Μτφρ. Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[Πάντοτε μεν λοιπόν τα χρήσιμα διά την αρετήν και αυτός συνεχώς τα είχεν εις την μνήμην του και εις τους μαθητάς του όλους τα υπενθύμιζεν]· ηξεύρω δε ότι αυτός και [προς τον Ευθύδημον] περί εγκρατείας τα εξής περίπου διελέχθη. ― Ειπέ μου, είπεν, ω Ευθύδημε, άρα γε παραδέχεσαι ότι η ελευθερία είναι καλόν και μεγαλοπρεπές κτήμα και εις άνδρα και εις πόλιν; ― Όσον το δυνατόν περισσότερον το παραδέχομαι, είπεν. ― Όποιος λοιπόν κυριαρχείται από τας σωματικάς ηδονάς και εξ αιτίας αυτών δεν ημπορεί να εκτελή τα καθήκοντά του, παραδέχεσαι, ότι αυτός είναι ελεύθερος; ―Καθόλου, είπεν. ― Ίσως διότι σου φαίνεται, ότι είναι ελευθέριον πράγμα το να εκτελή κανείς τα καθήκοντά του, αλλά νομίζεις, ότι είναι ανελεύθερον το να υπάρχουν άνθρωποι που τον εμποδίζουν να τα εκτελή; ― Ακριβώς είπε. ― Σου φαίνονται λοιπόν ότι οι έκδοτοι εις τα πάθη των είναι παντελώς ανελεύθεροι; ― Ναι, μα τον Δία, φυσικώ τω λόγω. ― Ποίον δε από τα δύο σου φαίνονται, ότι οι έκδοτοι εις τα πάθη των μόνον εμποδίζονται να κάμνουν άριστα έργα ή και ότι αναγκάζονται να κάμνουν τα αίσχιστα; Εξ ίσου νομίζω, είπεν, ότι αναγκάζονται να πράττουν ταύτα, όπως εμποδίζονται να πράττουν εκείνα. ― Ποίας δε λογής δεσπόται επάνω–κάτω νομίζεις ότι είναι εκείνοι που αφ' ενός μεν εμποδίζουν τα άριστα έργα, αφ' ετέρου δε αναγκάζουν τους άλλους να κάμουν τα κάκιστα; ― Όσον το δυνατόν, μα τον Δία, είπε, τους νομίζω χειρίστους. ― Ποία δε δουλεία νομίζεις ότι είναι χειροτέρα από όλας; ― Εγώ βέβαια, είπε, την δουλείαν που δουλεύει κανείς πλησίον των χειροτέρων δεσποτών. ― Λοιπόν την χειροτέραν δουλείαν που δουλεύουν οι έκδοτοι εις τα πάθη των; ― Εγώ τουλάχιστον το νομίζω, είπε.

Μτφρ. Ε.Γ. Παντελάκης. 1937. Ξενοφώντος Απομνημονεύματα (Ο βίος και η φιλοσοφία του Σωκράτους). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Πάντοτε μεν λοιπόν είχεν εις την μνήμην του τα εις την αρετήν προάγοντα και αυτός ο ίδιος και εις τους μαθητάς του πάντας υπενθύμιζεν αυτά.

Γνωρίζω δε ότι κάποτε διελέχθη και με τον Ευθύδημον περί εγκρατείας τα εξής· Ειπέ μου, είπεν, ω Ευθύδημε, άραγε θεωρείς ότι είναι καλόν και μεγαλοπρεπές κτήμα η ελευθερία και εις άνδρα και εις πόλιν; Βεβαιότατα μάλιστα, είπεν. Όστις λοιπόν κυριαρχείται υπό των σαρκικών ηδονών και ένεκα τούτων δεν δύναται να πράττη τα κάλλιστα, νομίζεις ότι ούτος είναι ελεύθερος; Ουδόλως, είπεν. Ίσως διότι σου φαίνεται ελευθέριον το να πράττη τις τα βέλτιστα, έπειτα νομίζεις ως δουλοπρεπές το να έχη εκείνους, οι οποίοι θα εμποδίσουν αυτόν να πράττη ταύτα; Ακριβώς ούτως, είπε. Νομίζεις λοιπόν ότι οι ακρατείς είναι παντελώς ανελεύθεροι; Μα τον Δία φυσικά. Ποίον εκ των δύο δε, σου φαίνονται ότι οι ακρατείς κωλύονται μόνον να πράττωσι τα κάλλιστα ή ότι και αναγκάζονται να ποιώσι τα αίσχιστα; Ομοίως μου φαίνονται, είπεν, ότι αναγκάζονται να πράττωσι ταύτα, όπως εμποδίζονται από εκείνα. Ποίου είδους δε δεσπότας νομίζεις τους εμποδίζοντας μεν τα κάλλιστα, αναγκάζοντας δε τα κάκιστα; Όσον το δυνατόν μα τον Δία, είπε, κακίστους. Ποίον δε είδος δουλείας νομίζεις ότι είναι κάκιστον; Εγώ μεν, είπε, νομίζω εκείνην, την οποίαν δουλεύει τις πλησίον των κακίστων δεσποτών. Όθεν την κακίστην δουλείαν δουλεύουσιν οι ακρατείς; Έτσι μου φαίνεται, είπε.