Μτφρ. Ν.Χ. Χουρμουζιάδης. χ.χ. Λυσία Λόγος εναντίον του Ερατοσθένη. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

Δε μου φαίνεται, δικαστές, ότι είναι δύσκολο ν' αρχίσω την κατηγορία μου, αλλά να πάψω να μιλώ. Τα έργα των ανθρώπων αυτών είναι τόσο φοβερά και τόσα πολλά, ώστε, και ψέματα να έλεγε κανείς, δε θα μπορούσε να βρει κατηγορίες χειρότερες από την πραγματικότητα, και την αλήθεια να ήθελε να πει, δε θα κατόρθωνε να την πει όλη· αναγκαστικά, ή ο κατήγορος από εξάντληση θα σταματούσε ή ο καθορισμένος χρόνος δε θα επαρκούσε. Και έχω την εντύπωση ότι σ' αυτή τη δίκη θα μας συμβεί το αντίθετο απ' ό,τι γινόταν στο παρελθόν. Ως τώρα δηλαδή έπρεπε οι κατήγοροι να εκθέτουν τους λόγους της προσωπικής τους έχθρας για τους κατηγορούμενους· τώρα χρειάζεται από τους κατηγορούμενους να μάθουμε τι είδους έχθρα έτρεφαν απέναντι στην πόλη και τόλμησαν να διαπράξουν τέτοια εγκλήματα εναντίον της. Και μιλώ έτσι όχι επειδή δεν έχω λόγους προσωπικής έχθρας και οικογενειακές συμφορές, αλλά, απλούστατα, επειδή όλοι μας έχουμε ένα σωρό λόγους να είμαστε οργισμένοι τόσο για ιδιωτικά όσο και για δημόσια θέματα. Έτσι λοιπόν και εγώ, δικαστές, αναγκάζομαι τώρα με όσα έχουν συμβεί να γίνω κατήγορός του, μολονότι ποτέ ως αυτή τη στιγμή δεν ασχολήθηκα με δικαστήρια ούτε για δικές μου ούτε για ξένες υποθέσεις. Γι' αυτό πολλές φορές αισθάνθηκα να χάνω ολότελα το θάρρος μου από φόβο μήπως, στην προσπάθειά μου να εκπροσωπήσω σ' αυτή τη δίκη και τον αδελφό μου και μένα τον ίδιο, φανώ από έλλειψη πείρας ένας ανάξιος και αδύνατος κατήγορος. Όπως και να είναι όμως, θα προσπαθήσω να σας κατατοπίσω για την υπόθεση από την αρχή όσο μπορώ συντομότερα.

Ο πατέρας μου Κέφαλος ακολούθησε τη συμβουλή του Περικλή και ήρθε σ'αυτό τον τόπο, όπου έζησε τριάντα χρόνια και με κανέναν ποτέ ούτε εμείς ούτε εκείνος δεν ήρθαμε σε δικαστικό αγώνα, ούτε ως κατήγοροι ούτε ως κατηγορούμενοι, αλλά ζούσαμε τον καιρό της δημοκρατίας με τέτοιον τρόπο, που ούτε εμείς βλάφταμε τους άλλους ούτε οι άλλοι μας ενοχλούσαν. Όταν πήραν την εξουσία οι Τριάντα, αυτοί οι πανούργοι και συκοφάντες, διακήρυξαν ότι ήταν απαραίτητο να εκκαθαρίσουν την πόλη από τα επικίνδυνα στοιχεία, και έτσι να οδηγηθούν οι πολίτες σε μια φρόνιμη και ενάρετη ζωή. Μολονότι όμως υπόσχονταν κάτι τέτοια, τίποτε απ' αυτά δεν επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν, όπως θα προσπαθήσω να σας θυμίσω και σχετικά μ' εσάς, αφού μιλήσω πρώτα για το προσωπικό μου θέμα.

Ο Θέογνης και ο Πείσωνας σε μια σύσκεψη των Τριάντα υποστήριξαν σχετικά με τους μετοίκους ότι ήταν ανάμεσά τους μερικοί δυσαρεστημένοι με την πολιτική κατάσταση· είχαν λοιπόν οι Τριάντα μια θαυμάσια πρόφαση να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι επιβάλλουν κυρώσεις, στην πράξη όμως να εξοικονομήσουν χρήματα· άλλωστε η πόλη βρισκόταν σε οικονομικό αδιέξοδο, και η κυβέρνηση χρειαζόταν πόρους. Δε δυσκολεύτηκαν να πείσουν το ακροατήριό τους· γι' αυτούς η εκτέλεση ανθρώπων είχε ελάχιστη σημασία, ενώ η εξασφάλιση χρημάτων μεγάλη. Αποφάσισαν λοιπόν να συλλάβουν δέκα μετοίκους, ανάμεσά τους και δύο φτωχούς, για να έχουν και για την περίπτωση των υπολοίπων κάποιο πρόσχημα, ότι τάχα οι ενέργειές τους δεν είχαν οικονομικά κίνητρα, αλλά αποσκοπούσαν στο συμφέρον της πολιτείας ― λες και οποιαδήποτε άλλη από τις πράξεις τους ήταν δικαιολογημένη. Μοίρασαν λοιπόν ανάμεσά τους τα σπίτια και ξεκίνησαν. Εμένα με βρήκαν να έχω τραπέζι σε κάτι φίλους· τους διώχνουν και με παραδίνουν στον Πείσωνα. Οι υπόλοιποι πήγαν στο εργαστήριό μας και άρχισαν να καταγράφουν τους δούλους. Ρώτησα τότε τον Πείσωνα αν ήταν διατεθειμένος να με σώσει παίρνοντας χρήματα· εκείνος είπε ναι, αρκεί να ήταν πολλά. Του είπα ότι ήμουν έτοιμος να δώσω ένα τάλαντο ασημένια νομίσματα· συμφώνησε να το κάνει. Ήξερα, φυσικά, ότι δε φοβάται ούτε θεούς ούτε ανθρώπους, αλλά, κάτω από τις συνθήκες εκείνες, νόμισα ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να του αποσπάσω κάποια ένορκη διαβεβαίωση. Όταν ορκίστηκε στη ζωή του και στη ζωή των παιδιών του ότι, μόλις πάρει το ποσό, θα με σώσει, μπαίνω στο δωμάτιό μου και ανοίγω το χρηματοκιβώτιο. Όταν με αντιλήφθηκε ο Πείσωνας, έρχεται μέσα και, βλέποντας το περιεχόμενο του κιβωτίου, φωνάζει δύο από τους βοηθούς του και δίνει εντολή να πάρουν όσα είχε μέσα. Επειδή όμως, δικαστές, το κιβώτιο δεν είχε μόνο όσα είχαμε συμφωνήσει, αλλά τρία τάλαντα ασημένια νομίσματα, τετρακόσιους κυζικηνούς και εκατό δαρεικούς και ακόμα τέσσερις ασημένιες κούπες, τον παρακάλεσα να μου αφήσει τουλάχιστο τα απαραίτητα για το ταξίδι, αλλά εκείνος μου είπε να είμαι ευχαριστημένος, αν σώσω τη ζωή μου.

Καθώς βγαίναμε εγώ και ο Πείσωνας, μας συναντάει ο Μηλόβιος με το Μνησιθείδη φεύγοντας από το εργαστήριο· μας βρίσκουν ακριβώς στην πόρτα και μας ρωτούν για πού πηγαίναμε· εκείνος είπε στου αδελφού μου, για να κάνει ένα έλεγχο και σ' εκείνο το σπίτι. Εκείνου του είπαν να συνεχίσει και σ' εμένα να τους ακολουθήσω στο σπίτι του Δάμνιππου. Ο Πείσωνας τότε με πλησίασε και με συμβούλεψε να σωπάσω και να έχω θάρρος, γιατί θα ερχόταν προς τα εκεί. Βρίσκουμε στου Λάμνιππου το Θέογνη να φρουρεί μερικούς άλλους·με παράδωσαν σ' αυτόν και ξανάφυγαν. Στην κατάσταση που βρισκόμουν, αποφάσισα να το διακινδυνέψω, αφού ο θάνατός μου ήταν βέβαιος.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Λυσίας. Λόγοι. Μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Κύριοι δικασταί μου φαίνεται ότι δεν είναι δύσκολον να αρχίσω κατηγορίαν, αλλά ότι δύσκολον είναι να παύσω ομιλών. Τόσον μεγάλα και τόσον πολλά εγκλήματα υπ' αυτών (των Τριάκοντα) έχουν διαπραχθή, ώστε ούτε, εάν ψεύδεται τις είναι δυνατόν να αποδώση εις τους κατηγορουμένους φοβερωτέρας κατηγορίας από τας πραγματικάς, ούτε, αν θέλη να είπη την αλήθειαν, δύναται να απαριθμήση όλα τα εγκλήματά των, αλλ' είναι ανάγκη ή ο κατήγορος να κουρασθή ή ο χρόνος να μη εξαρκέση. Νομίζω ότι θα συμβή εις υμάς το αντίθετον από εκείνο που εγίνετο εις το παρελθόν. Πρότερον δηλαδή οι κατηγορούντες ώφειλον να δείξουν την αιτίαν της έχθρας των προς τους κατηγορουμένους. Τώρα όμως πρέπει να ζητήται από τους κατηγορουμένους να σας εκθέσουν, ποία ήτο η αιτία της έχθρας των εναντίον της πόλεως διά την διάπραξιν τόσων φοβερών εγκλημάτων εναντίον αυτής. Ομιλώ δε κατ' αυτόν τρόπον όχι διότι δεν έχω προσωπικάς έχθρας εναντίον των κατηγορουμένων και συμφοράς εξ αιτίας αυτών, αλλά διότι υπάρχει πολλή αφθονία εις όλους ώστε να αγανακτούν και διά τας ατομικάς των συμφοράς και διά τας συμφοράς της πόλεως. Εγώ λοιπόν, κύριοι δικασταί, ούτε δι' ατομικήν μου υπόθεσιν ούτε διά ξένην παρουσιασθείς ενώπιον δικαστηρίου τώρα είμαι ηναγκασμένος υπό των περιστάσεων να κατηγορώ αυτόν, ώστε πολλάκις εστενοχωρήθην πολύ φοβούμενος μήπως δεν δυνηθώ να κατηγορήσω αυτόν διά τον φόνον του αδελφού μου και τα ιδικά μου παθήματα όσον αξίζει να κατηγορήση τις τοιαύτην υπόθεσιν· αλλά μ' όλα ταύτα θα προσπαθήσω να σας εκθέσω την υπόθεσιν εξ αρχής λίαν συντόμως.

Ο πατήρ μου Κέφαλος επείσθη μεν υπό του Περικλέους να έλθη εις ταύτην την πόλιν, κατώκησε δε επί τριάκοντα έτη, κατά το διάστημα των οποίων ούτε αυτός, ούτε εγώ, ούτε οι αδελφοί μου παρουσιάσθημεν εις δικαστήριον ως κατήγοροι ή κατηγορούμενοι, αλλά τοιουτοτρόπως εζώμεν ως καλοί πολίται της δημοκρατίας, ώστε ούτε τους άλλους εβλάπτομεν ούτε υπό άλλων ηδικούμεθα. Όταν όμως οι Τριάκοντα, πονηροί και συκοφάνται όντες κατέλαβον την εξουσίαν και έλεγον ότι χρειάζεται να καθαρίσουν την πόλιν από τους αδίκους, διά να κάμουν και τους άλλους πολίτας να τραπούν εις την αρετήν και την δικαιοσύνην, αν και έλεγον όμως τοιαύτα, δεν είχον το θάρρος και να τα πράττουν, καθώς εγώ, αφού ομιλήσω πρώτον διά τα συμβάντα εις εμέ, θα προσπαθήσω να σας υπενθυμίσω και τα ιδικά σας. Ο Θέογνις δηλαδή και ο Πείσων ωμίλουν εις τας συνεδριάσεις των Τριάκοντα περί των μετοίκων λέγοντες ότι υπάρχουν τινές οι οποίοι αντιτίθενται εις το πολίτευμα· υπεστήριζον λοιπόν ότι είναι καλλίστη πρόφασις να φαίνωνται μεν ότι τιμωρούν, πραγματικώς δε να χρηματίζωνται· (έλεγον) δε ότι αυτοί πένονται και ότι οι άρχοντες έχουν ανάγκην χρημάτων. Και τους ακούοντας ευκόλως έπειθον· διότι ουδεμίαν σημασίαν απέδιδον εις το να φονεύουν ανθρώπους, πολύ όμως εφρόντιζον να λαμβάνουν χρήματα. Απεφάσισαν λοιπόν να συλλάβουν δέκα μετοίκους, δύο δε από αυτούς να είναι πένητες, διά να έχουν δικαιολογίαν προς τους άλλους, ότι δεν πράττουν ταύτα χάριν χρημάτων, αλλά χάριν του συμφέροντος του κράτους, ωσάν να είχον πράξει και οιονδήποτε άλλο με εύλογον δικαιολογίαν. Διαμοιράσαντες δε τας οικίας εβάδιζον εις αυτάς· και εμέ μεν εύρον εν τη οικία μου φιλοξενούντα φίλους τινάς, τους οποίους εξεδίωξαν, και με παρέδωσαν εις τον Πείσωνα, οι δε άλλοι μεταβάντες εις το εργοστάσιόν μου κατέγραφον τους δούλους. Εγώ δε ηρώτων μεν τον Πείσωνα αν είναι διατεθειμένος να με σώση λαμβάνων χρήματα εκείνος δε παρεδέχετο να με σώση, αν έδιδον πολλά. Είπον λοιπόν ότι είμαι έτοιμος να του δώσω έν αργυρούν τάλαντον εκείνος δε παρεδέχθη να με σώση. Εγνώριζον βεβαίως ότι ούτε τους θεούς σέβεται ούτε τους ανθρώπους λογαριάζει, αλλ' όμως υπό τας συνθήκας τας οποίας ευρισκόμην εθεώρησα αναγκαιότατον να λάβω παρ' αυτού ένορκον διαβεβαίωσιν. Όταν δε ωρκίσθη ότι θα με σώση, αν λάβη το τάλαντον, επικαλούμενος μάρτυρας τους θεούς και ευχόμενος καταστροφήν του εαυτού του και των τέκνων του, αν παραβή τον όρκον του, εισελθών εις τον κοιτώνα μου ανοίγω το κιβώτιον· ο Πείσων δε εννοήσας τούτο εισέρχεται εις τον κοιτώνα, και αφού είδε τα υπάρχοντα εντός του κιβωτίου καλεί δύο από τους υπηρέτας του, και διατάσσει να πάρουν όλα τα εντός αυτού ευρισκόμενα. Επειδή δε, κύριοι δικασταί, είχε όχι όσα είχομεν συμφωνήσει, αλλά τρία αργυρά τάλαντα και τετρακόσια χρυσά νομίσματα της Κυζίκου και εκατόν δαρεικούς και τέσσαρα αργυρά ποτήρια, τον παρεκάλουν να μου δώση τα έξοδα του ταξιδίου μου, εκείνος δε μου έλεγεν ότι πρέπει να είμαι ευχαριστημένος, εάν σώσω την ζωήν μου. Όταν εξηρχόμεθα από την οικίαν μου εγώ και ο Πείσων μας συναντούν εις την θύραν επανερχόμενοι εκ του εργοστασίου μου ο Μηλόβιος και ο Μνησιθείδης και μας ερωτούν πού πηγαίνομεν. Ο δε Πείσων έλεγεν ότι πηγαίνομεν εις την οικίαν του αδελφού μου διά να κάμη έρευναν και εις αυτήν. Εκείνοι λοιπόν είπον εις τον Πείσωνα μεν να υπάγη εις την οικίαν του αδελφού μου, εμέ δε διέτασσον να τους ακολουθήσω εις την οικίαν του Δαμνίππου. Ο Πείσων δε με επλησίασε και με συνεβούλευσε να μη είπω τίποτα, και με προέτρεπε να έχω θάρρος βεβαιών με ότι θα έλθη εις την οικίαν του Δαμνίππου.

Ευρίσκομεν δε εκεί τον Θέογνιν φυλάττοντα άλλους· αφού με παρέδωσαν εις αυτόν ανεχώρησαν. Εις τοιαύτην ευρισκόμενος θέσιν απεφάσισα να ριψοκινδυνεύσω, διότι επίστευον ότι ο θάνατος επεκρέματο πλέον.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2003. Λυσίας. ΙΙ, Καταγγελτικοί Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Χ. Τσολάκης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Δεν μου φαίνεται ότι είναι δύσκολο, άνδρες δικαστές, να αρχίσω την κατηγορία αλλά (μου είναι) δύσκολο να παύσω να κατηγορώ· έχουν διαπραχθεί από αυτούς τέτοια στο μέγεθος και τόσο αποτρόπαια στον αριθμό ώστε, ούτε και αν ακόμη κανείς έλεγε ψέματα, θα μπορούσε να αποδώσει σ' αυτούς φοβερότερες κατηγορίες από αυτές ούτε, αν ήθελε να πει την αλήθεια, θα μπορούσε να αναπτύξει όλο το κατηγορητήριο, αλλά ή ο κατήγορος υποχρεωτικά θα κουρασθεί ή ο χρόνος δε θα του επαρκέσει. Μου φαίνεται όμως ότι τώρα θα πάθουμε τα αντίθετα απ' ό,τι στο παρελθόν. Πρώτα, λοιπόν, οι κατήγοροι έπρεπε να αποδείξουν ποια αιτία κατηγορίας υπήρχε εναντίον των κατηγορουμένων, ενώ τώρα πρέπει από τους κατηγορουμένους να μάθουμε ποια ήταν η αιτία της έχθρας προς την πόλη, αντί της οποίας τόλμησαν να διαπράξουν τόσο φοβερά εγκλήματα εναντίον της. Μιλάω έτσι, όχι γιατί δεν έχω βιωματικές έχθρες και συμφορές αλλά γιατί υπάρχει σε όλους μεγάλη αφετηρία συμφορών για να οργισθείτε εναντίον τους και για τα εγκλήματα που σας άγγιξαν προσωπικά και για τις συμφορές που έπληξαν την πόλη. Εγώ λοιπόν, άνδρες δικαστές, χωρίς να έχω ποτέ ως τώρα δοσοληψίες με σας ούτε για προσωπική μου υπόθεση ούτε για άλλη, είμαι υποχρεωμένος τώρα για πρώτη φορά από τις περιστάσεις να κατηγορήσω αυτόν, ώστε πολλές φορές έπεσα σε στενοχώρια, από φόβο μήπως εξαιτίας της απειρίας μου αναπτύξω το κατηγορητήριο για την υπεράσπιση του αδελφού μου και του εαυτού μου ανάξια (προς τα πραγματικά γεγονότα) και αδύναμα. Όμως, θα προσπαθήσω να σας διαφωτίσω λέγοντάς τα από την αρχή και όσο μπορέσω πιο σύντομα.

Ο πατέρας μου, λοιπόν, Κέφαλος πείστηκε από τον Περικλή να 'ρθει σ' αυτή την πόλη και έμεινε εδώ επί τριάντα χρόνια, και με κανέναν ποτέ ως τώρα ούτε εμείς ούτε εκείνος πλεχτήκαμε σε δίκες ούτε ως κατήγοροι ούτε ως κατηγορούμενοι, αλλά ζούσαμε τόσο φιλήσυχα στο δημοκρατικό μας καθεστώς, ώστε ούτε να βλάπτουμε τους άλλους ούτε να αδικούμαστε από άλλους. Όταν όμως κατέλαβαν την εξουσία οι τριάντα τύραννοι, μοχθηροί και συκοφάντες, που διακήρυτταν ότι πρέπει να καθαρίσουν την πόλη από τους άδικους και να στρέψουν τους υπόλοιπους πολίτες προς την αρετή και τη δικαιοσύνη, αν και υπόσχονταν τέτοια, όμως δεν τολμούσαν να κάνουν και τέτοια, όπως θα επιχειρήσω να υπενθυμίσω και για δικές σας περιπτώσεις, αφού πρώτα καλύψω όσα αφορούν εμένα.

Ο Θέογνης, λοιπόν, και ο Πείσωνας υποστήριζαν για τους μέτοικους στις συνεδριάσεις των Τριάκοντα ότι υπήρχαν μερικοί που υπόσκαπταν το καθεστώς· ήταν, επομένως ωραιότατη πρόφαση να φαίνονται ότι τιμωρούν (υπονομευτές του καθεστώτος), στην ουσία όμως να χρηματίζονται· πάντως η πόλη μαστιζόταν από οικονομική κρίση και η εξουσία είχε ανάγκη από χρήματα· και όσους τα άκουγαν τους έπειθαν με ευκολία· γιατί δεν το είχαν για τίποτα να σκοτώνουν ανθρώπους, εκτιμούσαν όμως περισσότερο να εισπράττουν χρήματα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να συλλάβουν δέκα (μέτοικους), ανάμεσά τους και δυο φτωχούς, για να υπάρχει δικαιολογία προς τους άλλους ότι αυτά δεν έγιναν με σκοπό τα χρήματα, αλλά έχουν γίνει προς το συμφέρον της πολιτείας, λες και είχαν κάνει κάτι από τα άλλα, φυσικότατα. Αφού, λοιπόν, μοιράστηκαν τα σπίτια, προχώρησαν (για το έργο τους). Και, εμένα με βρήκαν να φιλοξενώ γνωστούς μου που, αφού τους απομάκρυναν, με παραδίδουν στον Πείσωνα. Οι άλλοι τους πήγαν στο εργαστήριό μου και κατέγραφαν τους δούλους μου. Εγώ ρωτούσα τον Πείσωνα αν είχε τη διάθεση να με σώσει, αφού πρώτα θα του έδινα χρήματα. Αυτός συμφώνησε, αν όμως ήταν πολλά. Του είπα, λοιπόν, ότι προτίθεμαι να του δώσω ένα ασημένιο τάλαντο και αυτός ανέλαβε να κάνει αυτό (να με σώσει). Ήξερα, βέβαια, ότι αυτός δε λογάριαζε ούτε θεούς ούτε ανθρώπους, αλλά όμως έκρινα κάτω από αυτές τις συνθήκες ότι ήταν τελείως απαραίτητο να ζητήσω από αυτόν ένορκες διαβεβαιώσεις. Όταν, λοιπόν, ορκίστηκε ότι θα με σώσει αφού πάρει το τάλαντο ευχόμενος καταστροφή για τον εαυτό του και για τα παιδιά, μπαίνω στο δωμάτιο και ανοίγω το χρηματοκιβώτιο. Ο Πείσωνας με είδε και με ακολούθησε και, όταν είδε το περιεχόμενο, καλεί δύο από τους υπηρέτες και τους διέταξε να πάρουν όλα τα χρήματα από το κιβώτιο. Και, επειδή δεν είχε μόνο όσα του υποσχέθηκα, άνδρες δικαστές, αλλά τρία ασημένια τάλαντα και τετρακόσια κυζικηνά νομίσματα και εκατό δαρεικούς και τέσσερις ασημένιες φιάλες, τον παρακαλούσα να μου αφήσει ένα μέρος για τα έξοδα του ταξιδιού μου κι αυτός μου απαντούσε να είμαι ευχαριστημένος αν σώσω το τομάρι μου. Καθώς βγαίναμε από το σπίτι εγώ και ο Πείσωνας, μας συναντούν ο Μηλόβιος και ο Μνησιθείδης, που έφευγαν από το εργαστήριο, μπροστά στην εξώπορτα και μας ρωτούν πού πηγαίναμε. Κι αυτός έλεγε (ότι πάμε) στο σπίτι του αδελφού μου για να κάνει έρευνα στο χρηματοκιβώτιο και εκείνου του σπιτιού. Είπαν, λοιπόν, σ' αυτόν (τον Πείσωνα) να πάει στην αποστολή του και σ' εμένα να τους ακολουθήσω για το σπίτι του Δαμνίππου. Αφού τότε με πλησίασε ο Πείσωνας, με συμβούλεψε άκρα μυστικότητα, καθώς και να έχω θάρρος, γιατί θα έλθει και αυτός εκεί. Βρίσκουμε, λοιπόν, το Θέογνη να έχει συλλάβει άλλους· με παρέδωσαν σ' αυτόν και έφυγαν. Μέσα σε τέτοιο κίνδυνο αποφάσισα να το διακινδυνεύσω, γιατί ο θάνατος ήταν πια ορατός μπροστά μου.