Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
[1166a] Ο τρόπος με τον οποίο φανερώνεται η αγάπη στους φίλους μας και τα γνωρίσματα με τα οποία ορίζεται η έννοια της φιλίας, προήλθαν, όπως φαίνεται, από τη συμπεριφορά απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας. Οι άνθρωποι νομίζουν σα φίλο τους εκείνον που επιθυμεί και κάμνει για χάρη τους το αγαθό, ή εκείνον που ποθεί την ύπαρξη και τη ζωή για τον φίλο του, (5) συναίσθημα που κυριεύει τη μητέρα για τα παιδιά της και τους φίλους σε περίπτωση που, εξαιτίας προστριβών, δεν μπορούν να ζουν μαζί. Άλλοι θεωρούν σα φίλο αυτόν που συζεί μαζί τους και έχει τις ίδιες ορέξεις ή συμμερίζεται τις ίδιες οδύνες και ηδονές πράγμα που συμβαίνει πάλι προπαντός στις μητέρες για τα παιδιά τους.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα διάφορα αυτά γνωρίσματα, ορίζουν τη φιλία. (10) Όλα αυτά υπάρχουν στον ενάρετο άνθρωπο σχετικά με τον εαυτό του και σε ίση μοίρα και στους άλλους ανθρώπους, εφόσον πιστεύουν ότι είναι ενάρετοι. Γιατί φαίνεται ότι η αρετή κι ο ενάρετος άνθρωπος είναι το μέτρο κάθε πράγματος, όπως είπαμε. Αυτός ο τελευταίος βρίσκεται σε αρμονική σχέση με τον εαυτό του και επιθυμεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του, κάθε φορά τα ίδια πράγματα. Γι' αυτό, λοιπόν, (15) ποθεί το αγαθό και ό,τι του φαίνεται τέτοιο και το εκτελεί (γιατί γνώρισμα του αγαθού ανθρώπου είναι να πραγματοποιεί το αγαθό) και για χάρη του εαυτού του, για χάρη δηλ. του διανοητικού μέρους της ψυχής, που, όπως φαίνεται, αποτελεί κάθε άνθρωπο. Εκτός απ' αυτό θέλει να ζει, να διατηρεί τον εαυτό του στη ζωή και μάλιστα να διατηρεί εκείνο, με το οποίο σκέπτεται, επειδή για τον ενάρετο άνθρωπο η ύπαρξη είναι αγαθό. (20) Κι ο καθένας ποθεί το αγαθό για τον εαυτό του και δε θέλει να μεταβάλλεται σε τρόπο, ώστε ν' απολαμβάνει με τη νέα του μορφή όλα τα αγαθά. Γιατί κι ο θεός κατέχει το αγαθό, αλλά, το κατέχει ήδη, γιατί είναι τώρα, όπως ήταν πάντοτε. Ώστε κάθε άνθρωπος φαίνεται ότι είναι εκείνο που μέσα του γεννά τη διανόηση· επίσης ο ενάρετος επιθυμεί να ζει με τον εαυτό του, γιατί βρίσκει στην κατάσταση αυτή απόλαυση. Οι αναμνήσεις των περασμένων τού είναι ευχάριστες (25) και οι ελπίδες για το μέλλον, καλές, και είναι ακόμα οι τέτοιες ελπίδες γλυκές. Ο νους του είναι γεμάτος από αντικείμενα για μελέτη και παρατήρηση, και λυπάται και χαίρεται μαζί με τον εαυτό του. Το λυπηρό και το ευχάριστο είναι γι' αυτόν πάντοτε το ίδιο και όχι άλλη φορά άλλο, επειδή, κατά κάποιο τρόπο, δεν έχει λόγο να μετανιώνει για τις πράξεις του. (30) Αφού, λοιπόν, τέτοια είναι τα συναισθήματα που διαθέτουν τον ενάρετο απέναντι του εαυτού του, και ότι διάκειται προς τους φίλους του όπως ακριβώς στον ίδιο τον εαυτό του (γιατί ο φίλος μας είναι ο άλλος εαυτός μας), φαίνεται ότι η φιλία έχει τέτοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ότι φίλοι είναι εκείνοι που έχουν αυτά τα γνωρίσματα. Το ζήτημα αν είναι δυνατό να υπάρξει φιλία με τον ίδιο τον εαυτό μας, ας το αφήσουμε για την ώρα χωρίς να το εξετάσουμε. (35) Φαίνεται ότι υπάρχει φιλία, τουλάχιστον εκεί που βρίσκονται συνδυασμένα δύο ή περισσότερα από τα στοιχεία εκείνα τα οποία αναφέραμε, [1166b] κι ότι η υπερβολική φιλία μοιάζει με την αγάπη που νιώθουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας.
Τα γνωρίσματα που είπαμε φαίνεται ότι υπάρχουν και στους πολλούς κι αν ακόμη είναι φαύλοι. Άραγε παρουσιάζουν μερικά απ' αυτά σύμφωνα με το μέτρο που τους αρέσει να πιστεύουν ότι υπάρχει στον εαυτό τους και μήπως φαντάζεται ότι είναι ενάρετος; (5) Το ότι κανένας φαύλος ή κακοποιός δεν κατέχει τέτοια γνωρίσματα, ούτε φαίνεται να κατέχει, είναι αυτονόητο. Αλλά αυτό ισχύει σχεδόν για όλους γενικά τους ανήθικους ανθρώπους, έχει δηλ. διχασθεί ο ίδιος ο εαυτός τους, και η πλεονεξία τους στρέφεται σε αντικείμενα διαφορετικά εκείνων, που θα επεδίωκε η έπειτα από σκέψη βούλησή τους, όπως συμβαίνει και στους ακρατείς. Αυτοί προτιμούν, αντί εκείνων που φαίνονται σ' αυτούς αγαθά, τα ευχάριστα που είναι σ' αυτούς βλαβερά. (10) Άλλοι, από δειλία ή τεμπελιά, απέχουν από το να εκτελούν ό,τι νομίζουν άριστο. Κι άλλοι πάλι, που διέπραξαν πολλά και φοβερά εγκλήματα, είναι μισητοί για την κακία τους, αποφεύγουν τη ζωή και θέτουν τέρμα σ' αυτήν αυτοκτονώντας. Οι κακοί αναζητούν τους ανθρώπους με τους οποίους μπορούν να συζούν, αλλά κυρίως αποφεύγουν τον εαυτό τους, (15) γιατί φέρνουν πίσω στη μνήμη πολλά και φοβερά πράγματα. Κλεισμένοι στον εαυτό τους δεν αντικρύζουν παρά ένα όμοιο μέλλον, ενώ όταν συναναστρέφονται με άλλους ανθρώπους τα ξεχνούν όλα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε σ' αυτούς που να είναι αξιαγάπητο, δεν είναι φίλοι ούτε και με τον εαυτό τους. Τέτοιοι άνθρωποι δεν αισθάνονται ούτε χαρά ούτε λύπη για τον ίδιο τον εαυτό τους, γιατί η ψυχή τους επαναστατεί, (20) και το ένα μέρος της πάσχει από την κακία τους, εξαιτίας των στερήσεών τους, και το άλλο χαίρεται, και το ένα τραβά την ψυχή προς τα εδώ, το άλλο προς τα εκεί, σα να την κομμάτιαζαν. Αφού, λοιπόν, δεν είναι δυνατό να νιώθουν συγχρόνως ηδονή κι οδύνη, η οδύνη διαδέχεται σ' αυτούς την ηδονή μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ώστε θα επιθυμούσαν να μην την είχαν ποτέ δοκιμάσει. Γιατί οι φαύλοι είναι διαρκώς μετανιωμένοι. (25) Ώστε φαίνεται πως ο φαύλος δεν είναι διατεθειμένος φιλικά ούτε απέναντι του εαυτού του, γιατί δεν έχει τίποτε αξιαγάπητο. Επομένως, επειδή μια τέτοια κατάσταση είναι πάρα πολύ άθλια, έχουμε υποχρέωση ν' αποφεύγουμε με όλη μας τη δύναμη την κακία και να προσπαθούμε να είμαστε ενάρετοι. Μ' αυτόν τον τρόπο θα είμαστε φίλοι του εαυτού μας και θα γινόμαστε και φίλοι των συνανθρώπων μας.
(30) Η εύνοια μοιάζει με την φιλία, αλλά δεν είναι φιλία. Εύνοια μπορεί να νιώθει κανένας και για άγνωστα πρόσωπα χωρίς να το ξεύρουν. Γι αυτό έχουμε μιλήσει και προηγουμένως. Όμως η εύνοια δεν είναι ούτε αγάπη γιατί δεν φέρνει μαζί της ούτε την ένταση ούτε την ορμή της ψυχής, χαρακτηριστικά γνωρίσματα συνυφασμένα με την αγάπη. Η αγάπη προϋποθέτει την σύναψη των συνηθισμένων σχέσεων, (35) ενώ η εύνοια μπορεί να γεννηθεί ξαφνικά, όπως συμβαίνει με τους αθλητές, [1167a] στους οποίους χαρίζουμε την εύνοιά μας κι επιθυμούμε γι' αυτούς το έπαθλο, χωρίς όμως να συμπράττουμε μ' αυτούς, επειδή, όπως είπαμε, η εύνοια είναι γέννημα της στιγμής, και η αγάπη που υπεισέρχεται σ' αυτήν είναι επιφανειακή. Επομένως, φαίνεται ότι η εύνοια είναι η αρχή της φιλίας, όπως η αρχή του έρωτα είναι η ηδονή από την θέαση ενός προσώπου, (5) γιατί κανείς δεν ερωτεύεται, πριν σαγηνευθεί από την μορφή αυτού του προσώπου. Πάντως αυτός που έλκεται από την ομορφιά δεν είναι ακόμη σε θέση ν' αγαπά, αλλά πρέπει να ποθεί αυτόν που λείπει και να επιθυμεί την παρουσία του. Επίσης είναι αδύνατο να δημιουργηθεί φιλία, αν δεν προηγηθεί εύνοια, αλλά η εύνοια δεν είναι ακόμη φιλία, γιατί εκείνος που διάκειται ευνοϊκά επιθυμεί μονάχα το αγαθό, (10) αλλά δεν προσφέρει για την επίτευξή του την βοήθειά του, ούτε καταβάλλει σχετική προσπάθεια. Γι' αυτό μπορεί να ονομάσει κάποιος την εύνοια αδρανή φιλία, η οποία με το πέρασμα του χρόνου φτάνει ως το σημείο συνάψεως οικογενειακών σχέσεων και γίνεται πραγματική φιλία, όχι για χάρη ιδιοτελούς συμφέροντος και απόλαυσης, γιατί ούτε και η εύνοια γεννιέται απ' αυτά. Αυτός, λοιπόν, που ευεργετήθηκε, (15) χαρίζοντας την εύνοιά του για τις ευεργεσίες που του δόθηκαν, ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο. Κι η εύνοια εκείνου που επιθυμεί την ευημερία των συνανθρώπων του με την ελπίδα να ωφεληθεί απ' αυτήν, δεν μοιάζει να απευθύνεται στους άλλους, αλλά στον ίδιο τον εαυτό του, καθώς ακριβώς δεν είναι ούτε φίλος εκείνος που περιποιείται τον φίλο του για χάρη κάποιου συμφέροντος. Συμπερασματικά, η εύνοια γεννιέται από κάποιαν αρετή και χρηστότητα, (20) όταν δηλ. εμφανισθεί κάποιος άνθρωπος καλός, ανδρείος ή κάτι τέτοιο, όπως συμβαίνει και με τους αθλητές, όπως είπαμε.
Η ομόνοια φαίνεται ότι είναι κι αυτή ένα είδος φιλίας και γι' αυτό δεν πρέπει να την συγχέουμε με την ομογνωμοσύνη (όμοια γνώμη), γιατί ομογνωμοσύνη μπορεί να υπάρχει κι εκεί που οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Επίσης δεν ονομάζει κανένας ομονοούντες εκείνους που έχουν την ίδια γνώμη για ένα ζήτημα, (25) π.χ. για τα ουράνια φαινόμενα (γιατί η τέτοια συμφωνία γνώμης δεν προϋποθέτει την ύπαρξη φιλικών δεσμών), αλλά λέει, ότι οι πόλεις ομονοούν, όταν επικρατούν οι ίδιες γνώμες σχετικά με τα κοινά συμφέροντα, όταν παίρνονται οι ίδιες αποφάσεις και πραγματοποιούνται όσα αποφασίστηκαν από κοινού. Ομόνοια, λοιπόν, υπάρχει, όταν πρόκειται για ζητήματα πάνω στο πεδίο της δράσης, και μάλιστα για ζητήματα, που είναι σπουδαία (30) ή αποβλέπουν στο συμφέρον των δυο μερών ή όλων των πολιτών. Σύμφωνα μ' αυτά, υπάρχει, λ.χ. ομόνοια σε μια πόλη, όταν αποφασίσουν όλοι μαζί, οι αρχές να είναι αιρετές, ή όταν όλοι οι ολίτες πάρουν την απόφαση ν' αναθέσουν την διακυβέρνηση της πόλης τους στον Πιττακό αν κι ο ίδιος συμφωνούσε μ' αυτό. Αλλά αν ο καθένας θέλει να βρίσκεται επικεφαλής της πολιτείας, τότε, όπως γίνεται στις Φοίνισσες γεννιούνται έριδες. Γιατί είναι αδύνατο να υπάρξει ομόνοια, μονάχα όταν τα δύο μέρη επιδιώκουν το ίδιο πράγμα, (35) αλλά όταν επιθυμούν να το δουν πραγματοποιημένο σ' ένα και το αυτό πρόσωπο: όταν λ.χ. [1167b] ο λαός και οι ξεχωριστοί πολίτες θέλουν ν' ανατεθεί η κυβέρνηση στους «άριστους» γιατί τότε γίνεται πραγματικότητα εκείνο που όλοι επιθυμούν.
Η ομόνοια φαίνεται ότι είναι φιλία ανάμεσα στους πολίτες, όπως ακριβώς και ονομάζεται, γιατί αυτή ασχολείται με τα συμφέροντα και τις αξιώσεις της ζωής. Μια τέτοια ομόνοια συναντούμε στους ενάρετους, (5) γιατί αυτοί ομονοούν και με τον ίδιο τον εαυτό τους και με τους συνανθρώπους των, για το λόγο ότι μένουν, κατά κάποιον τρόπο, πάντοτε οι ίδιοι. Γιατί οι θελήσεις τέτοιων ανθρώπων είναι σταθερές, και δεν κυμαίνονται εδώ κι εκεί, όπως τα ύδατα του Ευρίπου. Εκείνο που επιδιώκουν είναι το δίκαιο και το συμφέρον, και την πραγματοποίηση αυτών την ποθούν από κοινού. Οι φαύλοι δεν ομονοούν (10) ή ομονοούν λίγο χρονικό διάστημα, όπως δεν είναι δυνατό να είναι και φίλοι, γιατί όσον αφορά όλα εκείνα που μπορούν να τους παράσχουν ωφέλεια είναι πλεονέχτες, αλλά όταν πρόκειται να καταβάλλουν κουραστικές προσπάθειες ή να αναλάβουν δημόσιες λειτουργίες, δεν κάμνουν τίποτε. Επειδή ο καθένας απ' αυτούς επιδιώκει αποκλειστικά το προσωπικό του συμφέρον, ελέγχει τους συμπολίτες του και τους εμποδίζει ν' αποκτούν εκείνο που τους ανήκει. Άλλωστε, επειδή δεν εξυπηρετούν τα κοινά συμφέροντα η πολιτεία καταστρέφεται. Εξαιτίας των προκαλούνται έριδες μεταξύ των πολιτών, (15) γιατί οι φαύλοι ασκούν βία, οι μεν εναντίον των δε, και αρνούνται να εκτελέσουν δίκαιες πράξεις.
Φαίνεται πως οι ευεργέτες αγαπούν εκείνους που ευεργέτησαν περισσότερο από όσο εκείνοι που ευεργετήθησαν τους ευεργέτες των, και στο σημείο αυτό υπεισέρχεται κάποιος παραλογισμός που αξίζει να τον εξετάσουμε. Οι περισσότεροι έχουν τη γνώμη ότι αυτό οφείλεται (20) στο ότι οι πρώτοι είναι δανειστές και οι δεύτεροι οφειλέτες. Όπως λοιπόν στα δάνεια οι χρεοφειλέτες επιθυμούν να μην υπάρχει κανένας στον οποίο να χρωστούν, οι δανειστές φροντίζουν για την ευημερία των οφειλετών, έτσι κι οι ευεργέτες επιθυμούν να ζήσουν οι ευεργετηθέντες με την ελπίδα ότι αυτοί κάποτε θ' ανταποδώσουν την ευεργεσία. (25) Αντίθετα οι ευεργετούμενοι δεν φροντίζουν ν' ανταποδώσουν την χάρη.
Ο Επίχαρμος ίσως να έλεγε ότι τίποτε στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει που να μην ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη φύση, αφού οι περισσότεροι ξεχνούν εύκολα τις ευεργεσίες και προτιμούν να ευεργετούνται παρά να ευεργετούν. Κι όμως η αιτία αυτού είναι φυσικότερη και όχι όμοια με την αποδιδόμενη στον δανειστή σχετικά με τον οφειλέτη. (30) Γιατί εκείνο που αισθάνεται για τον οφειλέτη ο δανειστής δεν είναι αγάπη, αλλά η επιθυμία να διατηρείται ζωντανός ο οφειλέτης για να μπορέσει να του επιστρέψει το χρέος. Αντίθετα ο ευεργέτης διάκειται απέναντι στον ευεργετούμενο με φιλία και αγάπη, κι όταν αυτός ακόμη δεν είναι χρήσιμος ούτε πρόκειται να γίνει τέτοιος στο μέλλον. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σχετικά με τους καλλιτέχνες. Κάθε καλλιτέχνης αγαπά το έργο του (35) περισσότερο απ' όσο θα τον αγαπούσε το έργο του, αν μπορούσε ν' αποκτήσει ψυχή. [1168a] Ίσως το ίδιο να ισχύει πάρα πολύ και στους ποιητές, γιατί αυτοί υπεραγαπούν τα ποιήματά τους, σα να ήταν παιδιά τους. Κάτι τέτοιο είναι, όπως φαίνεται, και το συναίσθημα του ευεργέτη. Αυτός που ευεργετήθηκε, είναι συγχρόνως έργο του ευεργέτη, κι αυτός αγαπά περισσότερο το έργο του απ' όσο το έργο αγαπά τον δημιουργό του. (5) Η αιτία αυτού συνίσταται στο ότι το «είναι» συμβαίνει να είναι πολυπόθητο και αξιαγάπητο, και υπάρχουμε εφόσον ενεργούμε, εφόσον δηλ. ζούμε και δρούμε. Ο δημιουργός είναι, ένεκα της δράσης του, για να εκφρασθούμε έτσι, το ίδιο το έργο του, και αγαπά το έργο του περισσότερο απ' όσο θα τον αγαπούσε το έργο του, επειδή αγαπά και την ζωή του. Αυτό είναι φυσικό, επειδή, ό,τι υφίσταται δυνάμει, αποκαλύπτεται εν ενεργεία. (10) Συγχρόνως ο ευεργέτης βρίσκει καλό ό,τι επιτρέπει σ' αυτόν να ενεργεί μ' αυτόν τον τρόπο και του δίνει την ευκαιρία σ' ό,τι βρίσκει απόλαυση. Αντίθετα ο ευεργετούμενος δεν βρίσκει σ' εκείνον που τον ευεργέτησε τίποτε καλό, αλλά μονάχα κάποιο συμφέρον πράγμα που του προξενεί λιγότερη ευχαρίστηση και συμπάθεια. Απολαυστική είναι η ενέργεια του παρόντος, η ελπίδα του μέλλοντος κι' η ανάμνηση του παρελθόντος. Όμως γλυκύτατη, και σε ίση μοίρα αξιαγάπητη, είναι η πραγματικότητα. (15) Το έργο, επομένως, του δημιουργού διαιωνίζεται (γιατί το αγαθό ζει πολλά χρόνια), ενώ το χρήσιμο εκείνου που ευεργετήθηκε περνά γρήγορα. Η ανάμνηση των ηθικών πράξεων είναι γλυκειά, ενώ των χρήσιμων δεν είναι ή είναι λιγότερο τέτοια. Κι όσον αφορά την προσδοκία, φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο. Επίσης το αγαπάν μοιάζει με το ενεργείν, (20) ενώ το αγαπάσθαι με το πάσχειν, και γι' αυτό εκείνους που υπερέχουν στη δραστηριότητα ακολουθεί η φιλία και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα.
Τέλος ο καθένας αγαπά περισσότερο ό,τι απόχτησε με κόπο. Τα χρήματα, π.χ. που κέρδισε αυτός ο ίδιος, του είναι πιο αγαπητά από εκείνα που κληρονόμησε. Και φαίνεται ότι το να ευεργετείται κάποιος είναι κάτι που δεν απαιτεί κόπο, ενώ το να ευεργετεί είναι κοπιώδες. (25) Γι' αυτό κι οι μητέρες, αγαπούν τα παιδιά τους περισσότερο από τους πατέρες: επειδή οι πόνοι για τη γέννησή τους είναι μεγαλύτεροι κι επειδή έχουν συνείδηση ότι είναι δικά τους. Φαίνεται λοιπόν, ότι αυτό το συναίσθημα συγγενεύει και με τους ευεργέτες.
Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
[1166a] Ο τρόπος, καθ' ον διαδηλούται η αγάπη προς τους φίλους μας, και τα γνωρίσματα, διά των οποίων ορίζεται η έννοια της φιλίας, προήλθον, ως φαίνεται, εκ της έναντι του ιδίου εαυτού μας συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι θεωρούν ως φίλον εκείνον, ο οποίος επιθυμεί και πράττει χάριν αυτών το αγαθόν, ή εκείνον, (5) όστις ποθεί την ύπαρξιν και την ζωήν διά τον φίλον του, συναίσθημα το οποίον διαπνέει την μητέρα διά τα τέκνα της και τους φίλους εις περίπτωσιν καθ' ην, λόγω προστριβών, δεν δύνανται να συζούν. Άλλοι θεωρούν ως φίλον τον συνδιαιτώμενον μετ' αυτών και τον έχοντα τας αυτάς ορέξεις ή τον συμμεριζόμενον τας αυτάς οδύνας και ηδονάς, πράγμα το οποίον συμβαίνει πάλιν προ παντός εις τας μητέρας ως προς τα τέκνα των. Συμφώνως λοιπόν προς τα διάφορα ταύτα γνωρίσματα ορίζουν και την φιλίαν. (10) Πάντα ταύτα ευρίσκονται παρά τω εναρέτω ανθρώπω εν σχέσει προς εαυτόν και κατ' ίσην μοίραν και εις τους λοιπούς ανθρώπους, εφ' όσον πιστεύουν, ότι είναι ενάρετοι. Διότι φαίνεται, ότι η αρετή και ο ενάρετος είναι το μέτρον παντός πράγματος, ως ελέχθη. Ο τελευταίος ούτος ευρίσκεται εις αρμονικήν με τον εαυτόν του σχέσιν και επιθυμεί με όλην την δύναμιν της ψυχής του εκάστοτε τα αυτά πράγματα. Διά τούτο λοιπόν ποθεί (15) το αγαθόν και ό,τι του φαίνεται τοιούτον και το εκτελεί (διότι γνώρισμα του αγαθού ανθρώπου είναι να πραγματοποιή το αγαθόν) και χάριν του εαυτού του, δηλαδή χάριν του διανοητικού μέρους της ψυχής, το οποίον, ως φαίνεται, αποτελεί έκαστον άνθρωπον. Πλην τούτου θέλει να ζη, να διατηρή εαυτόν εις την ζωήν, και μάλιστα να διατηρή εκείνο, διά του οποίου διανοείται, διότι διά τον ενάρετον η ύπαρξις είναι αγαθόν. Ο καθείς δε (20) ποθεί το αγαθόν διά τον εαυτόν του και δεν θέλει να μεταβάλλεται εις τρόπον, ώστε ν' απολαμβάνη υπό την νέαν μορφήν του όλα τα αγαθά. Διότι και ο Θεός κατέχει το αγαθόν, αλλά το κατέχει ήδη, διότι είναι τώρα, όπως ήτο πάντοτε. Όθεν έκαστος άνθρωπος φαίνεται, ότι είναι εκείνο, το οποίον διανοείται εν αυτώ. Επίσης ο ενάρετος επιθυμεί να ζη με τον εαυτόν του, διότι ευρίσκει εις την κατάστασιν ταύτην απόλαυσιν. Αι αναμνήσεις του παρελθόντος τού είναι ευχάριστοι (25) και αι ελπίδες του μέλλοντος αγαθαί, είναι δε αι τοιαύται ελπίδες γλυκείαι. Ο νους του είναι πλήρης αντικειμένων μελέτης και παρατηρήσεως, λυπείται δε και χαίρει μαζί με τον εαυτόν του. Το λυπηρόν και το ευχάριστον είναι δι' αυτόν πάντοτε το ίδιον και όχι άλλοτε άλλο, διότι, ούτως ειπείν, δεν έχει λόγον να μετανοή διά τας πράξεις του. Δεδομένου λοιπόν, (30) ότι τοιαύτα είναι τα συναισθήματα τα διαπνέοντα τον ενάρετον έναντι του εαυτού του, και ότι διάκειται προς τους φίλους του καθώς ακριβώς προς τον ίδιον τον εαυτόν του (διότι ο φίλος μας είναι άλλος εαυτός μας), φαίνεται ότι η φιλία έχει τοιαύτα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ότι φίλοι είναι οι έχοντες τα γνωρίσματα ταύτα. Το ζήτημα, εάν είναι δυνατόν να υπάρξη φιλία με τον ίδιον τον εαυτόν μας, ας το αφήσωμεν επί του παρόντος ανεξέταστον. (35) Φαίνεται ότι υφίσταται φιλία τουλάχιστον εκεί, όπου ευρίσκονται συνδυασμένα δύο ή περισσότερα εκ των στοιχείων εκείνων, [1166b] τα οποία ανεφέραμεν, και ότι η υπερβολική φιλία ομοιάζει με την αγάπην, που αισθανόμεθα διά τον ίδιον τον εαυτόν μας.
Τα ειρημένα γνωρίσματα φαίνεται, ότι υπάρχουν και εις τους πολλούς, και αν ακόμη είναι φαύλοι. Άραγε παρουσιάζουν μερικά εξ αυτών κατά το μέτρον, καθ' ο αρέσκονται εις τον εαυτόν των και φαντάζονται, ότι είναι ενάρετοι; (5) Το ότι ουδείς φαύλος ή κακοποιός κατέχει τοιαύτα γνωρίσματα ουδέ φαίνεται, ότι τα κατέχει, είναι αυτονόητον. Αλλά τούτο ισχύει σχεδόν περί όλων εν γένει των ανηθίκων ανθρώπων. Διότι έχει διχασθή ο ίδιος ο εαυτός των, η δε πλεονεξία των στρέφεται προς αντικείμενα διάφορα εκείνων, τα οποία θα επεδίωκεν η εσκεμμένη βούλησίς των, όπως συμβαίνει και εις τους ακρατείς. Ούτοι προτιμούν, αντί εκείνων, τα οποία φαίνονται εις αυτούς αγαθά, τα ευχάριστα, άτινα είναι εις αυτούς επιβαλαβή. (10) Άλλοι λόγω δειλίας ή οκνηρίας, απέχουν από του να εκτελούν ό,τι κρίνουν ως άριστον. Άλλοι δε πάλιν, οι οποίοι διέπραξαν πολλά και φοβερά εγκλήματα, μισούνται λόγω της κακίας των, αποφεύγουν την ζωήν και θέτουν τέρμα εις αυτήν αυτοκτονούντες. Οι κακοί επιζητούν τους ανθρώπους εκείνους μετά των οποίων δύνανται να συζούν, αλλά προ παντός αποφεύγουν τον εαυτόν των, (15) διότι ανακαλούν εις την μνήμην των πολλά και φοβερά. Κλεισμένοι εις τον εαυτόν των, δεν ατενίζουν παρά ένα όμοιον μέλλον, ενώ μετ' άλλων ανθρώπων συναναστρεφόμενοι λησμονούν τα πάντα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε εις αυτούς, το οποίον να προκαλή την αγάπην, δεν είναι φίλοι ούτε και με τον εαυτόν των. Οι τοιούτοι δεν αισθάνονται ούτε χαράν ούτε λύπην μεθ' εαυτών των ιδίων, διότι η ψυχή των επαναστατεί, (20) και το μεν ένα μέρος αυτής πάσχει συνεπεία της κακίας των, λόγω των στερήσεών των, το δε έτερον χαίρει, και το μεν ένα σύρει εδώ, το δε έτερον εκεί την ψυχήν, ως εάν την διέσπων. Επειδή λοιπόν δεν είναι δυνατόν να αισθάνωνται συγχρόνως ηδονήν και οδύνην, η οδύνη διαδέχεται δι' αυτούς την ηδονήν εντός τόσον μικρού διαστήματος, ώστε θα επεθύμουν να μη την είχον δοκιμάσει ποτέ. Διότι οι φαύλοι (25) είναι κατάμεστοι μετανοίας. Όθεν φαίνεται, ότι ο φαύλος δεν διάκειται ούτε προς τον εαυτόν του φιλικώς, διότι δεν έχει τίποτε άξιον αγάπης. Δεδομένου λοιπόν, ότι η τοιαύτη κατάστασις είναι αθλιεστάτη, οφείλομεν ν' αποφεύγωμεν με όλην την δύναμίν μας την κακίαν και να προσπαθούμεν να είμεθα ενάρετοι. Τοιουτοτρόπως θα είμεθα φίλοι του εαυτού μας και θα γινώμεθα και φίλοι των συνανθρώπων μας.
(30) Η εύνοια ομοιάζει με την φιλίαν, αλλά δεν είναι τοιαύτη. Εύνοιαν ημπορεί να έχη κανείς και προς άγνωστα πρόσωπα χωρίς να το γνωρίζουν. Περί αυτού ωμιλήσαμεν και προηγουμένως. Αλλ' η εύνοια δεν είναι ούτε αγάπη, διότι δεν συνεπάγεται ούτε την έντασιν ούτε την ορμήν της ψυχής, χαρακτηριστικά γνωρίσματα παρομαρτούντα εις την αγάπην. Η αγάπη προϋποθέτει την σύναψιν των συνήθων σχέσεων, ενώ η εύνοια δυνατόν να γεννηθή αιφνιδίως, (35) όπως συμβαίνει όσον αφορά τους αθλητάς, προς τους οποίους απονέμομεν την εύνοιάν μας [1167a] και επιθυμούμεν το γέρας δι' αυτούς, χωρίς όμως να παρέχωμεν εις αυτούς την σύμπραξίν μας, διότι, ως είπομεν, η εύνοια είναι γέννημα της στιγμής, η δε εις αυτήν εμφιλοχωρούσα αγάπη είναι επιφανειακή. Κατά ταύτα φαίνεται, ότι εύνοια είναι αρχή της φιλίας, όπως αρχή του έρωτος είναι η ηδονή εκ της θέας ενός προσώπου, (5) διότι ουδείς ερωτεύεται, πριν ή γοητευθή από την μορφήν του προσώπου τούτου. Οπωσδήποτε ο ελκυόμενος από το κάλλος δεν είναι ακόμη εις θέσιν ν' αγαπά, αλλά πρέπει να ποθή τον απόντα και να επιθυμή την παρουσίαν του. Ομοίως είναι αδύνατον να δημιουργηθή φιλία, αν δεν προηγηθή εύνοια, αλλ' η εύνοια δεν είναι ακόμη φιλία, διότι ο ευμενώς διακείμενος επιθυμεί μόνον το αγαθόν, (10) αλλά δεν παρέχει προς επίτευξιν αυτού την βοήθειάν του, ουδέ καταβάλλει σχετικήν προσπάθειαν. Διά τούτο ημπορεί κανείς να ονομάση μεταφορικώς την εύνοιαν αδρανή φιλίαν, ήτις όμως χρονιζομένη και εξικνουμένη μέχρι του σημείου συνάψεως οικογενειακών σχέσεων, γίνεται πραγματική φιλία, όχι χάριν ιδιοτελούς συμφέροντος και απολαύσεως, διότι ούτε η εύνοια γεννάται εξ αυτών. Λοιπόν, ο μεν ευεργετηθείς, (15) απονέμων την εύνοιαν αυτού διά τας προς αυτόν ευεργεσίας, ενεργεί συμφώνως προς το δίκαιον, η δε εύνοια του επιθυμούντος διά τους συνανθρώπους του ευημερίαν με την ελπίδα να επωφεληθή εξ αυτής, δεν φαίνεται απευθυνομένη προς τους άλλους, αλλά προς αυτόν τον ίδιον, καθώς ακριβώς δεν είναι ουδέ φίλος εκείνος, όστις περιποιείται τον φίλον του χάριν κάποιου συμφέροντός του. Εν γένει η εύνοια γεννάται από κάποιαν αρετήν και χρηστότητα, (20) δηλαδή όταν τις φανή άνθρωπος αγαθός, ανδρείος ή τοιούτον τι, όπως συμβαίνει ως προς τους αθλητάς, καθώς είπομεν.
Η ομόνοια φαίνεται, ότι είναι και αυτή είδος φιλίας, διό και δεν πρέπει να συγχέεται με την ομογνωμοσύνην, διότι ομογνωμοσύνη δυνατόν να υπάρχη και εκεί, όπου οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται μεταξύ των. Ωσαύτως δεν ονομάζει κανείς ομονοούντας εκείνους, οίτινες έχουν την αυτήν γνώμην περί ενός θέματος, (25) επί παραδείγματι, περί των ουρανίων φαινομένων (διότι η τοιαύτη ομογνωμοσύνη δεν προϋποθέτει την ύπαρξιν φιλικών δεσμών), αλλά λέγει, ότι αι πόλεις ομονοούν, όταν επικρατούν αι αυταί γνώμαι, όσον αφορά τα κοινά συμφέροντα, όταν λαμβάνωνται αι αυταί αποφάσεις και εκτελούνται τα αποφασισθέντα από κοινού. Ομόνοια λοιπόν υφίσταται, προκειμένου περί ζητημάτων επί του πεδίου της δράσεως, και μάλιστα περί ζητημάτων, άτινα είναι σπουδαία ή αποβλέπουν εις το συμφέρον των δύο μερών ή πάντων των πολιτών. Κατά ταύτα υπάρχει, λόγου χάριν, ομόνοια εις μίαν πόλιν, (30) όταν αποφασίσουν όλοι από κοινού, αι αρχαί να είναι αιρεταί, ή όταν όλοι οι πολίται λάβουν την απόφασιν ν' αναθέσουν την διακυβέρνησιν της πόλεώς των εις τον Πιττακόν, εάν και αυτός συγκατετίθετο εις τούτο. Αλλ' εάν ο καθείς θέλη να ευρίσκεται επί κεφαλής της πολιτείας, τότε, όπως γίνεται εις τας Φοινίσσας, γεννώνται έριδες. Διότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη ομόνοια, μόνον όταν τα δύο μέρη επιδιώκουν το αυτό πράγμα, (35) αλλ' όταν επιθυμούν να το ίδουν πραγματοποιούμενον εις έν και το αυτό πρόσωπον, λόγου χάριν, όταν ο λαός και οι σπουδαίοι άνδρες θέλουν, [1167b] όπως η κυβέρνησις ανατεθή εις τους αρίστους, διότι τότε λαμβάνει χώραν εκείνο, το οποίον όλοι επιθυμούν.
Η ομόνοια φαίνεται, ότι είναι φιλία μεταξύ των πολιτών, καθώς ακριβώς και ονομάζεται, διότι αύτη αφορά εις τα συμφέροντα και τας αξιώσεις της ζωής. Απαντάται δε η τοιαύτη ομόνοια (5) εις τους εναρέτους, διότι ούτοι ομονοούν και με τον ίδιον τον εαυτόν των και με τους συνανθρώπους των, δεδομένου ότι μένουν, ούτως ειπείν, πάντοτε οι ίδιοι. Διότι αι θελήσεις τοιούτων ανθρώπων είναι σταθεραί, και δεν κυμαίνονται εδώ και εκεί, ως τα ύδατα του Ευρίπου. Εκείνο το οποίον επιζητούν είναι το δίκαιον και το συμφέρον, την πραγματοποίησιν δε τούτων ποθούν από κοινού. Οι δε φαύλοι δεν ομονοούν ή ομονοούν επ' ολίγον μόνον χρόνον, (10) όπως δεν είναι δυνατόν και να είναι φίλοι, διότι ως προς παν, ό,τι δύναται να παράσχη εις αυτούς ωφέλειαν, είναι πλεονέκται, αλλ' όσον αφορά την καταβολήν επιμόχθων προσπαθειών ή την ανάληψιν δημοσίων λειτουργιών, υπολείπονται. Επειδή έκαστος εξ αυτών επιδιώκει αποκλειστικώς το προσωπικό συμφέρον του, υποβάλλει τους συμπολίτας αυτού εις έλεγχον και τους εμποδίζει ν' αποκτούν εκείνο, το οποίον τους ανήκει. Εξ άλλου, επειδή δεν εξυπηρετούν τα κοινά συμφέροντα, η πολιτεία φθίνει. Εντεύθεν προκύπτουν έριδες μεταξύ των πολιτών, (15) διότι οι φαύλοι ασκούν βίαν οι μεν επί των δε, αυτοί δε αρνούνται να προβαίνουν εις την εκτέλεσιν δικαίων πράξεων.
Οι ευεργέται φαίνεται, ότι αγαπούν τους ευεργετηθέντας περισσότερον παρά οι ευεργετηθέντες τους ευεργέτας των, εις το σημείον δε τούτο εμφιλοχωρεί κάποιος παραλογισμός, τον οποίον αξίζει να εξετάσωμεν. Εις τους πλείστους φαίνεται, (20) ότι τούτο οφείλεται εις το ότι οι μεν είναι δανεισταί, οι δε οφειλέται. Όπως λοιπόν εις τα δάνεια οι μεν οφειλέται επιθυμούν, όπως ουδείς υπάρχη εις τον οποίον να οφείλουν, οι δε δανεισταί μεριμνούν περί της ευημερίας των οφειλετών, ούτω και οι ευεργέται επιθυμούν να ζήσουν οι ευεργετηθέντες με την ελπίδα, ότι ούτοι κάποτε θ' ανταποδώσουν την ευεργεσίαν. (25) Τουναντίον οι ευεργετούμενοι δεν φροντίζουν ν' ανταποδίδουν την χάριν. Ο Επίχαρμος ίσως θα έλεγεν, ότι ουδέν εν προκειμένω υφίσταται, μη ανταποκρινόμενον εις την ανθρωπίνην φύσιν, δεδομένου ότι οι πλείστοι λησμονούν ευκόλως τας ευεργεσίας και προτιμούν να ευεργετούνται παρά να ευεργετούν. Πλην όμως η αιτία τούτου είναι φυσικωτέρα και όχι ομοία με την αποδιδομένην εις τον δανειστήν εν σχέσει προς τον οφειλέτην. (30) Διότι εκείνο, που αισθάνεται διά τον οφειλέτην ο δανειστής δεν είναι αγάπη, αλλ' η επιθυμία, όπως ο οφειλέτης διατηρήται εις την ζωήν διά να δυνηθή να επιστρέψη την οφειλήν του. Τουναντίον ο ευεργετών διάκειται έναντι του ευεργετουμένου με φιλίαν και αγάπην, και όταν ακόμη ούτος δεν είναι χρήσιμος, ουδέ πρόκειται να γίνη τοιούτος εις το μέλλον. Το αυτό ακριβώς συμβαίνει και όσον αφορά τους καλλιτέχνας. Κάθε καλλιτέχνης αγαπά το έργον αυτού (35) περισσότερον παρ' όσον το έργον του θα τον ηγάπα, αν ήθελεν αποκτήσει ψυχήν. [1168a] Τούτο ίσως ισχύει ως επί το πλείστον ως προς τους ποιητάς, διότι ούτοι υπεραγαπούν τα ποιήματά των, ως εάν ήσαν τέκνα των. Τοιούτον τι είναι, ως φαίνεται, και το συναίσθημα του ευεργέτου. Ο ευεργετηθείς είναι συγχρόνως έργον του ευεργέτου, ούτος δε αγαπά περισσότερον το έργον του (5) παρ' όσον το έργον αγαπά τον δημιουργόν του. Η αιτία τούτου έγκειται εις το ότι το Είναι τυγχάνει περιπόθητον και αξιαγάπητον, υπάρχομεν δε εφ' όσον ενεργούμεν, δηλαδή εφ' όσον ζώμεν και δρώμεν. Ο δημιουργός είναι, ως εκ της δράσεώς του, ούτως ειπείν, αυτό τούτο το έργον του, αγαπά δε το έργον του, διότι αγαπά και την ζωήν του. Τούτο είναι φυσικόν, διότι ό,τι υφίσταται δυνάμει, αποκαλύπτεται εν ενεργεία. (10) Συγχρόνως ο ευεργετών ευρίσκει καλόν ό,τι επιτρέπει εις αυτόν να ενεργή κατά τον τρόπον τούτον και του παρέχει την ευκαιρίαν εις ό,τι ευρίσκει απόλαυσιν.Τουναντίον ο ευεργετούμενος δεν ευρίσκει εις τον παρασχόντα την ευεργεσίαν τίποτε καλόν, αλλά μόνον κάποιο συμφέρον, πράγμα το οποίον προκαλεί ολιγωτέραν ευχαρίστησιν και συμπάθειαν. Απολαυστική είναι η ενέργεια του παρόντος, η ελπίς του μέλλοντος και η ανάμνησις του παρελθόντος. Αλλά γλυκυτάτη (15) και κατ' ίσην μοίραν αξιαγάπητος είναι η πραγματικότης. Το έργον λοιπόν του δημιουργού διαιωνίζεται (διότι το αγαθόν διαρκεί επί μακρόν χρόνον), ενώ το χρήσιμον του ευεργετηθέντος παρέρχεται. Η ανάμνησις των μεν αγαθών πράξεων είναι γλυκεία, των δε χρησίμων δεν είναι, ή είναι τοιαύτη ολιγώτερον. Όσον δε αφορά την προσδοκίαν, φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετον. Ωσαύτως το αγαπάν ομοιάζει προς το ενεργείν, (20) το δε αγαπάσθαι προς το πάσχειν, και διά τούτο εις τους ως προς την δράσιν υπερέχοντας παρομαρτεί η φιλία και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα.
Τέλος ο καθείς αγαπά περισσότερον ό,τι απέκτησε μετά κόπου∙ επί παραδείγματι, τα χρήματα, τα οποία εκέρδισε αυτός ο ίδιος, του είναι προσφιλέστερα παρά τα κληρονομηθέντα. Φαίνεται δε ότι το να ευεργετήται κανείς είναι άκοπον, ενώ το να ευεργετή κοπιώδες. (25) Διά τούτο και αι μητέρες αγαπούν τα τέκνα των περισσότερον παρά οι πατέρες, διότι οι πόνοι διά την γέννησίν των είναι μεγαλύτεροι και διότι έχουν την συνείδησιν, ότι είναι ιδικά των. Φαίνεται δε ότι το συναίσθημα τούτο είναι οικείον και εις τους ευεργέτας.