Μτφρ. Π. Λεκατσάς. [1939] χ.χ. Αριστοτέλης. Πολιτικά. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
[1252a]Επειδή, όπως βλέπομεν, πάσα πόλις είναι είδος τις κοινωνίας και επειδή πάσα κοινωνία έχει συσταθή προς επίτευξιν αγαθού τινος (και τούτο διότι χάριν εκείνου το οποίον θεωρούν αγαθόν πράττουν οι πάντες τα πάντα), είναι φανερόν ότι πάσαι μεν αι κοινωνίαι αποβλέπουν εις αγαθόν τι, κατ' εξοχήν όμως (5) εις το σπουδαιότερον πάντων των αγαθών η σπουδαιοτέρα πασών των κοινωνιών και πάσας τας άλλας ως μέρη αυτής περιέχουσα· αύτη δε είναι η καλουμένη πόλις ή πολιτειακώς ωργανωμένη κοινωνία. Όσοι λοιπόν υποστηρίζουν ότι οι την πολιτικήν, την βασιλικήν, την οικοδιοικητικήν και την του κυρίου αρχήν ασκούντες κατ' ουσίαν δεν διαφέρουν, δεν αποφαίνονται ορθώς· (νομίζουσι (10) δηλαδή ότι η διαφορά τούτων έγκειται εις το πλήθος ή την ολιγότητα των εφ' ων άρχουσι προσώπων και ουχί εις το είδος της παρ' εκάστω εξουσίας· ούτω, αν άρχη τις επ' ολίγων είναι δουλοδεσπότης, αν επί περισσοτέρων οικοδεσπότης, αν δε επί έτι περισσοτέρων εξουσιοδοτημένος άρχων ή βασιλεύς, ως ουδεμιάς υπαρχούσης διαφοράς μεταξύ μεγάλου οίκου και μικράς πόλεως. Κατά την αυτήν αντίληψιν προκειμένου περί του εξουσιοδοτημένου άρχοντος και του βασιλικού, όταν (15) μεν κατέχη και ασκή ούτος ιδίω δικαιώματι την αρχήν, είναι βασιλικός άρχων, όταν δε κατά τας αρχάς της συναφούς πολιτικής θεωρίας άρχη αφ' ενός και άρχηται αφ' ετέρου, εξουσιοδοτημένος, πολιτικός άρχων· ταύτα όμως δεν είναι αληθή). Η ορθότης δε του ισχυρισμού μας θα καταδειχθή εάν εξετάσωμεν το ζήτημα κατά την υποδειχθείσαν ήδη μέθοδον· ως ακριβώς δηλαδή και επί των άλλων αντικειμένων μελέτης αναγκαίον είναι να διαιρώμεν το σύνθετον σώμα μέχρις ότου φθάσωμεν εις τα απλά αυτού μέρη (διά τον λόγον ότι ταύτα είναι τα ελάχιστα (20) εξ ων το όλον αποτελείται μόρια), ούτω και προκειμένου περί της πόλεως, θα εξετάσωμεν τα στοιχεία εξ ων αύτη αποτελείται, εκ ποίων τουτέστι και ποίαι αι μεταξύ τούτων κύριαι διαφοραί και αν περί των όσων ανεφέραμεν υπάρχη τι κατ' επιστήμην διακριβούμενον, όπερ να συναγάγωμεν.
Παρατηρών λοιπόν κανείς τα πράγματα κατά την φυσικήν αυτών εκ της πρώτης αφετηρίας ανάπτυξιν, (25) ως ακριβώς και επί των άλλων, ούτω και εφ' ων ο λόγος ενταύθα διερευνά κατά την αρίστην μέθοδον. Κατά πρώτον λοιπόν παρατηρεί τις ότι κατά φυσικήν ανάγκην συνδυάζονται οι μη δυνάμενοι να υπάρχουν άνευ αλλήλων· ούτω το άρρεν και το θήλυ συνδυάζονται διά την αναπαραγωγήν (και τούτο ουχί εξ οικείας προαιρέσεως, αλλ' εξ ενστικτώδους τάσεως ενυπαρχούσης και εις τα άλλα ζώα και εις τα φυτά, (30) να καταλίπη έκαστον έτερον όμοιον αυτού) ομοίως «συνδυάζονται» το φύσει άρχον και φύσει αρχόμενον διά την αμοιβαίαν προς διασφάλισιν της υπάρξεως συνδρομήν (διότι εκ τούτων, το μεν διαθέτον την ικανότητα να καταστρώνη διά της διανοίας σχέδια εν όψει των αναγκών φύσει άρχον είναι και φύσει εξουσιάζον, το δε διαθέτον ως οικείαν την ικανότητα να εκτελή διά των σωματικών δυνάμεων ταύτα φύσει είναι αρχόμενον και φύσει δούλον· διό κύριος και δούλος επί κοινώ συμφέροντι συνδυάζονται). Το θήλυ συνεπώς και το [1252b]δούλον είναι εκ φύσεως όλως διάκριτα (διότι ουδέν η φύσις πλάττει όμοιον προς την των χαλκέων εκείνην Δελφικήν μάχαιραν φειδωλευομένη, αλλ' έκαστον πράγμα προς ίδιον σκοπόν· και τούτο διότι έκαστον των οργάνων τότε μόνον είναι δυνατόν να συντελήται τελειότατον, όταν κατασκευάζηται όπως χρησιμοποιήται ειδικώς εις έν (5) έργον και όχι εις πολλά). Μεταξύ των βαρβάρων όμως το θήλυ και το δούλον εις την αυτήν υπάγονται τάξιν· λόγος δε τούτου είναι ότι ελλείπει παρ' αυτοίς το εκ φύσεως άρχον και συνεπώς η παρ' αυτοίς γάμου κοινωνία είναι κοινωνία δούλης και δούλου. Διό και οι ποιηταί αποφαίνονται
βαρβάρων ΄Ελληνας άρχειν εικός,
συμπεραίνοντες ότι κατά φυσικήν ανάγκην βάρβαρον και δούλον ταυτίζονται. Εκ των δύο λοιπόν τούτων (10) συνδυασμών παράγεται κατά πρώτον η οικία, διό και ορθώς είπεν εν τω ποιήματί του ο Ησίοδος
οίκον μεν πρώτιστα γυναίκα τε βουν τ' αροτήρα·
διότι ο βους αναπληροί εις τον οίκον των πενήτων τον υπηρέτην. Η εκ φυσικής λοιπόν ανάγκης συσταθείσα διά την ικανοποίησιν των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών κοινωνία είναι ο ο ί κ ο ς, ο σύνδεσμος τουτέστι των προσώπων τα οποία ο μεν Χαρώνδας ονομάζει «συσσίτους», (15) ο δε Κρης Επιμενίδης «ομοτραπέζους». Η εκ πλειόνων αφ' ετέρου οίκων συσταθείσα στοιχειώδης κοινωνία ουχί προς ικανοποίησιν των εφημέρων αναγκών, είναι η κ ώ μ η. Κατά φυσικήν δε τάξιν τα μάλιστα αποικία τις της οικίας φαίνεται ότι είναι η κώμη, απαρτιζομένη από εκείνους, τους οποίους μερικοί αποκαλούν «ομογαλάκτους», από τα τέκνα τουτέστι και τα τέκνα των τέκνων. Διό και κατ' αρχάς αι πόλεις διετέλουν υπό βασιλείς, όπως και τώρα οι (20) ασύντακτοι λαοί· επειδή συνωκίσθησαν εξ ομάδων διατελουσών υπό βασιλείαν· διότι, ως πάσα οικία υπό του γεροντοτέρου βασιλικώς εκυβερνάτο, ούτω και το σύνολον των εξ αυτής προελθόντων οίκων, ένεκεν της ομογενείας. Εκείνο δηλαδή ακριβώς το οποίον λέγει ο Όμηρος
θεμιστεύει δε έκαστος παίδων ηδ' αλόχων·
διότι πρόκειται περί σποράδην κατοικούντων· πας δε λαός κατά την πρώτην του βίου του περίοδον ούτως έζη. Εκ τούτου δε και πιστεύουν όλοι, ότι και οι θεοί (25) βασιλεύονται, διότι και οι ίδιοι, άλλοι μεν και τώρα ακόμη τελούν, άλλοι δε κατά την πρώτην περίοδον του κοινωνικού των βίου ετέλουν υπό βασιλέα· διότι ως και τας μορφάς, ούτω και τους τρόπους του βίου των θεών οι άνθρωποι πλάττουν καθ' ομοίωσιν των ιδικών των. Η κοινωνία τελικώς η συγκειμένη εξ αριθμού τινος κωμών, είναι η πόλις· αύτη κατορθώνει εις άκρον, συντόμως ειπείν, την αυτάρκειαν, συσταθείσα μεν προς (30) διασφάλισιν του στοιχειώδους βίου, υπάρχουσα δε επί τω σκοπώ του ευδαίμονος. Διά τούτο πάσα πόλις εκ φύσεως υπάρχει, εάν βεβαίως εκ φύσεως και αι πρώται ((ως ανωτέρω)) κοινωνικαί συστάδες· διότι η πόλις είναι ολοκλήρωσις εκείνων, πάσα δε φυσική ύπαρξις, όταν περατωθή πλέον το στάδιον της γενέσεως, είναι ολοκλήρωσις τις και την ολοκλήρωσιν ταύτην χαρακτηρίζομεν ως φύσιν εκάστου όντος, οίον του ανθρώπου, του ίππου, της οικίας. Επί πλέον το ου ένεκα έκαστον ον υπάρχει και ο [1253a] τελικός αυτού σκοπός είναι το ((δυνατόν)) άκρον αγαθόν· αλλ' η αυτάρκεια και τελικός σκοπός είναι και άκρον αγαθόν. Εκ τούτων λοιπόν φανερόν καθίσταται ότι η πόλις, ((η εν τη πόλει τουτέστι πολιτειακώς ωργανωμένη κοινωνία)), είναι εκ των κατά φύσιν όντων, και ο άνθρωπος ον εκ φύσεως προωρισμένον να διαβιοί εν τη πολιτειακώς ωργανωμένη κοινωνία· απεναντίας, ο εκ φύσεως και ουχί εκ τύχης εκτός ταύτης ζων ή υπεράνθρωπος ή υπάνθρωπος είναι (ως εκείνος (5) ο υπό του Ομήρου ονειδισθείς διά των χαρακτηρισμών
αφρήτωρ, αθέμιστος, ανέστιος,
διότι εκ φύσεως ο τοιούτος είναι εν ταυτώ και πολεμοχαρής), καθό άνευ ομοίου του, ως πεσσός αποχωρισθείς του ετέρου. Το διατί δε ο άνθρωπος είναι περισσότερον πάσης μελίσσης και παντός αγελαίου ζώου ον προωρισμένον να διαβιοί εντός κοινωνικής οργανώσεως, είναι φανερόν. Ουδέν δηλαδή, ως διακηρύττομεν, ασκόπως η φύσις ποιεί· εξ όλων δε των ζώων (10) μόνον ο άνθρωπος έχει τον έναρθρον λόγον. Η μεν απλή τουτέστι φωνή είναι οιονεί διά σημείου έκφρασις του αισθήματος του προξενουμένου υπό του λυπηρού και του ευχαρίστου, διό και εις τα λοιπά ζώα υπάρχει (μέχρι τούτου δηλαδή επροχώρησε του σημείου η φύσις αυτών, του να έχουν αίσθησιν της προκαλουμένης λύπης ή ευχαριστήσεως και να εκφράζουν τούτο δι' ιδιοσήμου κραυγής μεταξύ των), ο λόγος όμως εξ εναντίας εδόθη υπό της φύσεως προς δήλωσιν του συμφέροντος και του (15) επιζημίου, συνεπώς και του δικαίου και αδίκου. Τούτο δηλονότι είναι το διακρίνον τον άνθρωπον των άλλων ζώων κατ' εξοχήν ίδιον, το ότι μόνος αυτός έχει αντίληψιν του αγαθού και του κακού και του δικαίου και του αδίκου και των άλλων συναφών· ταύτα δε κοινά καθιστάμενα δίδουν γένεσιν εις την οικίαν και την πολιτειακώς ωργανωμένην κοινωνίαν. Και φύσει μάλιστα προϋπάρχει η πόλις της οικίας και εκάστου ημών· (20) και τούτο διότι κατ' ανάγκην το όλον προϋφίσταται του μέρους· διότι εάν καταστραφή το όλον δεν υπάρχει πλέον και το μέρος, ως επί νεκρώσεως του ανθρωπίνου σώματος, μεθ' ην ούτε πους υπάρχει πλέον ούτε χειρ, ή μόνον καθ' ομωνυμίαν προς το αληθές, οίον η λιθίνη χειρ, ήτις, μολονότι δεν είναι χειρ, χειρ ονομάζεται· η καταστραφείσα δε αληθής τοιαύτη είναι· η αληθής δηλονότι φύσις εκάστου έγκειται εις το εφ' ω ώρισται έργον και ες την προς επιτέλεσιν τούτου δυναμικότητα, ούτως ώστε, εις την περίπτωσιν δεν είναι πλέον τούτο οίον ώρισται κατά το έργον και την δυναμικότητα, δεν πρέπει να εκλαμβάνηται ως το αυτό, αλλ' ως άλλο (25) ομώνυμον. Είναι λοιπόν φανερόν ότι και η πόλις είναι το κατά φύσιν πρότερον εκάστου ημών· διότι εφ' όσον έκαστος αποχωρισθείς του συνόλου παύει να εξαρκή εις εαυτόν διά των ιδίων δυνάμεων, συνέπεται ότι έχει προς την πολιτείαν την σχέσιν ην και των λοιπών ((ζώντων)) οργανισμών τα μέρη προς το όλον· εντεύθεν συνάγεται ότι κατ' ουδέν αποτελεί μέρος ((μιας οιασδήποτε)) πολιτειακής κοινωνίας μόνον ο μη δυνάμενος να προσαρμοσθή εις κοινωνικόν βίον ή ο ουδενός έχων ανάγκην, ως διά των ιδίων δυνάμεων ικανός να εξαρκή εις εαυτόν· αλλ' ούτος συνεπώς ή θηρίον είναι ή θεός. Αφ' ενός λοιπόν φύσει υπάρχει εις τον άνθρωπον (30) η προς την τοιαύτην κοινωνίαν ενόρμησις, αφ' έτερου δε μεγίστων αγαθών αίτιος κατέστη ο πρώτος συστήσας ταύτην· διότι ο άνθρωπος, ως ακριβώς είναι το υπεροχώτερον των ζώων εάν τελειοποιηθή, ούτω και εάν αποχωρισθή 'νόμου' και 'δίκης' αποβαίνει το χείριστον όλων. Τούτο δε διότι κατ' εξοχήν φοβερά είναι η έχουσα όπλα αδικία, ο δε άνθρωπος γεννάται έχων εκ φύσεως όπλα, όπως μεταχειρισθή ταύτα επί φρονήσει και (35) αρετή, τα οποία όμως δύναται και διά τα άκρως αντίθετα να χρησιμοποιήση. Διό και ο άνευ αρετής άνθρωπος είναι το ανοσιώτατον και αγριώτατον των όντων και ως προς τα αφροδίσια και την λαιμαργίαν το χείριστον. Απ' εναντίας, στοιχείον της πολιτείας είναι η δικαιοσύνη· διότι τάξις της πολιτειακώς ωργανωμένης κοινωνίας είναι η 'δίκη'· 'δίκη' δε είναι η εν πάση περιπτώσει διακρίβωσις του δικαίου.
Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1989. Αριστοτέλους Πολιτικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
[1252a] Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη (κράτος) αποτελεί ένα είδος κοινωνίας και ότι κάθε κοινωνία έχει συσταθεί για να επιτελεσθεί κάτι καλό (γιατί όλοι κάμνουν το παν για να πετύχουν κάτι που τους φαίνεται ωφέλιμο), είναι ολοφάνερο ότι όλες οι κοινωνίες έχουν για στόχο τους κάτι καλό και ότι, ακριβέστερα, (5) το βασικώτερο από όλα τα αγαθά αποτελεί τον στόχο των κοινωνιών και είναι το κυριώτερο στοιχείο σ' όλες αυτές τις κοινωνίες και περιλαμβάνει όλες τις άλλες: κι αυτό είναι που ονομάζουμε πόλη ή πολιτική κοινωνία. Όσοι, λοιπόν, ταυτίζουν τον πολιτικό, με τον βασιλιά, τον αρχηγό οικογένειας και τον κύριο δούλων, δεν έχουν σωστή γνώμη. Νομίζουν δηλ. (10) ότι η διαφορά συνίσταται στο αν είναι λιγότεροι ή περισσότεροι εκείνοι που εξουσιάζουν κι όχι στο είδος της εξουσίας που ασκούν. Π.χ. αν κάποιος εξουσιάζει λίγους, είναι κύριος, αν εξουσιάζει περισσότερους, είναι αρχηγός οικογένειας, αν ακόμη περισσότερους, είναι πολιτικός ή βασιλιάς, σα να μην υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μια μεγάλη οικογένεια και σε μια μικρή πόλη. Το ίδιο λάθος κάνουν στην κρίση τους για τον πολιτικό και το βασιλιά: όταν δηλ. ασκεί μόνος του την εξουσία, είναι βασιλιάς. Αν αντιθέτως, (15) ασκεί την εξουσία σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής επιστήμης, όντας άλλοτε κυβερνήτης κι άλλοτε κυβερνώμενος, είναι πολιτικός. Όμως αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κι αυτό θα το αποδείξουμε εξετάζοντας το θέμα σύμφωνα με τη μέθοδο που ακολουθούμε. Όπως δηλαδή και σε άλλους τομείς της σκέψης είναι αναγκαίο να διαιρούμε το σύνθετο ως τα πιο απλά του στοιχεία (με άλλα λόγια στα ελάχιστα μόρια του συνόλου), (20) με τον ίδιο τρόπο, εξετάζοντας τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται η πόλη, θα διακρίνουμε καλύτερα κατά τι διαφέρουν το ένα από το άλλο, κι αν είναι δυνατό να εξαγάγουμε για το καθένα κάποια επιστημονικά συμπεράσματα.
Αν, λοιπόν, εξετάσει κανείς τα πράγματα από τη γένεσή τους και παρακολουθήσει την εξέλιξή τους, (25) μπορεί και σ' αυτά όπως και στα άλλα, να σχηματίσει την πιο σωστή γνώμη γι' αυτά. Πρώτα–πρώτα, είναι ανάγκη να εξετάσει κατά ζεύγη εκείνα που είναι αδύνατο να υπάρξουν το ένα χωρίς το άλλο, όπως π.χ. το αρσενικό και το θηλυκό από την άποψη της απόκτησης παιδιών (κι αυτό όχι από ελεύθερη βούληση, αλλά όπως και στ' άλλα ζώα και στα φυτά, από φυσική επιθυμία και τάση (30) να αφήσουν άλλο όμοιό τους όταν πεθαίνουν). Το ίδιο επίσης συμβαίνει και στα πλάσματα, που από τη φύση τους είναι γεννημένα να κυβερνούν, και για εκείνα που υπακούουν [Ο μεταφραστής δεν μεταφράζει ένα τμήμα του κειμένου]. Γιατί εκείνο που μπορεί, χάρη στην ευφυΐα να προβλέπει τι θα γίνει, είναι από τη φύση αρχηγός και κυρίαρχος. Το άλλο που μπορεί, χάρη στη σωματική του δύναμη, να εκτελεί μονάχα (όσα πρέπει) είναι υπήκοος και δούλος από τη φύση του. Γι' αυτό κι ο κύριος κι ο δούλος έχουν τα ίδια συμφέροντα. [1252b] Από τη φύση επομένως η γυναίκα κι ο δούλος είναι αντίθετα, γιατί η φύση δεν κάμνει τίποτε με τσιγγουνιά όπως οι χαλκουργοί που φτιάχνουν τα μαχαίρια των Δελφών αλλά κάθε αντικείμενο για μια μόνο χρήση. Και πραγματικά μόνο το εργαλείο που είναι φτιαγμένο για μια μόνο χρήση, μπορεί να κάμει τέλεια τη δουλειά του και όχι αν φτιαχτεί για πολλές. (5) Στους βαρβάρους, η γυναίκα κι ο δούλος ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Ο λόγος αυτού του φαινομένου είναι ότι δεν έχουν, όπως είναι φυσικό, άρχοντες, κι η κοινωνία τους αποτελείται από δούλους και δούλες. Γι αυτό λένε οι ποιητές:
τους βαρβάρους οι Έλληνες πρέπει να κυβερνούνε
σα να ταυτίζονται από τη φύση τους οι βάρβαροι με τους δούλους, (10) από το σμίξιμο, επομένως του αρσενικού και του θηλυκού, του αφέντη και του δούλου σχηματίζεται πρώτη η οικογένεια και σωστά ο Ησίοδος γράφει σ' ένα ποίημά του:
πρώτα ν' αποκτήσεις σπίτι
κι ύστερα γυναίκα και βόδι για τ' αλέτρι.
Αφού το βόδι για τους φτωχούς παίρνει τη θέση του δούλου. Ήταν φυσικό η πρώτη σταθερή κοινωνία να είναι η οικογένεια, που τα μέλη της ο Χαρώνδας ονομάζει ομοσύσσιτους και ο Επιμενίδης από την Κρήτη, ομοτράπεζους. (15) Η ένωση περισσότερων οικογενειών, όχι προσωρινή αλλά μόνιμη για εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών, είναι το χωριό. Πολύ φυσικό το χωριό να μοιάζει με αποικία της οικογένειας, και τα μέλη του μερικοί να τα ονομάζουν ομογάλακτους, παιδιά και εγγόνια. Γι' αυτό ακριβώς οι πόλεις στην αρχή, είχαν βασιλιάδες, όπως και σήμερα ακόμη έχουν βασιλιάδες τα έθνη, (20) επειδή σχηματίστηκαν από υπηκόους του βασιλιά. Γιατί κάθε οικογένεια θεωρεί βασιλιά τον πιο ηλικιωμένο, κι οι αποικίες των οικογενειών, δηλ. τα χωριά, λόγω της συγγένειας κυβερνιούνται από βασιλιά. Αυτό ακριβώς είναι που λέει ο Όμηρος:
Ο καθένας τα παιδιά του, και τη γυναίκα του κυβερνά
Γιατί ήταν σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη τον παλιό καιρό κι έτσι ζούσαν. Και για τον ίδιο λόγο, λένε όλοι ότι και οι θεοί είναι υποταγμένοι σε βασιλιάδες, (25) επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι, άλλοι παλαιότερα άλλοι και σήμερα, έχουν βασιλιάδες. Και όπως το κάθε τι οι άνθρωποι το φέρνουν στα μέτρα τους έτσι φαντάζονται πως κι οι θεοί ζουν μια ζωή όμοια με την δική τους. Η κοινωνία που προέρχεται από περισσότερα χωριά, σχηματίζει την τέλεια πόλη, που φθάνει στο σημείο, κατά κάποιο τρόπο, να έχει πλήρη αυτάρκεια, και ενώ σχηματίσθηκε για να εξασφαλίσει ευκολώτερα τα απαραίτητα για την ζωή, (30) διατηρείται επειδή επιτρέπει την καλοζωία των κατοίκων της. Γι αυτό, κάθε πόλη υπάρχει από τη φύση της, όπως και οι πρώτες κοινωνίες. Γιατί η τελειοποίηση εκείνων είναι η πόλη, η δε φύση τελειοποίηση του παντός. Οποιοδήποτε δηλ. ον φτάσει εξελικτικά στην τέλεια ανάπτυξή του, λέμε, ότι αυτό είναι η φύση του, έστω κι αν πρόκειται για έναν άνθρωπο, για ένα άλογο, για ένα σπίτι. Επίσης ότι η έσχατη αιτία και ο προορισμός των όντων είναι το πιο σημαντικό αγαθό. [1253a] Και η αυτάρκεια αποτελεί συγχρόνως τον σκοπό και το μέγιστο αγαθό. Από τις παραπάνω, λοιπόν, σκέψεις, γίνεται ολοφάνερο ότι η πόλη είναι μια φυσική πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του προορισμένος να ζήσει μέσα στην πόλη (πολιτικόν ζώον). Εκείνος δε που περνά τη ζωή του έξω από την πόλη, από τη φύση του και όχι από κάποια ατυχία, είναι ανήθικος ή κάτι ανώτερο από άνθρωπος. (5) Είναι σαν εκείνον που ο Όμηρος κατηγορεί ότι «δεν έχει ούτε οικογένεια, ούτε νόμους, ούτε εστία». Γιατί από τη φύση του είναι συνάμα και φιλοπόλεμος, σαν πιόνι απομονωμένο από τα άλλα στο παιχνίδι των πεσσών. Να ο λόγος για τον οποίο είναι ολοφάνερο πως ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό περισσότερο κι από τη μέλισσα κι από όλα τα άλλα που ζουν σε αγέλες. Γιατί, όπως είπαμε, δεν κάνει τίποτε στην τύχη. (10) Και μόνος απ' όλα τα ζώα ο άνθρωπος έχει έναρθρο λόγο. Και οι μεν άναρθρες κραυγές εκφράζουν τη λύπη και την ευχαρίστηση, και γι' αυτό υπάρχουν στα άλλα ζώα. Η φύση τους δηλαδή τους επιτρέπει να αισθάνονται τη λύπη και την ευχαρίστηση και να γνωστοποιούν τα συναισθήματα αυτά το ένα στο άλλο. Αλλά ο έναρθρος λόγος δημιουργήθηκε για να εκφράζεται το συμφέρον και το βλαβερό, (15) και φυσικά και το δίκαιο και το άδικο. Αυτό, πραγματικά, είναι το διακριτικό σημείο που κάμνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει απ' όλα τα άλλα ζώα: μονάχα αυτός δηλ. αντιλαμβάνεται το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο και τις άλλες παρόμοιες αξίες. Η κοινή γνώση αυτών των αξιών συντείνει στη δημιουργία της οικογένειας και της πόλης.
Είναι, επομένως, φυσικό η πόλη να προηγείται της οικογένειας και του καθενός από μας, (20) αφού αναγκαστικά το όλο προϋπάρχει του μέρους. Αν εκμηδενισθεί δηλ. ολόκληρο το σώμα, δε θα υπάρχει ούτε πόδι, ούτε χέρι, εκτός αν μιλάει κανείς μεταφορικά και λέει για πέτρινο χέρι. Γιατί αν αυτό καταστραφεί, θα κατασκευασθεί άλλο όμοιο, αλλά το πραγματικό θα έχει νεκρωθεί. Όλα τα πράγματα καθορίζονται από την εργασία και τη δύναμη με την οποία την εκτελούν, και, μόλις αυτή η ικανότητά τους παύσει να υπάρχει, δεν μπορούμε πια να πούμε πως είναι τα ίδια ως προς την ουσία αλλά μονάχα ως προς το όνομα.
(25) Έτσι, λοιπόν, είναι προφανές ότι η πόλη υπάρχει από τη φύση της και είναι προγενέστερη από το άτομο. Γιατί αν ο καθένας χωρισμένος από το σύνολο παύει να είναι αυτάρκης, θα βρεθεί στην ίδια κατάσταση, στην οποία βρίσκεται και κάθε μέρος του σώματος σχετικά με το σύνολο. Εκείνος δε που δε μπορεί να ζει μέσα στην κοινωνία με τους άλλους ή αυτός που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καμιά θέση στην πόλη, γιατί είναι ή θηρίο ή θεός. (30) Φυσική, επομένως, είναι η ορμή που σπρώχνει όλους τους ανθρώπους σ' αυτή την κοινωνία. Κι εκείνος που τη σύστησε πρώτος έγινε αιτία των μεγαλυτέρων αγαθών. Γιατί, αν ο άνθρωπος είναι το ανώτερο από τα όντα, όταν φθάσει στην τελειότητά του, έτσι κι όταν διακόπτει κάθε σχέση με το νόμο και τη δικαιοσύνη, γίνεται το χειρότερο απ' όλα. Γιατί η αδικία είναι ανυπόφορη όταν διαθέτει όπλα, και ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας όπλα την φρόνηση και την αρετή, (35) τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει και για αντίθετους σκοπούς. Γι αυτό ο χωρίς αρετή άνθρωπος είναι το πιο ανόσιο, το πιο άγριο ον, και το πιο επιρρεπές στις ερωτικές ηδονές και τη λαιμαργία. Η δικαιοσύνη είναι πολιτική αξία και αποτελεί κανόνα της κοινωνίας. Και η ορθή εφαρμογή της καθορίζει τι είναι δίκαιο.