Μτφρ. Μ.Γ. Ξανθού. 2001. Ισοκράτης. Περί Ειρήνης, Κατά των Σοφιστών, Επιστολή προς Φίλιππον (ΙΙΙ), Επιστολή προς Αλέξανδρον (V). Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Ωστόσο, αν κάποιος έβλεπε τις υποθέσεις της πόλης να διοικούνται καλά, θα έπαιρνε θάρρος και για τα άλλα θέματα. Όμως γι' αυτήν τη διοίκηση πώς να μην αγανακτήσει; Λέμε, δηλαδή, πως είμαστε αυτόχθονες και πως η πόλη αυτή κατοικήθηκε πριν από τις άλλες· όμως, ενώ είχαμε χρέος να αποτελούμε για όλους παράδειγμα καλού και πειθαρχημένου πολιτεύματος, τώρα διοικούμε την πόλη μας πολύ χειρότερα και με περισσότερες ταραχές από αυτούς που μόλις πρόσφατα ίδρυσαν τη δική τους πόλη.

Καυχιόμαστε και υπερηφανευόμαστε πως έχουμε γίνει καλύτεροι από τους άλλους· πιο εύκολα όμως προσφέρουμε την ευγενική μας καταγωγή σε αυτούς που την επιθυμούν απ' ό,τι οι Τριβαλλοί και οι Λευκανοί δίνουν τη δική τους ταπεινή καταγωγή. Έχουμε θεσπίσει ένα σωρό νόμους· κι όμως ελάχιστα φροντίζουμε για την εφαρμογή τους (ένα παράδειγμα αν ακούσετε, θα καταλάβετε και για τα υπόλοιπα), με αποτέλεσμα, ενώ η τιμωρία είναι θάνατος σε περίπτωση που κάποιος συλληφθεί να δωροδοκεί, εκείνους που το κάνουν ολοφάνερα τους εκλέγουμε στρατηγούς, και αυτόν που μπόρεσε να δωροδοκήσει τους περισσότερους πολίτες, τον ανεβάζουμε στα υψηλότερα αξιώματα.

Φροντίζουμε για το πολίτευμα όχι λιγότερο απ' όσο για η σωτηρία της πόλης ολόκληρης και γνωρίζουμε πως η δημοκρατία, όταν υπάρχει ησυχία και ασφάλεια, δυναμώνει και διατηρείται, ενώ σε καιρό πολέμου δυο φορές καταλύθηκε· κι όμως σ' αυτούς που επιθυμούν την ειρήνη δείχνουμε αντιπάθεια, σαν να ήταν ολιγαρχικοί, και αυτούς που δημιουργούν τον πόλεμο τους θεωρούμε φίλους, επειδή τάχα φροντίζουν για τη δημοκρατία.

Αν και είμαστε έμπειροι στα λόγια και στα έργα, γινόμαστε τόσο απερίσκεπτοι, που για τα ίδια θέματα μέσα σε μια μέρα δεν έχουμε την ίδια γνώμη· αντίθετα, όσα κατηγορούσαμε προτού πάμε στη συγκέντρωση , τα επικροτούμε μόλις συγκεντρωθούμε, και, προτού περάσει πολύς καιρός, τις αποφάσεις που παίρνουμε εδώ, λίγο μετά την αποχώρησή μας από τη συνέλευση, τις αποδοκιμάζουμε. Παρά τον ισχυρισμό μας πως είμαστε οι πιο σοφοί των Ελλήνων, χρησιμοποιούμε ως συμβούλους ανθρώπους, που όλοι θα περιφρονούσαν, και αυτούς τους ίδιους τους διορίζουμε επικεφαλής όλων των κρατικών υποθέσεων, ενώ κανείς δεν θα τους ανέθετε καμία ιδιωτική του υπόθεση.

Το πιο φοβερό απ' όλα είναι το εξής: όσους πολίτες θα λέγαμε ότι είναι πολύ κακοί, αυτούς θεωρούμε πιστούς φύλακες του πολιτεύματος· τους μετοίκους τούς θεωρούμε όμοιους με τους προστάτες τους· και όμως εμείς οι ίδιοι δεν πιστεύουμε πως θα χαρακτηριστούμε όμοιοι με τους επικεφαλής της πόλης μας.

Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μας και τους προγόνους μας: εκείνοι έκαναν προστάτες της πόλης και εξέλεγαν ως στρατηγούς τους ίδιους ανθρώπους, γιατί πίστευαν ότι όποιος μπορεί πάνω στο βήμα να δώσει τις καλύτερες συμβουλές, ο ίδιος θα μπορούσε να πάρει και τις καλύτερες αποφάσεις, όταν μείνει μόνος του. Εμείς όμως τώρα κάνουμε τ' αντίθετα από αυτά.

Όσους δηλαδή χρησιμοποιούμε ως συμβούλους για τα πιο σημαντικά θέματα, δεν τους θεωρούμε άξιους να τους εκλέξουμε στρατηγούς, γιατί τάχα είναι άμυαλοι, και αυτούς, που ούτε για τις ιδιωτικές ούτε για τις κρατικές υποθέσεις θα συμβουλευόταν κάποιος, τους στέλνουμε ως πρεσβευτές με απόλυτη εξουσία, γιατί τάχα εκεί θα είναι πιο σοφοί και πιο εύκολα θ' αποφασίσουν για τις ελληνικές υποθέσεις παρά για όσα θέματα βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη και συζητιούνται εδώ στην Αθήνα.

Τα λέω αυτά όχι εναντίον όλων, αλλά εναντίον εκείνων που υπόκεινται στις κατηγορίες που διατυπώνω. Δε θα μου έφτανε η υπόλοιπη μέρα, αν επιχειρούσα να εξετάσω όλα τα σφάλματα που έγιναν στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων.

Ίσως λοιπόν κάποιος από κείνους που είναι υπεύθυνοι για όσα λέω αγανακτούσε και με ρωτούσε: «πώς είναι δυνατό να παίρνουμε τόσο λαθεμένες αποφάσεις, κι όμως να επιβιώνουμε και να έχουμε πραγματικά δύναμη όχι μικρότερη από τις άλλες πόλεις;» Εγώ θα απαντούσα πως αυτό οφείλεται στο ότι οι αντίπαλοί μας δεν είναι πιο συνετοί από μας.

Γιατί είναι που οι Θηβαίοι ύστερα από τη μάχη, στην οποία νίκησαν τους Λακεδαιμονίους, δεν παρέμεναν σε ησυχία μετά την απελευθέρωση της Πελοποννήσου και την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των άλλων πόλεων και εμείς δεν εξακολουθούσαμε να κάνουμε τα ίδια σφάλματα· αλλιώς δεν θα μπορούσε να τεθεί αυτή η ερώτηση κι εμείς θα καταλαβαίναμε πόσο καλύτερη είναι η σωφροσύνη από την πολυπραγμοσύνη.

Τώρα όμως τα πράγματα έχουν πάρει τέτοια άσχημη τροπή, που οι Θηβαίοι σώζουν εμάς και εμείς τους Θηβαίους, και συνάμα εκείνοι προετοιμάζουν με τη συμπεριφορά τους συμμάχους για μας και μεις για εκείνους. Έτσι, αν είχαμε μυαλό, θα δίναμε ο ένας στον άλλο χρήματα για συνελεύσεις, γιατί όσο συχνότερα συγκεντρώνονται οι πολίτες των δύο κρατών, κάνουν τους αντιπάλους τους να περνάνε καλύτερα.

Πρέπει λοιπόν, όσοι, έστω και λίγο, μπορούν να σκέφτονται, να μην περιμένουν τη σωτηρία τους από τα σφάλματα των εχθρών, αλλά από τις δικές τους πράξεις και τη δική τους σκέψη. Γιατί ό,τι καλό προκύπτει από την αμάθεια των αντιπάλων, μπορεί να σταματήσει και να μεταβληθεί στο αντίθετο· όμως ό,τι πετυχαίνουμε εμείς οι ίδιοι, έχει μεγαλύτερη σταθερότητα και διάρκεια. Σ' εκείνους που απερίσκεπτα μας επικρίνουν, δεν είναι δύσκολο να απαντήσουμε. Αν όμως κάποιος που έχει φιλικότερη διάθεση ερχόταν και παραδεχόταν ότι λέω την αλήθεια και έχω δίκαιο να κατηγορώ τα όσα γίνονται, και παράλληλα έλεγε πως είναι δίκαιο όσοι συμβουλεύουν φιλικά όχι μόνο να κατηγορούν τα όσα έγιναν, αλλά και να συμβουλεύουν τι να αποφεύγουμε και τι να επιδιώκουμε για να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε έτσι και να κάνουμε τέτοια σφάλματα, η ερώτηση αυτή θα μ' έκανε να μην έχω να δώσω μία απάντηση που να είναι ευχάριστη· ωστόσο θα ήταν αληθινή και συμφέρουσα. Επειδή όμως έχω αρχίσει να μιλώ ανοιχτά, δε θα διστάσω να εκφραστώ φανερά και για αυτά.

Μτφρ. Δ. Αντωνίου. 2003. Ισοκράτη Περί Ειρήνης. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια (γραμματικά, συντακτικά, ερμηνευτικά, πραγματικά, αισθητικά). Αθήνα: Γρηγόρης.

Αλλά αν κανείς έβλεπε πως η πόλη διοικείται καλά, θα έπαιρνε θάρρος και για τα άλλα θέματα· γι' αυτήν όμως τη διοίκηση τώρα πώς να μην αγανακτήσει; Γιατί ισχυριζόμαστε ότι είμαστε αυτόχθονες κι ότι η πόλη μας αυτή κατοικήθηκε πριν από τις άλλες κι ότι επιβάλλεται εμείς να αποτελούμε παράδειγμα καλής και σωστής διοικήσεως, και παρόλα αυτά ασκούμε τη διοίκηση της πόλης μας πολύ χειρότερα και πολύ πιο ανώμαλα από κείνους που μόλις ιδρύουν πόλεις και κομπάζουμε και υπερηφανευόμαστε ότι εμείς είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, πιο εύκολα όμως μεταδίδουμε αυτή μας την ευγενή καταγωγή σε όσους την θέλουν από ό,τι οι Τριβαλλοί και οι Λευκανοί μεταδίδουν την ταπεινή τους καταγωγή· κι ενώ ψηφίζουμε ένα σωρό νόμους, φροντίζουμε τόσο λίγο για την εφαρμογή τους (γιατί αν ένα μόνο ακούσετε, θα καταλάβετε και για τα άλλα), με αποτέλεσμα, ενώ επιβάλλεται η ποινή του θανάτου, αν κάποιος συλληφθεί επ' αυτοφώρω να δωροδοκεί, εκείνους που το κάνουν αυτό ολοφάνερα τους κάνουμε στρατηγούς και τον άνθρωπο που μπόρεσε να διαφθείρει τους περισσότερους πολίτες τον ανεβάζουμε στα μέγιστα αξιώματα. Κι ενώ φροντίζουμε για το πολίτευμα όχι λιγότερο από όσο για τη σωτηρία όλης της πόλης κι ενώ γνωρίζουμε ότι η δημοκρατία αναπτύσσεται και διατηρείται όταν υπάρχει ησυχία και ασφάλεια και ότι σε καιρό πολέμου δυο φορές ήδη καταλύθηκε, από τη μια αγανακτούμε εναντίον εκείνων που επιθυμούν την ειρήνη σαν να ήταν ολιγαρχικοί κι από την άλλη εκείνους που είναι αίτιοι του πολέμου τούς νομίζουμε φίλους, γιατί τάχα φροντίζουν για την δημοκρατία. Κι ενώ έχουμε πολύ μεγάλη πείρα και σε λόγους και σε πράγματα (= στη διεξαγωγή των υποθέσεων), φερόμαστε τόσο ανόητα ώστε για τα ίδια πράγματα την ίδια μέρα δεν έχουμε την ίδια γνώμη, αλλά όσα κατηγορούμε προτού πάμε στη συνέλευση του δήμου, τα εγκρίνουμε όταν μαζευτούμε και ύστερα από λίγο, μόλις φύγουμε, κατακρίνουμε πάλι όσες αποφάσεις πήραμε. Κι ενώ ισχυριζόμαστε πως είμαστε οι πιο σοφοί από τους Έλληνες, χρησιμοποιούμε τέτοιους συμβούλους, τους οποίους οι πάντες περιφρονούν κι αυτούς τους ίδιους τους καθιστούμε κυρίους όλων των δημόσιων υποθέσεων, ανθρώπους στους οποίους κανένας ιδιώτης δε θα εμπιστευόταν καμιά του υπόθεση. Και το πιο φοβερό απ' όλα: εκείνους για τους οποίους παραδεχόμαστε πως είναι οι πιο φαύλοι πολίτες, αυτούς τους θεωρούμε ως τους πιο πιστούς φύλακες του πολιτεύματος· και από τη μια για τους μετοίκους νομίζουμε πως είναι τέτοιοι, όπως ακριβώς είναι οι προστάτες τους, κι από την άλλη οι ίδιοι δεν πιστεύουμε πως θα αποχτήσουμε την ίδια υπόληψη με τους άρχοντές μας. Και γενικά διαφέρουμε τόσο πολύ από τους προγόνους μας, όσο εκείνοι μεν τους ίδιους και προστάτες της πόλης αναδείκνυαν και εξέλεγαν στρατηγούς, γιατί πίστευαν πως εκείνος που μπορεί από το βήμα να δώσει τις καλύτερες συμβουλές, ο ίδιος όταν αφεθεί στις δικές του πρωτοβουλίες μπορεί να σκεφτεί τις καλύτερες λύσεις, ενώ εμείς κάνουμε τα εντελώς αντίθετα από αυτά. Εκείνους δηλαδή που χρησιμοποιούμε ως συμβούλους στις πιο σπουδαίες υποθέσεις, αυτούς δεν τους θεωρούμε άξιους να τους εκλέξουμε στρατηγούς γιατί τάχα δεν έχουν μυαλό, ενώ εκείνους που κανένας δεν θα τους συμβουλευόταν ούτε για δική του υπόθεση ούτε για δημόσια, αυτούς τους στέλνουμε ως πρέσβεις με απόλυτη ελευθερία γιατί τάχα εκεί θα είναι πιο σοφοί και θα σκεφτούν καλύτερα για τις ελληνικές υποθέσεις παρά για όσα θέματα προβλήθηκαν εδώ για συζήτηση. Και τα λέω αυτά όχι εναντίον όλων αλλά εναντίον εκείνων που είναι υπεύθυνοι για τις ομιλίες τους. Και δε θα μου έφτανε το υπόλοιπο μέρος της ημέρας, αν επιχειρούσα να εξετάσω όλα τα σφάλματα που έγιναν κατά τη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων.

Ίσως όμως κάποιος από κείνους που είναι οι κύριοι ένοχοι σ' αυτά που λέω με αγανάκτηση με ρωτήσει «πώς, ενώ τόσο κακά σκεφτόμαστε, συμβαίνει να σωζόμαστε και νά 'χουμε αποχτήσει δύναμη όχι κατώτερη από καμιά άλλη πόλη;» Εγώ σ' αυτά θα απαντούσα ότι αυτό συμβαίνει γιατί οι αντίπαλοί μας δεν σκέφτονται πιο συνετά από μας. Γιατί, αν ύστερα από τη μάχη, όπου οι Θηβαίοι νίκησαν τους Λακεδαιμόνιους, εκείνοι ησύχαζαν μετά την απελευθέρωση της Πελοποννήσου και την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των άλλων πόλεων, ενώ εμείς κάναμε τέτοια σφάλματα, ούτε αυτός θα μπορούσε να κάνει αυτή την ερώτηση κι εμείς θα μαθαίναμε πόσο πιο ρεαλιστική είναι η σωφροσύνη από την πολυπραγμοσύνη. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε οι Θηβαίοι σώζουν εμάς κι εμείς τους Θηβαίους, κι εκείνοι μας δίνουν συμμάχους κι εμείς σ' αυτούς. Έτσι, αν είχαμε μυαλό, θα δίναμε ο ένας στον άλλο χρήματα για τις συνελεύσεις, γιατί όσοι συγκεντρωθούν περισσότερες φορές, κάνουν τους εχθρούς τους ευτυχέστερους. Πρέπει όμως εκείνοι που μπορούν, έστω καί λίγο, να σκέφτονται, να μη στηρίζουν τις ελπίδες σωτηρίας τους στα σφάλματα των εχθρών τους, αλλά στη δική τους ικανότητα και στη δική τους ορθοφροσύνη· γιατί η ωφέλεια που προκύπτει για μας από την ανοησία εκείνων θα σταματήσει ίσως και θα μεταβληθεί, ενώ η ωφέλεια που προέρχεται από τη δική μας δραστηριότητα θα είναι πιο σταθερή και πιο διαρκής.

Σ' εκείνους λοιπόν που χωρίς λόγο μας επικρίνουν δεν είναι δύσκολο να απαντήσουμε· αν όμως κάποιος από κείνους που έχουν απέναντι μας φιλικότερη διάθεση, αντιμετωπίζοντάς με, παραδεχόταν πως λέω την αλήθεια και δίκαια επικρίνω όσα έγιναν, μου έλεγε όμως πως είναι δίκαιο εκείνοι που δίνουν νουθεσίες με φιλικά αισθήματα να μην κατηγορούν μόνο τα όσα έγιναν αλλά και νά συμβουλεύουν ποια αποφεύγοντας και ποια επιδιώκοντας θα σταματήσουμε να σκεφτόμαστε έτσι και να κάνουμε τέτοια σφάλματα, η αντίρρηση αυτή θα με έκανε να μην ξέρω τι να απαντήσω, όχι βέβαια για την αλήθεια και το συμφέρον, αλλά κάτι αρεστό σε σας. Αλλά, επειδή έχω αποφασίσει να μιλήσω ανοιχτά, δεν πρέπει να διστάσω να εκφράσω τη γνώμη μου και γι' αυτά.