Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη. 1967. Ισοκράτης. Πανηγυρικός, Φίλιππος. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα: ΟΕΔΒ.

[75] Βέβαια πρόσφεραν, νομίζω, πάρα πολλές ευεργεσίες και αξίζουν χωρίς άλλο τον πιο μεγάλο έπαινο αυτοί που πρόταξαν τα στήθη τους για την ελευθερία των Ελλήνων. Όμως σωστό δεν είναι να ξεχνούμε και εκείνους που έζησαν πριν από αυτόν τον πόλεμο και είχαν στα χέρια τους την τύχη τόσο της μιας όσο και της άλλης πολιτείας: Εκείνοι είναι που άσκησαν τους μεταγενέστερους, έδειξαν στο λαό το δρόμο για την αρετή και τον έκαναν να γίνει ο φόβος και ο τρόμος των βαρβάρων.

[76] Και αυτό γιατί δεν έδειχναν αδιαφορία για τα δημόσια πράγματα, δεν τα εκμεταλλεύονταν σαν να ήταν προσωπικό τους βιος αδιαφορώντας σύγκαιρα γι' αυτά, σαν να ήταν ξένα. Αντίθετα τα νοιάζονταν με την καρδιά τους, σαν να ήταν δικό τους χτήμα, μα απομάκρυναν κάθε προσωπικό συμφέρον από αυτά, όπως είναι σωστό να γίνεται πάντα για πράγματα που δε μας ανήκουν. Ούτε και μετρούσαν την ευτυχία με βάση τη χρηματική περιουσία του καθενός· πλούτη σπουδαία και άξια πίστευαν πως έχει αυτός μονάχα που κάνει όσα είναι για να του εξασφαλίσουν το πιο έντιμο όνομα και για να αφήσει στα παιδιά του κληρονομιά την πιο μεγάλη δόξα.

[77] Δε ζήλευαν επίσης την επίδειξη παράτολμης παλικαριάς ― γι' αυτό και δεν έπαιρναν μέτρα για να ασκηθεί η τόλμη τους. Παρ' όλα αυτά τους ήταν πιο οδυνηρό να τους κακολογούν οι συμπολίτες τους, παρά να δώσουν τη ζωή τους τιμημένα υπερασπίζοντας την πόλη· και περισσότερη ντροπή τους έφερνε το σφάλμα που είχε αντίχτυπο στο κοινό συμφέρον από όση νιώθουμε σήμερα εμείς για τα προσωπικά μας λάθη. [78] Αυτό οφείλεται βασικά στο γεγονός ότι αγρυπνούσαν πάντα για τη δικαιοσύνη και τη σωστή εφαρμογή των νόμων ― όχι τόσο γι' αυτούς που αναφέρονταν σε ιδιωτικές συναλλαγές, όσο γι' αυτούς που ρύθμιζαν τις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις των πολιτών. Ήξεραν δα ότι οι τίμιοι άνθρωποι δε χρειάζονταν πολλές γραπτές διατυπώσεις· μια απλή έντιμη συμφωνία εύκολα θα μπορούσε να στηρίξει και τις προσωπικές και τις δημόσιες συναλλαγές τους.

[79] Και είχαν τέτοια πολιτική συνείδηση, ώστε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα είχε σκοπό όχι βέβαια ποιο θα εξοντώσει το άλλο, για να αναλάβει ύστερα την εξουσία, αλλά ποιο θα πρωτοπροσφέρει τις αγαθές υπηρεσίες του στην πόλη. Και τα πολιτικά τους κόμματα δεν απόβλεπαν σε κομματικά οφέλη, αλλά εξυπηρετούσαν μόνο του συνόλου τα συμφέροντα.

[80] Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ρύθμιζαν και τις σχέσεις τους με τις άλλες πόλεις, τις συμμαχικές: Προστάτευαν τους Έλληνες και δεν τους καταπίεζαν· θεωρούσαν χρέος τους να είναι οι στρατηγοί τους και όχι οι τύραννοί τους· προτιμούσαν να τους αποκαλούν ηγέτες και όχι αφεντικά, σωτήρες και όχι εξολοθρευτές. Έπαιρναν με το μέρος τους τις πόλεις με τις ευεργεσίες τους και δεν τους ανάγκαζαν με τη βία, [81] και ήταν ο λόγος τους πιο αξιόπιστος από ό,τι είναι σήμερα οι όρκοι. Είχαν την αξίωση οι συμφωνίες και οι συνθήκες να είναι απαραβίαστες σαν την ανάγκη όχι πως είχαν καμιά έπαρση, που ήταν οι αρχηγοί, αλλά καμάρωναν πραγματικά για τη ζωή τους, που ήταν μετρημένη και άψογη. Ένιωθαν ακόμα χρέος τους στους κατώτερους να φέρονται όπως θα ήθελαν οι ίδιοι να φέρονται οι ανώτεροι σ' αυτούς. Τέλος ο καθένας έβλεπε την πόλη του σαν ιδιαίτερα δικό του τόπο, μα ένιωθε για κοινή πατρίδα όλων την Ελλάδα.

Μτφρ. Ο.Χ. Μυτιληναίος. χ.χ. Ισοκράτους Πανηγυρικός. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια (αισθητικά, γραμματικά, πραγματικά, ερμηνευτικά, συντακτικά). Αθήνα: Γρηγόρης.

[75] Νομίζω λοιπόν ότι πρόσφεραν πάρα πολλές υπηρεσίες και αξίζουν κάθε έπαινο αυτοί που ριψοκινδύνεψαν στην πρώτη γραμμή της μάχης προτάσσοντας τα στήθη τους για την Ελλάδα. Δεν είναι όμως σωστό να ξεχνούμε κι αυτούς που έζησαν πριν απ' αυτόν τον πόλεμο και κατείχαν την εξουσία στην κάθε μια απ' αυτές τις δυο πόλεις· επειδή εκείνοι ήταν που προγύμνασαν τους μεταγενέστερους, οδήγησαν το λαό στην αρετή και δημιούργησαν φοβερούς ανταγωνιστές των βαρβάρων. [76] Διότι δεν έδειχναν αδιαφορία για τα δημόσια πράγματα, ούτε τα εκμεταλλεύονταν σα να 'ταν δικά τους ούτε τα παραμελούσαν σα να 'ταν ξένα, αλλά τα πονούσαν σαν δικά τους και δεν τ' άγγιζαν, όπως ακριβώς είναι σωστό για πράγματα που δεν μας ανήκουν. Ούτε μετρούσαν την ευτυχία με το χρήμα, αλλά αντίθετα νόμιζαν ότι τον πιο σίγουρο και ωραίο πλούτο έχει εκείνος που κάνει πράξεις απ' τις οποίες κι αυτός πρόκειται να αποκτήση εξαιρετική φήμη και στα παιδιά του να κληρονομήση πολύ μεγάλη δόξα. [77] Ούτε συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο στο θράσος ούτε επέβαλλαν στους άλλους τα τολμήματά τους, αλλά αντίθετα νόμιζαν πως είναι πιο φοβερό να τους κατακρίνουν οι συμπολίτες τους απ' το να πεθάνουν με δόξα για την πατρίδα τους κι ένοιωθαν περισσότερη ντροπή για τα σφάλματα πάνω στις δημόσιες υποθέσεις απ' ό,τι ντρεπόμαστε σήμερα για τα προσωπικά μας παραπτώματα. [78] Αιτία αυτών των αντιλήψεων ήταν το ότι πρόσεχαν πώς να εφαρμόζωνται πιστά και με ακρίβεια οι νόμοι, όχι τόσο αυτοί που αναφέρονταν στις ιδιωτικές τους συναλλαγές, όσο αυτοί που αφορούσαν την καθημερινή τους διαγωγή· γιατί γνώριζαν καλά ότι οι καλοί και ενάρετοι άνθρωποι καθόλου δεν έχουν ανάγκη από πολλούς γραπτούς νόμους, αλλά με λίγες συμφωνίες μπορούν να συμβιβαστούν εύκολα και για τα ιδιωτικά και για τα δημόσια ζητήματα. [79] Ήταν μάλιστα τόση η αφοσίωση στο κοινό συμφέρον, ώστε και οι πολιτικοί τους ανταγωνισμοί δεν αφορούσαν το ποιο απ' τα δυο κόμματα θα εξοντώση τους αντιπάλους του και θα κυριαρχήση πάνω στους άλλους, αλλά ποιοι πρώτοι θα προσφέρουν κάποια υπηρεσία στην πόλη. Και σχημάτιζαν τα κόμματα όχι για να εξυπηρετήσουν προσωπικά τους συμφέροντα, αλλά για να ωφελήσουν το λαό. [80] Με τον ίδιο τρόπο μάλιστα ρύθμιζαν και τις σχέσεις τους με άλλα έθνη, εξυπηρετώντας τους Έλληνες, χωρίς να φέρωνται υπεροπτικά, νομίζοντας πως πρέπει να είναι όχι τύραννοί τους, αλλά αρχηγοί τους στον πόλεμο, περισσότερο επιθυμώντας να τους λένε αρχηγούς παρά κυρίαρχους και να ονομάζωνται σωτήρες και όχι εκμεταλλευτές, παίρνοντας στη συμμαχία τους τις πόλεις με το να τις ευεργετούν και όχι να τις υποτάσσουν με τη βία, [81] κρατώντας το λόγο τους πιο πιστά απ' ό,τι σήμερα κρατάμε τους όρκους, θεωρώντας απαραίτητο να μένουν πιστοί στις συνθήκες, σαν να είναι αναπόφευκτοι φυσικοί νόμοι, χωρίς να υπερηφανεύωνται τόσο για την εξουσία που είχαν, όσο καμάρωναν για τη συνετή τους ζωή, βρίσκοντας σωστό να έχουν για τους κατώτερους τη γνώμη που θα 'θελαν να έχουν οι ανώτεροι γι' αυτούς τους ίδιους, θεωρώντας τις πόλεις τους ιδιαίτερα κέντρα θρησκευτικά και πολιτικά, αναγνωρίζοντας όμως σαν κοινή πατρίδα την Ελλάδα.