Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].
Τέτοιος στάθηκε ο θάνατος του Θηραμένη. Τότε πια θεώρησαν οι Τριάντα πως ήταν ελεύθεροι να τυραννούν δίχως φόβο· όχι μόνο απαγόρευσαν σ' όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη, αλλά τους έδιωχναν κι απ' τ' αγροκτήματά τους για να τους αρπάξουν, αυτοί κι οι φίλοι τους, τη γη τους. Οι κατατρεγμένοι κατέφευγαν στον Πειραιά, μα κι εκεί συνεχιζόταν ο διωγμός· τα Μέγαρα κι η Θήβα γέμισαν πρόσφυγες.
Τότε κίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με εβδομήντα περίπου άνδρες και κατέλαβε τ' οχυρό φρούριο της Φυλής. Μια μέρα που 'κανε καλό καιρό βγήκαν οι Τριάντα από την πόλη να τους χτυπήσουν, έχοντας μαζί τους τούς Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά πληγώθηκαν κι έφυγαν άπρακτοι. Οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των επαναστατών και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν· τη νύχτα όμως και την άλλη μέρα χιόνισε τόσο πολύ, που υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη, βουτηγμένοι στα χιόνια, αφού τους σκότωσαν οι άλλοι πολλούς βοηθητικούς. Κατάλαβαν ωστόσο ότι οι επαναστάτες θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες αν δεν υπήρχε φρουρά να τις προστατέψει· έστειλαν λοιπόν στα σύνορα ―κάπου δεκαπέντε στάδια από τη Φυλή― όλη σχεδόν τη λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών, που στρατοπέδευσαν σ' ένα πυκνοφυτεμένο τόπο και φύλαγαν την περιοχή.
Στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες. Μια νύχτα ο Θρασύβουλος τους πήρε και τους κατέβασε σ' απόσταση τριών ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά· εκεί απόθεσαν τα όπλα τους και περίμεναν. Κατά τα ξημερώματα σηκώθηκαν οι φρουροί και τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, ξεμακραίνοντας από τον οπλισμό τους. Εκείνη την ώρα ―καθώς οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ' άλογα― οι άνδρες του Θρασυβούλου άδραξαν τ' άρματα, κι ορμώντας καταπάνω τους τρέχοντας σκότωσαν μερικούς και κυνήγησαν τους άλλους, που το 'βαλαν στα πόδια, ως έξι εφτά στάδια απόσταση. Οι ολιγαρχικοί έχασαν περισσότερους από εκατόν είκοσι οπλίτες και τρεις ιππείς: τον Νικόστρατο, τον λεγόμενο «ωραίο», κι άλλους δυο που πιάστηκαν στα στρώματά τους. Κατόπιν οι επαναστάτες γύρισαν πίσω, έστησαν τρόπαιο, μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους κι επέστρεψαν στη Φυλή. Όταν ήρθε το ιππικό από την πόλη για ενίσχυση, δεν βρήκε κανέναν εχθρό μπροστά του· έμεινε λοιπόν εκεί μόνο ώσπου να παραλάβουν τους νεκρούς οι συγγενείς τους και ξαναγύρισε στην πόλη.
Έπειτα απ' αυτό οι Τριάντα, κρίνοντας ότι η θέση τους είχε κλονιστεί, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα για να την έχουν καταφύγιο σ' ώρα ανάγκης. Πήγαν λοιπόν εκεί ο Κριτίας κι οι υπόλοιποι Τριάντα έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό, κι έκαναν επιθεώρηση στους Ελευσινίους. Στη συνέχεια, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους κι ο καθένας που θα καταγραφόταν να βγαίνει από τη μικρή πύλη προς τη θάλασσα. Στον γιαλό όμως είχαν τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά τους ιππείς, κι έναν έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν χειροπόδαρα.
Αφού τους έπιασαν όλους μ' αυτόν τον τρόπο, διέταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο, καθώς και τους υπόλοιπους ιππείς, κι ο Κριτίας σηκώθηκε κι είπε:
«Το καθεστώς, άνδρες, δεν τ' οργανώνουμε μόνο για καλό δικό μας, μα άλλο τόσο και για δικό σας. Μια και θα 'χετε λοιπόν μερίδιο στις τιμές, πρέπει να 'χετε μερίδιο και στους κινδύνους. Για τούτο είν' ανάγκη να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, ώστε να 'χετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας».
Και τους έδειξε κάποιο σημείο, λέγοντας να πάνε εκεί να ψηφίσουν ένας ένας φανερά. Το μισό Ωδείο ήταν γεμάτο οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς· άλλωστε όσοι πολίτες δεν σκοτίζονταν παρά μόνο για το συμφέρον τους τα 'βλεπαν αυτά με καλό μάτι…
Μετά απ' αυτά ο Θρασύβουλος πήρε τους ανθρώπους του από τη Φυλή ―είχαν κιόλας μαζευτεί περίπου χίλιοι― κι έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις το 'μαθαν οι Τριάντα έτρεξαν να τους χτυπήσουν με τους Λάκωνες, τους οπλίτες και το ιππικό, και προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που ανεβαίνει στον Πειραιά. Οι επαναστάτες δοκίμασαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι ο περίβολος του τείχους του Πειραιά, μεγάλος καθώς ήταν, χρειαζόταν πολυάνθρωπη φρουρά για την επάνδρωσή του ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά· πρώτα παρατάχτηκαν έτσι ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο, και το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές. Κατόπιν, μ' αυτόν τον σχηματισμό, άρχισαν ν' ανηφορίζουν.
Αντίκρυ τους, οι επαναστάτες έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος· πίσω τους ωστόσο πήραν θέση ασπιδοφόροι κι ελαφρύ πεζικό οπλισμένο μ' ακόντια, και ακόμα πιο πίσω άλλοι, οπλισμένοι με πέτρες. (Απ' αυτούς ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι.) Καθώς προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του ν' αποθέσουν τις ασπίδες τους· κάνοντας κι αυτός το ίδιο, αλλά κρατώντας τ' άλλα όπλα του, στάθηκε στη μέση κι είπε:
«Θυμηθείτε, πολίτες ―κι όσοι δεν το ξέρετε, μάθετέ το― ότι στο δεξιό τμήμα εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που εδώ και τέσσερις μέρες νικήσατε και πήρατε στο κυνήγι. Στο άκρο αριστερό τους πάλι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα ― αυτοί που δίχως σε τίποτε να 'χουμε φταίξει μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κι έκαναν προγραφές των αγαπημένων μας. Να όμως που τώρα τους έλαχε κάτι που αυτοί ποτέ δεν περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν ― τους αντικρίζουμε με τα όπλα στα χέρια! Κάποτε μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην Αγορά· άλλοι εξοριστήκαμε όχι μόνο αναίτια, αλλά δίχως να βρισκόμαστε καν στην πόλη. Γι' αυτό κι οι θεοί παίρνουν τώρα φανερά το μέρος μας: μέσα στην καλοκαιρία προκαλούν θύελλα την ώρα που μας συμφέρει· όταν κάνουμε επίθεση λίγοι εμείς εναντίον πολλών εχθρών, θριαμβεύουμε χάρη στην εύνοιά τους· και να τώρα που μας έφεραν σε τοποθεσία όπου οι εχθροί έχουν ν' ανέβουν ανήφορο κι έτσι δεν μπορούν ούτε δόρατα, ούτε ακόντια να ρίξουν πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών τους, ενώ εμείς από ψηλά θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ' ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. Θα νόμιζε κανείς ότι με τις πρώτες σειρές τους τουλάχιστον θα χρειαστεί να πολεμήσουμε σαν ίσοι προς ίσους· αν όμως εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δεν θ' αστοχήσει ― γεμάτος καθώς είν' ο κόσμος από δαύτους. Αυτοί πάλι θα κρύβονται όλη την ώρα κάτω από τις ασπίδες τους για να προφυλαχτούν ― έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σαν να 'ναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους γκρεμίζουμε. Εμπρός λοιπόν, άνδρες, αγωνιστείτε με τέτοιο τρόπο, που ο καθένας σας να νιώσει ότι σ' αυτόν περισσότερο χρωστάμε τη νίκη! Γιατί αυτή, αν θέλει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά ―σ' όσους έχουν― και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι θα 'ναι στ' αλήθεια όσοι από μας, νικητές, ζήσουν για να δουν τη γλυκύτατη εκείνη μέρα! Ευτυχισμένος όμως κι όποιος σκοτωθεί, γιατί σε κανέναν ―και πλούσιος να 'ναι― δεν θα στηθεί μνημείο λαμπρό σαν το δικό του! Όταν λοιπόν έρθει η στιγμή θ' αρχίσω εγώ να τραγουδάω τον παιάνα ― και μόλις επικαλεστούμε τον Ενυάλιο ας ορμήσουμε όλοι με μια καρδιά, να ξεπληρώσουμε σ' αυτούς τους ανθρώπους τις προσβολές που μας έκαναν!»
Αφού τέλειωσε, γύρισε προς το μέρος των εχθρών και περίμενε, επειδή ο μάντης συμβούλευε να μην επιτεθούν προτού σκοτωθεί ή πληγωθεί κάποιος δικός τους. «Έπειτα», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις, που θα 'ρθετε ξοπίσω μας, θα νικήσετε ― εγώ όμως νομίζω πως θα σκοτωθώ». Και δεν βγήκε ψεύτης: όταν άδραξαν τ' άρματα, εκείνος μ' ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς ―λες και τον οδηγούσε κάποιο ριζικό― και σκοτώθηκε. (Είναι θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού.) Οι άλλοι ωστόσο νίκησαν και καταδίωξαν τον εχθρό ως το ίσιωμα. Εκεί σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνος κι από τους υπόλοιπους άνδρες τους κάπου εβδομήντα. Οι επαναστάτες πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, κανενός πολίτη όμως δεν πείραξαν τα ρούχα.
Μετά απ' αυτά, καθώς έγινε εκεχειρία για την παραλαβή των νεκρών, πολλοί από τις δύο παρατάξεις σίμωσαν ο ένας τον άλλο κι έπιασαν κουβέντα. Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των Μυστηρίων που είχε πολύ καλή φωνή, έκανε τους άλλους να σωπάσουν κι είπε:
«Πολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας πειράξαμε σε τίποτα. Ίσα ίσα, μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια, σε θυσίες, στις λαμπρότερες τελετές· μαζί έχουμε χορέψει και σπουδάσει και πολεμήσει· μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας. Στ' όνομα των προγονικών μας θεών, στ' όνομα των δεσμών που μας ενώνουν ―γιατί πολλοί από μας έχουν αναμεταξύ τους συγγένεια, συμπεθεριό ή φιλία― ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους, πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα! Μην ακούτε τους Τριάντα! Δεν έχουν ιερό και όσιο αυτοί, που για το δικό τους κέρδος κοντεύουν να 'χουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου! Εκεί που μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά σαν συμπολίτες, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο απ' όλους τους πολέμους ― σ' εμφύλιο σπαραγμό! Κι όμως να το ξέρετε καλά, ότι ανάμεσα σ' αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε είναι μερικοί που τους κλαίμε κι εμείς το ίδιο πικρά όσο και σεις!»
Έτσι μίλησε ο Κλεόκριτος· καθώς ακούγονταν κι αυτά πάνω σ' όσα άλλα είχαν συμβεί, οι υπόλοιποι ηγέτες των ολιγαρχικών πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη. Την άλλη μέρα οι Τριάντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι· ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, ξέσπασαν παντού διαφωνίες: όσοι ευθύνονταν για σοβαρότερα αδικήματα, και γι' αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με πάθος ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες· όσοι πάλι δεν είχαν κανένα κρίμα στη συνείδησή τους σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους ―κι εξηγούσαν και στους άλλους― ότι αυτές οι συμφορές ήταν περιττές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, μήτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά αποφάσισαν με ψηφοφορία να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες· κι όρισαν δέκα, έναν από κάθε φυλή.
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Ξενοφώντος Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
Ο Θηραμένης, λοιπόν, μ' αυτόν τον τρόπο πέθανε. Και οι Τριάντα, επειδή πια ήταν ελεύθεροι να κυβερνούν χωρίς φόβο, απαγόρευσαν σ' όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη και τους έδιωχναν ακόμη κι απ' τα χωράφια τους, για να τα οικειοποιηθούν αυτοί κι οι φίλοι τους. Καταφεύγοντας πολλοί στον Πειραιά και παίρνοντας μαζί τους κι άλλους πολλούς γέμισαν και τα Μέγαρα και τη Θήβα με προσφυγές.
Τότε ξεκίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με εβδομήντα περίπου άνδρες και καταλαμβάνει το ισχυρό φρούριο Φυλή. Μια μέρα που είχε καλό καιρό, βγήκαν οι Τριάντα από την πόλη να τους χτυπήσουν μαζί με τους Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε και, αφού τραυματίστηκαν, έφυγαν άπρακτοι. Όταν οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό τους και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν, τη νύχτα και την άλλη μέρα χιόνισε πάρα πολύ. Αυτοί τότε υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη μέσα στη χιονοθύελλα, αφού αυτοί που ήταν στη Φυλή σκότωσαν πολλούς βοηθητικούς στρατιώτες τους. Επειδή κατάλαβαν ότι (οι επαναστάτες) θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες, αν δεν υπήρχε εκεί φρουρά, έστειλαν στα σύνορα, κάπου δεκαπέντε στάδια από τη Φυλή, όλη σχεδόν τη λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών. Αυτοί στρατοπέδευσαν σ' ένα δασωμένο τόπο και φύλαγαν την περιοχή.
Ο Θρασύβουλος στο μεταξύ, αφού είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες, νύχτα τους πήρε και κατέβηκε. Αφού απόθεσε τα όπλα σε απόσταση τριών ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά, περίμενε. Κατά τα ξημερώματα, όταν οι φρουροί τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, μακριά από τον οπλισμό τους, και οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ' άλογα, οι άνδρες του Θρασύβουλου πήραν τα όπλα και όρμησαν κατεπάνω τους τρέχοντας· μερικούς τους έπιασαν αιχμαλώτους και όλους τους άλλους, που το έβαλαν στα πόδια, τους κυνήγησαν ως έξι με εφτά στάδια και σκότωσαν από τους βαριά οπλισμένους περισσότερους από εκατόν είκοσι και από τους ιππείς το Νικόστρατο, που τον έλεγαν «ωραίο», κι άλλους δύο που τους έπιασαν στα κρεβάτια τους. Αφού γύρισαν πίσω και έστησαν τρόπαιο και μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους, επέστρεψαν στη Φυλή. Οι ιππείς που ήρθαν από την πόλη για ενίσχυση δεν είδαν κανέναν εχθρό μπροστά τους και, αφού έμειναν εκεί μέχρι που οι συγγενείς παρέλαβαν τους νεκρούς τους, ξαναγύρισαν στην πόλη.
Έπειτα απ' αυτό οι Τριάντα τύραννοι, επειδή έκριναν ότι η θέση τους ήταν επισφαλής, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα για να τους είναι καταφύγιο σε ώρα ανάγκης. Πήγαν, λοιπόν, εκεί ο Κριτίας κι οι υπόλοιποι από τους Τριάντα. Έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό και κάνοντας επιθεώρηση στους ιππείς τους, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους. Κάθε απογραφόμενος (είπαν) να βγαίνει από τη μικρή πύλη προς τη θάλασσα. Στην παραλία είχαν τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά της πύλης τους ιππείς, κι έναν έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν. Αφού όλοι τους είχαν συλληφθεί, διέταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο και τους υπόλοιπους ιππείς. Κι ο Κριτίας σηκώθηκε κι είπε: «Το καθεστώς, φίλοι μας, δεν το οργανώνουμε μόνο για το καλό μας, αλλά και για το δικό σας καλό. Όπως, λοιπόν, θα έχετε μερίδιο στις τιμές, έτσι πρέπει να συμμετέχετε και στους κινδύνους. Πρέπει, επομένως, να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, για να έχετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας». Και, αφού τους έδειξε κάποιο σημείο, τους διέταξε να ψηφίσουν εκεί φανερά. Το μισό Ωδείο ήταν γεμάτο με οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς· εξάλλου, για όσους πολίτες μοναδικό μέλημα ήταν το συμφέρον τους, όλα αυτά δεν τους ενοχλούσαν.
Μετά απ' αυτά ο Θρασύβουλος, αφού πήρε τους άνδρες του από τη Φυλή, που είχαν γίνει περίπου χίλιοι, έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις το έμαθαν αυτό οι Τριάντα, βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν με τους Λάκωνες, τους ιππείς και τους βαριά οπλισμένους στρατιώτες. Έπειτα προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί στον Πειραιά. Οι επαναστάτες από τη Φυλή επιχείρησαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι η κυκλωτική κίνηση του Πειραιά, καθώς ήταν μεγάλη, χρειαζόταν πολύ στρατό ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί, αφού πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά, πρώτα παρατάχτηκαν έτσι, ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο. Το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές ασπίδων. Μ' αυτό τον σχηματισμό άρχισαν να ανηφορίζουν.
Οι επαναστάτες από τη Φυλή έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος. Πίσω τους πήραν θέση και οι πελταστές κι ελαφρύ πεζικό, οπλισμένο με ακόντια, και ακόμα πιο πίσω οι οπλισμένοι με πέτρες. Αυτοί ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι. Ενώ προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του να αποθέσουν τις ασπίδες τους, και κάνοντας κι αυτός το ίδιο αλλά κρατώντας τ' άλλα όπλα του, στάθηκε στο κέντρο τους και είπε:
«Άνδρες συμπολίτες, σ' άλλους από σας θέλω να πω και σ' άλλους να θυμίσω ότι στο δεξιό τμήμα εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που πριν από τέσσερις μέρες νικήσατε, αφού τους τρέψατε σε φυγή, και στο αριστερό άκρο τελευταίοι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα, αυτοί δηλαδή που χωρίς να φταίμε σε τίποτε μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κι έκαναν προγραφές των πιο αγαπητών μας προσώπων. Τώρα, όμως, τους έλαχε αυτό που οι ίδιοι ποτέ δεν το περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν. Βρισκόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι κρατώντας και εμείς όπλα.
Οι θεοί, πάλι, επειδή μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην αγορά, κι επειδή μας εξόριζαν όχι μόνο αναίτια αλλά δίχως καν να βρισκόμαστε στην πόλη, είναι τώρα φανερά σύμμαχοί μας. Γιατί, μέσα στο καλοκαίρι προκαλούν κακοκαιρία, την ώρα που μας συμφέρει, και όταν κάνουμε επίθεση, λίγοι εμείς εναντίον πολλών, μας αξιώνουν να υψώνουμε τρόπαια νίκης· και να τώρα μας έφεραν σε τοποθεσία, όπου αυτοί δε μπορούν, επειδή είναι ανηφόρα, ούτε δόρατα ούτε ακόντια να ρίξουνεναντίον αυτών που βρίσκονται παρατεταγμένοι ψηλά, ενώ εμείς από τα ψηλότερα μέρη θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ' ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. Θα νόμιζε κανείς ότι τουλάχιστον με τις πρώτες σειρές τους θα χρειαζόταν να πολεμήσουμε ίσοι προς ίσους. Τώρα όμως, αν εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δε θα αστοχήσει, καθώς είναι γεμάτος ο δρόμος από δαύτους, αλλά αυτοί, προφυλαγόμενοι συνέχεια κάτω από τις ασπίδες τους, θα τρέπονται σε φυγή. Έτσι, θα μπορούμε να τους χτυπάμε, όπου θέλουμε, σα να είναι τυφλοί, και ορμώντας κατεπάνω τους να τους γκρεμίζουμε. Αλλά, άνδρες μου, αγωνιστείτε μ' αυτόν τον τρόπο, που ο καθένας σας θα αισθανθεί ότι σ' αυτόν περισσότερο οφείλεται η νίκη. Γιατί αυτή, αν θελήσει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά (σ' όσους υπάρχουν) και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι στ' αλήθεια, όσοι από μας ως νικητές αξιωθούν να δουν την ωραιότερη μέρα απ' όλες. Ευτυχισμένος θα είναι κι όποιος σκοτωθεί, γιατί κανένας, ακόμη και πλούσιος, δε θα αξιωθεί μνημείο τόσο λαμπρό. Όταν λοιπόν έρθει η ώρα, εγώ θα αρχίσω να τραγουδάω τον παιάνα. Και αφού επικαλεστούμε τον Ενυάλιο, τότε όλοι μαζί με μια καρδιά ας τιμωρήσουμε αυτούς τους ανθρώπους για όλες τις προσβολές που έχουμε υποστεί».
Αφού είπε αυτά και γύρισε προς το μέρος των εχθρών, περίμενε. Γιατί, ο μάντης συμβούλευε αυτούς να μην επιτεθούν, προτού σκοτωθεί ή τραυματισθεί κάποιος δικός τους· «κι όταν γίνει αυτό», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις που θα ακολουθήσετε, θα νικήσετε αλλά εγώ νομίζω ότι θα σκοτωθώ». Και δε διαψεύστηκε, αλλά, όταν πήραν τα όπλα, εκείνος μ' ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς, λες και τον οδηγούσε κάποια αόρατη μοίρα, και σκοτώθηκε και βρίσκεται θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού· οι άλλοι ωστόσο νικούσαν και καταδίωξαν τον εχθρό μέχρι το ίσιωμα. Σ' αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνα κι από τους υπόλοιπους άνδρες του περίπου εβδομήντα. Οι νικητές πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, όμως κανενός πολίτη δεν αφαίρεσαν τους χιτώνες.
Αφού έγινε αυτό και έδωσαν, ύστερα από ανακωχή, τους νεκρούς για ταφή, πολλοί από τις δύο παρατάξεις, αφού πλησίασαν ο ένας τον άλλο, έπιασαν μεταξύ τους συζήτηση. Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των μυστηρίων, που είχε και πολύ καθαρή φωνή, αφού επέβαλε στους άλλους σιωπή, είπε:
«Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια και σε θυσίες και στις λαμπρότερες τελετές, μαζί επίσης, έχουμε χορέψει και έχουμε σπουδάσει και έχουμε πολεμήσει και μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας. Στ' όνομα των θεών που προστατεύουν την οικογένεια, στ' όνομα των συγγενικών δεσμών και του συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας, ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου. Ενώ μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το ίδιο πικρά τους κλαίμε».
Αυτός, λοιπόν, αυτά έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη. Την άλλη μέρα οι Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες (από τον Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή.