Μτφρ. Π. Βλαχάκος & Γ.Α. Ράπτης. 2003. Ξενοφώντος Αγησίλαος. Εισαγωγή, μετάφραση, περίληψη, σχόλια Π. Βλαχάκος. Πρόλογος Δ. Λυπουρλής. Λακεδαιμονίων Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, περίληψη, σχόλια Γ.Α. Ράπτης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Επιθυμώ τώρα ν' ανακεφαλαιώσω τα βασικά σημεία της αρετής του, για να μείνει πιο εύκολα στη μνήμη ο έπαινός του. Ο Αγησίλαος σεβόταν τους ναούς ακόμη και στην εχθρική γη, γιατί είχε τη γνώμη ότι πρέπει να έχει κανείς τους θεούς συμμάχους το ίδιο στην εχθρική και στη φιλική χώρα. Και δεν έβλαπτε τους ικέτες των θεών, ακόμη και εχθροί να ήταν, γιατί πίστευε ότι είναι παράλογο να χαρακτηρίζουμε ιερόσυλους όσους κλέβουν τους ναούς και ευσεβείς όσους τραβούν με τη βία τους ικέτες από τους βωμούς. Εκείνος ποτέ δεν σταματούσε να λέει συνέχεια, πως πίστευε ότι οι θεοί δεν αισθάνονται μικρότερη χαρά με τα θεάρεστα έργα απ' ό,τι με τις ιερές θυσίες. Και κάθε φορά όμως που είχε επιτυχίες, δεν περιφρονούσε τους ανθρώπους, αλλά εκδήλωνε την ευγνωμοσύνη του στους θεούς και τελούσε πιο πολλές θυσίες, όταν είχε θάρρος ότι θα πετύχει κάτι, απ' όσο όταν προσευχόταν έχοντας επιφυλάξεις για κάτι. Συνήθιζε στο φόβο του να δείχνει χαρούμενος, αλλά να είναι ήρεμος στην επιτυχία του. Δεχόταν με περισσότερη χαρά όχι τους πιο ισχυρούς, αλλά τους πιο πιστούς φίλους του. Δεν έτρεφε μίσος για κάποιον που υπεράσπιζε τον εαυτό του, όταν τον αδικούσαν, αλλά για όποιον τον ευεργετούσαν και φαινόταν αχάριστος. Χαιρόταν να βλέπει τους αισχροκερδείς μέσα στη φτώχεια και να κάνει τους δίκαιους πλούσιους, γιατί ήθελε να κάνει φανερό ότι η δικαιοσύνη είναι πιο κερδοφόρα από την αδικία. Προσπαθούσε να κάνει παρέα με τον καθένα, αλλά να συνδέεται στενά με τους καλούς. Κάθε φορά που άκουγε να επαινούν ή να κατηγορούν κάποιους, πίστευε ότι κατανοεί το χαρακτήρα και αυτών που τα λένε και για κείνους που τα λένε. Δεν κατηγορούσε όσους τους εξαπατούσαν οι φίλοι, αντίθετα όμως καυτηρίαζε όσους τους εξαπατούσαν οι εχθροί και πίστευε ότι είναι ευφυές να εξαπατά κανείς τους αναξιόπιστους, αλλά αντίθετο στο θεϊκό δίκαιο να εξαπατά κανείς τους έμπιστους. Χαιρόταν βέβαια να τον επαινούν, όσοι θέλουν να κατακρίνουν αυτά που δεν τους αρέσουν, και δεν έδειχνε έχθρα σε κανέναν απ' όσους μιλούσαν με τόλμη, αντίθετα όμως προφυλασσόταν από τους κρυφούς, σαν από ενέδρα. Πιο πολύ από τους κλέφτες σιχαινόταν τους συκοφάντες, γιατί πίστευε ότι είναι πιο μεγάλο πλήγμα να χάσει κανείς τους φίλους απ' ό,τι τα χρήματα. Τα λάθη των απλών ανθρώπων τα αντιμετώπιζε ήρεμα, ενώ χαρακτήριζε σοβαρά τα λάθη των αρχόντων, γιατί έκρινε ότι αυτοί κάνουν μικρή ζημιά, ενώ οι άλλοι μεγάλη. Πίστευε επίσης ότι στη βασιλεία δεν ταιριάζει η νωχέλεια (αδράνεια), αλλά η άψογη συμπεριφορά. Και αρνιόταν να του στήσουν άγαλμα, αν και πολλοί ήθελαν να του κάνουν δώρο, ποτέ όμως δεν σταμάτησε με ζήλο να καταγίνεται με τα μνημεία της ψυχής, γιατί πίστευε ότι το ένα είναι έγνοια του γλύπτη και το άλλο δική του. Το ένα επίσης έργο των πλουσίων και το άλλο των δίκαιων. Τα χρήματα τα διαχειριζόταν όχι μόνο δίκαια, αλλά και με γενναιοδωρία, γιατί πίστευε ότι φτάνει να μην πειράζει ο δίκαιος την ξένη περιουσία, ο γενναιόδωρος όμως πρέπει να προσφέρει πιο μεγάλη ευεργεσία. Ήταν πάντοτε ευλαβής και πίστευε πως όσοι καλοπερνούν δεν είναι ακόμη ευτυχισμένοι, όποιοι όμως έχουν πεθάνει ένδοξα είναι πια καλότυχοι. Θεωρούσε ότι είναι πιο μεγάλη η συμφορά, όταν γνωρίζει κάποιος τα αγαθά και τα παραμελεί, παρά όταν τα αγνοεί. Καμιά δόξα δεν λάτρεψε, αν δεν κόπιαζε υπερβολικά γι' αυτήν. Μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν από τους λίγους που πίστευε ότι η αρετή δεν είναι καταναγκασμός, αλλά απόλαυση. Χαιρόταν λοιπόν περισσότερο που τον επαινούσαν, παρά που κέρδιζε χρήματα. Την αντρειοσύνη του την έδειχνε πιο πολύ με σύνεση παρά με ριψοκίνδυνες ενέργειες και ασκούσε τη σοφία του πιο πολύ με έργα, παρά με λόγια. Αν και ήταν πολύ ήρεμος απέναντι στους φίλους, προξενούσε μεγάλο φόβο στους εχθρούς. Κι ενώ είχε μεγάλη αντοχή στους κόπους, υποχωρούσε πολύ ευχάριστα στους φίλους. Επιθυμούσε πιο πολύ τις καλές πράξεις απ' ό,τι τα ωραία σώματα. Στις καλές μέρες μπορούσε να κάνει κάτι με σύνεση, στις δύσκολες όμως καταστάσεις μπορούσε να είναι τολμηρός. Τον κοσμοαγάπητο χαρακτήρα του δεν τον εκδήλωνε μόνο με χωρατά, αλλά με σωστή συμπεριφορά και τη μεγαλοφροσύνη του δεν την έδειχνε με αλαζονεία, αλλά με σύνεση. Αν και περιφρονούσε τους υπερβολικά καυχησιάρηδες ήταν πιο ταπεινός από τους απλούς ανθρώπους. Γιατί καμάρωνε βέβαια για τη φτωχή ενδυμασία του, αλλά και για τη λαμπρότητα του στρατεύματός του και για το ότι ο ίδιος βέβαια χρειαζόταν όσο το δυνατόν λιγότερα, αλλά έκανε όσο περισσότερες ευεργεσίες μπορούσε στους φίλους του. Ήταν μάλιστα πολύ σπουδαίος ως ανταγωνιστής, αλλά μόλις επικρατούσε γινόταν πολύ ήπιος. Οι εχθροί με μεγάλη δυσκολία μπορούσαν να τον γελάσουν, στους φίλους του όμως έδειχνε πολύ εύκολα εμπιστοσύνη. Αν και διασφάλιζε πάντα τα συμφέροντα των φίλων του, στόχος του ήταν πάντα να δημιουργεί προβλήματα στα σχέδια των εχθρών του. Οι συγγενείς του τον αποκαλούσαν στήριγμα της οικογένειας, οι φίλοι του πρόθυμο, όσοι του πρόσφεραν κάποια υπηρεσία άνθρωπο που το αναγνώριζε, όσοι αδικούνταν υπερασπιστή τους και όσοι βέβαια πέρασαν μαζί του κινδύνους σωτήρα μετά από τους θεούς.

Νομίζω βέβαια ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που απέδειξε αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή η σωματική δύναμη εξασθενίζει, αλλά η δύναμη της ψυχής των γενναίων ανθρώπων είναι αθάνατη. Ο ίδιος ποτέ δεν απόκαμε να επιθυμεί τη μεγάλη και ωραία δόξα, όσο το σώμα του μπορούσε να αντέχει την ψυχική του δύναμη. Από ποια νιάτα λοιπόν δεν φάνηκαν ανώτερα τα δικά του γεράματα; Ποιος προξενούσε στην ακμή της ηλικίας του τόσο φόβο στους εχθρούς, όσο ο Αγησίλαος στην πιο προχωρημένη ηλικία; Με ποιανού το θάνατο χάρηκαν πιο πολύ οι εχθροί, απ' ό,τι του Αγησιλάου, αν και πέθανε σε βαθιά γεράματα; Ποιος μπορούσε να δώσει υπερβολικό θάρρος στους συμμάχους του, όσο ο Αγησίλαος, μόλο που βρισκόταν στο έβγα της ζωής του; Ποιον νέο πεθύμησαν περισσότερο οι φίλοι του, απ'όσο το γέροντα Αγησίλαο, μόλις πέθανε; Ο άνθρωπος αυτός με τόσο τέλειο τρόπο αποδείχτηκε ωφέλιμος στην πατρίδα του, που και νεκρός ακόμη οδηγήθηκε στην παντοτινή κατοικία του φέρνοντας μεγάλη ευεργεσία στην πόλη του, άφησε σ' ολόκληρη τη γη τα μνημεία της αρετής του και του έγινε βασιλική ταφή στην πατρίδα του.

Μτφρ. Κ. Καιροφύλας. [1939] χ.χ. Ξενοφώντος Απολογία Σωκράτους, Συμπόσιον, Αγησίλαος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Θέλω δε να εκθέσω εν συντομία πάλιν τα περί της αρετής του, ίνα ο έπαινος παραμείνη βαθύτερα χαραγμένος εις την μνήμην. Ο Αγησίλαος εσέβετο τα ιερά και αυτών ακόμη των εχθρών, έχων την γνώμην ότι έπρεπε να κάμνη συμμάχους του όχι ολιγώτερον τους θεούς των εχθρών από τους θεούς των φιλικών του χωρών. Δεν εκακομεταχειρίζετο δε ούτε τους εχθρούς όταν κατέφευγον ως ικέται των θεών θεωρών παράλογον να αποκαλούνται ιερόσυλοι εκείνοι οι οποίοι έκλεπτον από τα ιερά, να νομίζωνται δε ευσεβείς εκείνοι οι οποίοι αποσπώσι τους ικέτας από τους βωμούς. Ουδέποτε έπαυε επαναλαμβάνων ότι επίστευε ότι οι θεοί ηρέσκοντο όχι ολιγώτερον εις τας αγαθάς πράξεις παρά εις τας αγνάς τελετάς.

Προσέτι κατά τας στιγμάς της ευτυχίας του δεν περιεφρόνει τους ανθρώπους, αλλ' απέδιδε ευχαριστίας προς τους θεούς, και ήσυχος πλέον προσέφερε περισσοτέρας θυσίας από όσας είχε υποσχεθή κατά την στιγμήν του κινδύνου. Συνείθιζε δε να δεικνύεται χαρούμενος κατά την ώραν του κινδύνου και γαλήνιος κατά την ώραν της ευτυχίας. Από τους φίλους του δεν ηγάπα περισσότερον τους ισχυροτέρους αλλά τους προθυμοτέρους. Εμίσει δε όχι εκείνον ο οποίος εξεδικείτο διά προσγενομένην εις αυτόν προσβολήν αλλ' εκείνον ο οποίος εφαίνετο αγνώμων προς τον ευεργέτην του. Έχαιρε βλέπων πενομένους τους αισχροκερδείς, τους δε δικαίους επλούτιζε, θέλων να καταστή η δικαιοσύνη επικερδεστέρα από την αδικίαν. Συνείθιζε να συναναστρέφεται μεν με οιονδήποτε, να συνδέεται δε με τους εκλεκτούς. Όταν δε ήκουε μερικούς κατακρίνοντας ή επαινούντας, εσκέπτετο ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα εμάνθανε και τον χαρακτήρα των λεγόντων και εκείνων περί των οποίων εγίνετο λόγος. Δεν κατέκρινε τους απατωμένους από τους φίλους, εμέμφετο όμως πολύ τους απατωμένους από τους εχθρούς, εθεώρει δε σοφόν το να εξαπατά κανείς τους δυσπίστους και ανόσιον τους ευπίστους. Έχαιρε ακούων επαίνους από εκείνους οι οποίοι έχουν το θάρρος να κατακρίνουν όσα δεν τους αρέσουν και τους λέγοντας με θάρρος την αλήθειαν ουδέποτε εμίσει, τους δε υποκριτάς απέφευγε ως επιβούλους. Διότι εμίσει περισσότερον τους συκοφάντας παρά τους κλέπτας, θεωρών μεγαλυτέραν ζημίαν τηναπώλειαν φίλων παρά χρημάτων. Και τα μεν παραπτώματα των ιδιωτών συνεχώρει, τα δε των αρχόντων εθεώρει τρομερά, κρίνων ότι οι μεν κάνουν μικρόν κακόν οι δε μέγα. Επίστευε δε ότι εις την βασιλείαν αρμόζει όχι ραδιουργία αλλά καλοκαγαθία. Και ημπόδιζε να του στήσουν ανδριάντα, καίτοι πολλοί ήθελον να του προσφέρουν τοιούτον, ποτέ δε δεν έπαυσε προσπαθών ν' αποκτήση μνημεία της ψυχής του, διότι είχε την γνώμην ότι το μεν ήτο έργον των ανδριαντοποιών και των πλουσίων, το δε ήτο έργον ιδικόν του και των ανωτέρων ανθρώπων.

Εδείκνυτο δε όχι μόνον δίκαιος αλλά και γενναίος, θεωρών ότι ο μεν δίκαιος αρκείται να μη εγγίζη τα αλλότρια πράγματα, ο δε γενναίος θεωρεί καθήκον του να δίδη και από τα ιδικά του. Ήτο δε πάντοτε δεισιδαίμων, πεπεισμένος ότι οι ευτυχώς διερχόμενοι την ζωήν των δεν δύνανται να θεωρηθούν ευτυχείς, μακάριοι δε είναι μόνον εκείνοι οι οποίοι έχουν ήδη αποθάνει. Περισσότερον δε άξιον κατακρίσεως εθεώρει το να παραμελή κανείς την αρετήν εν γνώσει παρά εν αγνοία. Δεν ηρέσκετο εις καμμίαν δόξαν την οποίαν δεν απέκτα διά της ατομικής του εργασίας. Νομίζω δε ότι ολίγοι άνθρωποι ήσαν ως αυτός, ο οποίος ενόμιζε ότι η αρετή δεν ήτο βάσανος αλλά τέρψις· όταν λοιπόν εδέχετο επαίνους έχαιρε περισσότερον παρά εάν απέκτα πλούτη. Προσέτι υπερηφανεύετο περισσότερον διά την σώφρονα ανδρείαν παρά διά την ριψοκίνδυνον, και την φρόνησίν του επεδείκνυε μάλλον με έργα παρά με λόγια. Γλυκύτατος διά τους φίλους, ήτο τρομερώτατος διά τους εχθρούς· αντέχων πολύ εις τους κόπους, υπεχώρει με μεγάλην ευχαρίστησιν εις τους φίλους του, προτιμών περισσότερον τας καλάς πράξεις παρά τα ωραία σώματα. Γνωρίζων να είναι μετριοπαθής κατά τας επιτυχίας, ηδύνατο να είναι τολμηρός εις τους κινδύνους. Και την χαριτολογίαν εχρησιμοποίει όχι με δηκτικότητα, αλλά με τον ήπιον χαρακτήρα του, την δε γενναιοφροσύνην μετεχειρίζετο όχι με έπαρσιν αλλά με φρόνησιν· κατηγορών λοιπόν τους οιηματίας, ήτο ταπεινότερος των ταπεινών. Διότι η περιβολή του ήτο ευτελεστάτη, ενώ εις τον στρατόν του ήθελε μεγαλοπρέπειαν. Και διά μεν τον εαυτόν του εφρόντιζε να έχη ανάγκην όσον το δυνατόν ολιγωτέρων πραγμάτων, εις δε τους οπαδούς του παρείχε όσον το δυνατόν περισσότερα ωφελήματα. Προσέτι ήτο τρομερώτατος ως αντίπαλος και μαλακώτατος ως νικητής, δυσκόλως εξαπατώμενος από τους εχθρούς και ευπιστότατος ων προς τους φίλους. Πάντοτε δε εφρόντιζε να εξασφαλίση τους φίλους του και να αφανίση τους εχθρούς. Οι μεν συγγενείς του τον απεκάλουν φιλοσυγγενή, οι δε λαβόντες παρ' αυτού χάριν πρόθυμον, όσοι δε του προσέφερον υπηρεσίαν ευγνώμονα, οι καταδυναστευόμενοι τον απεκάλουν προστάτην, όσοι δε μαζί με αυτόν εκινδύνευον τον ωνόμαζον σωτήρα έπειτα από τους θεούς.

Νομίζω δε ότι είναι ο μόνος άνθρωπος ο οποίος απέδειξε ότι η μεν δύναμις του σώματος γηράσκει, η δε ανδρεία της ψυχής των μεγάλων ανδρών μένει αγήρατος. Δεν έπαυσε ποτέ να αποκτά μεγάλην και περιφανή δόξαν, ακόμη και όταν το σώμα του δεν ηδύνατο να παρακολουθήση την ψυχικήν δύναμιν. Ποίας λοιπόν νεότητος δεν απεδείχθη καλύτερον το γήρας εκείνου; Διότι ποίος άνθρωπος εν τη ακμή της δράσεώς του ευρισκόμενος υπήρξε τόσον επίφοβος εις τους εχθρούς του όσον ο Αγησίλαος μέχρι των γηρατείων του; Τίνος δε ο θάνατος εχαροποίησε περισσότερον τους εχθρούς από τον θάνατον του Αγησιλάου, μολονότι γέροντος; Ποίος δε ενέσπειρε εις τους συμμάχους του τόσον θάρρος όσον ο Αγησίλαος, μολονότι ευρισκόμενος ήδη προς το τέρμα της ζωής; Ποίον δε νέον οι φίλοι έκλαυσαν κατά τον θάνατόν του όσον τον γηραιόν Αγησίλαον; Τόσον δε πολύ ωφέλιμος υπήρξε εις την πατρίδα του ο άνθρωπος αυτός, ώστε και αποθανών ακόμη κατήλθε εις τας αιωνίους μονάς, αποκτήσας εις όλην την γην μνημεία της αρετής του και λαβών βασιλικήν ταφήν εις την πατρίδα του.