Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Λίγον καιρό αργότερα κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ' έναν πλοιοκτήτη, είδε φοινικικά πολεμικά να 'ναι κιόλας εκεί επανδρωμένα, κάποια να 'ρχονται από άλλα μέρη και κάποια ν' αρματώνονται ακόμα, κι άκουσε κι ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια. Τότε πήρε το πρώτο καράβι που 'φευγε για την Ελλάδα κι ειδοποίησε τους Λακεδαιμονίους ότι ο Βασιλεύς κι ο Τισσαφέρνης ήταν που ετοίμαζαν αυτή τη δύναμη ― ιδέα όμως δεν είχε για ποιον σκοπό.

Οι Λακεδαιμόνιοι ταράχτηκαν, φώναξαν τους συμμάχους κι άρχισαν να συσκέπτονται τι έπρεπε να κάνουν. Ο Λύσανδρος πίστευε πως και στο ναυτικό θα είχαν μεγάλη υπεροχή οι Έλληνες, κι όσο για το πεζικό είχε υπόψη του με ποιον τρόπο σώθηκε εκείνο που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο· έπεισε λοιπόν τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αρκεί να του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, ως δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις κι ως έξι χιλιάδες από τις συμμαχικές δυνάμεις. Χώρια απ' αυτές του τις σκέψεις, ο Λύσανδρος ήθελε να πάει κι ο ίδιος μαζί με τον Αγησίλαο, ώστε με τη βοήθεια του να φέρει ξανά στην εξουσία τις Δεκαρχίες που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει ν' αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα.

Όταν ο Αγησίλαος προσφέρθηκε ν' αναλάβει την εκστρατεία, οι Λακεδαιμόνιοι του 'δωσαν όλα όσα ζήτησε, καθώς και τροφοδοσία για έξι μήνες. Τότε εκείνος έκανε όλες τις πρεπούμενες θυσίες ―ανάμεσα στις άλλες κι αυτές που συνηθίζονται στο διάβα των συνόρων― και ξεκίνησε, στέλνοντας αγγελιαφόρους στις πόλεις να μηνύσουν πόσους στρατιώτες έπρεπε να δώσει η καθεμιά και πού έπρεπε να παρουσιαστούν. Ο ίδιος θέλησε να πάει να κάνει θυσία στην Αυλίδα, όπως είχε κάνει κι ο Αγαμέμνων πριν βάλει πλώρη για την Ασία. Μόλις όμως έφτασε εκεί κι έμαθαν οι Βοιώταρχοι ότι θυσίαζε, έστειλαν ιππείς που όχι μόνο τον πρόσταξαν να σταματήσει, αλλά και πέταξαν χάμω τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια που βρήκαν πάνω στον βωμό. Ο Αγησίλαος, οργισμένος, επικαλέστηκε τη μαρτυρία των θεών, επιβιβάστηκε στο πλοίο του κι έφυγε. Από κει πήγε στον Γεραιστό, όπου συγκέντρωσε όσο στρατό μπόρεσε κι έκανε πανιά για την Έφεσο.

Μόλις έφτασε εκεί, ο Τισσαφέρνης έστειλε αμέσως να τον ρωτήσει για ποιον λόγο ήρθε. Εκείνος είπε: «Να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». Σ' αυτό αποκρίθηκε ο Τισσαφέρνης: «Τότε, αν συμφωνείς να κάνουμε ανακωχή ώσπου ν' αναφερθώ στον Βασιλέα, νομίζω ότι θα μπορέσεις να το πετύχεις αυτό κι έπειτα, αν θέλεις, να φύγεις». «Θα συμφωνούσα», απάντησε ο Αγησίλαος, «αν δεν φοβόμουν μη με γελάσεις». «Μα μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα φερθώ στ' αλήθεια τίμια». «Τότε κι εγώ μπορώ να σου εγγυηθώ ότι, αν φερθείς στ' αλήθεια τίμια, εμείς καθόλου δεν θα πειράξουμε τα εδάφη σου όσο έχουμε ανακωχή».

Αφού συμφωνήθηκαν αυτά, ο Τισσαφέρνης ορκίστηκε μπροστά στους απεσταλμένους του Αγησιλάου ―τον Ηριππίδα, τον Δερκυλίδα και τον Μέγιλλο― ότι θα διαπραγματευόταν τίμια την ειρήνη, κι εκείνοι πάλι ορκίστηκαν στον Τισσαφέρνη για λογαριασμό του Αγησιλάου, ότι εφόσον το 'κανε αυτό θα σεβόταν κι ο Αγησίλαος την ανακωχή. Ο Τισσαφέρνης, από τη μεριά του, παραβίασε αμέσως τον όρκο του, γιατί αντί να φροντίσει να διατηρήσει την ειρήνη έστειλε να ζητήσει από τον Βασιλέα ενισχύσεις για τον στρατό του. Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε μολοντούτο πιστός στην ανακωχή.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Ξενοφώντος Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Λίγο αργότερα, κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ' έναν πλοιοκτήτη και είδε φοινικικά πολεμικά πλοία, κάποια να έρχονται από άλλα μέρη, κάποια να έχουν ήδη εξοπλισθεί, κι άλλα να προετοιμάζονται, κι όταν πληροφορήθηκε ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια, πήρε το πρώτο καράβι που έφευγε για την Ελλάδα κι ειδοποίησε τους Λακεδαιμονίους για το βασιλιά και τον Τισσαφέρνη ότι ετοίμαζαν αυτόν το στόλο. Εναντίον όμως ποιων, δεν το γνώριζε. Οι Λακεδαιμόνιοι ταράχτηκαν, συγκαλέσαν τους συμμάχους, και διερευνούσαν τι έπρεπε να κάνουν. Τότε ο Λύσανδρος επειδή πίστευε ότι και στο ναυτικό είχαν μεγάλη υπεροχή οι Έλληνες και αναλογιζόμενος με ποιον τρόπο σώθηκε το πεζικό που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο, πείθει τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αν του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, περίπου δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις και άλλους έξι χιλιάδες στρατιώτες από τις συμμαχικές δυνάμεις. Πέρα από αυτές τις σκέψεις, ο Λύσανδρος ήθελε κι ο ίδιος να συνοδέψει τον Αγησίλαο, για να αποκαταστήσει ξανά στην εξουσία τις δεκαρχίες, που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που τις κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει να αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα.

Όταν ο Αγησίλαος αποδέχτηκε να αναλάβει την εκστρατεία, οι Λακεδαιμόνιοι του έδωσαν όσα ζήτησε καθώς και τροφοδοσία για έξι μήνες. Όταν εκείνος, αφού έκανε όλες τις καθιερωμένες θυσίες κι αυτές που συνηθίζονται για τις εκστρατείες, ξεκίνησε, αφού έστειλε αγγελιοφόρους στις πόλεις, ανήγγειλε πόσους στρατιώτες έπρεπε να δώσει η καθεμιά και πού έπρεπε να παρουσιαστούν· και ο ίδιος θέλησε να πάει και να κάνει θυσία στην Αυλίδα, όπου ακριβώς θυσίασε και ο Αγαμέμνονας, όταν ξεκίνησε για την Ασία. Μόλις όμως έφτασε εκεί, όταν έμαθαν οι Βοιώταρχοι ότι θυσίαζε, έστειλαν ιππείς που όχι μόνο τον πρόσταξαν να σταματήσει τη θυσία, αλλά και του πέταξαν κάτω τα θυσιασμένα εντόσθια που βρήκαν πάνω στο βωμό. Ο Αγησίλαος, αφού επικαλέστηκε τη μαρτυρία των θεών και γεμάτος οργή, επιβιβάστηκε στο πλοίο του κι έφυγε. Αφού έφτασε στο Γεραιστό και αφού συγκέντρωσε εκεί όσο περισσότερο στρατό μπόρεσε έκανε πανιά για την Έφεσο.

Όταν έφτασε εκεί, ο Τισσαφέρνης έστειλε αμέσως ανθρώπους και τον ρώτησε για ποιον λόγο ήρθε. Εκείνος απάντησε: «να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». Σ' αυτά απάντησε ο Τισσαφέρνης: «αν εσύ συμφωνείς να κάνουμε ανακωχή, ώσπου να ενημερώσω το βασιλιά, νομίζω ότι θα μπορέσεις να το πετύχεις αυτό κι έπειτα, αν θέλεις, να φύγεις». «Θα συμφωνούσα», απάντησε ο Αγησίλαος, «αν δεν φοβόμουν μη με γελάσεις». «Μα μπορείς να έχεις εγγυήσεις ότι θα φερθώ στ' αλήθεια τίμια». «Τότε, αν φερθείς στ' αλήθεια τίμια, εμείς καθόλου δεν θα πειράξουμε τα εδάφη σου όσο θα ισχύει η ανακωχή».

Με τέτοια συμφωνία ο Τισσαφέρνης ορκίστηκε μπροστά στους απεσταλμένους του Αγησιλάου Ηριππίδα, Δερκυλίδα και Μέγιλλο ότι θα διαπραγματευόταν τίμια την ειρήνη, κι εκείνοι πάλι ορκίστηκαν στον Τισσαφέρνη για λογαριασμό του Αγησιλάου ότι, εφόσον το έκανε αυτό, θα έμενε πιστός κι ο Αγησίλαος στην ανακωχή. Ο Τισσαφέρνης, όμως, αμέσως παραβίασε τον όρκο του· γιατί, αντί να φροντίσει να διατηρήσει την ειρήνη, έστειλε και ζήτησε από το βασιλιά δυνάμεις περισσότερες από όσες είχε προηγουμένως. Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε σταθερός στην ανακωχή.