Μτφρ. Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Και ο Πρόδικος δε ο σοφός εις το σύγγραμμά του περί του Ηρακλέους, το οποίον δα και εις πάρα πολλούς επιδεικνύεται, ομοίως περί της αρετής αποφαίνεται, λέγων περίπου εξής, καθ' όσον εγώ ενθυμούμαι· λέγει δηλ. περί του Ηρακλέους, ότε εκ της παιδικής ηλικίας μετέβαινε πλήρης ορμής εις την εφηβικήν, εν τη οποία πλέον οι νέοι γενόμενοι αυτεξούσιοι φανερώνουν είτε αν θα τραπούν την οδόν που διά της αρετής φέρει εις τον βίον είτε την οδόν της κακίας, αφού εξήλθεν εις μέρος ήσυχον εκάθισεν απορών ποίαν εκ των δύο οδών να τραπή· και εφάνη εις αυτόν, ότι τον επλησίασαν δύο γυναίκες επιβλητικαί, η μεν μία εκ των δύο ευπρεπής την όψιν και εκ φύσεως ευγενής, κοσμημένη κατά μεν το σώμα υπό καθαρότητος κατά δε τους οφθαλμούς υπό της αιδούς κατά δε την στάσιν υπό σωφροσύνης, με εσθήτα δε λευκήν, η δε άλλη καλοθρεμμένη, ώστε να είναι πολύσαρκος και μαλθακή, καλλωπισμένη δε κατά μεν το χρώμα τοιουτοτρόπως, ώστε λευκοτέρα και ερυθροτέρα αφ' όσον ήτο πράγματι να φαίνεται, κατά δε την στάσιν τοιουτοτρόπως, ώστε να φαίνεται, ότι είναι υψηλοτέρα παρ' όσον ήτο εκ φύσεως, τους δε οφθαλμούς είχεν υψηλά, εσθήτα δε τοιαύτην έφερε διά μέσου της οποίας όσον το δυνατόν περισσότερον να διαλάμπη το νεανικόν της κάλλος· παρετήρει προσεκτικώς δε συχνά πέριξ αυτής, εξήταζε δε, και αν κανείς άλλος την έβλεπε, πολλές φορές δε έρριπτε βλέμματα και εις την σκιάν της. Άμα δε έφθασαν πλησιέστερον του Ηρακλέους, εκείνη μεν, που είπαμε πρώτην, επροχώρει με το ίδιο βήμα, η δε άλλη, επειδή ήθελε να προλάβη, έτρεξεν εμπρός προς τον Ηρακλέα και είπε· Σε βλέπω, ω Ηρακλή, ν'απορής ποίον δρόμον να λάβης διά την ζωήν σου. Εάν, λοιπόν, κάμης εμέ φίλην σου, θα σε οδηγήσω εις πλέον ευχάριστον και εύκολον δρόμον, και από μεν τα τερπνά κανέν δεν θα υπάρξη, που να μη το γευθής, χωρίς δε να δοκιμάσης δυσκολίας, θα περάσης όλην σου την ζωήν. Διότι πρώτον μεν ούτε διά πολέμους ούτε δι' ενοχλήσεις θα φροντίζης, αλλά θα διάγης αναζητών τι ευχάριστον ή τρόφιμον ή ποτόν δύνασαι να εύρης ή, τι, αφού ιδής ή ακούσης, θέλεις αισθανθή τέρψιν, ή ποία πράγματα οσφραινόμενος ή εγγίζων θέλεις ευχαριστηθή, με ποία δε παιδιά συναναστρεφόμενος ερωτικώς περισσότερον θέλεις ευφρανθή και με ποίον τρόπον θα κοιμάσαι μαλακώτατα και με ποίον τρόπον εντελώς άνευ κόπου όλα αυτά θέλεις επιτυγχάνει. Εάν δε κάποτε υπάρξη υπόνοια περί ελλείψεως όλων των μέσων, εξ αιτίας των οποίων θα έχης ταύτα τα αγαθά, δεν υπάρχει φόβος μήπως σε οδηγήσω εις το να εξοικονομής ταύτα κοπιάζων και ταλαιπωρούμενος και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, αλλ' όσα οι άλλοι εργάζονται, ταύτα εσύ θα χρησιμοποιής χωρίς να απέχης από τίποτε, από το οποίον θα ήτο δυνατόν να κερδίσης κάτι. Διότι εγώ παρέχω εις τους μαθητάς μου την δύναμιν από παντού να ωφελούνται. Και ο Ηρακλής, αφού τα ήκουσεν αυτά· Ω γυναίκα, είπε, αλλά ποίον είναι το όνομά σου; ―Οι μεν ιδικοί μου φίλοι, είπε, με ονομάζουν Ευδαιμονίαν, εκείνοι δε, που με μισούν, με ονομάζουν Κακίαν. Και εν τω μεταξύ η άλλη γυνή πλησιάσασα είπε· και εγώ ήλθα προς σε, ω Ηρακλή, επειδή ηξεύρω και εκείνους, που σ' εγέννησαν και ενόησα εντελώς την ευφυίαν σου εις την μάθησιν και εξ αυτών σχηματίζω την ελπίδα, ότι, εάν τραπής τον προς το μέρος μου δρόμον, θα γίνης πάρα πολύ καλός εργάτης των καλών και σεμνών έργων και εγώ ακόμη περισσότερον εντιμοτέρα και διαπρεπεστέρα θα αναδειχθώ διά τας αγαθάς πράξεις σου. Δεν θα σε εξαπατήσω δε με προοίμια ευχάριστα, αλλά καθώς οι θεοί διέταξαν τα πράγματα, θα τα διηγηθώ με αλήθειαν. Διότι από τα πραγματικώς αγαθά και καλά τίποτε οι θεοί δεν δίδουν άνευ κόπου και φροντίδος εις τους ανθρώπους, αλλ' εάν θέλης να σου είναι ευσπλαχνικοί οι θεοί, πρέπει να τους τιμάς, εάν θέλης υπό των φίλων να αγαπάσαι, πρέπει να ευεργετής τους φίλους, εάν επιθυμής να τιμάσαι από καμμίαν πόλιν, πρέπει να ωφελήσης την πόλιν, εάν από όλην την Ελλάδα έχεις την αξίωσιν να θαυμάζεσαι διά την αρετήν σου, πρέπει να προσπαθής να ευεργετής την Ελλάδα, και εάν θέλης η γη να σου δίνη καρπούς αφθόνους, πρέπει να καλλιεργής την γην, και εάν νομίζης, ότι πρέπει να πλουτίζης από βοσκήματα, πρέπει να περιποιήσαι τα βοσκήματα, και εάν διά πολέμου έχης ορμήν να μεγαλυνθής και θέλεις να ημπορής και τους φίλους να ελευθερώνης και τους εχθρούς να υποτάσσης, πρέπει και αυτάς τας πολεμικάς τέχνας να μάθης από εκείνους που τας ηξεύρουν καλώς και πρέπει να ασκήσαι πώς να τας χρησιμοποιής· εάν δε θέλης και κατά το σώμα να είσαι δυνατός πρέπει να συνηθίσης το σώμα να υπηρετή εις την σκέψιν και να το γυμνάσης με κόπους και ιδρώτα. Και η Κακία λαμβάνουσα τον λόγον, είπε, καθώς λέγει ο Πρόδικος· Εννοείς, ω Ηρακλή, ότι η γυνή αυτή σου διηγείται δρόμον διά τας ευφροσύνας δύσκολον και μακρόν; Εγώ δε θα σε οδηγήσω εις την ευδαιμονίαν με δρόμον εύκολον και σύντομον.
Μτφρ. Ε.Γ. Παντελάκης. 1937. Ξενοφώντος Απομνημονεύματα (Ο βίος και η φιλοσοφία του Σωκράτους). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
Και ο Πρόδικος δε ο σοφός εις το σύγγραμμά του το περί Ηρακλέους, το οποίον, ως γνωστόν, και εις πλείστους επιδεικτικώς αναγινώσκει, την ιδίαν και αυτός γνώμην περί της αρετής εκφράζει, ούτω πως λέγων, καθ' όσον εγώ ενθυμούμαι. Λέγει δηλαδή ότι ο Ηρακλής, όταν εκ της παιδικής ηλικίας μετέβαινεν εις την εφηβικήν, καθ' ην οι νέοι γινόμενοι αυτεξούσιοι φαίνονται εάν κατά τον βίον των θα βαδίσουν είτε την διά της αρετής οδόν, είτε την διά της κακίας, αφού εξήλθεν εις τόπον ήσυχον, εκάθισεν απορών ποίαν εκ των δύο οδών να ακολουθήση· και (λέγει) ότι εφάνησαν εις αυτόν πλησιάζουσαι δύο γυναίκες υψηλαί, η μεν μία και ευπρόσωπως και φυσικά ευγενής, κεκοσμημένη το μεν σώμα με καθαρότητα, τους οφθαλμούς δε με εντροπήν, το δε παράστημα με σωφροσύνην, με εσθήτα δε λευκήν, η δε ετέρα τεθραμμένη μεν μέχρι πολυσαρκίας και μαλθακότητος, κεκαλλωπισμένη δε εις μεν το χρώμα ώστε να θεωρήται ότι φαίνεται και λευκοτέρα και ερυθροτέρα της πραγματικότητος, εις δε το παράστημα ώστε να νομίζεται ότι είναι υψηλοτέρα παρ' ότι εκ φύσεως ήτο, ότι δε είχε τα όμματα αναπεπταμένα, ότι δ' εφόρει φόρεμα, εκ του οποίου τα μάλιστα ήθελε διαλάμπει το νεανικόν κάλλος της· ότι δε συχνά εαυτήν μετά προσοχής παρετήρει, παρετήρει δε και τριγύρω, αν άλλος τις την έβλεπεν, ότι δε πολλάκις έρριπτε το βλέμμα της και εις την σκιάν της.
Μόλις δε έφθασαν πλησιέστερον του Ηρακλέους, (λέγει ο Πρόδικος), η μεν πρώτη μνημονευθείσα εβάδιζε μετά του αυτού ως πρότερον ησύχου και σώφρονος βήματος, η δε άλλη, θέλουσα να την προφθάση, δρομαίως διηυθύνθη προς τον Ηρακλέα και είπε· Σε βλέπω, ω Ηράκλεις, να απορής ποίαν οδόν του βίου να ακολουθήσης. Εάν λοιπόν κάμης εμέ φίλην και με ακολουθήσης, εγώ θα σε οδηγήσω διά της ευχαριστοτάτης και ευκολωτάτης οδού και όλας μεν τας ηδονάς θα απολαύσης, θα διέλθης δε τον βίον χωρίς να δοκιμάσης κανέν δυσάρεστον.
Πρώτον μεν δηλαδή δεν θα φροντίζης περί πολέμων ουδέ περί ενοχλητικών πράξεων, αλλά θα διέλθης τον βίον εξετάζων τι ευχάριστον φαγητόν ή ποτόν δύνασαι να εύρης ή τι ιδών ή τι ακούσας ήθελες τερφθή ή πού οσφραινόμενος ή εγγίζων ή ποίας ερωτικάς σχέσεις συνάπτων μάλιστα ήθελες ευφρανθή και τίνι τρόπω ήθελες κοιμηθή ανετώτατα και πώς άνευ του ελαχίστου κόπου ήθελες απολαύει πάσας ταύτας τας απολαύσεις. Εάν δε ποτέ γεννηθή υπόνοια ελλείψεως των μέσων, διά των οποίων θα δύνασαι να πορίζεσαι αυτάς τας απολαύσεις, δεν πρέπει να φοβήσαι, μήπως σε οδηγήσω εις το να πορίζεσαι ταύτας καταπονών και ταλαιπωρών το σώμα σου και την ψυχήν, αλλά θα χρησιμοποιήσης συ ταύτα, τα οποία οι άλλοι εργαζόμενοι παράγουσιν, ουδενός απέχων, οπόθεν θα είναι δυνατόν να κερδίσης τι· διότι εγώ παρέχω εις τους οπαδούς μου το δικαίωμα να ωφελώνται από παντού. Και ο Ηρακλής ακούσας ταύτα, Ω γύναι, είπε, ποίον δε είναι το όνομά σου; Εκείνη δε είπεν· Οι μεν ιδικοί μου φίλοι με ονομάζουσιν Ευδαιμονίαν, οι δε εχθροί μου δυσφημούντες με ονομάζουν Κακίαν.
Και εν τούτω τω μεταξύ πλησιάσασα η ετέρα γυνή είπε· «Και εγώ έχω έλθει προς σε, ω Ηράκλεις, γνωρίζουσα τους γονείς σου και καλώς μαθούσα την αγαθήν φύσιν σου εκ της ανατροφής σου, εκ των οποίων ελπίζω ότι, αν ήθελες βαδίσει την προς εμέ άγουσαν οδόν, ήθελες γίνει πολύ καλός εργάτης των καλών και σπουδαίων έργων και εγώ ήθελον φανή ακόμη περισσότερον εντιμοτέρα και επιφανεστέρα διά τας αγαθάς πράξεις σου. Δεν θα σε εξαπατήσω δε με προοίμια ηδονής, αλλά θα σου διηγηθώ μετ' αληθείας αυτά τα πράγματα, όπως ακριβώς διέθεσαν ταύτα οι θεοί. Εκ των υπαρχόντων δηλαδή αγαθών πραγμάτων ουδέν άνευ κόπου και επιμελείας οι θεοί δίδουσιν εις τους ανθρώπους, αλλά είτε θέλεις να είναι προς σε ευμενείς οι θεοί, πρέπει να επιμελήσαι των θεών, είτε θέλεις να αγαπάσαι από τους φίλους σου, πρέπει να ευεργετής τους φίλους σου, είτε επιθυμείς υπό τινος πόλεως να τιμάσαι, πρέπει να ωφελής αυτήν την πόλιν, είτε υπό της Ελλάδος όλης απαιτείς να θαυμάζεσαι διά την αρετήν σου, πρέπει να προσπαθήσης να ευεργετής την Ελλάδα, είτε θέλεις η γη να σου παρέχη αφθόνους καρπούς, πρέπει να επιμελήσαι της γης, είτε νομίζεις ότι διά των ποιμνίων πρέπει να πλουτήσης, πρέπει να επιμελήσαι των ποιμνίων, είτε διά του πολέμου έχεις επιθυμίαν να μεγαλώσης και θέλεις και τους φίλους να ελευθερώνης και τους εχθρούς να νικάς, πρέπει τας πολεμικάς τέχνας και θεωρητικώς παρά των αρμοδίων διδασκάλων να μάθης και πρακτικώς να ασκηθής εις την χρήσιν αυτών· εάν δε και εις το σώμα θέλης να είσαι δυνατός, πρέπει να συνηθίσης το σώμα να υπακούη εις τον νουν σου και να το γυμνάζης με κόπους και με ιδρώτα».
Και η Κακία λαβούσα τον λόγον είπε, καθώς λέγει ο Πρόδικος· Εννοείς, ω Ηράκλεις, πόσον δύσκολος και μακρά είναι η οδός η άγουσα εις την ευδαιμονίαν, την οποίαν σου λέγει η γυνή αύτη, εγώ δε θα σε οδηγήσω εις την ευδαιμονίαν δι' οδού ευκόλου και βραχείας.