Μτφρ. Δ. Λυπουρλής. 2002. Αριστοτέλης. Ηθικά Νικομάχεια. Βιβλίο Β'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
Ύστερα από όλα αυτά καιρός να εξετάσουμε τι είναι η αρετή. (20) Δεδομένου ότι τα συμβαίνοντα στην ψυχή μας είναι τρία, πάθη, δυνάμεις, έξεις, η αρετή δεν μπορεί παρά να είναι ένα από αυτά. Λέγοντας πάθη εννοώ την επιθυμία, την οργή, τον φόβο, το θάρρος, τον φθόνο, τη χαρά, την αγάπη, το μίσος, τη λαχτάρα, τη ζηλοτυπία, την ευσπλαχνία, γενικά όσα συνοδεύονται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Λέγοντας δυνάμεις εννοώ αυτές που κάνουν να λεγόμαστε ικανοί να έχουμε μετοχή σ' αυτά, δηλαδή στα πάθη (25) (να μπορούμε π.χ. να οργιζόμαστε ή να λυπούμαστε ή να νιώθουμε ευσπλαχνία)· λέγοντας, τέλος, έξεις εννοώ την καλή ή κακή μας σχέση με τα πάθη (ενσχέσει π.χ. προς την οργή: αν οργιζόμαστε πάρα πολύ ή εντελώς χαλαρά, η σχέση μας με την οργή είναι κακή, αν όμως οργιζόμαστε με έναν μέσο τρόπο, η σχέση μας με αυτήν είναι καλή· το ίδιο και με τα άλλα πάθη).
Ούτε οι αρετές, επομένως, ούτε οι κακίες είναι πάθη, αφού κανένας δεν μας λέει καλούς ή όχι καλούς κατά τα πάθη, (30) ενώ μας λένε κατά τις αρετές και τις κακίες· έπειτα, κανένας δεν μας επαινεί ούτε μας ψέγει κατά τα πάθη (κανένας δεν επαινεί τον άνθρωπο που αισθάνεται φόβο ή οργή, ούτε κατηγορεί τον άνθρωπο που, έτσι γενικά, οργίζεται, αλλά αυτόν που οργίζεται με έναν ορισμένο τρόπο), [1106a] ενώ κατά τις αρετές και τις κακίες μάς επαινούν ή μας ψέγουν.
Οργιζόμαστε, επίσης, και φοβούμαστε όχι από δική μας επιλογή, οι αρετές όμως είναι, κατά κάποιο τρόπο, αποτέλεσμα επιλογής ή, έστω, όχι δίχως διαδικασία επιλογής· τέλος, ενσχέσει με τα πάθη ο λόγος μας χρησιμοποιεί τη λέξη «κινούμαι», (5) ενώ ενσχέσει με τις αρετές και τις κακίες όχι τη λέξη «κινούμαι», αλλά τη λέξη «διάκειμαι».
Για τους ίδιους αυτούς λόγους δεν είναι ούτε δυνάμεις· πραγματικά, ούτε μας λένε καλούς ή κακούς ούτε μας επαινούν ή μας ψέγουν για μόνο το λόγο ότι μπορούμε να μετέχουμε στα πάθη· άλλωστε τις δυνάμεις τις έχουμε εκ φύσεως, καλοί όμως ή κακοί δεν γινόμαστε από τη φύση (10) ― για το θέμα όμως αυτό μιλήσαμε πρωτύτερα.
Αν λοιπόν οι αρετές δεν είναι ούτε πάθη ούτε δυνάμεις, μένει να είναι έξεις. Εδώ ολοκληρώθηκε ο λόγος μας για το γένος της αρετής.
Μτφρ. Α. Δαλέζιος. [1949–50] 1975. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
Και τώρα ας εξετάσωμεν τι είναι η αρετή. Επειδή λοιπόν (20) τα εντός της ψυχής συμβαίνοντα είναι τριών ειδών, δηλαδή πάθη, δυνάμεις και έξεις, η αρετή πρέπει ν' ανήκη εις έν των τριών τούτων ειδών. Καλώ δε πάθη την επιθυμίαν, την οργήν, τον φόβον, το θάρρος, τον φθόνον, την χαράν, την φιλίαν, το μίσος, τον πόθον, την ζηλοτυπίαν, τον οίκτον και εν γένει όλα εκείνα, εις τα οποία παρομαρτεί ηδονή ή λύπη. Δυνάμεις ονομάζω τας δυνατότητας, αι οποίαι μας κάμνουν επιδεκτικούς δι' αυτά, (25) δηλαδή όσαι μας προκαλούν την οργήν, την λύπην ή τον οίκτον, και τέλος έξεις εκείνας αι οποίαι μας περιάγουν, ως προς τα πάθη, εις μίαν καλήν ή κακήν κατάστασιν. Όσον αφορά την οργήν, επί παραδείγματι, εάν μεν μας κάμνουν να οργιζώμεθα σφοδρώς ή χαλαρώς, είναι έξεις κακαί, εάν όμως μετρίως, καλαί, ομοίως δε και δι' όλα τα άλλα. Ούτε λοιπόν αι αρεταί ούτε αι κακίαι είναι πάθη, διότι δεν λογιζόμεθα (30) ως αγαθοί ή κακοί αναλόγως των παθών μας αλλ' αναλόγως των αρετών και των κακιών μας, και διότι ούτε επαινούμεθα ούτε ψεγόμεθα εξ αιτίας των παθών μας (δεδομένου ότι ούτε επαινείται ούτε κατακρίνεται ο φοβούμενος ή ο οργιζόμενος γενικώς και αορίστως, αλλ' ο φοβούμενος ή οργιζόμενος [1106a] κατά τινα ωρισμένον τρόπον), ενώ, αναλόγως των αρετών ή των κακιών μας, επαινούμεθα ή κατακρινόμεθα. Εξ άλλου οργιζόμεθα και φοβούμεθα χωρίς την θέλησίν μας, ενώ αι αρεταί προϋποθέτουν κάποιαν περιεσκεμμένην θέλησιν ή τουλάχιστον δεν υφίστανται χωρίς την θέλησιν ταύτην. Εξ άλλου, όσον αφορά τα πάθη, (5) λέγομεν ότι συγκινούμεθα, αλλ' ως προς τας αρετάς και τας κακίας, δεν συγκινούμεθα, αλλ' ευρισκόμεθα εις μίαν ωρισμένην κατάστασιν. Διότι με το να δυνάμεθα να πάσχωμεν αορίστως, δεν θεωρούμεθα αγαθοί ή κακοί και ούτε επαινούμεθα ούτε ψεγόμεθα. Πλην τούτου ρωμαλέοι γινόμεθα εκ φύσεως, (10) εκ φύσεως όμως δεν γινόμεθα αγαθοί ή κακοί. Περί αυτών ωμιλήσαμεν και προηγουμένως. Αφού λοιπόν δεν είναι αι αρεταί ούτε δυνάμεις ούτε πάθη, δεν υπολείπεται παρά να είναι έξεις.