Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Οι Τριάντα αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα, ενώ οι Δέκα, μαζί με τους αρχηγούς του ιππικού, ανέλαβαν τη διοίκηση των ολιγαρχικών. Ανάμεσά τους επικρατούσε μεγάλη αναταραχή κι αμοιβαία δυσπιστία: ακόμα κι οι ιππείς διανυκτέρευαν στο Ωδείο έχοντας και τ' άλογα και τις ασπίδες τους, κι από καχυποψία περιπολούσαν κοντά στα τείχη ολονυχτίς με τις ασπίδες και κατά τα ξημερώματα με τ' άλογα, με τον αδιάκοπο φόβο ότι θα τους επιτεθούν επαναστάτες. Τούτοι πάλι, που ήταν πια πολλοί και κάθε λογής, έφτιαχναν μεγάλες ασπίδες ―άλλοι από ξύλο κι άλλοι από καλάμια― και τις γυάλιζαν. Έδωσαν και την υπόσχεση ότι σ' όσους πολεμούσαν στο πλευρό τους, και ξένοι να 'ταν, θα τους έδιναν φορολογική ισοτιμία με τους Αθηναίους. Πριν περάσουν δέκα μέρες, έχοντας συγκεντρώσει πολλούς οπλίτες και πολύ ελαφρύ πεζικό ―καθώς κι εβδομήντα περίπου ιππείς― άρχισαν να βγαίνουν από τον Πειραιά γι' ανεφοδιασμό, να μαζεύουν ξυλεία κι οπωρικά και να ξαναγυρίζουν στον Πειραιά για να περάσουν τη νύχτα.

Από τη μεριά της Αθήνας ωστόσο δεν έβγαιναν άλλοι ένοπλοι παρά μόνο οι ιππείς, που κάθε τόσο αιχμαλώτιζαν επιδρομείς από την παράταξη του Πειραιά και χτυπούσαν και το πεζικό τους. Μια φορά συνάντησαν μερικούς Αιξωνείς που πήγαιναν στα χωράφια τους για τροφές, κι ο αρχηγός του ιππικού Λυσίμαχος τους έσφαξε ― παρ' όλες τις ικεσίες τους και παρ' όλη τη δυσαρέσκεια πολλών ιππέων. Σ' αντίποινα οι επαναστάτες σκότωσαν έναν ιππέα, τον Καλλίστρατο από τη Λεοντίδα φυλή, που 'χαν πιάσει έξω από την πόλη. Άλλωστε είχαν πάρει πια πολύ θάρρος, τόσο που έκαναν επιθέσεις και στα τείχη της Αθήνας. (Ίσως ν' αξίζει ν' αναφερθεί και τούτο σχετικά με τον μηχανικό των Αθηναίων: όταν έμαθε πως οι επαναστάτες είχαν σκοπό να φέρουν τις πολιορκητικές τους μηχανές από τον φαρδύ δρόμο του Λυκείου, πρόσταξε όλα τα κάρα να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες πέτρες και να τις ρίξουν σ' όποιο σημείο του δρόμου ήθελαν ― κι η καθεμιά τους προκάλεσε αργότερα μεγάλες δυσκολίες στον εχθρό.)

Οι Τριάντα, από την Ελευσίνα ―και παράλληλα οι Τρεις Χιλιάδες από την Αθήνα―, έστειλαν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα να ζητήσουν βοήθεια, λέγοντας ότι οι δημοκρατικοί είχαν ξεσηκωθεί εναντίον των Λακεδαιμονίων. Ο Λύσανδρος λογάριασε πως γρήγορα μπορούσαν ν' αναγκάσουν τους επαναστάτες να συνθηκολογήσουν, αν τους πολιορκούσαν από στεριά κι από θάλασσα και τους στερήσουν τον ανεφοδιασμό· φρόντισε λοιπόν να δοθούν στους ολιγαρχικούς εκατό τάλαντα δανεικά, καθώς και να διοριστεί ο ίδιος αρμοστής για τη στεριά κι ο αδελφός του Λίβυς ναύαρχος. Αυτός πήγε στην Ελευσίνα και βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς Πελοποννησίους οπλίτες, ενώ ο ναύαρχος φύλαγε από τη μεριά της θάλασσας φροντίζοντας να μην μπαίνει κανένα πλοίο μ' εφόδια για τους επαναστάτες.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι γρήγορα ήρθε η σειρά των επαναστατών να βρεθούν σε δύσκολη θέση, ενώ απ' την άλλη πλευρά η επέμβαση του Λυσάνδρου έδινε πάλι θάρρος στους ολιγαρχικούς. Καθώς όμως τα πράγματα έπαιρναν αυτή την τροπή, ο βασιλιάς Παυσανίας ζήλεψε τον Λύσανδρο, ότι αν πετύχαινε τον σκοπό του και δόξα θα κέρδιζε και δική του θα 'κανε την Αθήνα. Έπεισε λοιπόν τρεις από τους εφόρους και ξεκίνησε μ' ένα εκστρατευτικό σώμα· τον ακολούθησαν κι όλοι οι σύμμαχοι εκτός από τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους, που έλεγαν ότι θα το θεωρούσαν παραβίαση των όρκων τους να επιτεθούν στους Αθηναίους, μια και τούτοι δεν έκαναν τίποτε αντίθετο με τις συνθήκες. (Στην πραγματικότητα κρατούσαν αυτή τη στάση, επειδή πίστευαν πως οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους τα εδάφη των Αθηναίων.)

Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Αλίπεδο, κοντά στον Πειραιά· διοικούσε ο ίδιος το δεξιό κέρας, κι ο Λύσανδρος με τους μισθοφόρους του κρατούσε το αριστερό. Ο Παυσανίας έστειλε πρέσβεις στους επαναστάτες, μηνώντας τους να πάνε στα σπίτια τους· καθώς αυτοί δεν υπάκουσαν, έκανε επίθεση ―ίσα ίσα για τα προσχήματα, για να μη δείξει τις καλές διαθέσεις που είχε απέναντί τους― και κατόπιν υποχώρησε άπρακτος.

Την άλλη μέρα πήρε δύο τάγματα Πελοποννησίων και το αθηναϊκό ιππικό τριών φυλών και προχώρησε ως τον «Κωφό Λιμένα» εξετάζοντας από ποια μεριά θα 'ταν πιο εύκολο ν' αποκλειστεί ο Πειραιάς με τείχος. Την ώρα που έφευγε ωστόσο τον χτύπησαν μερικοί από τους εχθρούς, πράγμα που τον ενόχλησε· οργισμένος πρόσταξε το ιππικό να κάνει μια γοργή επέλαση, και τις δέκα νεότερες κλάσεις του πεζικού ν' ακολουθήσουν· ο ίδιος πήγε ξοπίσω τους με την υπόλοιπη δύναμη. Σκότωσαν κοντά στους τριάντα ελαφρούς πεζούς του εχθρού και καταδίωξαν τους άλλους ως το θέατρο του Πειραιά. Εκεί όμως έτυχε να εξοπλίζονται όλοι οι πελταστές κι οι πεζοί των επαναστατών· το ελαφρύ πεζικό τους όρμησε αμέσως κι άρχισε να ρίχνει ακόντια, δόρατα, βέλη και πέτρες, πληγώνοντας πολλούς Λακεδαιμονίους και πιέζοντάς τους τόσο, που εκείνοι άρχισαν να υποχωρούν βήμα βήμα, ενώ οι άλλοι ενίσχυαν την αντεπίθεση. Τότε σκοτώθηκε ο Χαίρων κι ο Θίβραχος, πολέμαρχοι κι οι δύο, καθώς κι ο ολυμπιονίκης Λακράτης κι άλλοι Λακεδαιμόνιοι ― που βρίσκονται θαμμένοι μπροστά στις πύλες, στον Κεραμεικό.

Βλέποντας αυτά ο Θρασύβουλος κι οι άλλοι οπλίτες έτρεξαν σ' ενίσχυση και παρατάχτηκαν γοργά μπροστά στους άλλους, σ' οχτώ σειρές βάθος. Ο Παυσανίας βρέθηκε κάτω από μεγάλη πίεση κι υποχώρησε κάπου τέσσερα πέντε στάδια πιο μακριά, κοντά σ' έναν λόφο, απ' όπου παρήγγειλε στους Λακεδαιμονίους και στους υπόλοιπους συμμάχους να προχωρήσουν προς το μέρος του. Από κει, ανασχηματίζοντας το πεζικό του σε μεγάλο βάθος, κατευθύνθηκε καταπάνω στους Αθηναίους, που στάθηκαν και πολέμησαν σώμα με σώμα· τελικά όμως άλλους έριξε στους βάλτους των Αλυκών κι άλλους ανάγκασε να υποχωρήσουν, σκοτώνοντας κάπου εκατόν πενήντα.

Ο Παυσανίας έστησε τρόπαιο και γύρισε στο στρατόπεδο. Ωστόσο όχι μόνο δεν θύμωσε με τους επαναστάτες, αλλά τους μήνυσε κρυφά να στείλουν πρέσβεις στον ίδιο και στους εφόρους που τον συνόδευαν, δασκαλεύοντάς τους τι έπρεπε να πουν· κι εκείνοι τον άκουσαν. Ταυτόχρονα βάλθηκε να διχάσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, παραγγέλλοντας να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι, να παρουσιαστούν στο στρατηγείο του και να δηλώσουν ότι δεν έχουν καμιά διάθεση να πολεμούν την παράταξη του Πειραιά, παρά θέλουν να συμφιλιωθούν μαζί της και να μείνουν όλοι μαζί φίλοι των Λακεδαιμονίων. Αυτά τ' άκουσε μ' ευχαρίστηση κι ο έφορος Ναυκλείδας. (Σύμφωνα με τη συνήθεια των Λακεδαιμονίων να εκστρατεύουν μαζί με τον βασιλιά και δύο έφοροι, είχε έρθει τώρα αυτός κι άλλος ένας ― κι οι δυο τους υποστήριζαν τον Παυσανία κι όχι τον Λύσανδρο.) Έτσι προθυμοποιήθηκαν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τους αντιπροσώπους των επαναστατών που έφερναν τις προτάσεις για ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους, καθώς και δύο ιδιώτες από την παράταξη της Αθήνας, τον Κηφισοφώντα και τον Μέλητο. Αφού όμως ξεκίνησαν αυτοί για τη Λακεδαίμονα, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι κυβερνήτες της Αθήνας, λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδοθούν οι ίδιοι και να παραδώσουν και τα τείχη τους στην απόλυτη διάκριση των Λακεδαιμονίων· είχαν όμως την απαίτηση, δήλωναν, μια και οι επαναστάτες έλεγαν πως είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία.

Αφού τους άκουσαν όλους οι έφοροι κι η Συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα μια δεκαπενταμελή αντιπροσωπεία μ' εντολή να συνεργαστεί με τον Παυσανία για συμφιλίωση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Με τη μεσολάβησή τους συμφιλιώθηκαν οι Αθηναίοι και συμφώνησαν να ζήσουν στα σπίτια τους ― όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα πρώην άρχοντες του Πειραιά· τέλος αποφασίστηκε πως όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, θα πήγαινε να ζήσει στην Ελευσίνα.

Αφού τέλειωσαν αυτά ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη κι έκαναν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν, οι στρατηγοί συγκάλεσαν Συνέλευση όπου μίλησε ο Θρασύβουλος:

«Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε ― και θα καταλάβετε καλύτερα, αν καθίσετε να σκεφτείτε τι είναι που σας κάνει τόσο υπεροπτικούς, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Τάχα είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον, κι ας είναι πιο φτωχός από σας ― ενώ εσείς, οι πιο πλούσιοι απ' όλους, έχετε κάνει πολλές κακοήθειες για το κέρδος. Αφού λοιπόν δεν σας διακρίνει δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να καμαρώνετε για την παλικαριά σας. Αλλά τι καλύτερο κριτήριο υπάρχει, από το πώς πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Ή μήπως θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε σ' εξυπνάδα ― εσείς που είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα, και τους Πελοποννησίους για συμμάχους, κι όμως νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ' αυτά; Τάχα νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Γιατί; Όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παραδώσαν στον αδικημένο τούτο λαό, πριν σηκωθούν να φύγουν! ― Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε. Ίσα ίσα, κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι είστε και πιστοί στον όρκο σας και θεοφοβούμενοι!»

Αυτά είπε κι άλλα παρόμοια, κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή, παρά να εφαρμοστεί το παλιό πολίτευμα· κατόπιν διέλυσε τη Συνέλευση. Εκείνο τον καιρό διόρισαν άρχοντες και ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα ωστόσο, μαθαίνοντας ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους. Τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, στους άλλους όμως έστειλαν φίλους και συγγενείς τους που τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Τότε πήραν όρκους ότι στ' αλήθεια δεν θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί σαν συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί έχουν τηρήσει πιστά τους όρκους τους.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Ξενοφώντος Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Οι Τριάντα τύραννοι αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα. Οι δέκα, μαζί με τους αρχηγούς του ιππικού, ανέλαβαν τη διοίκηση των ολιγαρχικών, αν και ανάμεσά τους επικρατούσε μεγάλη αναταραχή κι αμοιβαία δυσπιστία. Ακόμα διανυκτέρευαν και οι ιππείς στο Ωδείο, έχοντας και τα άλογα και τις ασπίδες τους, κι από την καχυποψία περιπολούσαν κοντά στα τείχη τη νύχτα με τις ασπίδες και τα ξημερώματα με τα άλογα, πάντα με το φόβο μήπως τους επιτεθούν οι επαναστάτες από τον Πειραιά. Αυτοί πάλι, που ήταν πια πολλοί και κάθε λογής, εξοπλίζονταν με όπλα, άλλοι από ξύλο κι άλλοι από καλάμια, και τα γυάλιζαν. Πριν συμπληρωθούν δέκα μέρες, αφού έδωσαν υπόσχεση ότι σ' όσους πολεμούσαν στο πλευρό τους, ακόμη και αν ήταν ξένοι, θα τους έδιναν φορολογική ισοτιμία με τους Αθηναίους, βγήκαν για να επιτεθούν, άλλοι βαριά οπλισμένοι, κι άλλοι με ελαφρύ οπλισμό. Είχαν μαζί τους και εβδομήντα περίπου ιππείς. Κάνοντας εξόδους από τον Πειραιά γι ανεφοδιασμό και μαζεύοντας ξυλεία κι οπωρικά, ξαναγύριζαν πάλι στον Πειραιά για ύπνο.

Από την πλευρά της Αθήνας, πάλι, δεν έβγαινε κανείς άλλος ένοπλος, ενώ οι ιππείς κάπου κάπου αιχμαλώτιζαν επιδρομείς από τη παράταξη του Πειραιά και χτυπούσαν τη φάλαγγά τους. Μια μέρα, μάλιστα, συνάντησαν μερικούς Αιξωνείς, που πήγαιναν στα χωράφια τους για εξεύρεση τροφίμων. Ο αρχηγός του ιππικού Λυσίμαχος τους έσφαξε, παρ' όλες τις ικεσίες τους και παρόλη τη δυσαρέσκεια πολλών ιππέων. Και οι επαναστάτες σκότωσαν για αντίποινα έναν ιππέα, τον Καλλίστρατο από τη Λεοντίδα φυλή, που είχαν πιάσει έξω από την πόλη. Άλλωστε, είχαν αποκτήσει μεγάλη αυτοπεποίθηση, τόσο που έκαναν επιθέσεις και ενάντια στα τείχη της Αθήνας. Μάλιστα, πρέπει να αναφερθεί και τούτο σχετικά με το μηχανικό των Αθηναίων, που, όταν έμαθε ότι οι επαναστάτες είχαν σκοπό να φέρουν τις πολιορκητικές τους μηχανές από το δρόμο του Λυκείου, πρόσταξε όλες τις άμαξες να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες πέτρες και να τις ρίξουν σ' όποιο σημείο του δρόμου έκρινε ο καθένας. Αυτό έγινε έτσι και η καθεμιά πέτρα προκάλεσε μεγάλες δυσκολίες στον εχθρό.

Όταν οι Τριάντα τύραννοι από την Ελευσίνα και οι Τρεις Χιλιάδες από την Αθήνα έστειλαν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα και ζητούσαν βοήθεια λέγοντας ότι οι δημοκρατικοί είχαν αποστατήσει από τους Λακεδαιμονίους, ο Λύσανδρος, υπολογίζοντας ότι γρήγορα μπορούσε να καταλάβει τους επαναστάτες πολιορκώντας τους από στεριά κι από θάλασσα, αν τους στερήσει τον ανεφοδιασμό, φρόντισε να δανεισθούν οι ολιγαρχικοί εκατό τάλαντα και να αποσταλεί ο ίδιος ως αρμοστής για τη στεριά κι ο αδελφός του Λίβυς ως ναύαρχος. Αφού, λοιπόν, ο ίδιος εξεστράτευσε στην Ελευσίνα, στρατολογούσε πολλούς Πελοποννήσιους οπλίτες. Ο ναύαρχος (αδελφός του) φύλαγε από τη πλευρά της θάλασσας, για να μη μπαίνει κανένα πλοίο με εφόδια για αυτούς (τους επαναστάτες).

Έτσι, γρήγορα πάλι οι επαναστάτες βρέθηκαν σε αδιέξοδο, ενώ οι ολιγαρχικοί (της πόλης) ανέκτησαν πάλι το θάρρος τους με την εμφάνιση του Λυσάνδρου. Ενώ, λοιπόν, τα πράγματα έπαιρναν αυτή την τροπή, ο βασιλιάς Παυσανίας, από φθόνο προς το Λύσανδρο, γιατί, αν πετύχαινε το σκοπό του, από τη μία θα κέρδισε δόξα και από την άλλη θα έκανε δική του την Αθήνα, αφού έπεισε τρεις από τους εφόρους, ξεκίνησε με ένα εκστρατευτικό σώμα. Τον ακολούθησαν κι όλοι οι σύμμαχοι εκτός από τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους. Αυτοί έλεγαν ότι το θεωρούσαν παραβίαση των όρκων τους να επιτεθούν στους Αθηναίους, αφού δεν έκαναν τίποτε αντίθετο με τις συνθήκες. Κρατούσαν αυτή τη στάση, γιατί καταλάβαιναν ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να καταστήσουν την Αθήνα δική τους και σταθερή τους σύμμαχο.

Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Αλίπεδο, κοντά στον Πειραιά, διοικώντας ο ίδιος το δεξιό κέρας, κι ο Λύσανδρος με τους μισθοφόρους του κρατούσε το αριστερό κέρας. Ο Παυσανίας, αφού έστειλε πρέσβεις στους επαναστάτες του Πειραιά, τους πρόσταζε να πάνε στα σπίτια τους. Επειδή αυτοί δεν υπάκουσαν, έκανε επίθεση προσχηματική, για να μη φανεί ότι έχει καλές διαθέσεις απέναντί τους, και αφού μετά την επίθεση υποχώρησε άπρακτος, την άλλη μέρα πήρε δύο τάγματα Πελοποννησίων και το αθηναϊκό ιππικό τριών φυλών και προχώρησε ως τον «Κωφό Λιμένα», εξετάζοντας από ποια μεριά θα ήταν πιο εύκολος ο αποκλεισμός του Πειραιά με τείχος. Επειδή όμως την ώρα που έφευγε του επιτέθηκαν μερικοί από τους εχθρούς και του δημιούργησαν πρόβλημα, οργισμένος πρόσταξε το ιππικό να επιτεθεί εναντίον τους και τις δέκα νεότερες κλάσεις του πεζικού να τους ακολουθήσουν μαζί τους· ακολουθούσε και ο ίδιος με την υπόλοιπη δύναμη. Σκότωσαν περίπου τριάντα ελαφρά οπλισμένους και καταδίωξαν τους άλλους μέχρι το θέατρο του Πειραιά. Εκεί έτυχε να εξοπλίζονται όλοι οι πελταστές κι οι πεζοί των επαναστατών του Πειραιά. Οι ελαφρά οπλισμένοι όρμησαν αμέσως κι άρχισαν να ρίχνουν ακόντια, δόρατα, βέλη και πέτρες. Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι, επειδή τραυματίζονταν πολλοί από τους δικούς τους, πιεζόμενοι ασφυκτικά άρχισαν να υποχωρούν βήμα βήμα. Οι άλλοι τους χτυπούσαν με περισσότερη μανία. Εκεί σκοτώθηκε ο Χαίροντας και ο Θίβραχος, πολέμαρχοι κι οι δύο, και ο ολυμπιονίκης Λακράτης και άλλοι Λακεδαιμόνιοι, που θάφτηκαν μπροστά από τις πύλες στον Κεραμεικό.

Όταν είδε αυτά ο Θρασύβουλος κι οι άλλοι οπλίτες, έτρεξαν για βοήθεια και παρατάχτηκαν γρήγορα γρήγορα μπροστά στους άλλους, σε σχηματισμό οχτώ σειρών. Ο Παυσανίας, που βρέθηκε κάτω από μεγάλη πίεση κι υποχώρησε περίπου τέσσερα ή πέντε στάδια κοντά σ' έναν λόφο, παρήγγειλε στους Λακεδαιμονίους και στους υπόλοιπους συμμάχους να προχωρήσουν προς το μέρος του. Αποκεί, ανασυντάσσοντας τη φάλαγγα σε μεγάλο βάθος, προχώρησε εναντίον των Αθηναίων. Αυτοί αρχικά στάθηκαν και πολέμησαν σώμα με σώμα, ύστερα όμως άλλοι απωθήθηκαν στους βάλτους των Αλυκών κι άλλοι υποχώρησαν. Σκοτώθηκαν μάλιστα περίπου εκατόν πενήντα.

Ο Παυσανίας, αφού έστησε τρόπαιο νίκης, γύρισε στο στρατόπεδο. Ωστόσο, ούτε έτσι θύμωσε μ' αυτούς αλλά τους μήνυσε κρυφά να στείλουν πρέσβεις στον ίδιο και στους εφόρους που τον συνόδευαν, υποδεικνύοντάς τους τι έπρεπε να πουν. Κι εκείνοι πείστηκαν. Ταυτόχρονα, προσπαθούσε να διχάσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, παραγγέλλοντας να τον επισκεφθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι και να δηλώσουν ότι δε χρειάζεται πια να πολεμούν την παράταξη του Πειραιά, αλλά θέλουν να συμφιλιωθούν μαζί της και να μείνουν όλοι μαζί φίλοι των Λακεδαιμονίων. Αυτά τα άκουγε με ευχαρίστηση κι ο έφορος Ναυκλείδας. Σύμφωνα με τη συνήθεια των Λακεδαιμονίων να συνοδεύουν στην εκστρατεία το βασιλιά και δύο έφοροι, είχε έρθει τώρα αυτός κι άλλος ένας, που και οι δύο υποστήριζαν τον Παυσανία κι όχι τον Λύσανδρο. Γι αυτό προθυμοποιήθηκαν να στείλουν στη Σπάρτη τους αντιπροσώπους των επαναστατών που έφεραν τις προτάσεις για ειρήνη προς τους Λακεδαιμονίους, καθώς και δύο ιδιώτες από την παράταξη των ολιγαρχικών, τον Κηφισοφώντα και το Μέλητο.

Αφού, λοιπόν, ξεκίνησαν αυτοί για τη Σπάρτη, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι ολιγαρχικοί (της Αθήνας), λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδώσουν τους εαυτούς τους και τα τείχη τους στους Λακεδαιμονίους, για να κάνουν ό,τι θέλουν. Έλεγαν, όμως, ότι είχαν την απαίτηση, αν οι επαναστάτες ομολογούσαν ότι είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία.

Όταν άκουσαν όλα αυτά οι έφοροι και η συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα δεκαπέντε άνδρες μ' εντολή να συνεργαστούν με τον Παυσανία για συμφιλίωση, όπως θα μπορέσουν καλύτερα. Αυτοί τους συμφιλίωσαν με ορούς να ζουν μεταξύ τους ειρηνικά, να επιστρέψουν στα σπίτια τους όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα άρχοντες του Πειραιά. Όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, αποφάσισαν ότι μπορούσε να μετοικήσει στην Ελευσίνα. Αφού τέλειωσαν αυτά, ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες, αφού ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη, πρόσφεραν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν οι στρατηγοί, ο Θρασύβουλος έβγαλε λόγο ως εξής: «Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε. Και θα το καταλάβετε καλύτερα, αν σκεφτείτε για ποιο λόγο πρέπει να είσθε τόσο υπεροπτικοί, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Μήπως είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός, αν και είναι πολύ φτωχότερος από σας, ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον. Εσείς, αντίθετα, αν και είστε οι πιο πλούσιοι απ' όλους, έχετε κάνει πολλές ατιμίες στο βωμό του κέρδους. Αφού, λοιπόν, δεν σας διακρίνει καμιά δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να περηφανεύεσθε για την παλικαριά σας. Αλλά ποιο κριτήριο θα ήταν καλύτερο γι αυτό από τον τρόπο του πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Αλλά θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε στην εξυπνάδα, εσείς που, αν και είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα και τους Πελοποννησίους ως συμμάχους, νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ' αυτά; Μήπως νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Πώς, αφού, όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παρέδωσαν στον αδικημένο τούτο λαό και σηκώθηκαν και έφυγαν; Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε, αλλά κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι και παραμένετε πιστοί στον όρκο σας και είσθε θεοφοβούμενοι!»

Αφού είπε αυτά κι άλλα παρόμοια κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή αλλά να εφαρμοστούν οι παλαιότεροι νόμοι, διέλυσε τη συνέλευση. Κι αφού διόρισαν άρχοντες, ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα, όταν έμαθαν ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, αφού έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους, τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν, όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, και τους άλλους, αφού έστειλαν φίλους και συγγενείς, τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Κι αφού έδωσαν όρκους ότι ειλικρινά δε θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί ως συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί τηρούν πιστά τους όρκους τους.