Μτφρ. Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[Εάν δε, ως είναι γνωστόν, και η εγκράτεια είναι καλόν και ωφέλιμον κτήμα εις τον άνθρωπον, ας εξετάσωμεν αν πως ωδήγει εις αυτήν λέγων τοιαύτα περίπου]. Ω άνδρες, αν ηθέλομεν εν περιπτώσει πολέμου να εκλέξωμεν άνδρα, υπό του οποίου ημείς μεν θα εσωζόμεθα, τους δε εχθρούς θα υπετάσσομεν, άρα γε θα εξελέγομεν εκείνον, που θα αντελαμβανόμεθα ότι δεν είναι κύριος της κοιλίας ή του οίνου ή των αφροδισίων ή του ύπνου; και πώς θα εφανταζόμεθα ότι ο τοιούτος ή ημάς θα σώση ή τους εχθρούς θα νικήση; Εάν δε, αφού φθάσωμεν εις το τέλος της ζωής μας, ηθέλομεν εις κανένα να εμπιστευθώμεν ή τα αρσενικά παιδιά μας να εκπαιδεύση ή να διαφυλάξη τας παρθένους θυγατέρας μας ή τα χρήματά μας να διασώση, άρα γε εις αυτά θα ενομίζομεν αξιόπιστον τον έκδοτον άνθρωπον; Εις δούλον δε έκδοτον θα εμπιστευόμεθα ή βοσκήματα ή αποθήκας ή επιστασίαν έργων οιωνδήποτε; Τοιούτον δε υπηρέτην του σπιτιού ή αγοραστήν οψωνίων θα ηθέλομεν να λάβωμεν δωρεάν; Αλλ' όμως, εάν βεβαίως ούτε δούλον έκδοτον θα εδεχόμεθα, πώς δεν αξίζει ο ίδιος κανείς να προφυλαχθή από το να γίνη τοιούτος; Διότι και όχι, καθώς οι πλεονέκται αφαιρούντες τα χρήματα των άλλων νομίζουν ότι πλουτίζουν τον εαυτόν των, τοιουτοτρόπως και ο έκδοτος εις μεν τους άλλους είναι βλαβερός, εις τον εαυτόν του δε ωφέλιμος, αλλ' είναι τουναντίον κακούργος μεν διά τους άλλους, διά τον εαυτόν του δε κακουργότερος, εάν βεβαίως είναι κακουργότατον πράγμα όχι μόνον την οικογένειάν του να φθείρει κανείς, αλλά και το σώμα και την ψυχήν του. [Εις την συναναστροφήν δε ποίος θα ηυχαριστείτο από τοιούτον άνθρωπον, περί του οποίου θα ήξευρεν, ότι διά το φαγητόν και τον οίνον μάλλον χαίρεται παρά διά τους φίλους και ότι τας πόρνας μάλλον αγαπά παρά τους συντρόφους; Άρα γε δεν πρέπει κάθε άνθρωπος, αφού πιστεύση, ότι η εγκράτεια είναι το θεμέλιον της αρετής, ταύτην πρώτον εις την ψυχήν του να κτίση; Διότι ποίος χωρίς αυτήν ημπορεί ή να μάθη τίποτε αγαθόν ή να φροντίση; ή ποίος, ων υποδουλωμένος εις τας ηδονάς, δεν θα ήτο αισχρώς διατεθειμένος και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν;] Εγώ μεν νομίζω, μα την Ήραν, ότι διά τον ελεύθερον μεν άνθρωπον είναι ευκτόν να μη τύχη τοιούτον δούλον, εκείνος δε που είναι υποδουλωμένος εις τας τοιαύτας ηδονάς πρέπει να ικετεύη τους θεούς να επιτύχη καλούς κυρίους. Διότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον ο τοιούτος θα ημπορούσε να σωθή. [Με το να λέγη δε τοιαύτα ακόμη εγκρατέστερον έδειχνε τον εαυτόν του με έργα παρά με λόγια· διότι όχι μόνον ήτο κύριος των ηδονών του σώματος, αλλά και της ηδονής των χρημάτων, επειδή ενόμιζε ότι εκείνος, που λαμβάνει χρήματα παρά του τυχόντος, βάζει κύριον εις τον εαυτόν του και δουλεύει δουλείαν, η οποία δεν είναι ολιγώτερον αισχρά από καμμίαν.]

Μτφρ. Ε.Γ. Παντελάκης. 1937. Ξενοφώντος Απομνημονεύματα (Ο βίος και η φιλοσοφία του Σωκράτους). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Αν δε και η εγκράτεια είναι εις τον άνδρα καλόν και αγαθόν κτήμα, ας εξετάσωμεν αν κατά τι καθωδήγει εις αυτήν λέγων τοιαύτα: Εάν, ω άνδρες, συνέβαινεν εις ημάς πόλεμος και ηθέλαμεν να εκλέξωμεν άνδρα, υπό του οποίου μάλιστα ημείς μεν οι ίδιοι θα εσωζόμεθα, τους δε πολεμίους θα κατεβάλλομεν, άραγε εκείνον, όστις ηθέλαμεν μάθει ότι είναι δούλος της κοιλίας ή του οίνου ή των αφροδισίων ή του κόπου ή του ύπνου, τούτον θα εξελέγομεν; Και πώς θα ήτο δυνατόν να φανταζώμεθα ότι ο τοιούτος θα έσωζεν ημάς ή θα ενίκα τους εχθρούς;

Εάν δε, φθάνοντες εις το τέλος της ζωής μας, ηθέλαμεν να αναθέσωμεν εις τινά ως εις επίτροπον ή να εκπαιδεύση άρρενας υιούς ή να διαφυλάξη θυγατέρας παρθένους ή να διασώση χρήματα, άραγε θα ενομίζαμεν αξιόπιστον εις τα τοιαύτα άνθρωπον ακρατή; Θα ενεπιστευόμεθα δε εις ακρατή δούλον ή βοσκήματα ή ταμεία ή γεωργικών έργων επιστασίαν; Υπηρέτην δε και αγοραστήν οψωνίων τοιούτον θα ηθέλαμεν και άνευ μισθού να προσλάβωμεν; Αν λοιπόν μήτε ως δούλον άνθρωπον ακρατή δεν θα προσελαμβάνομεν, πώς δεν είναι άξιον να προφυλαχθή πας άνθρωπος να μη καταντήση τοιούτος; Διότι τη αληθεία εις τους ακρατείς δεν παρατηρείται το συμβαίνον εις τους πλεονέκτας, οίτινες αφαιρούντες χρήματα των άλλων νομίζουν ότι πλουτίζουν εαυτούς, ούτως ο ακρατής δεν είναι εις μεν τους άλλους βλαβερός, εις τον εαυτόν του δε ωφέλιμος, αλλά προξενεί κακόν μεν εις τους άλλους, πολύ δε μεγαλύτερον εις εαυτόν, αφού βέβαια μέγιστον κακόν είναι το να φθείρη τις όχι μόνον τον ιδικόν του οίκον, αλλά και το σώμα και την ψυχήν του. Εν συναναστροφή δε ποίος θα ησθάνετο ευχαρίστησιν από τον τοιούτον, όστις θα εγνώριζεν ότι ευχαριστείται μάλλον από τα φαγητά και τα ποτά παρά από τους φίλους, και αγαπά τα πόρνας μάλλον παρά τους φίλους; Άραγε δεν πρέπει πας άνθρωπος, θεωρήσας την εγκράτειαν ως θεμέλιον της αρετής, ταύτην πρώτην εν τη ψυχή του να θεμελιώση; Διότι ποίος άνευ ταύτης ήθελε μάθει τι αγαθόν, ή ήθελεν ασκηθή εις αυτό αξιολόγως; Ή ποίος δούλος των ηδονών ων δεν ήθελε περιέλθει εις αισχράν κατάστασιν και σωματικώς και ψυχικώς; Εγώ μεν, μα την Ήραν, φρονώ ότι ο ελεύθερος ανήρ πρέπει να εύχεται να μη τύχη τοιούτου δούλου, εάν δε είναι δούλος εις τας τοιαύτας ηδονάς, ότι πρέπει να παρακαλή τους θεούς, ίνα τύχη αγαθών κυρίων· διότι μόνον ούτω δύναται να σωθή ο τοιούτος. Λέγων δε τοιαύτα επεδείκνυεν εαυτόν έτι εγκρατέστερον διά των έργων ή διά των λόγων· διότι δεν ήτο εγκρατής μόνον των σωματικών ηδονών, αλλά και της φιλοχρηματίας, διότι ενόμιζεν ότι ο λαμβάνων χρήματα παρά του τυχόντος καθιστά αυτόν δεσπότην του και δουλεύει δουλείαν αισχροτέραν πάσης άλλης.