Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. 1949. Ισοκράτους Αρεοπαγιτικός, Περί Ειρήνης. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Ίσως λοιπόν ημπορεί κανείς να κατηγορήση τα λεχθέντα, διότι τας μεν πράξεις επαινώ τας γινομένας κατ' εκείνον τον χρόνον, δεν αναφέρω όμως την αιτίαν, ένεκα της οποίας και μεταξύ των (οι παλαιοί) διήγον καλώς και την πόλιν καλώς διοικούσαν. Εγώ δε νομίζω ότι έχω είπει και κάτι τι τοιούτον, αλλ' όμως θα προσπαθήσω να είπω περί αυτών ακόμη περισσότερα και καταφανέστερα.

Εκείνοι δηλαδή (οι παλαιοί Αθηναίοι) δεν είχον πολλούς μεν τους εποπτεύοντας την εκπαίδευσιν των παίδων, όταν δε ενηλικιούντο, επέτρεπον εις αυτούς να κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά εις την ακμαίαν ταύτην ηλικίαν εφρόντιζον περισσότερον περί αυτών παρά όταν ήσαν παίδες. Διότι τόσον οι πρόγονοι εφρόντιζον διά την σωφροσύνην των πολιτών, ώστε διώρισαν την βουλήν του Αρείου Πάγου να φροντίζη διά την καλήν συμπεριφοράν των πολιτών, της οποίας (βουλής) δεν ήτο δυνατόν να μετάσχουν άλλοι εκτός των ευπατριδών και των επιδειξάντων πολλήν αρετήν και σωφροσύνην εις τον βίον των, ώστε ευλόγως η βουλή αύτη υπερείχε όλων των Ελληνικών συνεδρίων.

Δύναται κανείς να χρησιμοποιήση και τα σήμερον γινόμενα ως απόδειξιν της τότε καλής των πραγμάτων καταστάσεως· ακόμη και τώρα δηλαδή, ότε έχουν αμεληθή όλα τα αφορώντα την εκλογήν και την δοκιμασίαν των αρχόντων, δυνάμεθα να ίδωμεν τους αξίους κατηγορίας εις τα άλλα πράγματα, όταν γίνουν μέλη του Αρείου Πάγου, ότι διστάζουν να εμμένουν εις τας κακάς των συνηθείας (εις τον κακόν χαρακτήρα των) και τους βλέπομεν ότι εμμένουν εις τα νόμιμα του Αρείου Πάγου παρά εις τας κακίας των. Τόσον μέγαν φόβον οι πρόγονοί μας ενέβαλον εις τους φαύλους και τοιούτον μνημείον της αρετής και της σωφροσύνης των αφήκαν εις τον τόπον τούτον (τον Άρειον Πάγον).

Την τοιαύτην λοιπόν βουλήν, καθώς είπον, κατέστησαν κυρίαρχον να φροντίζη διά την τάξιν και την πειθαρχίαν των πολιτών, η οποία (βουλή) εθεώρει ότι απατώνται οι νομίζοντες ότι εκεί γίνονται άριστοι οι πολίται, όπου οι νόμοι έχουν νομοθετηθή μετά μεγίστης ακριβείας· διότι ενόμιζον ότι ουδέν ηδύνατο να εμποδίση να είναι όμοιοι όλοι οι Έλληνες, αφού ήτο εύκολον να λάβη η μία πόλις από την άλλην γραπτούς νόμους. Αλλά βέβαια (ενόμιζεν) ότι η προς την αρετήν επίδοσις των πολιτών δεν προέρχεται εκ των νόμων, αλλά εκ των καθ' εκάστην ημέραν ασχολιών των· διότι ενόμιζεν (η βουλή του Αρείου Πάγου) ότι όμοιοι κατά τον χαρακτήρα γίνονται οι πολλοί με εκείνους εν τω μέσω των οποίων εκπαιδεύονται. Επειδή το πλήθος και η ακρίβεια των νόμων είναι απόδειξις ότι κακώς διοικείται η πόλις (η έχουσα πολλούς και ακριβείς νόμους)· διότι (ενόμιζεν) ότι αναγκάζονται οι πολίται να νομοθετούν πολλούς νόμους θέλοντες να θέσουν φραγμούς εις τα αδικήματα. Πρέπει δε οι ορθώς πολιτευόμενοι να μη γεμίσουν τας στοάς με γραπτούς νόμους, αλλά να έχουν το δίκαιον εις τας ψυχάς των· διότι αι πόλεις διοικούνται καλώς ουχί διά των ψηφισμάτων αλλά διά των εθίμων, και οι μεν κακώς ανατραφέντες πολίται θα τολμήσουν να παραβαίνουν και τους ακριβεστάτους νόμους, οι ορθώς δε διαπαιδαγωγηθέντες θα θελήσουν να υπακούσουν και εις τους απλώς κειμένους. Ταύτα σκεφθέντες (οι πρόγονοί) μας δεν εσκέπτοντο πρώτον εξ όλων τούτο, πώς δηλαδή θα τιμωρήσουν τους περιπίπτοντας εις σφάλματα, αλλά πώς θα κάμουν τους πολίτας να μη πράττουν τι άξιον τιμωρίας· διότι ενόμιζον ότι ιδικόν των μεν έργον είναι να εμποδίζουν τους πολίτας να περιπίπτουν εις σφάλματα, ότι δε εις τους εχθρούς των περιπιπτόντων εις σφάλματα ταιριάζει να φροντίζουν περί της τιμωρίας αυτών.

Εφρόντιζον μεν λοιπόν δι' όλους τους πολίτας, προ πάντων δε διά τους νεωτέρους. Διότι έβλεπον ότι οι τοιούτοι (οι νεώτεροι) είναι κάπως ταραξίαι και έχουν πολλάς επιθυμίας και ότι αι ψυχαί αυτών έχουν ανάγκην να δαμασθούν με φροντίδας καλών πράξεων και με κόπους φέροντας ευχαρίστησιν. Διότι εις μόνον ταύτα δύνανται να εμμείνουν οι ελευθέρως ανατεθραμμένοι πολίται και συνηθισμένοι να υπερηφανεύωνται. Δεν ήτο δυνατόν βέβαια όλους τους νέους να τους εκπαιδεύσουν κατά τον ίδιον τρόπον, διότι δεν είχον όλοι τα ίδια οικονομικά μέσα· καθώς δε εταίριαζεν εις την περιουσίαν εκάστου, έτσι διέτασσον (οι πρόγονοί μας) έκαστος να εκπαιδευθή. Εκείνους δηλαδή που είχον μικράν περιουσίαν τους έτρεπον προς την γεωργίαν και το εμπόριον, διότι εγνώριζον ότι η μεν πτωχεία προέρχεται από την αργίαν, αι δε κακαί πράξεις από την πτωχείαν. Ενόμιζον λοιπόν ότι, εάν εξαλείψουν την πηγήν των κακών πράξεων, θα απαλλάξουν τους νέους και από τας άλλας κακάς πράξεις τας συναφείς με την αργίαν. Ηνάγκασαν δε τους πλουσίους να ασχολούνται εις την ιππευτικήν, την γυμναστικήν, τα κυνήγια και την φιλοσοφίαν, διότι έβλεπον ότι ένεκα τούτων των ασχολιών άλλοι μεν γίνονται άριστοι, άλλοι δε ότι απείχον των πλείστων κακών πράξεων.

Και ταύτα, αφού διά νόμου καθώρισαν οι πρόγονοί μας, δεν παρημέλουν κατά τον υπόλοιπον χρόνον, αλλ' αφού διήρεσαν την μεν πόλιν εις συνοικίας, την δε χώραν εις δήμους, επέβλεπον τον βίον εκάστου πολίτου και τους άτακτον βίον διάγοντας εισήγον εις την βουλήν του Αρείου Πάγου καταγγέλοντες αυτούς. Η βουλή δε άλλους μεν συνεβούλευεν, άλλους δε ηπείλει ότι θα τους τιμωρήση και άλλους ετιμώρει, όπως τους ήρμοζεν. Διότι εγνώριζον ότι δύο τρόποι υπάρχουν οι οποίοι παρακινούν εις τας αδικίας και αποτρέπουν από τας κακάς πράξεις. Εκεί, δηλαδή, που ούτε επιτήρησις υπάρχει των τοιούτων, ούτε αι αποφάσεις των δικαστηρίων είναι δίκαιαι, διαφθείρονται και οι χρηστοί χαρακτήρες, εκεί δε που δεν είναι εύκολον να μείνουν άγνωστοι οι αδικούντες, ούτε εύκολον είναι να συγχωρηθούν, όταν αποδειχθεί ότι αδικούν, εξαλείφονται αι κακαί συνήθειαι των πολιτών. Ταύτα γνωρίζοντες εκείνοι συνεκράτουν τους πολίτας (εντός των ορίων της καλής συμπεριφοράς) δι' αμφοτέρων, δηλαδή και διά των δικαίων τιμωριών και διά της περί αυτών φροντίδος. Διότι τόσον δύσκολον ήτο να μείνουν άγνωστοι οι διαπράττοντες κακήν τινά πράξιν, ώστε εκ των προτέρων εννοούσαν εκείνους που επρόκειτο να διαπράξουν κάτι απηγορευμένον υπό του νόμου. Οι νέοι λοιπόν δεν εσύχναζον εις τους τόπους που επαίζοντο τυχερά παιγνίδια, ούτε συνανεστρέφοντο αυλητρίδας, ούτε εσύχναζον εις τοιούτους συλλόγους, εις τους οποίους τώρα διημερεύουν, αλλ' έμενον εις τα έργα που ετάχθησαν θαυμάζοντες και ζηλεύοντες τους πρωτεύοντας εις αυτά. Τόσον δε απέφευγον την αγοράν, ώστε, εάν καμμίαν φοράν ηναγκάζοντο να διέλθουν διά μέσου αυτής, εφαίνοντο ότι έπραττον τούτο μετά πολλής συστολής και σωφροσύνης. Το να αντείπουν δε εις τους πρεσβυτέρους, ή να τους υβρίσουν, το εθεώρουν οι νέοι τότε φοβερώτερον, από όσον θεωρούν σήμερον το να κακοποιούν τους γονείς των. Δεν θα ετόλμα δε τότε ουδέ δούλος χρηστός να φάγη ή να πίη εις καπηλείον. Διότι εφρόντιζον να είναι σοβαροί και να μη λέγουν απρεπείς λόγους. Εκείνοι δε (οι πρόγονοί μας) εθεώρουν ανοήτους τους ευτραπέλους και τους δυναμένους να ειρωνεύωνται τους άλλους, ενώ αυτούς τώρα τους ονομάζουν ευφυείς.

Μτφρ. Α.Μ. Γεωργαντόπουλος, Μ. Πρωτοψάλτης & Ι. Ιωαννίδη–Φαληριώτη. [1939] χ.χ. Ισοκράτης. Λόγοι. ΙΙ, Αρεοπαγιτικός, Ευαγόρας, Ελένη, Πλαταϊκός, Περί του ζεύγους. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Θα μπορούσε ίσως κανείς να επικρίνη όσα ως τώρα εξέθεσα με το επιχείρημα ότι επαινώ κάθε τι που γινόταν κατά την εποχή εκείνη, χωρίς όμως και να δικαιολογώ επαρκώς το πράγμα, ούτε και να βρίσκω τους λόγους για τους οποίους εκείνοι τόσο καλά και στις ιδιωτικές συναλλαγές τους ερρύθμιζαν και το κράτος διοικούσαν.

Νομίζω όμως ότι κάτι έχω αναφέρει για το ζήτημα αυτό, θα φροντίσω δε πάλι να το αναπτύξω ακόμη εκτενέστερα και σαφέστερα.

Εκείνοι λοιπόν δεν είχαν μόνο κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας πολλούς να επιβλέπουν στην εκπαίδευση των νέων, ούτε, αφού ύστερα από τη δοκιμασία κατετάσσοντο στους άνδρας, τους έδιναν το δικαίωμα να ενεργούν «κατά βούλησιν», αλλ' ακριβώς κατά τη ηλικία αυτή την ώριμη συνεκέντρωναν σε μεγαλύτερο βαθμό το ενδιαφέρον και τη φροντίδα της πολιτείας, παρά κατά την παιδική. Γιατί οι πρόγονοί μας έδειχναν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη σωφροσύνης, ώστε εθέσπισαν τη βουλή του Αρείου Πάγου και την επέβαλαν ως επιστάτη και φύλακα της ευκοσμίας και δεν είχαν το δικαίωμα να μετέχουν σ' αυτήν παρά μόνο εκείνοι που διεκρίνοντο για την ευγένεια της καταγωγής και στη ζωή τους ήσαν υποδείγματα ηθικότητος και σωφροσύνης. Δίκαια λοιπόν η βουλή του Αρείου Πάγου επήρε όλως διόλου ξεχωριστή θέση απ' όλα τ' άλλα «συνέδρια» των Ελλήνων.

Αποδείξεις για την κατάσταση της εποχής εκείνης θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήση τα όσα γίνονται στη σημερινή εποχή. Γιατί ακόμη και τώρα που όλες οι διατυπώσεις οι σχετικές με την εκλογή και τη δοκιμασία έχουν παραμεληθή, βλέπουμε ότι ακόμη και εκείνοι που δεν είναι καν ανεκτοί στις άλλες εκδηλώσεις της ζωής των, όταν κατορθώσουν κι' ανεβούν στον Άρειο Πάγο, τρέμουν να δείξουν την πονηρή τους φύση και παραμένουν πιστοί στα νόμιμα που επικρατούν εκεί ξεχνώντας την πονηρία τους. Τέτοιο φόβο στις ψυχές των πονηρών εστάλαξαν εκείνοι και γι' αυτό άφησαν στον τόπο τους τέτοιο θαυμαστό μνημείο της αρετής και της σωφροσύνης των.

Τη βουλή λοιπόν αυτή, καθώς είπα, κατέστησαν κυρία να φροντίζη για την ευκοσμία των πολιτών, γιατί ενεπνέετο από την ιδέα ότι απατώνται εκείνοι που νομίζουν ότι οι άνθρωποι γίνονται ηθικοί εκεί όπου οι νόμοι τυχαίνει να λειτουργούν με υποδειγματικήν ακρίβεια. Γιατί διαφορετικά τίποτε δεν θα εμπόδιζε να είναι όμοιοι όλοι οι Έλληνες, για τον απλούστατο λόγο ότι θα ήταν πάρα πολύ εύκολο να πάρουν τους γραπτούς νόμους ο ένας από τον άλλον. Αλλ' η προκοπή της αρετής δεν εξαρτάται από αυτή την αντίληψη για τα πράγματα, αλλά κυρίως από το ποιόν των καθημερινών ασχολιών, γιατί οι πολλοί προσαρμόζονται στις συνήθειες μέσα στις οποίες ζη ο καθένας στα χρόνια που εκπαιδεύεται. Άλλωστε η πληθώρα και η ακρίβεια των νόμων είναι ένδειξη ότι κακώς διοικείται μια πολιτεία, για το λόγο ότι οι άρχοντες κινούμενοι από τη διάθεση να βάλουν φραγμούς στα παραπτώματα των ανθρώπων, αναγκάζονται να ψηφίζουν πολλούς νόμους. Ενόμιζαν λοιπόν ότι πρέπει, εκείνοι που πολιτεύονται «ορθώς», να μη γεμίζουν τις στοές με γραπτούς νόμους, αλλά να υπάρχη μέσα στην ψυχή τους ριζωμένη η έννοια του δικαίου, γιατί οι πολιτείες διοικούνται καλά όχι με τα πολλά ψηφίσματα, αλλά προ πάντων με τα χρηστά ήθη των πολιτών. Γιατί εκείνοι από τους ανθρώπους που έχουν κακή ανατροφή, δεν θα διστάσουν να παραβούν και τους πλέον ακριβολόγους νόμους, ενώ όσοι έχουν καλήν ανατροφή, θα είναι πάντοτε πρόθυμοι να σέβωνται και τους «απλώς» κειμένους νόμους. Εμφορούμενοι λοιπόν από τέτοιες σκέψεις δεν εφρόντιζαν πρώτα–πρώτα πώς να τιμωρήσουν τους αμαρτάνοντας, αλλά πώς να τους προετοιμάσουν έτσι που να μη περιπίπτουν πλέον σε παραπτώματα άξια να προκαλέσουν την τιμωρία τους. Γιατί επίστευαν ―και πολύ σωστά― ότι αυτό είναι έργο δικό τους, ενώ η σπουδή για την επιβολή τιμωρίας ταιριάζει περισσότερο στους εχθρούς.

Έδειχναν λοιπόν ενδιαφέρον για όλους τους πολίτας και προ πάντων για τους νεωτέρους, γιατί έβλεπαν ότι αυτοί λόγω της ηλικίας των τηρούν στάση προκλητική και είναι γεμάτοι από λογής–λογής επιθυμίες και ότι οι ψυχές των έχουν ανάγκη να παιδαγωγούνται για την ανάπτυξη καλών συνηθειών και ασχολιών που απαιτεί προσπάθειες και κόπους που φέρνουν όμως κάποιαν ευχαρίστηση. Γιατί μόνο μ' αυτά είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν εκείνοι που έλαβαν ελεύθερη ανατροφή και που έχουν τη συνήθεια να είναι μεγαλόφρονες. Το να κατευθύνη άλλωστε κανείς όλους τους πολίτας προς την ίδια επαγγελματική ασχολία δεν ήταν δυνατόν για το λόγο ότι είχαν ανωμαλίες στις συνθήκες της ζωής και ερρύθμιζαν το ζήτημα αυτό όπως επιτρέπει η περιουσιακή κατάσταση κάθε πολίτου. Εκείνους δηλαδή που προήρχοντο από τις φτωχότερες τάξεις, τους έτρεπαν στην καλλιέργεια των αγρών και στο εμπόριο, γιατί ήσαν βέβαιοι ότι η φτώχεια είναι μοιραίο επακολούθημα της αργίας και ότι τα εγκλήματα είναι αποτέλεσμα της φτώχειας. Με το να ξεριζώνουν λοιπόν την αιτία του κακού, επίστευαν ότι θα απαλλάξουν την κοινωνία και από τα υπόλοιπα αμαρτήματα που είναι γεννήματα της αιτίας αυτής. Εκείνους ύστερα που είχαν αρκετή περιουσία, τους υπεχρέωναν να ασχολούνται στην ιππική και τις γυμναστικές ασκήσεις και στο κυνήγι και στη φιλοσοφία, επειδή έβλεπαν ότι από τις ασχολίες αυτές άλλοι γίνονται άνδρες ξεχωριστοί κι' άλλοι ξεφεύγουν από συνήθειες πάρα πολύ κακές.

Και μολονότι εθέσπισαν τα νομοθετήματα αυτά, δεν έδειχναν αδιαφορία κατά τον υπόλοιπο χρόνο, αλλ' αφού εχώρισαν την πόλη σε κώμες και τη χώρα σε δήμους, επώπτευαν στη ζωή του καθενός πολίτου, ωδηγούσαν στη βουλή εκείνους που ατακτούσαν και η βουλή άλλους συμβούλευε, άλλους απειλούσε και άλλους ετιμωρούσε με τον τρόπο που εταίριαζε σε κάθε περίπτωση. Γιατί ήξεραν καλά, ότι δύο είναι οι τρόποι που παρακινούν τους ανθρώπους στην αδικία και που βάζουν τέρμα στην τιμωρία. Όπου δηλαδή δεν υπάρχει καμμία αρχή που να επιτηρή και να περιστέλλη την αδικία και την πονηρία, ούτε και οι κρίσεις περί αυτών είναι ακριβοδίκαιες, στις πολιτείες αυτές διαφθείρονται και οι πιο αγαθές φύσεις· όπου όμως δεν είναι εύκολο να διαφύγουν εκείνοι που αδικούν, ούτε και αν καταγγελθή η αδικία τους, είναι δυνατόν να αθωωθούν, εκεί δεν έχει καμμιά θέση η κακοήθεια των ανθρώπων. Επειδή λοιπόν εκείνοι εγνώριζαν καλά αυτά τα πράγματα, και με τους δύο τρόπους συγκρατούσαν τους πολίτας, και με την τιμωρία που ώριζαν οι νόμοι και με το ενδιαφέρον που έδειχναν για τους πολίτας. Διότι όχι μόνον ήταν δύσκολο να τους διαφύγουν εκείνοι που αδίκησαν άλλους πολίτας, αλλά προαισθάνονταν ακόμη και εκείνους που είχαν τη διάθεση να περιπέσουν σε αδίκημα. Έτσι οι νεώτεροι δεν εσύχναζαν στα κυβευτήρια ούτε στις συγκεντρώσεις των αυλητρίδων ούτε και στα παρόμοια, όπου σήμερα περνούν όλη την ημέρα τους οι σημερινοί νέοι, αλλά αφιερώνονταν με την ψυχή τους στο επάγγελμα που είχε καθένας και εθαύμαζαν και εζήλευαν εκείνους που είχαν εξαιρετικήν επίδοση σ' αυτό κι' έτσι απέφευγαν την αγορά, ώστε και αν καμμιά φορά ήσαν αναγκασμένοι να περάσουν απ' αυτή, εφαίνονταν καθαρά ότι το έκαναν αυτό με μεγάλη ντροπή και συστολή. Το να φέρνουν αντιλογίες ή να περιπαίζουν τους μεγαλυτέρους των το θεωρούσαν πολύ φοβερώτερο απ' ότι νομίζουν σήμερα το να στενοχωρήσουν τους γονείς των με την κακή τους διαγωγή. Ύστερα δεν ετολμούσε κανείς, μα ούτε και ο πιο ελαστικός υπηρέτης, να φάη ή να πιη στο καπηλειό. Γιατί εφρόντιζαν πάντα να καμαρώνουν για την τακτική τους και να μη θεωρούνται από κανένα «βωμολόχοι»· και τέλος τους ευτράπελους τύπους και αυτούς που είχαν τη δύναμη να ειρωνεύωνται τους άλλους, που σήμερα τους νομίζουν πνευματώδεις, εκείνοι τους εθεωρούσαν αδικημένους, από τη φύση.