Μτφρ. Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Και ο Σωκράτης· Λοιπόν, είπεν, η μητέρα σου ενώ θέλει το καλόν σου και φροντίζει διά σε, όταν ασθενής, όσον ημπορεί περισσότερον, και διά να γίνης καλά και διά να μη στερηθής τίποτε από την τροφήν σου και προς τούτοις ενώ πολλά [αγαθά] χάριν σου ζητεί από τους θεούς και εκτελεί τα ταξίματά της συ διισχυρίζεσαι ότι είναι ανυπόφορος; Εγώ βέβαια νομίζω ότι, αν δεν ημπορής να υποφέρης τοιαύτην μητέρα δεν ημπορείς να υποφέρης τα αγαθ . Ειπέ μου δε, είπε, ποίον εκ των δύο συμβαίνει: μήπως νομίζεις, ότι πρέπει να τιμάς τους άλλους ή είσαι προδιατεθειμένος να μη προσπαθής να φαίνεσαι αρεστός εις κανένα άνθρωπον μηδέ να πείθεσαι μήτε εις στρατηγόν μήτε εις κανένα άλλον άρχοντα; ― Ναι, μα την αλήθειαν, είπε, παραδέχομαι, ότι πρέπει να τιμώ τους άλλους. ― Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, και εις τον γείτονά σου θέλεις να είσαι αρεστός, και διά να σου δίδη προσάναμμα όταν έχης ανάγκην από φωτιάν και διά να σε βοηθή εις αγαθήν τινά πράξιν και, αν τυχαίως σφάλλης εις τίποτε, να τρέχη να σε βοηθή φιλικώς; ― Μάλιστα, είπε. ― Τι δε; καθόλου δεν θα σ' ενδιέφερε να γίνη εχθρός σου ή φίλος σου, ο συνοδοιπόρος ή συνταξιδιώτης εν πλοίω ή όποιος άλλος συναντηθή μαζί σου ή νομίζεις, ότι πρέπει να φροντίζης και διά την εύνοιαν αυτών; ― Μάλιστα, είπεν. ― Έπειτα δι' αυτούς μεν είσαι προδιατεθειμένος να φροντίζης, την δε μητέρα σου, η οποία σε αγαπά περισσότερον απ' όλους, δεν νομίζεις ότι πρέπει να την τιμάς; Δεν ηξεύρεις, ότι και η πόλις διά τας άλλας μεν αχαριστίας αδιαφορεί ούτε τας δικάζει, αλλά παραβλέπει εκείνους, που έχουν ευεργετηθή και δεν αποδίδουν την ευεργεσίαν, αν όμως κανείς από τους γονείς του δεν περιποιήται, εις τούτον και τιμωρίαν επιβάλλει και κατά την δοκιμασίαν των αρχόντων αποδοκιμάζουσα αυτόν δεν του επιτρέπει να γίνη άρχων, επειδή ούτε αι θυσίαι ευσεβώς θα ετελούντο, όταν αυτός θα εθυσίαζεν, ούτε άλλο τίποτε καλώς και δικαίως ούτος θα έκαμνε; και μα την αλήθειαν, αν κανείς, όταν αποθάνουν οι γονείς του, τους τάφους των δεν στολίζη, και αυτό το εξετάζει η πόλις εις τας δοκιμασίας των αρχόντων. Συ λοιπόν, παιδί μου, αν είσαι φρόνιμος, τους μεν θεούς θα παρακαλέσης να σε συγχωρήσουν, αν πως έχης παραμελήση την μητέρα σου, μήπως και αυτοί, άμα σε καταλάβουν ότι είσαι αχάριστος, δεν θελήσουν να σε ευεργετούν, από δε τους ανθρώπους θα φυλαχθής, μήπως, άμα σε αντιληφθούν, ότι παραμελείς τους γονείς σου, όλοι σε περιφρονήσουν, και τότε ευρεθής έρημος φίλων. Διότι, αν σε νομίσουν, ότι είσαι αγνώμων προς τους γονείς, κανείς δεν θέλει πιστεύσει ότι, αν σ' ευεργετήση, θα λάβη οπίσω την ευεργεσίαν.
Μτφρ. Ε.Γ. Παντελάκης. 1937. Ξενοφώντος Απομνημονεύματα (Ο βίος και η φιλοσοφία του Σωκράτους). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
Και ο Σωκράτης, λοιπόν, είπε, συ λέγεις ότι είναι ανυπόφορος αυτή, ήτις και ευμενώς προς σε διάκειται και όταν ασθενής, φροντίζει όσον περισσότερον δύναται ίνα ανακτήσης την υγείαν σου και όπως μη σου λείψη τίποτε από την τροφήν σου και προς τούτοις παρακαλεί τους θεούς να σου δώσουν πολλά αγαθά, και αποδίδει εις αυτούς όσα τάζει υπέρ σου; Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι, εάν δεν δύνασαι να υποφέρης τοιαύτην μητέρα, δεν δύνασαι να υποφέρης τα αγαθά. Ειπέ μου δε, είπε, ποίον εκ των δύο, νομίζεις ότι πρέπει να περιποιήσαι άλλον τινά ή την μητέρα σου; ή έχεις αποφασίσει να μη προσπαθής να αρέσκης εις κανένα άνθρωπον μηδέ να πείθεσαι μήτε εις τον στρατηγόν μήτε εις άλλον άρχοντα; Ναι μα τον Δία, εγώ τουλάχιστον έτσι νομίζω.
Λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, θέλεις συ και εις τον γείτονα να αρέσκης, ίνα και προσάναμμα σου δίδη, όταν έχης ανάγκην τούτου, και σε βοηθή εις αγαθήν τινά πράξιν και, εάν περιπέσης εις δυστυχίαν τινά, με αγαθήν διάθεσιν δράμη αμέσως εις βοήθειάν σου; Μάλιστα, είπε. Τι δε; συνοδοιπόρος ή συνταξιδιώτης ή όστις άλλος ήθελε συναντηθή μετά σου, να γίνη φίλος ή εχθρός σου θα ηδιαφόρεις ή νομίζεις ότι πρέπει να φροντίζης και περί της ευνοίας τούτων; Έτσι νομίζω, είπεν. Έπειτα είσαι μεν πεπεισμένος ότι πρέπει να φροντίζης περί τούτων, νομίζεις δε ότι δεν πρέπει να επιμελήσαι της μητρός σου, ήτις υπέρ πάντα άλλον σε αγαπά; Δεν γνωρίζεις ότι και η πόλις σε φροντίζει μεν ουδέ δικάζει άλλην αχαριστίαν, αλλά αδιαφόρως βλέπει τους ευεργετηθέντας να μη αποδίδουν χάριν εις τους ευεργετήσαντας αυτούς, εάν δε τις δεν φροντίζη διά τους γονείς του, τούτον και καταδικάζει και εις τας δοκιμασίας των αρχόντων αποδοκιμάζουσα αυτόν δεν του επιτρέπει να άρχη, φρονούσα ότι ούτε αι υπέρ της πόλεως θυσίαι προσφερόμεναι υπό τούτου άρχοντος όντος δεν θα προσεφέροντο ευσεβώς, ούτε άλλο ουδέν καλώς και δικαίως ήθελε πραχθή υπό τοιούτου άρχοντος; Και μα τον Δία, εάν τις, όταν αποθάνουν οι γονείς του, δεν στολίση τους τάφους αυτών, και τούτο κατά την δοκιμασίαν των αρχόντων εξετάζει η πόλις. Συ λοιπόν, παιδί μου, εάν είσαι σώφρων, τους μεν θεούς θα παρακαλέσης να σε συγχωρήσουν, εάν κατά τι έχης παραμελήσει την μητέρα σου, μη τυχόν και αυτοί θεωρήσαντές σε ως αχάριστον δεν θελήσουν να σε ευεργετώσιν, από δε τους ανθρώπους να φυλαχθής μη τυχόν, πληροφορηθέντες ότι δεν φροντίζεις διά τους γονείς σου, σε περιφρονήσουν πάντες και έπειτα ευρεθής έρημος φίλων.
(Ο μεταφραστής παρέλειψε μία περίοδο).