Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1958. Ισοκράτους Περί αντιδόσεως. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Παρακαλώ λοιπόν υμάς να μη δεικνύετε ακόμη εμπιστοσύνην ούτε δυσπιστίαν προς όσα έχουν λεχθή, προτού ακούσητε μέχρι τέλους όλα τα επιχειρήματα ημών, έχοντες υπόψιν σας ότι δεν θα υπήρχε καμμία ανάγκη να δίδεται το δικαίωμα της απολογίας εις τους κατηγορουμένους, εάν βεβαίως ήτο δυνατόν μόνον εκ των λόγων του κατηγόρου να εκδώσετε δικαίαν απόφασιν. Τώρα δε, εάν μεν έχει συνθέσει καλώς ή κακώς την κατηγορίαν του, όλοι οι παρόντες γνωρίζουν, εάν δε οι λόγοι του είναι αληθείς, περί τούτου οι δικασταί να κρίνουν ευκόλως στηριζόμενοι εις τους λόγους, τους οποίους είπεν ο πρώτος, αλλά θα πρέπει να είναι τις ευχαριστημένος, εάν τη βοηθεία των δύο λόγων δυνηθούν να διακρίνουν το δίκαιον.

Δεν παραξενεύομαι δε δι' εκείνους, οι οποίοι καταναλίσκουν περισσότερον χρόνον προς ανασκευήν των κατηγοριών των εξαπατώντων παρά διά την απολογίαν των, ούτε παραξενεύομαι διά τους λέγοντας, ότι είναι μέγιστον κακόν η διαβολή· πράγματι, τι ημπορεί να γίνη επιβλαβέστερον ταύτης; διότι αύτη συντελεί ώστε οι μεν ψευδόμενοι να ευδοκιμούν, οι δε όλως διόλου αθώοι να φαίνωνται ότι είναι ένοχοι, οι δε δικασταί να γίνωνται επίορκοι, εν γένει δε η διαβολή την μεν αλήθειαν εξαφανίζει, σχηματίζουσα δε ψευδή γνώμην εις τους ακούοντας καταστρέφει αδίκως όποιον τύχη εκ των πολιτών. Από αυτά πρέπει να προφυλαχθήτε, πώς δεν θα συμβή τοιούτον τι εις σας, και πώς δεν θα φανήτε ότι περιπίπτετε εις τας αυτάς πλάνας διά τας οποίας ηθέλετε επιτιμήσει τους άλλους. Νομίζω ότι σεις δεν αγνοείτε, ότι η πόλις πολλάκις ήδη τόσον πολύ μετεμελήθη διά τας αποφάσεις τας οποίας έλαβε με οργήν και όχι επί τη βάσει αποδείξεων, ώστε μετ' ολίγον χρόνον επεθύμησε να τιμωρήση εκείνους, οι οποίοι την είχον εξαπατήσει, και με ευχαρίστησιν θα έβλεπε τους συκοφαντουμένους περισσότερον ευτυχείς παρά πρότερον. Ταύτα λοιπόν ενθυμούμενοι πρέπει να μη δίδετε πίστιν ευκόλως εις τους λόγους των κατηγόρων, ούτε να ακούετε τους απολογουμένους με θόρυβον και αυστηρότητα προς αυτούς. Διότι θα ήτο και μεγάλη εντροπή εις μεν τα άλλα ζητήματα να ομολογήται ότι είσθε οι περισσότερον ελεήμονες και πράοι εξ όλων των Ελλήνων, εις δε τους δικαστικούς αγώνας, οι οποίοι γίνονται εδώ, να φαίνεσθε ότι πράττετε τα αντίθετα προς την τοιαύτην περί υμών γνώμην· και εις άλλους μεν λαούς, όταν δικάζουν δίκην κατά την οποίαν κινδυνεύει η ζωή του ανθρώπου, ένα μέρος των ψήφων να προσθέτουν εις τους κατηγορουμένους, εις σας δε να μη τυγχάνουν ούτε ίσης μεταχειρίσεως οι κινδυνεύοντες με τους συκοφάντας των, αλλά να ορκίζεσθε μεν έκαστον έτος ότι θα κρίνετε αμερολήπτως τους κατηγορουμένους και απολογουμένους, κατά τόσον όμως διάφορον τρόπον να δικάζετε αυτούς, ώστε να παραδέχεσθε παν ό,τι λέγουν οι κατηγορούντες, να μη ανέχεσθε όμως να ακούσετε ενίοτε ούτε την φωνήν εκείνων, οι οποίοι προσπαθούν να τους ελέγχουν διά τα ψεύδη των, και να νομίζετε ότι δεν είναι δυνατόν να κατοικηθούν εκείναι αι πόλεις, εις τας οποίας μερικοί πολίται χάνονται άκριτοι, να αγνοήτε δε ότι τούτο πράττουν όσοι δεν δεικνύουν αμεροληψίαν απέναντι των αντιδίκων. Το δε πλέον σκανδαλώδες από όλα είναι τούτο, το να κατηγορεί κανείς ο ίδιος τους συκοφάντας, όταν κινδυνεύη, να μη έχη δε την αυτήν γνώμην περί αυτών όταν κρίνη άλλον. Και όμως πρέπει οι λογικοί άνθρωποι τοιουτοτρόπως να κρίνουν τους άλλους, όπως θα είχαν την αξίωσιν να κρίνωνται αυτοί οι ίδιοι από τους άλλους, σκεπτόμενοι ότι εξ αιτίας των συκοφαντιών είναι άδηλον ποίος ευρεθείς εις κίνδυνον θα αναγκασθή να λέγη εκείνα τα οποία εγώ λέγω τώρα, ενώπιον εκείνων, οι οποίοι θα ψηφίσουν διά την τύχην του.

Μτφρ. Θ. Παπακωνσταντίνου & Ε. Πανέτσος. χ.χ.Ισοκράτης. Λόγοι. III, Περί Αντιδόσεως, Παραγραφή προς Καλλίμαχον, Αιγινητικός, Κατά Λοχίτου, Προς Ευθύνουν. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Σας παρακαλώ λοιπόν μήτε να δίδετε ακόμη πίστιν, μήτε να δυσπιστήτε εις όσα έχουν λεχθή, πριν ακούσετε μέχρι τέλους και τας ιδικάς μου απόψεις, έχοντες υπ' όψει σας, ότι ουδέποτε θα έπρεπε να απολογούνται οι κατηγορούμενοι, εάν βεβαίως ήτο δυνατόν να εκδίδη τις δικαίαν απόφασιν εκ των λόγων του κατηγόρου μόνον. Τώρα δε, εάν μεν καλώς ή κακώς κατά τύχην έχη κατηγορήσει, ουδείς εκ των παρόντων είναι δυνατόν να αγνοήση. Εάν δε όσα έχει είπει είναι αληθή, τούτο δεν είναι ακόμη εύκολον να γνωρίζουν οι δικάζοντες εξ όσων ο προηγούμενος έχει είπει, αλλ' ευχάριστον θα ήτο εάν εξ αμφοτέρων των λόγων δυνηθούν να ανασύρουν το δίκαιον. Δεν παραξενεύομαι δε δι' εκείνους που δαπανούν περισσότερον χρόνον διά τας κατηγορίας των προσπαθούντων να εξαπατήσουν (των συκοφαντών) παρά διά τους λόγους εκείνων που απολογούνται υπέρ του εαυτού των, ούτε δι' εκείνους που λέγουν ότι η διαβολή είναι μέγιστον κακόν. Διότι τι είναι δυνατόν να γίνη χειρότερον έργον ταύτης, η οποία κάνει εκείνους που λέγουν ψέματα ν' απολαύουν εκτιμήσεως, εκείνους δε που δεν έχουν υποπέσει εις ουδέν αμάρτημα, να θεωρούνται άδικοι, εκείνους δε που δικάζουν να επιορκούν, και η οποία γενικώς καταστρέφει την αλήθειαν, αφού δε παραστήση εις τους ακούοντας την ορθήν γνώμην ως ψευδή, καταστρέφει αδίκως όποιον ήθελε κατά τύχην εύρει εκ των πολιτών;

Ταύτα πρέπει να προσέξετε, ίνα μη συμβή εις σας τοιούτον τι, μήτε να φανήτε ότι περιπίπτετε σεις οι ίδιοι εις εκείνα, διά τα οποία θα κατηγορούσατε άλλους. Νομίζω δε ότι σεις δεν αγνοείτε ότι η πόλις πολλάκις μέχρι τώρα μετεμελήθη διά τας αποφάσεις που με οργήν και άνευ ελέγχου ελήφθησαν, ώστε πριν παρέλθη πολύς χρόνος επεθύμησε να τιμωρήση τους εξαπατήσαντας, ευχαρίστως δε θα έβλαπτε τους αδίκως κατηγορηθέντας ευτυχούντας περισσότερον παρά πρότερον. Ταύτα ενθυμούμενοι πρέπει να μη δίδετε πίστιν προκαταβολικώς εις τους λόγους των κατηγόρων, μήτε μετά ταραχής και δυσμενείας να ακούετε τους απολογουμένους. Διότι πράγματι είναι αισχρόν εις όλας τας άλλας περιπτώσεις να είσθε κατά κοινήν ομολογίαν ελεημονέστατοι και πραότατοι εξ όλων των Ελλήνων, εις δε τους δικαστικούς αγώνας, οι οποίοι διεξάγονται εδώ, να πράττετε τα αντίθετα προς την κοινήν ταύτην γνώμην· και ενώ εις άλλας πόλεις, οσάκις δικάζουν περί ψυχής ανθρώπου, μέρος τι των ψήφων τίθεται κρυφίως υπέρ των κατηγορουμένων, ενταύθα μήτε ίσων δικαιωμάτων να απολαύουν οι συκοφαντούμενοι προς τους συκοφάντας· και κατά την αρχήν εκάστου έτους να δίδετε όρκον ότι ομοίως πράγματι θα ακούετε και τους κατηγόρους και τους κατηγορουμένους, τόσον όμως μεγάλην την απόστασιν μεταξύ αυτών να κάνετε, ώστε ό,τι λέγουν οι κατήγοροι να δέχεσθε ως αληθές, εκείνων δε που προσπαθούν να ασκήσουν έλεγχον επ' αυτών, μήτε να ακούετε την φωνήν να ανέχεσθε· και να έχετε μεν την γνώμην ότι αδύνατον είναι να κατοικηθούν αι πόλεις εκείναι, εις τας οποίας άκριτοι μερικοί εκ των πολιτών καταστρέφονται, να αγνοήτε δε ότι τούτο πράττουν εκείνοι που δεν παρέχουν εξ ίσου την εύνοιάν των εις τους διαδίκους. Τούτο πράγματι είναι το φοβερώτερον πάντων, όταν δηλ. κανείς, διατρέχων κίνδυνον αυτός ο ίδιος, κατηγορή τους συκοφάντας, δκάζων δε άλλον, δεν έχη την ιδίαν γνώμην περί αυτών.

Και όμως πρέπει οι νουνεχείς τέτοιοι κριταί να είναι διά τους άλλους, οποίων ακριβώς θα είχον την αξίωσιν αυτοί να τύχουν, σκεπτόμενοι ότι δι' εκείνους που έχουν την τόλμην να συκοφαντούν, άδηλον είναι ποίος θα ευρεθή εις την ανάγκην, περιελθών εις κίνδυνον, να λέγη όσα ακριβώς εγώ τώρα λέγω προς εκείνους, οι οποίοι πρόκειται να εκφέρουν γνώμην περί αυτού.