Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1967. Ισοκράτης. Πανηγυρικός, Φίλιππος. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

[115] Αλλά ούτε η ειρήνη, που έχουμε τώρα, ούτε η δήθεν αυτονομία, που είναι γραμμένη βέβαια στις συνθήκες, μα δεν υπάρχει πραγματικά στις πολιτείες, αξίζει να προτιμηθούν μπροστά στη δικιά μας ηγεμονία. Και πράγματι ποιος θα ήταν δυνατό να επιθυμήσει μια τέτοια θλιβερή κατάσταση, όπου οι πειρατές κατέχουν τις θάλασσες, οι πελταστές κυριεύουν τις πόλεις, [116] και οι πολίτες, αντί να μάχονται με τους εχθρούς, για να υπερασπίσουν τις πόλεις τους, τρώγονται μεταξύ τους μες στα τείχη, όπου μετά την ειρήνη υποδουλώθηκαν με βία πόλεις ακόμα περισσότερες από όσες πριν από αυτή, όπου από τις συχνές πολιτικές αναστατώσεις πιο τρομαγμένοι είναι οι κάτοικοι στις πόλεις από αυτούς που βρίσκονται διωγμένοι σε εξορίες; Τρέμουν, βλέπετε, τι θα τους ξημερώσει, ενώ οι άλλοι έχουν τουλάχιστον ελπίδα πως θα γυρίσουν κάποτε στον τόπο τους.

[117] Και τόσο μακριά βρίσκονται από την ελευθερία και την αυτονομία, ώστε άλλες είναι στα χέρια των τυράννων, αλλού λύνουν και δένουν οι αρμοστές, πολλές έχουν καταστραφεί εντελώς και άλλες έχουν το βάρβαρο για αφέντη. Αυτόν που, όταν τόλμησε κάποτε να περάσει στην Ευρώπη και να το πάρει απάνω του πιότερο από όσο το άξιζε, [118] τον καταντήσαμε σε τέτοια κατάσταση εμείς, ώστε όχι μόνο να σταματήσει οριστικά τις εκστρατείες εναντίον μας, αλλά να ανέχεται να καταστρέφεται και η χώρα του. Και μόνο που έπλευσε για εδώ με χίλια διακόσια πλοία, σε τέτοια ταπείνωση τον ρίξαμε, ώστε πολεμικό καράβι να μην τολμάει να κατεβάσει πια εδώθε από την Φασήλιδα, μόνο να κάθεται ήσυχα, να περιμένει ίσως ευνοϊκή περίσταση, μα να μην έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις που διέθετε.

[119] Και ότι τα πράγματα βάδισαν όπως βάδισαν μόνο με την ανδρεία των προγόνων μας, το έδειξαν ολοκάθαρα οι συμφορές της πόλης μας. Αμέσως, μόλις χάσαμε την ηγεμονία εμείς, άρχισαν και των Ελλήνων τα δεινά. Ύστερα δηλαδή από την καταστροφή μας στον Ελλήσποντο και αφού άλλοι ανάλαβαν πια την ηγεσία, οι βάρβαροι νίκησαν σε ναυμαχία, πήραν την εξουσία στη θάλασσα, κατέλαβαν τα περισσότερα νησιά, αποβιβάστηκαν στη Λακωνική, κυρίεψαν τα Κύθηρα με βία και έκαναν το γύρο της Πελοποννήσου λεηλατώντας και ρημάζοντας.

[120] Ο καλύτερος τρόπος μάλιστα για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της μεταβολής που μεσολάβησε είναι να παραβάλει τα κείμενα των συνθηκών που έγιναν στις μέρες μας με αυτές που υπογράφτηκαν τώρα τελευταία. Από τη σύγκριση αυτή θα αποδειχτεί πως τότε εμείς βάζαμε περιορισμούς στην εξουσία του βασιλιά, ορίζαμε τους φόρους σε ορισμένες περιπτώσεις και του απαγορεύαμε να βγαίνει ελεύθερα στη θάλασσα· τώρα όμως εκείνος είναι που ρυθμίζει των Ελλήνων τα ζητήματα, τους δίνει εντολές πάνω στο τι πρέπει να κάμουν, και μόνο που δε βάζει Πέρσες σατράπες τοποτηρητές στις πόλεις μας.

[121] Γιατί τι άλλο πια απομένει έξω από αυτό; Μήπως δεν έκανε ό,τι ήθελε στον πόλεμο; Δεν υπαγόρευσε αυτός τους όρους της ειρήνης και δε ρυθμίζει σήμερα όπως θέλει τη γενική πολιτική κατάσταση; Δεν τρέχουμε σ' εκείνον, σαν να είναι αφεντικό μας, όταν είναι να κατηγορήσουμε η μια πόλη την άλλη; Δεν τον αποκαλούμε Μεγάλο Βασιλέα, σαν να είμαστε στα χέρια του αιχμάλωτοι; Και όταν πολεμούμε μεταξύ μας, ελπίδες σωτηρίας δε στηρίζουμε σ' εκείνον, που με μεγάλη του χαρά όλους θα μας εξόντωνε;

Μτφρ. Ο.Χ. Μυτιληναίος. χ.χ. Ισοκράτους Πανηγυρικός. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια (αισθητικά, γραμματικά, πραγματικά, ερμηνευτικά, συντακτικά). Αθήνα: Γρηγόρης.

Αλλά μπροστά στη δική μας ηγεμονία δεν αξίζει να προτιμήσουν οι Έλληνες ούτε την τωρινή ειρήνη ούτε την αυτονομία που είναι γραμμένη βέβαια στις συμφωνίες, αλλά δεν υπάρχει στα πολιτεύματα. Γιατί ποιος θα επιθυμούσε τέτοια κατάσταση, στην οποία πειραταί είναι κύριοι της θάλασσας, άτακτος στρατός παίρνει τις πόλεις και, αντί να πολεμούν οι πολίτες εναντίον ξένων, φιλονικούν μεταξύ τους μέσα στην πόλη κι έχουν κυριευτή μάλιστα με τη βία περισσότερες πόλεις απ' αυτές που έπεσαν προτού να κάμουμε την ειρήνη, ενώ, εξαιτίας των συχνών πολιτικών μεταβολών, νοιώθουν μεγαλύτερη αγωνία αυτοί που κατοικούν τις πόλεις από κείνους που τιμωρήθηκαν με εξορία· γιατί οι πρώτοι φοβούνται το μέλλον, ενώ οι άλλοι περιμένουν με ελπίδα να γυρίσουν στην πατρίδα. Τόσο πολύ μάλιστα απέχουν οι πόλεις απ' την ελευθερία και την αυτονομία, ώστε άλλες είναι κάτω από τυράννους, άλλες τις κατέχουν ξένοι διοικητικοί επίτροποι, μερικές καταστράφηκαν και σ' άλλες έχουν γίνει αφεντικά οι βάρβαροι· αυτοί που εμείς, όταν τόλμησαν να περάσουν στην Ευρώπη και σήκωσαν το κεφάλι πιο ψηλά απ' όσο τους ταίριαζε, τους κανονίσαμε έτσι, ώστε όχι μονάχα σταμάτησαν να κάνουν εκστρατείες εναντίον μας, αλλά ανέχονταν και την ίδια τους τη χώρα να υποτάσσεται και, ενώ έπλεαν ολόγυρα στην Ελλάδα με χίλια διακόσια πλοία, τόσο πολύ τους ταπεινώσαμε, ώστε να μη ρίχνουν απ' τη Φασήλιδα και δω πολεμικό καράβι στη θάλασσα, αλλά να ησυχάζουν και να περιμένουν βέβαια τις κατάλληλες ευκαιρίες, οπωσδήποτε όμως να μην έχουν εμπιστοσύνη στην τωρινή τους δύναμη. Και ότι η κατάσταση αυτή ήταν αποτέλεσμα της ανδρείας των προγόνων μας, το έδειξαν ολοφάνερα οι συμφορές της πόλεως. Επειδή τη στιγμή που χάναμε εμείς την ηγεμονία άρχιζε η δυστυχία των Ελλήνων. Γιατί μετά την ατυχία που μας βρήκε στον Ελλήσποντο, όταν πήραν άλλοι την αρχηγία, οι βάρβαροι νίκησαν σε ναυμαχία, έγιναν κυρίαρχοι της θάλασσας, κατέλαβαν τα περισσότερα νησιά, αποβιβάστηκαν στη Λακωνική, κυρίεψαν με βία τα Κύθηρα και έπλευσαν γύρω απ' την Πελοπόννησο προξενώντας καταστροφές. Θα μπορούσε μάλιστα να καταλάβη κανείς το μέγεθος της μεταβολής, αν διαβάση παράλληλα τις συνθήκες που έγιναν τον καιρό της δικής μας αρχής και αυτές που έχουν συνταχθή τώρα. Διότι θα γίνη φανερό ότι τότε εμείς καθορίζαμε τα όρια της εξουσίας του βασιλιά των Περσών, κανονίζαμε ένα μέρος απ' τους φόρους που επέβαλλε και τον εμποδίζαμε να κάνη χρήση της θάλασσας· τώρα αντίθετα, εκείνος είναι που διοικεί τις ελληνικές υποθέσεις και διατάζει τι πρέπει να κάνη ο καθένας και μόνο που δεν διορίζει σατράπες στις πόλεις. Μια και τι άλλο έξω απ' αυτά απομένει; Και του πολέμου δεν είναι κύριος και της ειρήνης τους όρους αυτός δεν υπαγορεύει και δεν είναι επιστάτης της τωρινής πολιτικής καταστάσεως; Δεν πάμε σ' εκείνον για να κατηγορήσουμε ο ένας τον άλλον σα να 'ναι κυρίαρχος; Δεν τον ονομάζουμε «μέγα βασιλέα» σα να 'μαστε αιχμάλωτοι; Όταν πολεμούμε μεταξύ μας, δεν έχουμε τις ελπίδες της σωτηρίας σ' αυτόν, που με ευχαρίστηση θα μας εξόντωνε και τους δυο;