Μτφρ. Ν.Χ. Χουρμουζιάδης. χ.χ. Λυσία Λόγος εναντίον του Ερατοσθένη. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Εξάλλου, ακόμα και αν πραγματικά λέγει την αλήθεια σχετικά με τις αντιδράσεις του, δεν είναι λογικό να δώσουμε πίστη στον ισχυρισμό του ότι εκτελούσε εντολές. Γιατί, απλούστατα, στην περίπτωση των μετοίκων δε ζητούσαν καμιά διαβεβαίωση. Άλλωστε, σε ποιον ήταν λιγότερο πιθανό να δοθεί μια τέτοια εντολή, παρά σ' εκείνον που έτυχε να έχει αντιρρήσεις και μάλιστα να εκφράσει κιόλας τη γνώμη του; Ποιος ήταν λιγότερο πιθανό να εκτελέσει τις εντολές παρά εκείνος που πρόβαλε αντιρρήσεις σε όσα οι Τριάντα σχεδίαζαν να κάνουν; Ακόμα, οι υπόλοιποι Αθηναίοι, έχουν, μου φαίνεται, και κάποιους λόγους να ρίχνουν στους Τριάντα τις ευθύνες για όσα έγιναν. Όταν όμως οι ίδιοι οι Τριάντα ρίχνουν τις ευθύνες στον εαυτό τους, με ποια λογική θα δεχτείτε το επιχείρημά τους; Γιατί, αν στην πόλη λειτουργούσε κάποια εξουσία ισχυρότερη, που να του έδινε εντολή να θανατώνει ανθρώπους καταπατώντας το δίκαιο, δικαιολογημένα ίσως να τον συγχωρούσατε. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, ποιον επιτέλους θα τιμωρήσετε, αν θα έχουν το δικαίωμα οι Τριάντα να ισχυρίζονται ότι εκτελούσαν αυτά που τους είχαν προστάξει οι Τριάντα;

Πρέπει ακόμα να προσθέσω ότι δε συνέλαβε τον Πολέμαρχο στο σπίτι του, αλλά στο δρόμο, όπου είχε τη δυνατότητα και εκείνον να σώσει και με την απόφασή τους να είναι εντάξει. Εσείς οργίζεστε με όλους όσοι ήρθαν στα σπίτια σας ερευνώντας για σας ή για κάποιον από τους δικούς σας. Και φυσικά, αν είναι αναγκαίο να συγχωρήσετε όσους εξόντωσαν άλλους, για να σώσουν τον εαυτό τους, ίσως σε τέτοιες περιπτώσεις θα είχατε κάποια δικαιολογία, αφού ήταν γι' αυτούς επικίνδυνο να τους έστελναν κάπου οι Τριάντα και να μην πήγαιναν ή να έβρισκαν τους καταζητούμενους και να έλεγαν ότι δεν τους βρήκαν. Ο Ερατοσθένης όμως είχε τη δυνατότητα να πει ότι δε συνάντησε τον Πολέμαρχο, ή ακόμα ότι δεν τον είδε. Αυτό δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθεί ούτε με έρευνα ούτε με ανάκριση· έτσι, ούτε οι εχθροί του, και να ήθελαν ακόμα, δεν μπορούσαν να τον ελέγξουν. Και είχες χρέος, Ερατοσθένη, αν πραγματικά ήσουν ακέραιος άνθρωπος, να γίνεις πληροφοριοδότης για χάρη αυτών που ήταν να θανατωθούν άδικα και όχι να συλλαμβάνεις αυτούς που θα εξοντώνονταν άδικα. Οι πράξεις σου όμως αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο που δε στενοχωριόταν, αλλά αντίθετα χαιρόταν με όσα γίνονταν.

Επομένως, οι δικαστές πρέπει να στηρίξουν την ψήφο τους στα έργα και όχι στα λόγια σου· να χρησιμοποιήσουν ως αποδείξεις για τα όσα τότε έλεγες τα όσα ξέρουν ότι έκανες, αφού δεν είναι δυνατό να παρουσιαστούν μάρτυρες για κείνα. Γιατί εμείς δεν είχαμε δικαίωμα όχι μόνο να είμαστε παρόντες στις συζητήσεις σας, αλλά ούτε καν να βρισκόμαστε στο σπίτι μας. Έτσι, εσείς έχετε τη δυνατότητα, μολονότι έχετε διαπράξει κάθε κακό εναντίον της πόλης, να διεκδικήσετε για τον εαυτό σας κάθε καλό. Παρ' όλα αυτά, δεν επιμένω στην άρνησή μου· δέχομαι, αν θέλεις, ότι πρόβαλες αντιρρήσεις. Απορώ, πάντως, τι αλήθεια θα έκανες, αν συμφωνούσες μαζί τους, αφού τώρα πού έχεις αντιδράσει, όπως λες, οδήγησες τον Πολέμαρχο στο θάνατο.

Αλήθεια, πώς θα τον αντιμετωπίζατε, αν τύχαινε να είστε αδέλφια του ή και γιοι του; θα τον αθωώνατε; Ο Ερατοσθένης όμως, δικαστές, πρέπει ν' αποδείξει ένα από τα δύο: ή ότι δε συνέλαβε τον Πολέμαρχο ή ότι η πράξη του ήταν δίκαιη. Αυτός όμως ομολόγησε ότι η σύλληψη του αδελφού μου ήταν άδικη, και επομένως έχει διευκολύνει την απόφασή σας. Εξάλλου, όπως ξέρετε, πολλοί και από τους πολίτες και από τους ξένους ήρθαν εδώ, για να διαπιστώσουν ποια θα είναι η γνώμη σας γι' αυτούς τους ανθρώπους. Από αυτούς, όσοι είναι συμπολίτες σας, θα φύγουν έχοντας μάθει ή ότι θα τιμωρηθούν για οποιεσδήποτε παρανομίες τους ή ότι, αν επιτύχουν στις επιδιώξεις τους, μπορούν να γίνουν τύραννοι, ενώ, αν αποτύχουν, θα βρεθούν στην ίδια μοίρα με σας. Όσοι πάλι ξένοι βρίσκονται εδώ, θα διαπιστώσουν αν άδικα απελαύνουν τους Τριάντα από τις πόλεις τους ή δίκαια. Γιατί αν εσείς, που είστε τα θύματά τους, τους αθωώσετε, μολονότι τους έχετε συλλάβει, οπωσδήποτε οι ξένοι θα θεωρήσουν τους εαυτούς τους υπερβολικούς να παίρνουν μέτρα για δικό σας λογαριασμό. Τους στρατηγούς, που είχαν νικήσει στη ναυμαχία, όταν είπαν στην απολογία τους ότι αιτία ήταν η θαλασσοταραχή που δεν μπόρεσαν να περισυλλέξουν τους ναυαγούς, τους καταδικάσατε σε θάνατο, επειδή πιστεύατε ότι είχατε χρέος, για χάρη της ανδρείας των νεκρών, να τιμωρήσετε τους υπεύθυνους. Ύστερα από αυτά, δεν είναι φοβερό αυτούς, που, όταν ήταν απλοί πολίτες, όσο περνούσε από το χέρι τους, έγιναν αιτία να ηττηθείτε σε μια ναυμαχία, και όταν πήραν την εξουσία, ομολογούν ότι αυτόβουλα θανάτωσαν πολλούς πολίτες χωρίς δίκη ― αυτούς δεν πρέπει αλήθεια να τους τιμωρήσετε και τους ίδιους και τα παιδιά τους με τις βαρύτερες ποινές;

Προσωπικά, δικαστές, υπολόγιζα ότι η κατηγορία που έχω διατυπώσει είναι αρκετή. Γιατί νομίζω ότι πρέπει κανείς με τις κατηγορίες του να φτάσει ως το σημείο όπου θα σχηματιστεί η γνώμη ότι οι πράξεις ενός κατηγορουμένου αξίζουν την ποινή του θανάτου. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία που μπορούμε να τους επιβάλουμε. Δεν καταλαβαίνω, επομένως, γιατί πρέπει να διατυπώσω πολλές κατηγορίες εναντίον τέτοιων ανθρώπων, που, και αν ακόμα θανατώνονταν δυο φορές για κάθε ένα από τα εγκλήματά τους, δε θα μπορούσαν να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει. Εξάλλου, αυτός δεν έχει δικαίωμα να καταφύγει στο μέσο που είναι συνηθισμένο σ' αυτή την πόλη: να μην απολογούνται δηλαδή οι κατηγορούμενοι για όσα έχουν κατηγορηθεί, αλλά, αναφέροντας για τον εαυτό τους διάφορα άσχετα πράματα, μερικές φορές σας εξαπατούν, αποδείχνοντάς σας τάχα ότι είναι γενναίοι στρατιώτες ή ότι κάποτε, όταν υπηρετούσαν ως τριήραρχοι, έπιασαν πολλά εχθρικά πλοία ή ότι έφεραν στη συμμαχία σας πολλές πόλεις που ήταν εχθρικές. Ζητήστε αλήθεια από αυτόν να σας αποδείξει σε ποια περίπτωση σκότωσαν τόσους εχθρούς, όσους πολίτες, ή σε ποια περίπτωση έπιασαν τόσα πλοία, όσα οι ίδιοι παράδωσαν, ή ποια πόλη πρόσθεσαν στη συμμαχία σας τόσο μεγάλη, όσο η δική σας που υποδούλωσαν. Και μήπως μάζεψαν ποτέ σε μάχη τόσα όπλα από τους εχθρούς, όσα πήραν από σας, ή μήπως κυρίεψαν τέτοια τείχη, σαν τα τείχη της πατρίδας τους που κατεδάφισαν; Αυτοί ακόμα και τα οχυρά, που ήταν σε διάφορα σημεία της Αττικής, τα γκρέμισαν και μετά σας ανακοίνωσαν ότι και το γύρω από τον Πειραιά τείχος δεν το κατεδάφισαν με εντολή των Λακεδαιμονίων, αλλά επειδή πίστευαν ότι μ' αυτόν τον τρόπο γινόταν ασφαλέστερη η εξουσία τους.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Λυσίας. Λόγοι. Μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Ουδέ τούτο βεβαίως πρέπει να του πιστεύσητε, ότι δηλαδή διετάχθη, αν βέβαια λέγη την αλήθειαν, ισχυριζόμενος ότι διεφώνησε προς τους Τριάκοντα διά την σύλληψιν των μετοίκων. Διότι, αν πραγματικώς διεφώνησεν, όπως ισχυρίζεται, δεν ηδύναντο να δοκιμάσουν αυτόν επί των μετοίκων, αφού αντείπεν εις την περί αυτών γνώμην των. Επειδή βέβαια εις ποίον ήτο πρέπον να απιστούν και να μη δώσουν διαταγήν παρά εις εκείνον, όστις διαφωνήσας είχε καταστήσει φανεράν την περί των μετοίκων γνώμην του; Διότι ποίος ήτο φυσικόν να εκτελέση απροθύμως την διαταγήν των Τριάκοντα παρά ο διαφωνήσας εις εκείνα τα οποία αυτοί ήθελον να εκτελεσθούν; Προσέτι δε μου φαίνεται ότι εις τους άλλους Αθηναίους υπάρχει ικανή δικαιολογία να αιτιώνται τους Τριάκοντα δι' όσα τότε επράχθησαν· σεις δε πώς είναι πρέπον να επιδοκιμάζετε την δικαιολογίαν των Τριάκοντα, εάν την αιτίαν των τότε συμβαινόντων αναφέρουν εις τους εαυτούς των; Διότι, εάν μεν υπήρχεν εις την πόλιν εξουσία ισχυροτέρα από την εξουσίαν των Τριάκοντα, υπό της οποίας είχε διαταχθή αυτός να φονεύση ανθρώπους αδίκως, θα παρείχετε ίσως συγγνώμην εις αυτόν. Τώρα δε ποίον θα τιμωρήσετε, εάν θα επιτραπή εις τους Τριάκοντα να ισχυρίζωνται, ότι εξετέλουν τας διαταγάς των Τριάκοντα; Και καθώς είναι γνωστόν όχι εις την οικίαν του, αλλ' εις την οδόν συλλαβών τον Πολέμαρχον τον ωδήγησεν εις τας φυλακάς, ενώ ήτο δυνατόν και αυτόν να σώση, και τας διαταγάς των Τριάκοντα να μη παραβή. Σεις δε χωρίς αμφιβολίαν αγανακτείτε εναντίον εκείνων που ήλθον εις τας οικίας σας να ζητήσουν ή σας ή κανένα από τους ιδικούς σας. Και βέβαια, αν πρέπη, μου φαίνεται, να συγχωρούνται οι χάριν της σωτηρίας των άλλους καταστρέψαντες, εκείνους δύνασθε δικαιότερον να συγχωρήτε εν ταύτη τη περιστάσει παρά εις οιανδήποτε άλλην, διότι υπήρχε κίνδυνος εις αυτούς αποσταλέντας εις οικίαν τινά να μη μεταβούν και ευρόντας εν αυτή τους ζητουμένους να βεβαιώσουν ότι δεν τους εύρον. Ο Ερατοσθένης όμως ηδύνατο να είπη, ότι δεν συνήντησε τον Πολέμαρχον, ούτε τον είδε· διότι ταύτα δεν επεδέχοντο ούτε εξέλεγξιν ούτε έρευναν, ώστε και οι εχθροί να μη δύνανται να εξελέγξουν, και αν είχον τοιαύτην πρόθεσιν. Έπρεπε δε συ, Ερατοσθένη, αν καθώς ισχυρίζεσαι, ήσο χρηστός, να προτιμήσης να ανακοινώσης εις την βουλήν περί των μελλόντων αδίκως να αποθάνουν, παρά να συλλαμβάνης τους αδίκως καταστρεφομένους. Τώρα όμως από τα έργα σου έγινε φανερόν ότι δεν εστενοχωρείσο, αλλ' ότι ησθάνεσο ευχαριστημένος διά τα γιγνόμενα, ώστε πρέπον είναι οι δικασταί να ψηφίσουν σύμφωνα με τα έργα σου παρά σύμφωνα με τους λόγους σου, λαμβάνοντες ως απόδειξιν των τότε λεγομένων, όσα γνωρίζουν ότι έγιναν, διότι μάρτυρας περί αυτών δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσωμεν. Διότι όχι μόνον δεν επετρέπετο εις ημάς να παρευρισκώμεθα εις τας συζητήσεις, αλλ' ουδέ εις τας οικίας μας να μένωμεν, ώστε είναι εις την εξουσίαν εκείνων, οι οποίοι παντοιοτρόπως έβλαψαν την πόλιν, να λέγουν διά τους εαυτούς των πάντα τα αγαθά. Τούτο όμως δεν το αρνούμαι, δηλαδή ότι διεφώνησας, αλλά συμφωνώ μαζί σου, αν θέλης. Απορώ δε τι τέλος πάντων θα έπραττες αν συνεφώνεις, οπότε ισχυριζόμενος ότι διεφώνησες εφόνευσες τον Πολέμαρχον.

Εμπρός λοιπόν ειπέτε μου και εάν συνέβαινε να είσθε αδελφοί του ή παιδιά του διατί θα τον αθωώνατε; Διότι πρέπει, κύριοι δικασταί, ο Ερατοσθένης έν εκ των δύο να αποδείξη, ή ότι δεν ωδήγησε τον Πολέμαρχον εις τας φυλακάς, ή ότι δικαίως έπραξε τούτο. Ούτος δε έχει ομολογήσει ότι αδίκως συνέλαβε αυτόν, ώστε σας διηυκόλυνε να τον καταδικάσετε διά της ψήφου σας. Πολλοί, και πολίται και ξένοι έχουν έλθει διά να πληροφορηθούν ποίαν απόφασιν διά τον κατηγορούμενον θα εκδώσητε. Από τους παρακολουθούντας την δίκην οι μεν συμπολίται μας θα απέλθουν αφού πληροφορηθούν ότι ή θα τιμωρηθούν διά τα σφάλματά των, ή κατορθώσαντες μεν όσα επιθυμούν θα γίνουν τύραννοι της πόλεως, αποτυχόντες δε θα έχουν ίσα με σας δικαιώματα· όσοι δε ξένοι ευρίσκονται εν Αθήναις θα μάθουν αν δικαίως ή αδίκως εκδιώκουν εκ των πόλεών των τους Τριάκοντα. Διότι, αν βέβαια σεις οι ίδιοι κακοποιηθέντες συλλαβόντες αυτούς τους αθωώσετε, μου φαίνεται ότι θα νομίσουν, ότι υπερβολικά χάριν υμών τους τιμωρούν εκδιώκοντες εκ των πόλεών των. Δεν είναι λοιπόν φοβερόν, αν τους μεν στρατηγούς, οι οποίοι ενίκων εν τη ναυμαχία, ότε ένεκα της τρικυμίας έλεγον ότι δεν ηδυνήθησαν να συλλέξουν τους πεσόντας εις την θάλασσαν, τους κατεδικάσατε εις θάνατον φρονούντες ότι έπρεπε να τιμωρήσετε εκείνους χάριν της αρετής των αποθανόντων, τούτους δε, οι οποίοι όταν ήσαν ιδιώται, όσον ηδύναντο συνετέλεσαν να νικηθήτε εις την ναυμαχίαν, όταν δε ανέλαβον την εξουσίαν, ομολογούν ότι πολλούς πολίτας άνευ δίκης εφόνευσαν, δεν πρέπει λοιπόν αυτούς και τους παίδας αυτών να τους τιμωρήσητε με τας μεγαλυτέρας τιμωρίας;

Εγώ λοιπόν, κύριοι δικασταί, θα ενόμιζον ότι είναι αρκεταί αι εκτεθείσαι εναντίον του κατηγορίαι· διότι νομίζω ότι μέχρι τούτου του σημείου πρέπει να κατηγορή τις, έως ότου πεισθήτε ότι υπό του κατηγορουμένου έχουν διαπραχθή εγκλήματα άξια να επισύρουν εναντίον του την ποινήν του θανάτου· διότι την ποινήν ταύτην δυνάμεθα να επιβάλωμεν εις αυτούς ως την μεγαλυτέραν τιμωρίαν. Ώστε δεν γνωρίζω διατί πρέπει να κατηγορή τις τοιούτους ανθρώπους διά πολλά εγκλήματα, οι οποίοι και δύο φοράς αν αποθάνουν δι' έν έκαστον εκ των εγκλημάτων των δεν θα τιμωρηθούν επαρκώς. Διότι βέβαια δεν αρμόζει να πράξη ο κατηγορούμενος εκείνο το οποίον συνηθίζεται εις ταύτην εδώ την πόλιν, δηλαδή να μη απολογούνται οι δικαζόμενοι εις τας αποδιδομένας εις αυτούς κατηγορίας, επαινούντες δε τον εαυτόν τους διά πράγματα άσχετα με την δικαζομένην υπόθεσιν ενίοτε σας εξαπατούν, αποδεικνύοντες εις σας ότι είναι γενναίοι στρατιώται, ή κατά την τριηραρχίαν των συνέλαβον πολλά εχθρικά πλοία, ή ότι εχθρικάς πόλεις κατώρθωσαν να κάμουν φιλικάς· διατάξατέ τον να αποδείξη πού εφόνευσαν τόσους εχθρούς, όσους εφόνευσαν πολίτας, ή πού συνέλαβον τόσα εχθρικά πλοία, όσα παρέδωσαν εις τους εχθρούς, ή ποίαν πόλιν κατέκτησαν, όπως υπεδούλωσαν την ιδικήν μας. Αλλά εκυρίευσαν τόσα εχθρικά όπλα, όσα αφήρεσαν από σας; Αλλά εκυρίευσαν τόσα φρούρια, όσα κατέστρεψαν της πατρίδος των; Οι οποίοι κατέστρεψαν και τα περί την Αττικήν φρούρια, και σας έκαμαν φανερόν ότι και το φρούριον του Πειραιώς κατέστρεψαν άνευ της διαταγής των Λακεδαιμονίων, διότι ενόμιζον ότι τοιουτοτρόπως θα έχουν εις το μέλλον ασφαλέστερον την εξουσίαν.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2003. Λυσίας. ΙΙ, Καταγγελτικοί Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Χ. Τσολάκης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Και ούτε γι' αυτό, πάλι, είναι φυσικό να δίνετε βάση στα λεγόμενά του, αν είναι αληθινά τα όσα λέει για τις δήθεν αντιρρήσεις του κι ότι εκτελούσε διαταγές άλλων. Γιατί, δε θα τον δοκίμαζαν στις συλλήψεις των μετοίκων. Αλήθεια, σε ποιον ήταν φυσικό να δοθεί μια τέτοια διαταγή λιγότερο παρά σε εκείνον που είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις του και είχε εκφέρει την άποψή του; Και ποιος ήταν φυσικό να φροντίσει για την υλοποίησή τους λιγότερο, παρά εκείνος που διαφωνούσε με όσα οι άλλοι ήθελαν να κάνουν;

Ακόμη, και για τους υπόλοιπους Αθηναίους μου φαίνεται ότι υπάρχει ισχυρή δικαιολογία να επιρρίψουν την αιτία των όσων έχουν γίνει στους τριάντα τυράννους. Πώς, λοιπόν, είναι φυσικό να δικαιολογείτε εσείς τους Τριάντα, αν επωμίζονται οι ίδιοι τις ευθύνες τους; Γιατί, αν υπήρχε στην πόλη εξουσία ανώτερη από τους τριάντα τυράννους, από την οποία έπαιρνε αυτός εντολές να σκοτώνει ανθρώπους παράνομα, ίσως να τον συγχωρούσατε εύλογα· τώρα όμως, ποιον θα τιμωρήσετε, αν επιτραπεί στους Τριάκοντα να πουν ότι έκαναν όσα πήραν εντολή από τους …. Τριάκοντα (να κάνουν). Κι όπως είναι γνωστό, τον οδήγησε (τον Πολέμαρχο) στη φυλακή, αφού τον συνέλαβε στο δρόμο κι όχι στο σπίτι, ενώ του ήταν δυνατό και να τον σώσει και να μην παραβιάσει καμία από τις αποφάσεις τους. Ασφαλώς, όλοι σας αισθάνεσθε οργή για όσους όρμησαν στα σπίτια σας ζητώντας να συλλάβουν ή εσάς τους ίδιους ή κάποιους από τους δικούς σας· αν, πάλι, πρέπει να συγχωρήσετε αυτούς που στο βωμό της προσωπικής τους σωτηρίας σκότωσαν άλλους, εκείνους θα μπορούσατε (να συγχωρήσετε) δικαιότερα· γιατί υπήρχε ενδεχόμενο να πάρουν εντολή να μεταβούν κάπου και να μην πάνε ή να αρνηθούν ότι βρήκαν μέσα στο σπίτι τους τον καταζητούμενο, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μέσα. Ο Ερατοσθένης, για παράδειγμα, μπορούσε να ισχυριστεί ότι δε συνάντησε (τον αδελφό μου) κι ούτε τον είδε· γιατί αυτά δεν επιδέχονταν ούτε έλεγχο ούτε εξονυχιστική έρευνα ώστε, και να το ήθελαν οι εχθροί ακόμη, να μη μπορούν να το αποδείξουν. Έπρεπε λοιπόν εσύ, Ερατοσθένη, αν ήσουν εντάξει, να ειδοποιείς (με τρόπο) αυτούς που ήταν άδικα μελλοθάνατοι παρά να προβαίνεις σε συλλήψεις αυτών που φονεύονταν άδικα. Τώρα, όμως, έχεις αποκαλυφθεί από τις πράξεις σου ότι όχι απλά δε στενοχωριόσουν αλλά χαιρόσουν από πάνω με όσα (αίσχη) κάνατε, έτσι που και αυτοί εδώ οι δικαστές πρέπει να εκδώσουν την απόφαση με βάση τα έργα σου και όχι με βάση την απολογία σου, έχοντας ως αποδείξεις των τότε λεγομένων τα όσα γνωρίζουν ότι έγιναν, γιατί δεν είναι δυνατόν να έχουμε μάρτυρες γι' αυτά. Γιατί όχι μόνο απαγορευόταν σε μας να παραβρισκόμαστε (στις δίκες) αλλά ούτε στα σπίτια μας, ώστε να έχουν την άνεση να απαριθμούν όλα τα αγαθά για τους εαυτούς τους αυτοί που διέπραξαν όλα τα εγκλήματα σε βάρος της πόλης. Αυτό, λοιπόν, δεν το αρνούμαι, αλλά συμφωνώ μαζί σου, αν θέλεις, ότι δηλαδή έφερες αντιρρήσεις (για τη σύλληψη του αδελφού μου). Αναλογίζομαι όμως με φρίκη τι θα μπορούσες να κάνεις συμφωνώντας (με τους Τριάκοντα), αφού, ισχυριζόμενος ότι διαφωνείς, σκότωσες τον Πολέμαρχο.

Εμπρός λοιπόν, γιατί θα τον αθωώνατε, αν τύχαινε να είσθε αδέλφια ή παιδιά του; Γιατί, άνδρες δικαστές, ο Ερατοσθένης πρέπει να αποδείξει ένα από τα δυο, ή δηλαδή ότι δεν τον οδήγησε στη φυλακή ή ότι το έκανε αυτό δίκαια· αυτός, όμως, παραδέχτηκε ότι τον συνέλαβε άδικα, ώστε έκανε πανεύκολη για σας την καταδικαστική σας ψήφο. Γιατί, ήρθαν (σήμερα) πολλοί και από τους συμπολίτες μας και από τους ξένους για να πληροφορηθούν ποια απόφαση θα εκδώσετε γι' αυτούς. Απ' αυτούς οι συμπολίτες μας θα φύγουν, αφού θα έχουν πληροφορηθεί ότι ή θα τιμωρηθούν για τα αδικήματά τους ή, αν πετύχουν όσα στοχεύουν, ότι θα γίνουν τύραννοι της πόλης μας, κι αν τυχόν αποτύχουν, θα απολαμβάνουν ίση εκτίμηση με σας. Όσοι, πάλι, ξένοι παρεπιδημούν στην Αθήνα, θα μάθουν αν δίκαια ή άδικα διώχνουν από τις πόλεις τους τους τριάντα τυράννους. Γιατί, αν τους αφήσουν ελεύθερους, αφού τους συνέλαβαν αυτοί που δεινοπάθησαν, ασφαλώς και θα θεωρήσουν τους εαυτούς τους ηλίθιους κηρύσσοντας τους τυράννους «personas non gratas» για το χατίρι σας. Δεν είναι, λοιπόν, αλλοπρόσαλλο, αν τους στρατηγούς που νίκησαν στη ναυμαχία τους καταδικάσατε σε θάνατο, γιατί ισχυρίστηκαν ότι δεν μπόρεσαν λόγω της θαλασσοταραχής να περισυλλέξουν τα ναυάγια των νεκρών, επειδή πιστεύατε ότι πρέπει να τιμωρήσετε αυτούς υπερασπιζόμενοι την αρετή των νεκρών, ενώ αυτοί όντας απλοί πολίτες έκαναν το παν να νικηθείτε στη ναυμαχία, κι όταν θρονιάστηκαν στην εξουσία, παραδέχονται ότι με επιλογή τους οδήγησαν πολλούς στο θάνατο χωρίς να τους δικάσουν, δεν πρέπει λοιπόν αυτούς και τα παιδιά τους να τους τιμωρήσετε με την εσχάτη των ποινών;

Εγώ λοιπόν, κύριοι δικαστές, θα αξίωνα να θεωρηθούν αρκετές αυτές οι καταγγελίες μου. Γιατί, μέχρι αυτό το σημείο νομίζω ότι πρέπει να κατηγορεί κανείς, μέχρις ότου δηλαδή αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει εγκλήματα άξια της θανατικής του καταδίκης· εξάλλου, αυτή ως έσχατη τιμωρία μπορούμε να επιβάλουμε σ' αυτούς. Επομένως, δεν ξέρω γιατί πρέπει να κατηγορήσουμε με περισσότερα στοιχεία τέτοιους ανθρώπους, που δε θα μπορούσαν να τιμωρηθούν αντάξια των εγκλημάτων τους, ούτε κι αν για το καθένα χωριστά καταδικάζονταν «δις εις θάνατον». Στον κατηγορούμενό μας, βέβαια, δεν αρμόζει να κάνει ούτε αυτό που συνηθίζεται κατά κόρον να γίνεται στην πόλη μας, να μην απολογούνται δηλαδή για τις κατηγορίες σε βάρος τους αλλά να επιχειρούν να σας εξαπατήσουν πολλές φορές λέγοντας «άλλα αντ' άλλων», αραδιάζοντας δηλαδή ότι ήταν γενναίοι στρατιώτες ή ότι έπιασαν πολλά εχθρικά καράβια όταν ήταν τριήραρχοι ή ότι πόλεις εχθρικές τις έφεραν στη συμμαχία μας. Προκαλέστε τον, λοιπόν, να αποδείξει πού σκότωσαν τόσους πολλούς εχθρούς όσους συμπολίτες μας ή πού συνέλαβαν τόσα καράβια όσα παρέδωσαν ή ποια τέτοια πόλη κατέκτησαν σαν τη δική μας που την ξεπούλησαν. Μήπως, πάλι, πήραν τόσα πολλά όπλα ως λάφυρα από τους εχθρούς, όσα αφαίρεσαν από σας; Αλλά, μήπως γκρέμισαν τέτοια τείχη σαν αυτά της πόλης μας που τα σώριασαν ολόγυρα σε ερείπια; Οι ίδιοι τους γκρέμισαν και τα φρούρια της Αττικής και σας δήλωσαν ωμά ότι τα τείχη του Πειραιά δεν τα γκρέμισαν επειδή το απαιτούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά γιατί πίστευαν ότι έτσι η χούντα τους θα ήταν ασφαλέστερη.