέχονταν οι ίδιοι επίθεση από τα νώτα, τοποθέτησε αντίκρυ τους, σε μερικούς λόφους, ιππικό και οπλίτες.

Έτσι λοιπόν προετοίμασε τη σύγκρουση, κι οι ελπίδες του δεν διαψεύστηκαν: γιατί νίκησε στο σημείο όπου έκανε την επίθεση κι έτρεψε σε φυγή όλους τους αντιπάλους. Μόλις όμως έπεσε ο ίδιος, οι υπόλοιποι δεν στάθηκαν πια ικανοί να εκμεταλλευτούν σωστά τη νίκη τους· μ' όλο που η αντικρινή τους φάλαγγα το 'χε βάλει στα πόδια, κανέναν δεν σκότωσαν οι οπλίτες, κι ούτε καν προχώρησαν πέρα από το σημείο όπου είχε γίνει η σύγκρουση. Αλλά ούτε και το ιππικό καταδίωξε το εχθρικό ιππικό που έφευγε μπροστά του, μήτε και σκότωσε ιππείς και οπλίτες· φοβισμένοι, σαν να 'χαν νικηθεί, οι ιππείς του Επαμεινώνδα έμειναν πίσω, ανάμεσα στους αντιπάλους τους που έφευγαν. Όσο για τους βοηθητικούς πεζούς και τους πελταστές, που είχαν συμβάλει στη νίκη του ιππικού, είν' αλήθεια ότι έφτασαν στο αριστερό τμήμα του εχθρού σαν νικητές ― εκεί όμως σκότωσαν τους περισσότερους οι Αθηναίοι.

Ύστερα απ' αυτά, το αποτέλεσμα στάθηκε αντίθετο από κείνο που περίμενε όλος ο κόσμος: γιατί όπως είχαν βρεθεί συγκεντρωμένες κι αντιμέτωπες δυνάμεις απ' όλη σχεδόν την Ελλάδα, κανένας δεν αμφέβαλλε ότι σε περίπτωση μάχης οι νικητές θα γίνονταν κυρίαρχοι κι οι νικημένοι υπήκοοί τους. Ωστόσο ο θεός τα 'φερε έτσι, ώστε η καθεμιά από τις δύο παρατάξεις να στήσει τρόπαιο σαν να 'χε νικήσει, δίχως η άλλη να προσπαθήσει να την εμποδίσει· κι οι δυο τους έδωσαν πίσω νεκρούς εχθρούς σαν νικητές, αλλά κι οι δυο περισυνέλεξαν δικούς τους νεκρούς σαν νικημένοι· και ενώ κι η μια και η άλλη ισχυρίζονταν ότι είχαν νικήσει, καμιά τους δεν βγήκε από τη μάχη ενισχυμένη σε εδάφη, πόλεις ή εξουσία· και μετά τη μάχη η Ελλάδα γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη ακαταστασία κι αναταραχή από πριν.

Ας σταματήσει εδώ η συγγραφή μου· με τα κατοπινά ίσως ασχοληθεί άλλος.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2005. Ξενοφώντος Ελληνικά Δ'–Ζ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Αναλογιζόμενος ότι σε λίγες μέρες όφειλε να γυρίσει στην πατρίδα του, γιατί εξέπνεε ο χρόνος της εκστρατείας, και ότι, αν εγκαταλείψει μόνους εκείνους για τους οποίους ήλθε ως σύμμαχος, θα πολιορκούνταν εκείνοι από τους αντιπάλους τους, και ότι ο ίδιος θα έχει χάσει γενικά τη δόξα, ηττημένος στη Σπάρτη από λίγους στρατιώτες, ενώ αυτός διέθετε πολλούς, και ηττημένος στην ιππομαχία της Μαντίνειας, και ότι είχε γίνει αίτιος λόγω της εκστρατείας του στην Πελοπόννησο να συνασπισθούν μαζί οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αρκάδες και οι Αχαιοί και οι Ηλείοι και οι Αθηναίοι, δεν το θεωρούσε σωστό να περάσει ανάμεσα από τους εχθρούς χωρίς μάχη, κρίνοντας ότι, αν βέβαια νικούσε, όλα αυτά θα τα διόρθωνε, αν όμως σκοτωνόταν, θα θεωρούσε ότι θα ήταν ένδοξος ο θάνατός του πάνω στην προσπάθειά του να αφήσει την πατρίδα του ως εξουσία της Πελοποννήσου. Το ότι εκείνος είχε τέτοιες σκέψεις δε μου φαίνεται ότι είναι πολύ παράξενο· γιατί αυτά τα οράματα χαρακτηρίζουν τους φιλόδοξους ανθρώπους· το ότι όμως είχε εξασκήσει το στρατό του στο να μην καταβάλλεται από κανένα κόπο ούτε μέρα ούτε νύχτα, και να μην αποφεύγει κανένα κίνδυνο, και να είναι πρόθυμος να υπακούει (σ' αυτόν) ακόμη και όταν αντιμετώπιζε έλλειψη τροφής, αυτά μου φαίνονται ότι είναι τα περισσότερο αξιοθαύμαστα. Γιατί, όταν για τελευταία του φορά εξέδωσε διαταγή να προετοιμασθούν για να δώσουν μάχη, πρόθυμα εκείνοι γυάλιζαν τα κράνη τους μετά τη διαταγή του, και χάραξαν και οι οπλίτες των Αρκάδων (στις ασπίδες τους) το εθνόσημο με ρόπαλο, σα να ήταν Θηβαίοι, και όλοι ακόνιζαν τις λόγχες και τα μαχαίρια τους και γυάλιζαν τις ασπίδες τους. Κι αφού έτσι ετοίμασε τους άνδρες του και τους έβγαλε για μάχη, αξίζει πάλι να κατανοήσει κανείς αυτά που έκανε. Αρχικά λοιπόν, όπως ήταν φυσικό, παρέταξε το στρατό του· και κάνοντας αυτό, δήλωνε καθαρά ότι ετοιμαζόταν να συνάψει μάχη· κι όταν παρέταξε το στράτευμα όπως το επιθυμούσε, δεν το οδήγησε από τον πιο σύντομο δρόμο εναντίον των εχθρών, αλλά επικεφαλής αυτός το έφερε προς τα δυτικά όρη και απέναντι από την Τεγέα· έτσι έδιδε την εντύπωση στους εχθρούς ότι δε σχεδίαζε να συνάψει μάχη εκείνη την ημέρα. Και όταν έφτασε κοντά στα υψώματα, ανέπτυξε τη φάλαγγα και διέταξε να αποθέσουν εκεί τα όπλα, έτσι που άφηνε να νοηθεί ότι είχε στρατοπεδεύσει. Μ' αυτό που έκανε αποδυνάμωσε στις ψυχές των περισσότερων αντιπάλων την ορμή τους για μάχη και προκάλεσε τη διάλυση του σχηματισμού τους. Κι όταν οδήγησε τους λόχους που πορεύονταν κατά πτέρυγες και σχημάτισε με τους δικούς του το έμβολο με μέτωπο ισχυρό, τότε έδωσε εντολή να πάρουν τα όπλα και μπήκε επικεφαλής τους· κι εκείνοι τον ακολουθούσαν. Μόλις είδαν οι εχθροί απρόσμενα να επελαύνουν εναντίον τους, κανείς δεν μπορούσε να μείνει αδρανής, αλλά άλλοι έτρεχαν στις γραμμές τους, άλλοι παρατάσσονταν, άλλοι φορούσαν στα άλογά τους τα χαλινάρια, άλλοι φορούσαν τους θώρακες, και όλοι γενικά έμοιαζαν με ανθρώπους που θα υποστούν κάτι παρά θα πράξουν. Κι εκείνος οδηγούσε εναντίον τους το στράτευμα σαν τριήρη με προτεταμένο το έμβολο της πλώρης, πιστεύοντας ότι, όπου με την επίθεσή του θα διασπούσε τη φάλαγγα των εχθρών, θα κατέστρεφε στη συνέχεια όλο τους το σχηματισμό. Είχε προετοιμασθεί να συνάψει τη μάχη με το πιο ισχυρό του τμήμα, ενώ το κάπως πιο ασθενικό το κράτησε πιο πίσω, γιατί γνώριζε ότι, αν έχανε στη σύγκρουση, θα προξενούσε ηττοπάθεια στους αγωνιζόμενους μαζί του και ενίσχυση του φρονήματος στους εχθρούς. Οι αντίπαλοι αντιπαρέταξαν τους ιππείς σα φάλαγγα οπλιτών με βάθος έξι ανδρών και χωρίς στήριξή τους από βοηθητικό πεζικό· αντίθετα, ο Επαμεινώνδας σχημάτισε και με το ιππικό ισχυρό έμβολο και παρέταξε κοντά του και βοηθητικό πεζικό επειδή πίστευε ότι, αν συνέτριβε το εχθρικό ιππικό, θα είχε ηττηθεί όλο το στράτευμά τους· γιατί θα ήταν πολύ δύσκολο να βρει κάποιους να θελήσουν να παραμείνουν στις θέσεις τους, όταν θα έβλεπαν κάποιους δικούς τους να τρέπονται σε φυγή· ακόμη, για να μην τρέξουν σε βοήθεια οι Αθηναίοι από την αριστερή πτέρυγα προς τη διπλανή τους, τοποθέτησε πάνω σε μερικούς γήλοφους απέναντί τους και ιππείς και οπλίτες, επιδιώκοντας να φοβίσει και αυτούς ότι, αν έτρεχαν για βοήθεια, εκείνοι θα τους επιτίθενταν από πίσω τους.

Έτσι λοιπόν σχεδίασε την επίθεση και δεν διαψεύστηκε στους υπολογισμούς του· γιατί, αφού επικράτησε στο σημείο που εξαπέλυσε την επίθεση, ανάγκασε όλο το εχθρικό στράτευμα να τραπεί σε φυγή. Όταν όμως έπεσε νεκρός εκείνος, οι υπόλοιποι άνδρες του δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν σωστά τη νίκη, αλλά αν και τράπηκε σε φυγή η εχθρική φάλαγγα, οι οπλίτες δε σκότωσαν κανέναν εχθρό ούτε προχώρησαν μακρύτερα από το σημείο, όπου έγινε η μάχη. Κι ενώ είχαν τραπεί σε φυγή και οι ιππείς τους, ούτε οι δικοί τους ιππείς προχώρησαν σε καταδίωξη των ιππέων και των οπλιτών, αλλά φοβισμένα, λες και είχαν ηττηθεί, περνούσαν ανάμεσα από τους εχθρούς που τρέπονταν σε φυγή. Οι βοηθοί πεζοί των ιππέων και οι πελταστές, που είχαν νικήσει μαζί με τους ιππείς, έφτασαν βέβαια μέχρι την αριστερή πτέρυγα (των εχθρών), ως νικητές που ήταν, εκεί όμως οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν από τους Αθηναίους.

Μετά από αυτές τις εξελίξεις, έγινε το αντίθετο από ό,τι πίστευαν όλοι οι άνθρωποι ότι θα γίνει. Γιατί, ενώ είχαν συγκεντρωθεί εκεί στρατοί από όλη σχεδόν την Ελλάδα και βρέθηκαν αντιμέτωποι, δεν υπήρχε κανείς που να μην πίστευε ότι, αν γινόταν κάτι, θα ασκούσαν την ηγεμονία οι νικητές, ενώ οι ηττημένοι θα ήταν υπήκοοί τους· ο θεός όμως έτσι τα έφερε, ώστε και οι δυο έστησαν τρόπαιο ως νικητές και κανένας από τους δυο δεν εμπόδισε τον άλλον να το στήσει, και τους νεκρούς αμφότεροι τους παρέδωσαν για ταφή ύστερα από ανακωχή, ως νικητές, και αμφότεροι τους παρέλαβαν μετά από ανακωχή ως ηττημένοι, και υποστηρίζοντας ο καθένας από τους δυο χωριστά ότι είχαν νικήσει, δε φάνηκαν να κατέχουν ούτε μέρη ούτε πόλη ούτε εξουσία περισσότερη από ό,τι πριν γίνει η μάχη. Και επικράτησε στην Ελλάδα σύγχυση και ταραχή μετά τη μάχη μεγαλύτερη από ό,τι νωρίτερα. Από μένα λοιπόν μέχρι εδώ ας έχουν γραφεί. Για τα μετά από αυτά ίσως φροντίσει κάποιος άλλος.