Μτφρ. Ε. Πανέτσος. 1959. Ισοκράτης. Λόγοι. IV, Αρχίδαμος, Παναθηναϊκός, Τραπεζικός. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Όμως για να μη φαίνωμαι, ότι επιμένω σ' αυτά πολλή ώρα, θα τ' αφήσω κατά μέρος όλα αυτά τα επιχειρήματα και θα στραφώ τώρα προς το απλούστατο εξ αυτών. Θέλω να ειπώ, ότι εάν ποτέ κανένας απ' αυτούς που ατύχησαν δεν ανέλαβε τας δυνάμεις του, ώστε να επιβληθή εις τους εχθρούς του, τότε ούτε και μεις είναι εύλογον να ελπίζωμεν, ότι θα εξέλθωμεν νικηταί από τον πόλεμον. Εάν όμως έχη συμβή τόσες φορές, ώστε και κείνοι που είχαν ανώτερες δυνάμεις να νικηθούν από τους ασθενεστέρους και οι πολιορκούντες να εξοντωθούν από τους πολιορκημένους, τι το παράδοξον, αν και η σημερινή κατάστασις δεν θ' αλλάξη κατά κάποιον τρόπο;

Από την ιστορία βέβαια της πόλεώς μας δεν έχω ν' αναφέρω τίποτε παρόμοιον· διότι έως τα σήμερα ποτέ κανείς εχθρός δεν εισέβαλε σ' αυτή τη χώρα ισχυρότερος από μας. Από την ιστορία όμως των άλλων θα έχη να φέρη κανείς πολλά παραδείγματα και μάλιστα από την ιστορία των Αθηνών. Εκεί θα εύρωμεν, ότι από όσα μεν επέβαλλαν στους άλλους απέκτησαν κακή φήμη ανά την Ελλάδα, ενώ όπου εξεδικήθηκαν τους αδικούντας, μ' αυτό εδοξάσθηκαν σ' όλη την οικουμένη. Εάν τώρα καθήσω ν' απαριθμήσω τους παλαιούς μεγάλους πολέμους που έκαμαν προς τας Αμαζόνας, ή προς τους Θράκας, ή προς τους Πελοποννησίους που εισέβαλον μετά του Ευρυσθέως εις την χώραν τους, θα φανώ ίσως, ότι αναφέρω πράγματα παλαιά και εντελώς διαφορετικά από τα σημερινά· κατά τον Περσικόν όμως πόλεμον ποιος αγνοεί, από τι συμφορές ξεκίνησαν, διά να καταλήξουν εις μεγάλην ευτυχίαν; Μόνοι δηλαδή αυτοί από όσους κατοικούν έξω της Πελοποννήσου, μολονότι έβλεπαν, ότι η δύναμις των βαρβάρων ήτο αδύνατον ν' αντιμετωπισθή, δεν καταδέχθηκαν ούτε να σκεφθούν για κείνα που ήθελαν να τους επιβάλουν, παρά αμέσως προτίμησαν να αφήσουν την πόλιν τους να καταστραφή καλύτερα παρά να γίνη υπόδουλος. Εγκατέλειψαν τη χώρα τους, πατρίδα τους εθεώρησαν την ελευθερίαν, έλαβαν και ημάς μετόχους των κινδύνων και τόσο πολύ άλλαξε η τύχη, ώστε ενώ έχασαν για λίγες μέρες τη χώρα τους, έπειτα έγιναν για πολλά χρόνια κυρίαρχοι των άλλων.

Και όχι μόνο από την ιστορία της πόλεως αυτής μπορεί ν' αποδείξη, ότι το να τολμά ο άνθρωπος ν' αμύνεται κατά του εχθρού είναι αιτία πολλών αγαθών, αλλά και ο Διονύσιος ο τύραννος, αν και τον επολιόρκησαν οι Καρχηδόνιοι, και δεν έβλεπε πουθενά ελπίδα σωτηρίας, παρά επιέζετο από τον πόλεμον, οι δε πολίται δεν τον συμπαθούσαν, ο ίδιος μεν εσκόπευε να φύγη διά θαλάσσης· όταν όμως ένας από τους φίλους του ετόλμησε να του ειπή, ότι ωραίον εντάφιον είναι η τυραννίς, ντράπηκε διά την σκέψιν που έκανε και επεχείρησε να συνεχίση τον πόλεμον, κι έτσι πολλές μεν μυριάδες Καρχηδονίων εξώντωσε, εστερέωσε δε καλύτερα την επί των πολιτών εξουσία του και απέκτησε δύναμιν πολύ μεγαλυτέραν από εκείνην που είχε πριν και επέρασε έπειτα τη ζωή του ως τύραννος και αφήκε εις τον υιόν του τις ίδιες τιμές και τα ίδια τα προνόμια, που είχε και ο ίδιος.

Παρόμοια μ' αυτά συνέβησαν εις τον βασιλέα της Μακεδονίας Αμύνταν. Ενικήθη δηλαδή εις μίαν μάχην από τους γείτονάς του βαρβάρους, έχασε όλη τη Μακεδονία και στην αρχή εσκέφθη να εγκαταλείψη τη χώρα και να γλυτώση τη ζωή του. Όταν όμως άκουσε κάποιον να επαινή αυτό που είχαν ειπεί εις τον Διονύσιον, άλλαξε γνώμη, όπως εκείνος, και αφού κατέλαβε μιαν ασήμαντη τοποθεσία και εκάλεσε από κει βοήθεια, μέσα σε τρεις μήνες κατέλαβε ολόκληρη τη Μακεδονία και τον υπόλοιπο χρόνο έμεινε βασιλεύς, ώσπου πέθανε από γηρατειά.

Εάν αρχίσουμε όμως να εξετάζουμε όλα τα παρόμοια ιστορικά γεγονότα, δεν πρόκειται να τελειώσουμε ποτέ ακούοντες και εκθέτοντες, διότι αν θυμηθούμε και όσα συνέβησαν με τας Θήβας, θα λυπηθούμε μεν δι' όσα έγιναν, όμως θα μας δώσουν καλύτερες ελπίδες για τα μέλλοντα. Αφού δηλαδή εκείνοι ετόλμησαν ν' αντισταθούν εις τας ιδικάς μας εισβολάς και τας απειλάς μας, η τύχη έφερε τα πράγματα εις το σημείον, ώστε, ενώ πρώτα ήσαν υπό την εξουσίαν μας, σήμερα να έχουν την αξίωσιν να μας διατάζουν αυτοί.

Όποιος λοιπόν βλέπει τις μεταβολές που έχουν γίνει, φαντάζεται όμως ότι στα χρόνια που ζούμε μεις θα σταματήσουν, αυτός είναι εντελώς ανόητος. Αντιθέτως οφείλουμε να υπομένουμε με καρτερίαν όσα μας βρήκαν και να έχουμε θάρρος για το μέλλον έχοντες υπ' όψιν μας, ότι τα κράτη παρομοίας συμφοράς τας επανορθώνουν με την ορθήν πολιτικήν και με την πείραν του πολέμου που απέκτησαν. Περί τούτων όμως δεν υπάρχει άνθρωπος που να τολμήση να αντείπη, ότι την πείρα μεν την έχομε περισσότερο από κάθε άλλον, πολίτευμα δε, όπως το απαιτούν οι περιστάσεις, μόνον εμείς έχομε. Και αφού τα έχομε αυτά, είναι των αδυνάτων αδύνατον να μην υπερισχύσωμεν εκείνων που δεν έχουν δώσει και τόση σημασία εις τα δύο αυτά.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1953. Ισοκράτους Αρχίδαμος, Κατά σοφιστών. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Διά να μη φαίνωμαι δε ότι χρονοτριβώ πολύ ασχολούμενος με τα ζητήματα ταύτα, αφού αφήσω κατά μέρος όλα τα τοιαύτα ζητήματα, θα στραφώ πλέον προς τον απλούστατον λόγον. Δηλαδή, αν κανείς εκ των δυστυχησάντων ποτέ έως τώρα δεν ανέλαβεν εκ των ατυχημάτων, ούτε επεκράτησε των εχθρών, είναι φυσικόν ούτε ημείς να ελπίζωμεν ότι θα υπερισχύσωμεν των αντιπάλων μας πολεμούντες. Εάν δε πολλάκις συνέβη ώστε και οι έχοντες μεγαλυτέραν δύναμιν να νικηθούν υπό των ασθενεστέρων και οι πολιορκούντες να καταστραφούν υπό των πολιορκουμένων, ουδόλως παράδοξον, ότι και η τωρινή κατάστασις θα λάβη κάποιαν μεταβολήν.

Διά την ιδικήν μας λοιπόν πόλιν δεν έχω να είπω τίποτε παρόμοιον, διότι εις τους περασμένους χρόνους ποτέ έως τώρα κανείς ισχυρότερος από ημάς δεν εισέβαλεν εις την χώραν ταύτην· διά δε τας άλλας πόλεις ήθελε κανείς μεταχειρισθή πολλά παραδείγματα και μάλιστα διά την πόλιν των Αθηνών. Διότι θα εύρωμεν ότι οι Αθηναίοι από όσα μεν διέτασσαν τους άλλους να κάμουν, διεβλήθησαν απέναντι των Ελλήνων, από όσα δε έπραξαν αποκρούοντες τους υβρίζοντας απέκτησαν καλήν φήμην ενώπιον όλων των ανθρώπων. Διότι εάν μεν ήθελον διεξέλθει εν λεπτομερεία τους παλαιούς κινδύνους τους οποίους διέτρεξαν πολεμούντες κατά των Αμαζόνων ή των Θρακών ή των Πελοποννησίων, οι οποίοι μετά του Ευρυσθέως εισέβαλον εις την χώραν των, ίσως ήθελον φανή ότι λέγω πολύ παλαιά και ευρισκόμενα μακράν της παρούσης περιστάσεως· κατά δε τον πόλεμον κατά τον Περσών όλοι γνωρίζομεν, ότι έφθασαν εις τον ύψιστον βαθμόν ευδαιμονίας εκ των μεγάλων συμφορών, εις τας οποίας είχον περιπέσει. Διότι μόνοι από τους κατοικούντας έξω της Πελοποννήσου, αν και έβλεπον την δύναμιν των βαρβάρων να είναι ακαταμάχητος, δεν έκριναν άξιον να σκεφθούν δι' όσα τους διέτασσεν ο βασιλεύς των Περσών, αλλά εβάσταξεν η ψυχή των να ιδούν την πόλιν των κατεστραμμένην παρά δούλην. Αφού δε εγκατέλειψαν την χώραν των και ενόμισαν ως πατρίδα των μεν την ελευθερίαν, μετέσχον δε μαζί μας των κινδύνων, τόσον μεγάλην μεταβολήν επέτυχον ώστε, ενώ ολίγας μόνον ημέρας εστερήθησαν της χώρας των, επί πολύν χρόνον έγιναν κυρίαρχοι των άλλων.

Όχι δε μόνον εις ταύτην την πόλιν ήθελε τις επιδείξει ότι το να τολμά κανείς να αποκρούη τους εχθρούς γίνεται αιτία πολλών αγαθών, αλλά και ο Διονύσιος ο τύραννος, πολιορκηθείς υπό των Καρχηδονίων, ενώ καμμία σωτηρία δεν διεφαίνετο δι' αυτόν, αλλ' υπό του πολέμου επιέζετο και οι συμπολίται του διέκειντο δυσμενώς προς αυτόν, αυτός μεν εσκέφθη να αποπλεύση, αφού δε κάποιος εκ των φίλων του ετόλμησε να του είπη ότι είναι καλόν σάβανον η βασιλεία, εντραπείς δι' όσα εσκέφθη να κάμη και επιχειρήσας πάλιν να πολεμή, πολλάς μεν μυριάδας των Καρχηδονίων κατέστρεψε, ισχυροτέραν δε έκαμε την τυραννίαν του επί των συμπολιτών του, και απέκτησε πολύ μεγαλυτέραν δύναμιν από όσην είχε προηγουμένως, επέρασε δε όλον τον βίον του ως τύραννος και άφησε τον υιόν του εις τας αυτάς τιμάς και εξουσίας, τας οποίας αυτός είχεν.

Παρόμοια δε με αυτά έπραξεν ο Αμύντας ο βασιλεύς της Μακεδονίας. Ότε δηλαδή ηττήθη υπό των γειτόνων του βαρβάρων εις μάχην και εστερήθη ολοκλήρου της Μακεδονίας, κατ' αρχάς μεν εσκέφθη να εγκαταλείψη την χώραν του και να διασώση το σώμα του, αφού δε ήκουσε κάποιον να επαινή το λεχθέν προς τον Διονύσιον και μετέβαλε γνώμην όπως εκείνος, και κατέλαβε μικράν οχυράν θέσιν και έστειλε και εκάλεσεν από εδώ βοήθειαν, εντός τριών μηνών κατέλαβεν όλην την Μακεδονίαν, και κατά τον υπόλοιπον χρόνον βασιλεύων απέθανεν εις βαθύ γήρας.

Ηθέλομεν δε κουρασθή να λέγωμεν και να ακούωμεν, εάν ηθέλομεν εξετάζει τας τοιαύτας πράξεις, διότι και τα σχετικά με τας Θήβας εάν ηθέλομεν ενθυμηθή, δι' όσα μεν έχουν γίνει ηθέλομεν στενοχωρηθή, διά τα μέλλοντα δε ηθέλομεν λάβει καλυτέρας ελπίδας. Διότι αφού ετόλμησαν αυτοί να υποστούν τας εισβολάς και απειλάς μας, εις τούτο το σημείον η τύχη έφθασε τα πράγματά των, ώστε, ενώ κατά τον άλλον χρόνον ήσαν υπό την εξουσίαν μας, τώρα κρίνουν άξιον να προστάσσουν ημάς.

Όποιος λοιπόν, ενώ βλέπει ότι έχουν γίνει τόσαι μεταβολαί, νομίζει, ότι θα σταματήσουν αύται εις ημάς, είναι πολύ ανόητος· αλλά πρέπει να έχωμεν υπομονήν διά την παρούσαν κατάστασιν και θάρρος διά τα μέλλοντα, γνωρίζοντες καλώς ότι αι πόλεις επανορθώνουν τας τοιαύτας συμφοράς με χρηστήν πολιτείαν και με την πολεμικήν εμπειρίαν. Δι' αυτά δε κανείς δεν ήθελε τολμήσει να έχη αντίρρησιν, ότι δηλαδή δεν είμεθα ανώτεροι των άλλων κατά την πολεμικήν εμπειρίαν και ότι μόνον ημείς έχομεν πολιτείαν τοιαύτην οποίαν πρέπει να έχουν οι άνθρωποι. Αφού δε υπάρχουν εις ημάς ταύτα, είναι βέβαιον ότι θα υπερισχύσωμεν εκείνων οι οποίοι διά κανέν από τα δύο ταύτα πράγματα δεν καταβάλλουν πολλήν φροντίδα.