Μτφρ. Α.Μ. Γεωργαντόπουλος, Μ. Πρωτοψάλτης & Ι. Ιωαννίδη–Φαληριώτη. [1939] χ.χ. Ισοκράτης. Λόγοι. ΙΙ, Αρεοπαγιτικός, Ευαγόρας, Ελένη, Πλαταϊκός, Περί του ζεύγους. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Κανείς λοιπόν από σας ας μη διστάση να διακινδυνεύση χάριν της δικαιοσύνης και κανείς ας μη νομίση ότι θα σας λείψουν οι σύμμαχοι, αν θέλετε να βοηθήτε τους αδικουμένους, και όχι μόνο τους Θηβαίους. Τούτων αν απορρίψετε τις προτάσεις και αποφασίσετε τα αντίθετα ακριβώς, θα κάνετε πολλούς να επιθυμήσουν τη φιλία σας. Διότι, όταν δείξετε καθαρά ότι χάριν των συνθηκών είστε έτοιμοι να πολεμήσετε για όλους με την ίδια προθυμία, ποιοι θα είναι τόσον ανόητοι, ώστε να προτιμήσουν να είναι μάλλον με τους υποδουλωτάς των παρά με σας που αγωνίζεσθε για την ελευθερία τους; Αν όμως δεν τηρήσετε αυτή τη στάση, τότε ―αν γίνη πάλι πόλεμος― με ποια επιχειρήματα θα θελήσετε να προσελκύσετε τους Έλληνες, εφ' όσον, ενώ υποστηρίζετε την αυτονομία, αφίνετε τους Θηβαίους να κυριεύουν όποια πόλη θέλουν; Και πώς δεν θα φανήτε ότι αντιφάσκετε προς τον εαυτό σας, εάν τους μεν Θηβαίους δεν τους εμποδίσετε να παραβαίνουν τους όρκους και τις συμφωνίες, ενώ προς τους Λακεδαιμονίους ―για την ίδια αιτία― θα δείξετε προθυμία να πολεμήσετε; Έπειτα, εσείς εγκαταλείψατε τα δικά σας κτήματα για να κάνετε τη συμμαχία όσο το δυνατόν ισχυροτάτη, και τώρα θα αφίσετε αυτούς να κατέχουν ξένη χώρα και να κάνουν πράγματα τέτοια που θ' αναγκάσουν όλο τον κόσμο να σας νομίση κακούς;

Το δε φοβερώτερο απ' όλα θα ήταν, εάν σας φαινόταν ότι πρέπει, εκείνους μεν που υπήρξαν συνεχώς με τους Λακεδαιμονίους, να τους βοηθήτε, όταν αυτοί τους επιβάλλουν κάτι αντίθετο προς τις συμφωνίες, εμάς όμως, που τον περισσότερο καιρό είμαστε διαρκώς μαζί σας και μόνο στον τελευταίο πόλεμο αναγκαστήκαμε να βρεθούμε με τους Λακεδαιμονίους, να μας αφίσετε ―γι' αυτόν μόνο το λόγο― να είμαστε στην πιο αξιολύπητη κατάσταση, στην οποία βρέθηκαν ποτέ άνθρωποι. Γιατί πράγματι, ποιους θα μπορούσε να βρη κανείς πιο δυστυχισμένους από μας που χάσαμε σε μια μέρα και την πατρίδα μας και τη γη μας και τα χρήματά μας, και τώρα, στερούμενοι και τα πιο αναγκαία πράγματα, γυρίζουμε σαν ζητιάνοι περιπλανώμενοι, μη ξέροντας πού να στραφούμε κι' υποφέροντας σ' όποιο μέρος κι' αν καταφύγουμε. Διότι, κι' όταν εύρωμε εκεί δυστυχισμένους ανθρώπους, πονούμε, αφού αναγκαζόμαστε, εκτός των δικών μας κακών, να συμμετέχωμε και στων άλλων τις θλίψεις· κι' όταν πάλι έλθωμε σ' ευτυχισμένους, υποφέρουμε ακόμη περισσότερο· όχι βέβαια γιατί φθονούμε τα αγαθά των άλλων, αλλά γιατί κοντά στις ευτυχίες των, αισθανόμεθα βαθύτατα τις συμφορές μας. Τις συμφορές αυτές που εξαιτίας των ούτε μια μέρα δεν περνούμε χωρίς δάκρυ, αλλά πενθούμε καθημερινά το χαμό της πατρίδας μας και θρηνούμε για την ανατροπή που μας ηύρε. <Αλήθεια>, ποια θαρρείτε πως είναι η ψυχική μας διάθεση, όταν βλέπωμε και τους γονείς μας να περνούν δυστυχισμένα γηρατειά, και τα παιδιά μας ν' ανατρέφονται όχι όπως ελπίσαμε κάποτε, παρά να γίνωνται δούλοι εξ αιτίας μικροδανείων, ή να πηγαίνουν υπηρέτες, κι' άλλα πάλι ν' αγωνίζωνται για το καθημερινό τους ψωμάκι μ' όποιο τρόπο μπορούν, με τρόπο δηλαδή που δεν ταιριάζει ούτε στα έργα των προγόνων τους, ούτε στην ηλικία τους ούτε στην ατομική μας υπερηφάνεια; Και το πιο σπαραχτικό απ' όλα, να βλέπη κανείς να χωρίζωνται όχι μόνο πολίτες από συμπολίτες, αλλά και γυναίκες απ' τους άνδρες τους και κορίτσια απ' τις μητέρες τους, κι' όλοι οι συγγενικοί δεσμοί να διαλύωνται, όπως συνέβη σε πολλούς απ' τους συμπολίτες μας λόγω της δυστυχίας. Γιατί αφού ο κοινός μας βίος χάθηκε, έκανε τον καθένα μας μονάχα στον εαυτό του να στηρίζη τις ελπίδες του. Πιστεύω δε ότι δεν αγνοείτε και τις άλλες ταπεινώσεις που φέρνει η φτώχεια κι' η εξορία, ταπεινώσεις που εμείς βέβαια μέσα στην ψυχή μας τις νιώθουμε βαρύτερ' απ' τους άλλους, αλλά στις συζητήσεις μας τις παραλείπομε, γιατί ντρεπόμαστε να εξετάζωμε τις ατυχίες μας σε όλες τους τις λεπτομέρειες.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. [1955] 1975. Ισοκράτους Πλαταϊκός, Ευαγόρας. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Κανείς λοιπόν από σας να μη φοβήται να κινδυνεύη έχων με το μέρος του το δίκαιον, ούτε να νομίζη ότι θα στερηθή συμμάχων, εάν θέλετε να βοηθήτε τους αδικουμένους και όχι μόνον τους Θηβαίους· εναντίον λοιπόν τούτων ψηφίζοντες τώρα θα κάμετε πολλούς να επιθυμήσουν την φιλίαν σας. Διότι, αν φανήτε έτοιμοι να αγωνίζεσθε εξ ίσου εναντίον όλων προς υπεράσπισιν των συνθηκών, ποίοι θα φθάσουν εις τοιούτον σημείον ανοησίας ώστε να θέλουν να είναι μάλλον με το μέρος εκείνων οι οποίοι θέλουν να τους υποδουλώσουν παρά μαζί με σας, οι οποίοι αγωνίζεσθε διά την ελευθερίαν των; Ει δε μη, τι λέγοντες, αν γίνη πάλιν πόλεμος, θα αξιώσετε να λάβετε τους Έλληνας με το μέρος σας, εάν, καίτοι προσφέρετε την αυτονομίαν, θα αφήσετε τους Θηβαίους να καταστρέφουν όποιαν πόλιν θέλουν; Πώς δε δεν θα φανήτε, ότι πράττετε τα αντίθετα προς τους εαυτούς σας, εάν τους Θηβαίους μεν δεν εμποδίσετε να παραβαίνουν τους όρκους και τας συνθήκας, προς δε τους Λακεδαιμονίους θα προσποιηθήτε ότι πολεμείτε διά τα ίδια ιδεώδη; Ή εάν τας ιδικάς σας κτήσεις εγκαταλείψετε θέλοντες να κάμετε την συμμαχίαν όσον το δυνατόν μεγίστην, τούτους δε θα αφήσετε να κατέχουν την ξένην χώραν και να πράττουν τοιαύτα από τα οποία όλοι θα σας νομίσουν χειροτέρους;

Και το φοβερώτερον από όλα, εάν αποφασίσετε να βοηθήτε εκείνους, οι οποίοι σταθερώς ετάχθησαν μετά των Λακεδαιμονίων, εάν εκείνοι τους διατάσσουν να κάμουν κάτι παρά τας συνθήκας, ημάς δε οι οποίοι υπήρξαμεν σύμμαχοί σας επί πλείστον χρόνον, τον δε τελευταίον πόλεμον μόνον εξ ανάγκης ετάχθημεν μετά των Λακεδαιμονίων, εάν με την πρόφασιν ταύτην μας αφήσετε να ευρισκώμεθα εις περισσότερον από όλους τους ανθρώπους αθλίαν κατάστασιν; Πράγματι ποίους θα εύρετε δυστυχεστέρους από ημάς, οι οποίοι, απολέσαντες εις μίαν ημέραν την πόλιν μας, την χώραν μας, τας περιουσίες μας, εν γένει στερηθέντες όλων των αναγκαίων, έχομεν μεταβληθή εις περιπλανωμένους και πτωχούς, μη γνωρίζοντες πού να καταφύγωμεν και προξενούντες αγανάκτησιν εις όλα τα μέρη όπου ζητούμεν να εγκατασταθώμεν; Διότι, εάν συναντήσωμεν δυστυχούντας, υποφέρομεν αναγκαζόμενοι να μετέχωμεν και των ξένων δυστυχιών εκτός των ιδικών μας, εάν δε έλθωμεν προς ευτυχούντας, η κατάστασίς μας είναι ακόμη περισσότερον αθλία, όχι διότι φθονούμεν την ευτυχίαν των, αλλά μάλλον διότι, μέσα εις την ευτυχίαν των άλλων, βλέπομεν τας συμφοράς μας, ένεκα των οποίων δεν παύομεν ούτε μίαν ημέραν να δακρύωμεν, αλλά καθ' όλον τον χρόνον διαρκώς πενθούμεν διά την πατρίδα μας και θρηνούμεν την μεταβολήν, η οποία συνέβη εις ημάς. Διότι ποία νομίζετε ότι είναι τα συναισθήματά μας, όταν βλέπωμεν και τους γονείς μας να περνούν τα γηρατειά τους κατά τρόπον αναξιοπρεπή και τα παιδιά μας να μορφώνωνται ουχί σύμφωνα προς τας ελπίδας, τας οποίας εστηρίξαμεν επ' αυτών, αλλ' όταν βλέπωμεν πολλά μεν εξ αυτών να γίνωνται δούλοι δι' ολίγα χρήματα, άλλα δε να πηγαίνουν διά να εύρουν εργασίαν επί μισθώ, άλλα δε να προμηθεύωνται όπως δύνανται την καθημερινήν των τροφήν, κατά τρόπον προσβλητικόν και διά τα κατορθώματα των προγόνων μας και διά την ηλικίαν των και την υπερηφάνειάν μας; Το δε λυπηρότατον από όλα είναι όταν τις ίδη να χωρίζονται απ' αλλήλων οι πολίται από τους πολίτας, αλλά και αι γυναίκες από τους άνδρας των και αι θυγατέρες από τας μητέρας των και να διασκορπίζεται ολόκληρος η οικογένεια. Τούτο συνέβη εις πολλούς εκ των συμπολιτών μας δι' έλλειψιν μέσων ζωής· διότι η εξαφάνισις της κοινής (ομαδικής εν τη πόλει) ζωής κάμνει έκαστον εξ ημών να ελπίζη μόνον διά τον εαυτόν του. Νομίζω δε ότι σεις δεν αγνοείτε ούτε τας άλλας αισχύνας, τας οποίας συνεπάγεται η φτώχεια και η εξορία, τας οποίας ημείς μέσα εις τον νουν μας δοκιμάζομεν δυσκολώτερα από τους άλλους, τας παραλείπομεν δε διά των λόγων μας, διότι εντρεπόμεθα να εξετάζωμεν πολύ ακριβώς τας ιδιαιτέρας μας δυστυχίας.