Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Αργότερα οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν από τους εξόριστους ότι οι Κορίνθιοι είχαν συγκεντρώσει και φύλαγαν όλα τους τα κοπάδια στο Πείραιο, κι ότι από κει τρέφονταν πολλοί· έκαναν λοιπόν καινούργια εκστρατεία εναντίον της Κορίνθου, πάλι με αρχηγό τον Αγησίλαο. Πρώτα πήγαν στον Ισθμό: ήταν ο μήνας που γιορτάζονται τα Ίσθμια, κι οι Αργείοι βρίσκονταν εκεί και θυσίαζαν στον Ποσειδώνα ― λες κι η Κόρινθος ανήκε στο Άργος. Μόλις όμως άκουσαν ότι σίμωνε ο Αγησίλαος, παράτησαν και τα θυσιασμένα σφάγια και το έτοιμο φαγητό κι αποτραβήχτηκαν πανικόβλητοι προς την πόλη, από τον δρόμο των Κεγχρειών. Ο Αγησίλαος τους είδε, αλλά δεν τους κυνήγησε· κατασκήνωσε στο ιερό κι έκανε ο ίδιος θυσία στον θεό, ενόσω περίμενε να κάνουν οι Κορίνθιοι εξόριστοι τη θυσία και τους αγώνες τους. Όταν αποτραβήχτηκε ο Αγησίλαος, οι Αργείοι γιόρτασαν από την αρχή τα Ίσθμια, κι έτσι παρουσιάστηκε εκείνη τη χρονιά το φαινόμενο να νικηθούν οι ίδιοι άνθρωποι δυο φορές στο ίδιο αγώνισμα, κι άλλοι ν' ανακηρυχτούν δυο φορές νικητές.

Τρεις μέρες αργότερα ο Αγησίλαος οδήγησε τον στρατό προς το Πείραιο, αλλά βλέποντας ότι φυλασσόταν καλά κίνησε μετά το γεύμα προς την πόλη, σαν να 'ταν τάχα να του την παραδώσουν. Οι Κορίνθιοι φοβήθηκαν μην τυχόν υπήρχαν στ' αλήθεια προδότες μέσα στην πόλη, κι έφεραν ενίσχυση τον Ιφικράτη με το μεγαλύτερο μέρος των πελταστών. Μόλις ο Αγησίλαος έμαθε πως είχαν μετακινηθεί τη νύχτα, γύρισε ξανά με τα χαράματα προς το Πείραιο, κι ενώ ο ίδιος προχωρούσε προς τη θερμοπηγή, έστειλε ένα τάγμα στην κορυφογραμμή. Την επόμενη νύχτα στρατοπέδευσε αυτός στη θερμοπηγή και το τάγμα στις κορφές που είχε καταλάβει. Εκεί είναι που ο Αγησίλαος διακρίθηκε με μια μικρή, αλλ' αξιόλογη πρωτοβουλία: καθώς κανένας από κείνους που είχαν πάει συσσίτιο στο τάγμα δεν τους είχε πάει και φωτιά, με το κρύο που έκανε εκεί ψηλά ―προς το βράδυ έβρεξε κιόλας κι έριξε και χαλάζι― οι στρατιώτες που φορούσαν ελαφρά καλοκαιρινά ρούχα ξεπάγιαζαν και δεν είχαν όρεξη να φάνε. Ο Αγησίλαος λοιπόν έστειλε δέκα, το λιγότερο, άνδρες να τους πάνε φωτιά μέσα σε χύτρες· αυτοί ανέβηκαν από διάφορα μονοπάτια και σε λίγο, καθώς αφθονούσε η ξυλεία, άναβαν πολλές μεγάλες φωτιές. Τότε όλοι οι στρατιώτες αλείφτηκαν με λάδι και πολλοί κάθισαν να φάνε από την αρχή.

Την ίδια νύχτα φάνηκε να καίγεται κι ο ναός του Ποσειδώνα, κανείς όμως δεν ξέρει ποιος του 'βαλε φωτιά.

Σαν είδαν οι κάτοικοι του Πειραίου ότι είχε καταληφθεί η βουνοκορφή, δεν δοκίμασαν πια ν' αμυνθούν, παρά κατέφυγαν όλοι στο Ήραιο ― άνδρες και γυναίκες, δούλοι κι ελεύθεροι πολίτες, μαζί με τα περισσότερα κοπάδια τους. Στο μεταξύ ο Αγησίλαος προχώρησε με τον στρατό του ακολουθώντας την παραλία, ενώ το τάγμα κατέβαινε από το βουνό, κυρίευε τα οχυρά που είχαν κατασκευαστεί στην Οινόη κι αιχμαλώτιζε ό,τι βρισκόταν μέσα· τέλος όλος ο στρατός εφοδιάστηκε εκείνη τη μέρα με άφθονα τρόφιμα από τα χωριά. Εκείνοι που είχαν καταφύγει στο Ήραιο βγήκαν και παραδόθηκαν δίχως όρους στον Αγησίλαο· αυτός αποφάσισε να παραδοθούν στους εξόριστους όσοι είχαν πάρει μέρος στη σφαγή, κι οι υπόλοιποι να πουληθούν για δούλοι.

Ύστερα απ' αυτά, κι ενώ έβγαιναν από το Ήραιο πολυάριθμοι αιχμάλωτοι και λάφυρα, ήρθαν από πολλά μέρη πρεσβείες να ρωτήσουν με τι όρους θα μπορούσαν να πετύχουν ειρήνη. Ανάμεσα σ' αυτές ήταν και μία των Βοιωτών. Μ' όλο που στεκόταν πλάι τους, για να τους παρουσιάσει, ο Φάραξ που ήταν πρόξενός τους, ο Αγησίλαος τους φέρθηκε πολύ περιφρονητικά, κάνοντας ότι τάχα δεν τους βλέπει· καθισμένος στο κυκλικό κτίριο, κοντά στη λίμνη, παρακολουθούσε όλα όσα έβγαζαν από το Ήραιο. Μερικοί Λακεδαιμόνιοι που είχαν έρθει από το στρατόπεδο με τα δόρατά τους, φρουροί των αιχμαλώτων, τραβούσαν ολωνών τα βλέμματα ― γιατί πάντα εκείνοι που πετυχαίνουν και νικούν φαίνονται ν' αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αξιοπερίεργο θέαμα.

Την ώρα που ο Αγησίλαος καθόταν ακόμα εκεί και φαινόταν ενθουσιασμένος με την επιτυχία του, έφτασε καλπάζοντας ένας καβαλάρης με τ' άλογό του βουτηγμένο στον ιδρώτα. Πολλοί τον ρώτησαν τι είδηση έφερνε, μ' απάντηση δεν έδινε σε κανέναν· μόνο σαν βρέθηκε σιμά στον Αγησίλαο πήδηξε κάτω κι έτρεξε κοντά του, πολύ σκυθρωπός, να του αναγγείλει την καταστροφή που είχε πάθει το τάγμα του Λεχαίου. Μόλις τ' άκουσε εκείνος αναπήδησε ευθύς από το κάθισμά του, άρπαξε το δόρυ του και πρόσταξε τον κήρυκα να φωνάξει τους πολέμαρχους, τους πεντηκόνταρχους και τους αξιωματικούς–συνδέσμους. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι βιαστικά, είπε στους άλλους να φάνε κάτι ―γιατί δεν είχαν ακόμα γευματίσει― και να ξεκινήσουν το γρηγορότερο· στο μεταξύ ο ίδιος έφευγε πρώτος, νηστικός, μαζί με τους συντρόφους του. Οι σωματοφύλακές του πήραν τα όπλα τους και τον ακολούθησαν τρέχοντας καθώς προπορευόταν έχοντας τους συντρόφους ξοπίσω του. Είχε κιόλας ξεπεράσει τη θερμοπηγή και φτάσει στην πεδιάδα του Λεχαίου, όταν ήρθαν να τον απαντήσουν τρεις καβαλάρηδες, με την είδηση ότι είχαν πια περισυλλέξει τους νεκρούς. Σαν τ' άκουσε ο Αγησίλαος πρόσταξε τον στρατό να σταματήσει, τον άφησε λίγο να ξεκουραστεί και τον οδήγησε πίσω στο Ήραιο, όπου την άλλη μέρα ξεπούλησε τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2005. Ξενοφώντος Ελληνικά Δ'–Ζ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Μετά από αυτό, όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν από τους εξόριστους (Κορίνθιους) ότι οι συμπολίτες τους είχαν όλα τα κοπάδια τους σώα και τα έβοσκαν στο Πείραιο και τρέφονταν από εκεί, εκστρατεύουν πάλι στην Κόρινθο με αρχηγό και τότε τον Αγησίλαο. Αρχικά έφτασε στον Ισθμό· ήταν ο μήνας που γιορτάζονταν τα Ίσθμια, και οι Αργείοι τύχαινε να βρίσκονται εκεί προσφέροντας θυσία στον Ποσειδώνα, γιατί η Κόρινθος ανήκε στο Άργος. Όταν αντιλήφθηκαν ότι πλησιάζει ο Αγησίλαος, εγκατέλειψαν τα ζώα που είχαν θυσιάσει και τα φαγητά που είχαν προετοιμάσει και έντρομοι αποχώρησαν στην πόλη από το δρόμο προς τις Κεχρειές. Αν και τους αντιλήφθηκε ο Αγησίλαος, όμως δεν τους καταδίωξε, αλλά, αφού κατασκήνωσε στο ιερό, πρόσφερε ο ίδιος θυσίες στο θεό και περίμενε, ώσπου οι εξόριστοι των Κορινθίων έκαναν τη θυσία τους προς τιμή του Ποσειδώνα και τους αθλητικούς αγώνες. Οι Αργείοι πάλι, μετά την αποχώρηση του Αγησιλάου γιόρτασαν από την αρχή ξανά τα Ίσθμια. Έτσι, συνέβη εκείνη τη χρονιά σε κάποια αγωνίσματα να έχουμε δυο ηττημένους και σε μερικά πάλι δυο νικητές. Την τέταρτη μέρα ο Αγησίλαος οδήγησε το στράτευμα προς το Πείραιο. Όταν διαπίστωσε ότι φρουρούνταν από πολλούς, αποχώρησε μετά το μεσημέρι προς την πόλη, με την ιδέα ότι θα του παραδινόταν η πόλη· έτσι οι Κορίνθιοι, από φόβο μήπως προδοθεί η πόλη από κάποιους, έστειλαν και κάλεσαν τον Ιφικράτη με τους περισσότερους από τους πελταστές του. Κι όταν ο Αγησίλαος έμαθε ότι αυτοί είχαν περάσει κατά τη διάρκεια της νύχτας, άλλαξε κατεύθυνση και πρωί–πρωί βάδιζε προς το Πείραιο. Αυτός προχωρούσε μέσω της θερμής περιοχής (παραλιακά), ενώ ένα τμήμα έδωσε διαταγή να ανεβεί προς τα υψώματα. Αυτή τη νύχτα ο ίδιος στρατοπέδευσε κοντά στις θερμές πηγές και το στρατιωτικό τμήμα διανυκτέρευσε πάνω στο βουνό.

Τότε ο Αγησίλαος διακρίθηκε για μια μικρή αλλά καίρια σκέψη. Επειδή από αυτούς που μετέφεραν το φαγητό στο τάγμα κανείς δεν είχε φέρει και φωτιά και επειδή επικρατούσε κρύο, καθώς ήταν σε μεγάλο υψόμετρο και είχε συνάμα βρέξει και είχε πέσει και χαλάζι τις βραδινές ώρες και είχαν ανεβεί και με καλοκαιρινά, καθότι ήταν καλοκαίρι, επειδή τους έπιασε σύγκρυο και μέσα στο σκοτάδι έδειχναν και απροθυμία για το φαγητό, στέλνει σ' αυτούς ο Αγησίλαος περίπου δέκα άνδρες κουβαλώντας φωτιά μέσα σε χύτρες. Και επειδή αυτοί διασκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία του βουνού και άναψαν πολλές και μεγάλες φωτιές, καθώς υπήρχε αφθονία ξύλων, όλοι λοιπόν άλειψαν τα σώματά τους (με λάδι) και πολλοί άρχισαν να παίρνουν το δείπνο τους. Εκείνο το βράδυ φάνηκε να καίγεται και ο ναός του Ποσειδώνα· ποιος βέβαια έβαλε τη φωτιά κανείς δεν το γνωρίζει. Μόλις αντιλήφθηκαν οι άνθρωποι που ήταν μέσα στο Πείραιο ότι κατέχονταν οι κορυφές, δεν πρόβαλαν καμιά άμυνα, αλλά κατέφυγαν στο Ηραίο και οι άνδρες και οι γυναίκες και οι δούλοι και οι ελεύθεροι και τα περισσότερα κοπάδια. Ο Αγησίλαος βάδιζε με το στρατό του παραθαλάσσια· και το τάγμα πάνω από το βουνό κατεβαίνει εναντίον της Οινόης και κυριεύει το τείχος και αφαιρεί τα υπάρχοντα της πόλης, ενώ οι στρατιώτες εκείνη την ημέρα πήραν πολλά τρόφιμα από τα γύρω χωριά. Αυτοί που είχαν καταφύγει στο Ηραίο βγήκαν τότε έξω, για να αφήσουν στον Αγησίλαο να αποφασίσει γι' αυτούς ό,τι ήθελε. Αυτός αποφάσισε να παραδώσει στους εξόριστους όσους απ' αυτούς είχαν συμμετοχή στις σφαγές κι όλοι οι άλλοι να πουληθούν. Έτσι, βγήκαν από το Ηραίο πολλοί αιχμάλωτοι· στο μεταξύ κατέφθασαν πολλές αντιπροσωπίες και από αλλού, και ήρθαν και απεσταλμένοι των Βοιωτών για να ρωτήσουν τι θα έπρεπε να κάνουν για να πετύχουν ειρήνη. Ο Αγησίλαος, με υπερβάλλουσα έπαρση, έκρινε ότι ούτε καν έπρεπε να τους δει αυτούς, αν και παραβρισκόταν και ο πρόξενος Φάρακας να τους παρουσιάσει· καθισμένος στο κυκλικό οικοδόμημα γύρω από τη λίμνη, παρακολουθούσε τα όσα έβγαιναν (από την πόλη Ηραίο). Ένοπλοι Λακεδαιμόνιοι με τα δόρατα ακολουθούσαν ως φύλακες τους αιχμαλώτους, προκαλώντας εξαιρετικό το θαυμασμό από τους παρόντες· γιατί οι χαρούμενοι και οι νικητές ανέκαθεν μοιάζουν να είναι κάπως αξιοθέατοι.

Και ενώ ακόμη ήταν καθισμένος ο Αγησίλαος και φαινόταν να χαίρεται με τα όσα γίνονταν, έτρεχε προς το μέρος του κάποιος ιππέας με καταϊδρωμένο το άλογό του. Στις ερωτήσεις πολλών τι είχε να αναγγείλει δεν απαντούσε σε κανέναν, αλλά, όταν πλησίαζε τον Αγησίλαο, αφού πήδησε από το άλογό του, και τρέχοντας κοντά του σκυθρωπός, του ανακοινώνει τη συμφορά στο Λέχαιο. Αυτός, μόλις το άκουσε, αμέσως ανασηκώθηκε από το κάθισμά του, πήρε το δόρυ και διέταξε τον κήρυκα να καλέσει τους πολέμαρχους και τους λοχαγούς και τους διοικητές των συμμαχικών ταγμάτων του. Κι όταν εκείνοι έτρεξαν κοντά του, διέταξε και τους άλλους –γιατί δεν είχαν ακόμη δειπνήσει– να φάνε και αμέσως να τον ακολουθήσουν με τη μέγιστη ταχύτητα, ενώ ο ίδιος με τους επιτελείς του ξεκίνησε χωρίς να καθήσει για φαγητό. Οι δορυφόροι κρατώντας τα όπλα τον ακολουθούσαν βιαστικά, καθώς ο ίδιος προπορευόταν και οι άλλοι έρχονταν πίσω του. Κι όταν είχε διαβεί τις θερμές πηγές στα ανοιχτά του Λεχαίου, τον πλησίασαν τρεις ιππείς και του αναγγέλλουν ότι ήδη είχαν περισυλλεγεί οι νεκροί για ταφή. Όταν το άκουσε αυτό, έδωσε διαταγή στο στράτευμα να αποθέσει τα όπλα και να ξεκουρασθεί για λίγο και στη συνέχεια βάδισε πάλι προς το Ηραίο· την επόμενη μέρα πούλησε τα λάφυρα του πολέμου.