Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1967. Ισοκράτης. Πανηγυρικός, Φίλιππος. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

[93] Την ώρα δηλαδή που όλοι οι σύμμαχοι είχαν χάσει το θάρρος τους και οι Πελοποννήσιοι έχτιζαν τείχος στον Ισθμό, για να εξασφαλίσουν τη δικιά τους μόνο σωτηρία· την ώρα που οι άλλες πόλεις είχαν πέσει στα χέρια των εχθρών και είχαν μάλιστα εκστρατεύσει και μαζί τους ― εξόν καμιά ασήμαντη, που δεν τη λογάριασαν· την ώρα που χίλια διακόσια πολεμικά καράβια έπλεαν εναντίον τους, ενώ αναρίθμητος στρατός από τη στεριά ήταν να μπει στην Αττική· την ώρα που καμιά ελπίδα σωτηρίας δεν κρυφόλαμπε από πουθενά και ήταν από συμμάχους έρημοι, γυμνοί από κάθε ελπίδα· [94] την ώρα που ήταν στο χέρι τους όχι μονάχα από κείνους τους κινδύνους να γλιτώσουν, αλλά και ένα σωρό προνόμια προσωπικά να εξασφαλίσουν, όπως υπόσχονταν ο Ξέρξης, αν θα του έδιναν το ναυτικό της πόλης ― πίστευε, βλέπετε, πως έτσι θα κυριαρχούσε αμέσως και στην Πελοπόννησο· την ώρα αυτή, την κρισιμότατη για κείνους, δε δέχτηκαν τις προσφορές του ούτε και έτρεξαν στις προτάσεις των βαρβάρων για συνθηκολόγηση οργισμένοι με τους άλλους Έλληνες, που τους είχαν προδώσει. [95] Αντίθετα : οι ίδιοι ετοιμάζονταν να αγωνιστούν αγώνα έσχατο για την Ελευθερία, χωρίς να νιώθουν όμως και καμιά μνησικακία για τους άλλους, που προτιμούσαν τη σκλαβιά. Πίστευαν, βλέπετε, πως οι μικρές και ασήμαντες πόλεις έχουν το δικαίωμα να επιζητούν τη σωτηρία τους με κάθε μέσο· εκείνες όμως που έχουν την αξίωση να ρυθμίζουν την τύχη της Ελλάδας δεν είναι δυνατό να αποφεύγουν τους κινδύνους. Όπως για κάθε τίμιο και άξιο άνθρωπο ένας ένδοξος θάνατος είναι προτιμότερος από μια ζωή βουτηγμένη στην ντροπή, έτσι και για τις πόλεις που ξεχωρίζουν από τις άλλες είναι πιο ωφέλιμο να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της γης παρά να τις δουν ντροπιασμένες στη σκλαβιά.

[96] Είναι φανερό πως η σκέψη αυτή στάθηκε οδηγός τους. Και αφού δεν είχαν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στη στεριά και στη θάλασσα μαζί, παράλαβαν όλο τον άμαχο πληθυσμό και τράβηξαν για το γειτονικό νησί της Σαλαμίνας, για να μπορέσουν να πολεμήσουν πρώτα με τη μια και ύστερα με την άλλη από τις δυο δυνάμεις του εχθρού. Πώς θα ήταν δυνατό λοιπόν να βρεθούν άντρες πιο γενναίοι από αυτούς ή με πιο μεγάλη αφοσίωση στους Έλληνες, αφού άντεξαν να δουν την πόλη τους να ερημώνεται, τη χώρα τους να καταστρέφεται, τα ιερά να λεηλατούνται και τους ναούς να καίγονται και όλη την κατάρα του πολέμου να ζώνει τη δικιά τους πόλη, μόνο και μόνο για να μη γίνουν η αιτία να πέσουν στη σκλαβιά οι άλλοι Έλληνες;

[97] Και σα να μην τους έφταναν αυτά, έτοιμοι ήταν να τα βάλουν μόνοι τους με χίλια διακόσια πλοία του εχθρού. Μα δεν τους άφησαν μονάχους : Επειδή ντράπηκαν οι Πελοποννήσιοι την αρετή τους και νόμισαν πως, αν χαθούν οι δικοί μας, ούτε και εκείνοι θα γλιτώσουν τελικά, αν πάλι καταφέρουν και νικήσουν, οι πόλεις οι δικές τους θα βουτηχτούνε στη ντροπή, αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος στον αγώνα. Και για την αναταραχή πάνω στη μάχη, για τις πολεμικές κραυγές και για τις ενθαρρυντικές προτροπές ―χαρακτηριστικά κοινά σε όλες τις ναυμαχίες― έχω τη γνώμη πως δεν πρέπει να χάσω ώρα να τα πω.

[98] Όμως τις πράξεις τις ξεχωριστές, που αξίζουν την ηγεμονία και είναι σύμφωνες με όσα προανάφερα, αυτές είναι το χρέος μου να σας παρουσιάσω : Η πόλη μας λοιπόν, όταν είχε τη δύναμή της όλη ανέπαφη, είχε μια τέτοια υπεροχή απέναντι στις άλλες, ώστε, και ρημαγμένη ακόμα, έβαλε στον κοινό αγώνα της Ελλάδας τριήρεις περισσότερες από όσες όλοι μαζί οι άλλοι Έλληνες, που έλαβαν μέρος στη ναυμαχία τότε. Και σίγουρα κανείς δεν έχει τόση εμπάθεια μαζί μας, ώστε να μην ομολογεί ότι η ναυμαχία αυτή είναι που εξασφάλισε τη νίκη μας στους Περσικούς πολέμους και τούτη πάλι ήταν κατόρθωμα της πόλης μας μονάχα.

[99] Άμα λοιπόν είναι να γίνει εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων, ποιοι είναι φυσικό να έχουν την ηγεμονία; Δεν είναι αυτοί που και στον προηγούμενο πόλεμο ξεχώρισαν από όλους, που πρόταξαν πολλές φορές σαν άτομα τα στήθη τους στον κίνδυνο για το κοινό συμφέρον, όπου δέχτηκαν τα πρωτεία; Δεν είναι αυτοί που άφησαν την πόλη τους, για να σωθούν οι άλλοι, που τον παλιό καιρό ίδρυσαν τις πιο πολλές πόλεις και που πολλές φορές τις έσωσαν από μεγάλες συμφορές; Δε θα ήταν τάχα προσβολή απαράδεκτη, αν θα κριθούμε άξιοι εμείς για πιο μικρές τιμές, τη στιγμή που σηκώσαμε στις πλάτες μας τις πιο μεγάλες συμφορές, και αν θα αναγκαστούμε να ακολουθούμε τώρα άλλους, τη στιγμή που τότε πρώτοι πρώτοι εμείς αντιμετωπίσαμε τον κίνδυνο που απειλούσε όλη την Ελλάδα;

Μτφρ. Ο.Χ. Μυτιληναίος. χ.χ. Ισοκράτους Πανηγυρικός. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια (αισθητικά, γραμματικά, πραγματικά, ερμηνευτικά, συντακτικά). Αθήνα: Γρηγόρης.

Γιατί, ενώ όλοι οι σύμμαχοι είχαν χάσει το ηθικό τους και απ' το ένα μέρος οι Πελοποννήσιοι έφραζαν με τείχος τον Ισθμό και φρόντιζαν μονάχα για τη δική τους σωτηρία, οι άλλες πόλεις είχαν υποδουλωθή στους βαρβάρους και έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία μαζί τους, εκτός εάν κάποια είχε παραμεληθή από τους εχθρούς σαν ασήμαντη, και απ' το άλλο μέρος κατέπλεαν χίλια διακόσια πλοία και ήταν έτοιμο αναρίθμητο πεζικό στράτευμα να εισβάλη στην Αττική, αν και δεν φαινόταν καμιά σωτηρία γι' αυτούς, αλλά ήταν χωρίς συμμάχους και είχαν πέσει έξω σ' όλες τις ελπίδες τους, μολονότι μπορούσαν όχι μονάχα ν' αποφύγουν τους κινδύνους που τους απειλούσαν, αλλά και να πάρουν εξαιρετικές τιμές, αυτές που τους έδινε ο βασιλιάς των Περσών νομίζοντας ότι θα γίνη κύριος και της Πελοποννήσου, αν πάρη με το μέρος του το ναυτικό της πόλεως, δεν δέχτηκαν τις τιμές που τους πρόσφερε, ούτε από αγανάκτηση για τους Έλληνες που τους εγκατέλειψαν έτρεξαν με ευχαρίστηση να συνεννοηθούν μαζί του, αλλά αντίθετα οι ίδιοι ετοιμάζονταν να πολεμήσουν για την ελευθερία και συγχωρούσαν τους άλλους που προτιμούσαν τη δουλεία. Διότι πίστευαν ότι οι μικρές πόλεις ταιριάζει με κάθε τρόπο να ζητούν τη σωτηρία, ενώ αυτές που έχουν την αξίωση να κρατούν τα πρωτεία στην Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να αποφεύγουν τους κινδύνους, αλλά, όπως ακριβώς για τους καλούς και γενναίους άνδρες είναι προτιμότερος ο θάνατος απ' την άτιμη ζωή, έτσι και για τις πόλεις που υπερέχουν είναι πιο συμφέρον να εξαφανισθούν απ' το πρόσωπο της γης παρά να τις δη ο κόσμος υποδουλωμένες. Και είναι φανερό ότι σκέφτηκαν έτσι. Διότι, μια και δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν συγχρόνως και τις πεζικές και τις ναυτικές δυνάμεις, πήραν μαζί τους όλον τον άμαχο πληθυσμό της πόλεως και έπλευσαν στο κοντινό νησί, για να πολεμήσουν χωριστά την κάθε μία δύναμη.

Ύστερα απ' αυτά πώς θα μπορούσαν να αποδειχθούν άλλοι άνδρες ή πιο γενναίοι ή πιο φιλέλληνες από κείνους που, για να μη γίνουν υπαίτιοι της υποδουλώσεως των άλλων, ανέχτηκαν να δουν την πόλη τους να ερημώνεται, τη χώρα τους να λεηλατήται, να ληστεύωνται τα ιερά τους και να καίγωνται οι ναοί τους και όλος γενικά ο πόλεμος να ξεσπάη στην πατρίδα τους. Όμως ούτε κι αυτά τους έφτασαν, αλλά πήραν το θάρρος να ναυμαχήσουν μόνοι ενάντια σε χίλια διακόσια πλοία. Δεν απόμειναν ωστόσο μονάχοι· γιατί οι Πελοποννήσιοι αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος στον αγώνα, επειδή ντράπηκαν μπροστά στη λεβεντιά των προγόνων μας και νόμισαν πως, αν καταστραφούν οι δικοί μας, δεν θα σωθούν ούτε οι ίδιοι, κι αν πάλι τα καταφέρουν οι δικοί μας, θα καταδικάσουν σε περιφρόνηση τις πόλεις τους. Δεν βλέπω βέβαια για ποιο λόγο πρέπει να χάνω τον καιρό μου αναφέροντας τους θορύβους που δημιουργήθηκαν την ώρα της ναυμαχίας και τις κραυγές και τις επικλήσεις που είναι κοινές σ' όλους αυτούς που ναυμαχούν. Επιβάλλεται όμως να πω αυτά που είναι χαρακτηριστικά και άξια της απαιτήσεώς μας για ηγεμονία και ανταποκρίνονται σε όσα είπα προηγουμένως. Τόσο δηλαδή ήταν ανώτερη η πόλη μας, όταν ήταν ακέραιη, ώστε, αν και αναστατώθηκε, πρόσφερε στον αγώνα για την Ελλάδα περισσότερα πλοία απ' όσα πρόσφεραν όλοι οι άλλοι που πήραν μέρος στη ναυμαχία και κανείς δεν νοιώθει τόσο εχθρικά για μας, ώστε να μην ομολογήση ότι κερδίσαμε τον πόλεμο χάρη σ' εκείνη τη ναυμαχία και ότι εκείνης της ναυμαχίας αιτία στάθηκε η πόλη μας.

Ύστερα απ' αυτά, αν πρόκειται να γίνη εκστρατεία κατά των βαρβάρων, ποιοι πρέπει να έχουν την αρχηγία; Όχι εκείνοι που διακρίθηκαν πάρα πολύ στον προηγούμενο πόλεμο και μόνοι τους πάρα πολλές φορές ριψοκινδύνεψαν στην πρώτη γραμμή και στους κοινούς αγώνες κρίθηκαν άξιοι των αριστείων; Όχι αυτοί που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για χάρη της σωτηρίας των άλλων και τον παλιό καιρό ίδρυσαν τις περισσότερες πόλεις και αργότερα πάλι τις διέσωσαν απ' τις μεγαλύτερες συμφορές; Με βάση ποια λογική δεν θα μας γινόταν η πιο φοβερή αδικία, αν κρινόταν άξιο να πάρουμε τις λιγώτερες τιμές, τη στιγμή που δεχτήκαμε τις περισσότερες συμφορές, και αν αναγκαζόμασταν τώρα να ακολουθούμε άλλους, ενώ τότε μπήκαμε μπροστά, για να σωθούν όλοι οι Έλληνες;