Μτφρ. Χ.Χ. Ξυδάς. 1986. Ισοκράτους Ελένης Εγκώμιον. Κριτική και ερμηνευτική έκδοση. Αθήνα: Καρδαμίτσα.

Υπάρχουν μερικοί που περηφανεύονται (αποκτούν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους), αν καταφέρουν να μιλήσουν (να εκφωνήσουν Λόγο) με τρόπο υποφερτό (ανεκτό) για μια υπόθεση (ένα θέμα), ενώ τη διάλεξαν (ώστε να 'ναι) αλλόκοτη (απίθανη) και παράξενη· κι έχουν φτάσει στα βαθιά (τους) γεράματα, άλλοι μεν υποστηρίζοντας (σταθερά) ότι δεν είναι δυνατό να πει κανείς ψέμματα, ούτε να αντείπει (να αντικρούσει με διαλεκτικά επιχειρήματα), ούτε να εκφωνήσει δύο (αντίθετους) Λόγους για τα ίδια πράγματα, άλλοι πάλι υποστηρίζοντας ότι τάχα η ανδρεία και η σοφία και η δικαιοσύνη ταυτίζονται (είναι το ίδιο πράγμα) και (ότι τάχα) από φυσικού μας δεν έχουμε τίποτα απ' αυτά, αλλ' (ότι) μια (ενιαία) επιστημονική γνώση υπάρχει που εκτείνεται σε όλα (αυτά), άλλοι δε ασχολούνται με τις εριστικές αντιλογίες που καθόλου μεν δεν ωφελούν, έχουν δε την δύναμη να δημιουργούν προβλήματα (ενοχλήσεις ) σ' όσους τις πλησιάζουν (κι ασχολούνται μ' αυτές). Εγώ δε, αν μεν τώραδα έβλεπα να γεννιέται (να δημιουργείται) μέσα στους ρητορικούς λόγους αυτή η σχολαστικότητα, και (αν έβλεπα) αυτούς να περηφανεύονται για τις καινούργιες τους επινοήσεις (για το ότι οι επινοήσεις τους είναι καινοφανείς), δεν θα παραξενευόμουν το ίδιο μ' αυτούς· τώρα δε (όμως) ποιος είναι τόσο οψιμαθής, που δεν ξέρει ότι ο Πρωταγόρας και οι (άλλοι) σοφιστές, που έζησαν εκείνη την εποχή, μας άφησαν και τέτοια συγγράμματα, (αλλά) και πολύ πιο βαθυστόχαστα (δυσνόητα) απ' αυτά; Πράγματι, πώς θα μπορούσε κανείς να ξεπεράσει το Γοργία, που τόλμησε να πει (να υποστηρίξει) ότι τάχα δεν υπάρχει κανένα ον (πράγμα), ή το Ζήνωνα, που προσπαθεί να αποδείξει (πως) τα ίδια (πράγματα) (είναι) δυνατά και πάλι (είναι) αδύνατα, ή το Μέλισσο, που επιχείρησε να βρίσκει αποδείξεις, ότι τάχα το παν είναι ένα, ενώ τα πράγματα εκ φύσεως έχουν γίνει άπειρα ως προς το πλήθος; Αλλ' όμως (αυτοί) κατατρίβονται ακόμα γύρω από την ίδια κοινοτοπία, ενώ εκείνοι τόσο φανερά απέδειξαν ότι είναι εύκολο να μηχανευτεί κανείς ψευδολογίες για όσα (θέματα) προτίθεται (να διαπραγματευτεί). Αυτοί έπρεπε να ζητούν την αλήθεια, αφού εγκαταλείψουν αυτή τη μαγγανεία, που με τα λόγια (θεωρητικά) μεν προσποιείται πως ανατρέπει (τα επιχειρήματα των άλλων), στην πράξη όμως ήδη από πολύν καιρό έχει ανατραπεί (η ίδια). Και (έπρεπε) να εκπαιδεύουν τους μαθητές τους γύρω από την πολιτική (μας) πρακτική, και να τους εκγυμνάζουν γύρω από την εμπειρία αυτών (των πολιτικών πραγμάτων), έχοντας στο νου τους ότι είναι πολύ προτιμότερο να έχουν επαρκή γνώση για τα χρήσιμα, παρά να έχουν εμπεριστατωμένη γνώση για τα άχρηστα (πράγματα), και (ότι είναι προτιμότερο) να υπερέχει κανείς λίγο στα σπουδαία (μεγάλα) μάλλον, παρά να υπερέχει πολύ στα ασήμαντα (μικρά) και σ' όσα είναι εντελώς ανώφελα στη ζωή. Αλλά βέβαια αυτούς τίποτ' άλλο δεν τους νοιάζει εκτός από το να κερδίζουν χρήματα από τους νέους. Η δε μελέτη της εριστικής διαλεκτικής παρέχει τη δυνατότητα να (το) κάνουν αυτό (την κερδοσκοπία)· γιατί όσοι δεν ενδιαφέρονται ούτε ακόμα (και) για τα ιδιωτικά τους θέματα, ούτε για τα κοινά (δημόσια), πάρα πολύ ευχαριστούνται με αυτούς τους λόγους, που τυχαίνει να μη είναι χρήσιμοι σε τίποτα. Τους μεν τέτοιους (νεανικής) ηλικίας πολύ τους καταλαβαίνουμε (τους δικαιολογούμε) να έχουν τέτοια μυαλά. Πράγματι γενικά σε όλα τα πράγματα τέτοια διάθεση έχουν (να στρέφονται) προς ό,τι περιττό και παράδοξο. Όσους όμως προσποιούνται πως εκπαιδεύουν (τους νέους) αξίζει να τους επικρίνει κανείς, γιατί, όσους μεν διαπράττουν απάτες στις ιδιωτικές (τους) συμφωνίες, και χρησιμοποιούν τους ρητορικούς λόγους (τη ρητορεία) κατά τρόπο άδικο, τους κατηγορούν, οι ίδιοι δε πράττουν χειρότερα (πράγματα) απ' εκείνους· γιατί εκείνοι μεν (συνήθως) βλάπτουν κάποιους άλλους (ξένους), αυτοί δε βλάπτουν κατ' εξοχήν τους μαθητές (τους). Έχουν δε κατορθώσει να επιφέρουν τόσο μεγάλη πρόοδο στη ψευδολογία, ώστε μερικοί παίρνουν κιόλας το θάρρος να υποστηρίζουν γραπτώς ότι τάχα η ζωή των εξορίστων και των ζητιάνων είναι πιο αξιοζήλευτη παρά (η) των άλλων ανθρώπων, καθώς διαπιστώνουν ότι αυτοί αποκομίζουν ωφέλεια από τέτοια (πράγματα), και φέρνουν σαν απόδειξη ότι τάχα, αν (αφού) είναι κάπως ικανοί να αναπτύξουν επιχειρηματολογία για πράγματα κακοήθη, εύκολα βέβαια θα βρουν πλούσια επιχειρηματολογία για (θέματα) ηθικά και ενάρετα. Μου φαίνεται όμως ότι είναι το πιο καταγέλαστο (πράγμα) το να επιδιώκουν να πείθουν με αυτά τα λόγια ότι τάχα κατέχουν την επιστήμη της πολιτικής, ενώ μπορούν να το δείξουν μέσ' από τη διδασκαλία που υπόσχονται (πως κάνουν). Γιατί όσοι διεκδικούν την κατοχή φρονήσεως και ισχυρίζονται ότι είναι κάτοχοι της (πολιτικής) σοφίας, ταιριάζει να δείχνουν υπεροχή και ανωτερότητα από τους κοινούς (ανειδίκευτους) (ανθρώπους) όχι σε όσα (θέματα) έχουν παραμεληθεί από τους άλλους, αλλά σε όσα υπάρχει ανταγωνισμός απ' όλους ανεξαίρετα.

Τώρα όμως κάνουν (κάτι) παρόμοιο, σαν κάποιον που θα παρίστανε πως είναι ο ανώτερος αθλητής (πρωταθλητής), κατεβαίνοντας (ν' αγωνιστεί) σ' όποιον αγώνα κανένας άλλος (αντίπαλος) δεν θα θεωρούσε πως αξίζει τον κόπο (να) διεκδικεί τη νίκη. Γιατί ποιος από τους λογικούς ανθρώπους (ποιος λογικός άνθρωπος) θα επιχειρούσε να επαινεί συμφορές; Αλλά είναι φανερό ότι καταφεύγουν σ' αυτά (τα θέματα) ένεκα αδυναμίας (ανικανότητας). Γιατί ένας μόνο δρόμος υπάρχει (που ταιριάζει) σ' αυτά τα γραπτά (κείμενα), που δεν είναι δύσκολο ούτε να τον βρεις ούτε να τον διδαχθείς ούτε να τον μιμηθείς. Όσοι δε από τους Λόγους (όσοι Λόγοι) είναι κοινής αποδοχής και αξιόπιστοι και όμοιοι μ' αυτούς, συντάσσονται και εκφωνούνται (ώστε να είναι γεμάτοι) από πολλές (πρωτότυπες) ιδέες και επίκαιρα μέσα εκφράσεως που δύσκολα τα αφομοιώνει κανείς με τη μάθηση. Κι η σύνθεσή τους είναι τόσο δυσκολώτερη (από τη σύνθεση των άλλων Λόγων), όσο ακριβώς είναι πιο κοπιαστικό το να σοβαρολογεί κανείς απ' το να κοροϊδεύει, και το να ασχολείται με σοβαρά θέματα από το ν' αστειεύεται. (Να μια) πολύ μεγάλη απόδειξη: Ποτέ ως τώρα κανένας απ' όσους θέλησαν να εγκωμιάσουν «κάτι βουερό» ή το αλάτι και (άλλα) τέτοια, δεν είχε έλλειψη επιχειρημάτων, όσοι δε επιχείρησαν να μιλήσουν για πράγματα αντικειμενικά παραδεκτά (σαν) καλά ή ωραία ή που ξεχωρίζουν για την ηθική τους αξία, έχουν εκφωνήσει Λόγους πολύ κατώτερους (με τρόπο πολύ κατώτερο) της πραγματικότητας. Γιατί δεν έχει την ίδια «βαρύτητα» το να μιλήσεις επάξια για το καθένα απ' αυτά τα δυο (δηλ. τα σημαντικά ή τ' ασήμαντα θέματα), αλλά τα μεν μικρά (ασήμαντα) είναι εύκολο να τα ξεπεράσει κανείς με τα λόγια (του), των δε (άλλων, δηλ. σημαντικών) είναι δύσκολο να φτάσει κανείς το μέγεθος (να πει λόγια τόσο μεγάλα). Και για όσα μεν αξίζουν, είναι σπάνιο να επινοήσει κανείς (τέτοια επιχειρήματα), τα οποία κανείς πρωτύτερα δεν χρησιμοποίησε στους Λόγους του, για τα ανάξια (φαύλα) και ταπεινά όμως ό,τι τυχόν πει κανείς, ολόκληρο είναι αποκλειστική του ιδιοκτησία.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1957. Ισοκράτους Ελένης Εγκώμιον. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι υπερηφανεύονται, όταν, αφού εκλέξουν ένα θέμα περίεργον και παράδοξον, δυνηθούν να το πραγματευθούν κατά τρόπον ανεκτόν. Και άλλοι μεν έχουν γηράσει βεβαιώνοντες ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να λέγη τις ψευδή, ούτε να αντιλέγη, ούτε να λέγη περί των αυτών θεμάτων δύο αντιθέτους λόγους, άλλοι δε αναπτύσσοντες με ευκολίαν ότι η ανδρεία και η σοφία και η δικαιοσύνη είναι το ίδιον και ότι εκ φύσεως ουδεμίαν τούτων έχομεν και ότι δεν υπάρχει παρά μία επιστήμη, η οποία αφορά όλας τας αρετάς· άλλοι δε ασχολούνται με τας έριδας, αι οποίαι καθόλου δεν ωφελούν, αλλά και βλάπτουν τους ασχολουμένους με αυτάς.

Εγώ δε, αν έβλεπον ότι η περί τα μάταια και περιττά ενασχόλησις έχει εμφανισθή εις τους ρητορικούς λόγους προσφάτως και οι συγγραφείς των λόγων τούτων εξαρτούν την δόξαν των από τα νέα έργα, τα οποία επινοούν, δεν θα εθαύμαζον αυτούς κατά τρόπον όμοιον· τώρα όμως ποίος είναι τόσον οψιμαθής, ώστε ούτος να μη γνωρίζη τον Πρωταγόραν και τους συγχρόνους προς αυτόν σοφιστάς και ότι ούτοι άφησαν εις ημάς τοιαύτα συγγράμματα και πολύ ακόμη κοπιαστικώτερα τούτων; Πώς ήθελε τις υπερβάλει τον Γοργίαν, ο οποίος ετόλμησε να λέγη, ότι δεν υπάρχει ουδέν εκ των όντων, ή τον Ζήνωνα, ο οποίος επιχειρεί να παρουσιάση το ίδιον θέμα διαδοχικώς ως δυνατόν και ως αδύνατον, ή τον Μέλισσον, ο οποίος προ του πλήθους των εκ φύσεως υπαρχόντων προσεπάθησε να εύρη αποδείξεις ότι όλα αυτά αποτελούν έν ενιαίον όλον;

Εν τούτοις, καίτοι εκείνοι φανερώς απέδειξαν, ότι είναι εύκολον να κατασκευάση τις λόγον ψευδή επί οιουδήποτε θέματος, οι σύγχρονοί μας εξακολουθούν να εφαρμόζουν την ιδίαν μέθοδον· έπρεπε όμως ούτοι, αφού αφήσουν κατά μέρος τας τερατολογίας (αγυρτείας) ταύτας, αι οποίαι προσποιούνται μεν ότι εξελέγχουν με τους λόγους τους ακροατάς, αλλ' αι οποίαι ήδη προ πολλού εκ των πραγμάτων έχουν εξελεγχθή, να επιδιώκουν την αλήθειαν και να μορφώνουν τους μαθητάς των διά την πρακτικήν εφαρμογήν της πολιτικής μας ζωής και να τους γυμνάζουν να αποκτήσουν την εμπειρίαν της ζωής ταύτης, με την πεποίθησιν ότι αξίζει περισσότερον να έχη τις ορθήν γνώμην διά τα ωφέλιμα ζητήματα παρά να γνωρίζη ακριβώς τα ανωφελή πράγματα και ότι αξίζει περισσότερον να προέχη τις ολίγον εις τα μεγάλα ζητήματα, παρά να διαφέρη πολύ εις τα μικρά ζητήματα και ανωφελή όλως διόλου διά την ζωήν.

Αλλά βεβαίως ούτοι δεν φροντίζουν διά τίποτε άλλο παρά πώς θα λάβουν χρήματα παρά των νεωτέρων· η μεθοδική δε μελέτη της τέχνης των συζητήσεων επιτρέπει να επιτύχη τις εις αυτάς· διότι εκείνοι, οι οποίοι δεν φροντίζουν ούτε διά το ιδιωτικόν των συμφέρον ούτε διά το συμφέρον του δημοσίου, ευχαριστούνται με τούτους προ πάντων τους λόγους, οι οποίοι δεν παρέχουν καμμίαν πρακτικήν ωφέλειαν.

Αληθώς οι νέοι ούτοι άνδρες είναι άξιοι μεγάλης συγγνώμης, όταν σκέπτωνται τοιουτοτρόπως· διότι ούτοι από όλα τα θέματα, τα οποία παρουσιάζονται εις αυτούς, εκλέγουν εκείνα τα οποία πραγματεύονται ανωφελή και παράξενα ζητήματα· είναι όμως άξιον να επιτιμά τις εκείνους, οι οποίοι επιχειρούν να παιδεύουν τους νέους, διότι κατηγορούν μεν εκείνους, οι οποίοι εξαπατούν τους ανθρώπους εις τας ιδιωτικάς συμφωνίας και δεν κάμνουν ορθήν χρήσιν της ρητορικής των δεινότητος, αυτοί όμως δεικνύουν διαγωγήν ακόμη περισσότερον αξιοκατάκριτον· διότι εκείνοι μεν βλάπτουν άλλους τινάς (αγνώστους), ούτοι δε βλάπτουν κυρίως τους μαθητάς των.

Τόσον δε μεγάλην πρόοδον έκαμαν εις το να λέγουν ψεύδη, ώστε σήμερον μερικοί βλέποντες ποία είναι η αιτία της ευτυχίας των, τολμούν να γράφουν ότι η ζωή των πτωχών και των εξορίστων είναι περισσότερον επιθυμητή παρά η ζωή των άλλων ανθρώπων και προσπαθούν να αποδείξουν ότι, αν είναι ικανοί να κάμουν κάποιαν ανάπτυξιν επί μετρίων θεμάτων, θα έχουν ασφαλέστατα περισσοτέραν άνεσιν να αναπτύξουν θέματα αληθώς ωραία.

Εγώ δε νομίζω, ότι είναι το πλέον καταγέλαστον από όλα, το να ζητούν να πείθουν το ακροατήριόν των διά των λόγων τούτων, ότι κατέχουν την επιστήμην των πολιτικών υποθέσεων ενώ είναι εις την εξουσίαν των διά των λόγων περί των αγαθών και καλών, τους οποίους υπισχνούνται να διδάξουν εις τους νέους, να αποδείξουν ότι και τούτους δύνανται να συγγράφουν τόσον ευκόλως, όσον και τους περί των πονηρών πραγμάτων· διότι εκείνοι, οι οποίοι διαμφισβητούν το προνόμιον της φρονήσεως και ισχυρίζονται ότι είναι σοφοί, πρέπει να δεικνύουν την υπεροχήν των και ότι είναι ανώτεροι των ανταγωνιστών των όχι εις τα θέματα, τα οποία είναι παραμελημένα, αλλ' εις εκείνα που προκαλούν τον συναγωνισμόν όλων.

Τώρα δε ούτοι πράττουν παρόμοια προς τους αθλητάς, οι οποίοι θα εκαυχώντο ότι είναι καλύτεροι των αντιπάλων των και θα κατήρχοντο εις τον στίβον, όπου κανείς δεν θα έκρινεν άξιον να κατέλθη· διότι ποίοι εκ των σωφρόνων ανθρώπων ήθελον επιχειρήσει να κάμουν τον έπαινον των συμφορών; Αλλά είναι φανερόν ότι από αδυναμίαν καταφεύγουν εις αυτά. Διότι διά να αναπτύξη τις τοιαύτα μία μόνον μέθοδος υπάρχει, την οποίαν δεν είναι δύσκολον ούτε να εύρη τις, ούτε να μάθη, ούτε να μιμηθή· αντιθέτως οι λόγοι οι γενικής σημασίας, οι άξιοι πίστεως και όλοι οι όμοιοι προς τούτους, επινοούνται και απαγγέλλονται, αφού καταφύγη τις εις πολλά μέσα εκφράσεως, των οποίων η καταλληλότης δυσκόλως δύναται να αποτελέση θέμα διδασκαλίας. Η σύνθεσίς των δε απαιτεί τόσον μεγαλύτερον κόπον όσον η σοβαρότης είναι περισσότερον δύσκολος παρά το σκώπτειν, και το να σπουδαιολογή τις από το να φλυαρή. Και η μεγίστη απόδειξις είναι η εξής: ουδείς ποτέ εκ των ρητόρων, οι οποίοι επεχείρησαν να επαινούν τους βομβυλιούς και τους άλας και τα παρόμοια θέματα, δεν ησθάνθη την έλλειψιν επιχειρημάτων, ενώ εκείνοι, οι οποίοι επεχείρησαν να ομιλήσουν περί θεμάτων αναγνωριζομένων ως καλών, ή αγαθών ή εξεχόντων διά της ηθικής των αξίας, όλοι εύρον λόγους, οι οποίοι ήσαν κατώτεροι της πραγματικότητος. Διότι τα δύο ταύτα είδη θεμάτων δεν απαιτούν την ιδίαν νοημοσύνην· είναι εύκολον να υψωθή τις υπεράνω των ταπεινών θεμάτων διά της ευγλωττίας του, ενώ δύσκολον είναι να φθάση τις εις το μέγεθος των σοβαρών θεμάτων· και όσον μεν αφορά τα σοβαρά θέματα είναι σπάνιον να εύρη τις επιχειρήματα, τα οποία ουδείς πρότερον είπε, διά δε τα κοινά και ταπεινά θέματα, η πρώτη τυχούσα έκφρασις είναι ολόκληρος κτήμα εκείνου, ο οποίος την είπε.