Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].

Τον επόμενο χρόνο ―τότε που έγινε έκλειψη σελήνης ένα βράδυ και κάηκε ο παλιός ναός της Αθηνάς στην Αθήνα [και που ήταν έφορος ο Πιτύας και άρχων στην Αθήνα ο Καλλίας]― έληξε η θητεία του Λυσάνδρου [καθώς συμπληρώνονταν είκοσι τέσσερα χρόνια πολέμου] κι οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν αρχηγό του στόλου τον Καλλικρατίδα. Κατά την παράδοση των πλοίων, ο Λύσανδρος είπε στον Καλλικρατίδα ότι του παραδίδει σε στιγμή που κυριαρχεί στη θάλασσα, έχοντας κερδίσει ναυμαχία. Ο άλλος του απάντησε ότι τότε μόνο θα τον παραδεχτεί για θαλασσοκράτορα, αν ξεκινήσει από την Έφεσο, περάσει από τ' αριστερά του τη Σάμο όπου ναυλοχεί ο αθηναϊκός στόλος και του παραδώσει τα πλοία στη Μίλητο. Ο Λύσανδρος αποκρίθηκε ότι δεν ανακατεύεται σε ξένα καθήκοντα τη στιγμή που άλλος έχει τη διοίκηση. Τότε ο Καλλικρατίδας επάνδρωσε μονάχος του ―χώρια από τα πλοία που είχε παραλάβει από τον Λύσανδρο― κι άλλα πενήντα ακόμα από τη Χίο, τη Ρόδο κι άλλους συμμάχους, κι αφού συγκέντρωσε έτσι συνολικά εκατόν σαράντα πλοία ετοιμάστηκε ν' αντιμετωπίσει τον εχθρό. Στο μεταξύ όμως έμαθε ότι οι οπαδοί του Λυσάνδρου έκαναν συνωμοτικές κινήσεις: όχι μόνον δείχναν απροθυμία στην υπηρεσία τους, αλλά διέδιδαν στις πόλεις ότι οι Λακεδαιμόνιοι κάνουν μεγάλα λάθη στις αλλαγές των ναυάρχων, αντικαθιστώντας συχνά ανθρώπους που έχουν δείξει την ικανότητά τους ―οι οποίοι έχουν πείρα και ξέρουν να μεταχειρίζονται το έμψυχο υλικό τους― μ' άλλους, ανίδεους από θάλασσα κι άγνωστους στους πληθυσμούς της περιοχής· από κάτι τέτοια, έλεγαν, κινδυνεύουν οι Λακεδαιμόνιοι να πάθουν συμφορές. Τότε ο Καλλικρατίδας συγκέντρωσε όσους Λακεδαιμονίους βρίσκονταν εκεί και τους είπε τούτα πάνω κάτω:

«Εγώ ευχαρίστως κάθομαι στον τόπο μου, κι αν ο Λύσανδρος ή κάποιος άλλος πιστεύει πως έχει περισσότερη πείρα στα ναυτικά πράγματα, ας κοπιάσει ― δεν είμαι εγώ που θα τον εμποδίσω. Όμως μια και η πόλη μ' έστειλε αρχηγό του στόλου, δεν έχω εκλογή: χρέος μου είναι να εκτελέσω όσο μπορώ καλύτερα τις διαταγές που πήρα. Εσείς ωστόσο συμβουλέψτε με ―αφού ξέρετε εξίσου καλά με μένα και τις φιλοδοξίες μου και τα παράπονα που ακούγονται εναντίον της πόλης μας― τι θεωρείτε προτιμότερο: να μείνω ή να γυρίσω πίσω ν' αναφέρω ποια είν' η κατάσταση εδώ πέρα;»

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Ξενοφώντος Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Τον επόμενο χρόνο, κατά τον οποίο μάλιστα έγινε έκλειψη σελήνης ένα βράδυ και κάηκε ο παλιός ναός της Αθηνάς στην Αθήνα, που ήταν έφορος ο Πιτύας και άρχοντας στην Αθήνα ο Καλλίας, έληξε η θητεία του Λυσάνδρου, αφού συμπληρώνονταν είκοσι τέσσερα χρόνια πολέμου και οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν αρχηγό του στόλου τον Καλλικρατίδα. Όταν ο Λύσανδρος του παρέδιδε τα πλοία, έλεγε στον Καλλικρατίδα ότι του παραδίδει την ηγεσία σε στιγμή που κυριαρχεί στη θάλασσα, έχοντας κερδίσει ναυμαχία. Αυτός του απάντησε ότι θα τον παραδεχτεί για θαλασσοκράτορα, αν ξεκινήσει από την Έφεσο, περάσει από τ' αριστερά του τη Σάμο, όπου ναυλοχεί ο αθηναϊκός στόλος, και του παραδώσει τα πλοία στη Μίλητο. Όταν ο Λύσανδρος αποκρίθηκε ότι δε μπερδεύεται σε ξένες υποθέσεις τη στιγμή που άλλος έχει τη διοίκηση, ο ίδιος ο Καλλικρατίδας επάνδρωσε, πέρα από τα πλοία που είχε παραλάβει από το Λύσανδρο, άλλα πενήντα από τη Χίο, τη Ρόδο και από άλλους συμμάχους. Αφού συγκέντρωσε έτσι συνολικά εκατόν σαράντα πλοία, ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Και, όταν έμαθε ότι υποσκάπτεται από τους φίλους του Λυσάνδρου, που όχι μόνο έδειχναν απροθυμία στην υπηρεσία τους αλλά διέδιδαν στις πόλεις ότι οι Λακεδαιμόνιοι κάνουν μεγάλα λάθη στις αλλαγές των ναυάρχων, τοποθετώντας άσχετους και χωρίς γνώσεις για το ναυτικό, οι οποίοι δεν ξέρουν να μεταχειρίζονται το έμψυχο υλικό τους, στέλνοντας άλλους, ανίδεους από θάλασσα κι άγνωστους στους πληθυσμούς της περιοχής, κι ότι από κάτι τέτοια κινδυνεύουν οι Λακεδαιμόνιοι να πάθουν συμφορές, ο Καλλικρατίδας μετά από αυτά συγκέντρωσε όσους Λακεδαιμονίους βρίσκονταν εκεί και τους είπε περίπου τέτοια: «Εμένα μου ήταν αρκετό να καθήσω στον τόπο μου και, αν ο Λύσανδρος ή κάποιος άλλος πιστεύει πως έχει περισσότερη πείρα στα ναυτικά πράγματα, ας κοπιάσει· δεν είμαι εγώ που θα τον εμποδίσω· όμως, μια και η πόλη μ' έστειλε αρχηγό του στόλου, δε μπορώ να κάνω τίποτε άλλο παρά να εκτελέσω, όσο μπορώ καλύτερα, τις διαταγές που πήρα. Εσείς ωστόσο, αφού ξέρετε εξίσου καλά και τις φιλοδοξίες μου και τις κατηγορίες εναντίον της πόλη μας, πείτε μου τι θεωρείτε προτιμότερο, να μείνω δηλαδή ή να γυρίσω πίσω, για να αναφέρω ποια είναι η κατάσταση εδώ».