Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. 1949. Ισοκράτους Αρεοπαγιτικός, Περί Ειρήνης. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Η μορφή μεν λοιπόν του πολιτεύματος αυτού τοιαύτη ήτο· εύκολον δε είναι να εννοήση κανείς εκ τούτων ότι και εις τον καθημερινόν των βίον αδιαλείπτως ορθώς και νομίμως έπραττον. Διότι είναι ανάγκη εις εκείνα που έχουν τεθεί στερεαί βάσεις περί της όλης διοικήσεως των πραγμάτων, να έχουν κατά τον ίδιον τρόπον καλώς και αι επί μέρους πράξεις.

Και πρώτον μεν ούτε η προς τους θεούς λατρεία των, διότι δίκαιον είναι απ' εδώ να κάμωμεν αρχήν, ούτε αι θρησκευτικαί των εορταί ήσαν άνευ νόμου και τάξεως· ουδέ έφερον μεν προς θυσίαν τριακοσίους βους, οσάκις ήθελε φανεί τούτο καλόν εις αυτούς, εγκατέλειπον δε τας πατροπαραδότους θυσίας, οσάκις ήθελε τύχει, ουδέ ετέλουν μεγαλοπρεπώς τας προσθέτους εορτάς, εις τας οποίας υπάρχει συμπόσιον, ουδέ προσέφερον θυσίας εις τας πατροπαραδότους εορτάς διά μειοδοτικής δημοπρασίας. Αλλ' εκείνα μόνον επρόσεχον, πώς δηλαδή δεν θα καταργήσουν ουδέν από τα πατροπαράδοτα και πώς δεν θα προσθέσουν τίποτα εκτός από αυτά.

Διότι ενόμιζον ότι η ευσέβεια δεν ευρίσκεται εις την πολυτέλειαν των θυσιών, αλλ' εις το να μη μεταβάλλουν τι από όσα τους παρέδωσαν οι πρόγονοί των. Και τα παρά των θεών βέβαια δεν συνέβαινον εις αυτούς παραδόξως ουδέ ταραχωδώς, αλλά εις κατάλληλον καιρόν και διά την καλλιέργειαν των κτημάτων και διά την συγκομιδήν των καρπών.

Παραπλησίως δε προς τα λεχθέντα εφέροντο και μεταξύ των. Διότι όχι μόνον είχον ομόνοιαν διά την διοίκησιν της πόλεως, αλλά και εις τον ιδιωτικόν των βίον τόσον εφρόντιζεν ο ένας διά τον άλλον, όσον πρέπει να φροντίζουν οι φρόνιμοι και οι έχοντες την ιδίαν πατρίδα. Και οι πτωχότεροι δηλαδή εκ των πολιτών τόσον πολύ απείχον του να φθονούν τους πλουσίους, ώστε ομοίως εφρόντιζον διά τας πλουσίας οικογενείας, όπως εφρόντιζον και διά τας ιδικάς των, διότι εθεώρουν ότι η ευτυχία των πλουσίων οικογενειών είναι ιδική των ευπορία· και οι έχοντες δε μεγάλας περιουσίας όχι μόνον δεν περιφρονούσαν τους πτωχους, αλλά θεωρούντες εντροπήν των την πτωχείαν των συμπολιτών των εβοήθουν τους πτωχούς, εις άλλους μεν παραδίδοντες αγρούς προς καλλιέργειαν με μικρόν μίσθωμα, άλλους δε στέλλοντες (με ιδικά των κεφάλαια) να εμπορευθούν, εις άλλους δίδοντες χρήματα δι' άλλας εργασίας. Διότι δεν εφοβούντο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να χάσουν όλα τα δοθέντα χρήματα, ή να πάρουν μέρος των δανεισθέντων μετά πολλάς δυσκολίας και ανησυχίας· αλλά την ιδίαν πεποίθησιν είχον διά τα δανειζόμενα χρήματά των, την οποίαν είχον και διά τα κλεισμένα εις τα χρηματοκιβώτιά των. Διότι έβλεπον ότι οι κρίνοντες περί των συμφωνιών δεν ήσαν επιεικείς, αλλ' ότι εφήρμοζον τους νόμους, ουδέ έβλεπον ότι παρεσκεύαζον (οι δικασταί) εις τας δίκας των άλλων άδειαν διά τον εαυτόν τους να αδικούν, αλλ' έβλεπον ότι περισσότερον οργίζονται εναντίον των καθυστερούντων ξένα χρήματα από τους ιδίους τους αδικουμένους, και ότι ενόμιζον ότι εξ αιτίας εκείνων που αθετούν τα συμβόλαια βλάπτονται περισσότερον οι πτωχοί παρά οι πλούσιοι. Διότι (έβλεπον) ότι οι μεν πλούσιοι, εάν παύσουν να δανείζουν, θα στερηθούν μικρού κέρδους, οι δε πτωχοί αν στερηθούν την βοήθειαν των πλουσίων, ότι θα περιέλθουν εις την εσχάτην ένδειαν. Και βέβαια, επειδή ούτως εσκέπτοντο, ουδείς ούτε απέκρυπτε την περιουσίαν του, ούτε εδίσταζε να δανείζη χρήματα, αλλά με μεγαλυτέραν ευχαρίστησιν έβλεπον (οι πλούσιοι) τους δανειζομένους παρά τους πληρώνοντας τα χρέη των. Διότι συνέβαινον εις αυτούς και τα δύο, που ημπορούν να επιθυμήσουν οι φρόνιμοι άνθρωποι, αφ' ενός δηλαδή ωφελούσαν τους συμπολίτας των και αφ' ετέρου έκαμνον τα χρήματά των προσοδοφόρα. Το σύνολον δε των καλών μεταξύ των πολιτών σχέσεων ήτο τούτο· αι μεν περιουσίαι δηλαδή ήσαν ασφαλείς διά τους έχοντας δικαίως ταύτας, η χρησιμοποίησις δε αυτών ήτο κοινή εις όλους τους πολίτας τους έχοντας ανάγκην.

Μτφρ. Α.Μ. Γεωργαντόπουλος, Μ. Πρωτοψάλτης & Ι. Ιωαννίδη–Φαληριώτη. [1939] χ.χ. Ισοκράτης. Λόγοι. ΙΙ, Αρεοπαγιτικός, Ευαγόρας, Ελένη, Πλαταϊκός, Περί του ζεύγους. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Τέτοια λοιπόν ήταν η διάρθρωση του πολιτεύματος κατά την εποχή εκείνη. Είναι τώρα εύκολο από όσα εξέθεσα να συμπεράνη κανείς πόσον ορθές και πόσο νόμιμες ήσαν και οι καθημερινές τους ασχολίες, γιατί χωρίς άλλο εκείνοι που έχουν θέσει καλοθεμελιωμένες βάσεις για την όλη διοίκηση, θα εφαρμόζουν την ίδια τακτική και για τις λεπτομέρειες της ζωής.

Και πρώτα–πρώτα οι σχέσεις τους προς τους θεούς, γιατί από το σημείο αυτό είναι δίκαιο να κάνουμε αρχή, δεν παρουσίαζαν ανωμαλία και αταξία, ούτε όταν ήθελαν έστελναν για θυσία τριακόσια βόδια, ενώ άλλοτε παρέλειπαν όλως διόλου τις πατροπαράδοτες θυσίες, ούτε έδιναν τόνο μεγαλοπρεπείας στας «προσθέτους εορτάς» όπου ακολουθούσε πάνδημος ευωχία, ενώ στα αγιώτατα ιερά ανέθεταν τη θυσία σ' εκείνον που εμειοδοτούσε, αλλ' επρόσεχαν μόνο σ' αυτό, πώς δηλ. να μην ξεφύγουν ούτε στο παραμικρό από τα πατροπαράδοτα, ούτε και να προσθέσουν τίποτα έξω από τις συνήθειές τους και τις δοξασίες τους. Γιατί δεν είχαν την αφέλεια να πιστεύουν ότι η ευσέβεια έγκειται στην πολυτέλεια, αλλά στο να μη μεταβάλλουν τίποτε από εκείνα που τους παρέδωσαν οι πρόγονοί τους. Έτσι και οι θεοί με συνέπεια και περίσκεψη ρύθμιζαν την εύνοιά τους προς τους ανθρώπους και όπως ταίριαζε έδιναν τον κατάλληλο καιρό τόσο για την καλλιέργεια των αγρών, όσο και για τη συγκομιδή των καρπών.

Κατά παρόμοιο τρόπο (προς τα ανωτέρω) διοικούσαν και τις ατομικές τους υποθέσεις, γιατί δεν είχαν μόνο ταυτότητα αντιλήψεων για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων, αλλά και στην ιδιωτική τους ζωή έδειχναν τόση φροντίδα ο ένας για τον άλλο, όση πρέπει να δείχνουν οι λογικοί άνθρωποι και εκείνοι που έχουν την ίδια πατρίδα. Γιατί και οι πιο φτωχοί πολίται απείχαν τόσο πολύ από το να φθονούν τους πλουσιώτερους, ώστε έδειχναν την ίδιαν αφοσίωση για τις μεγάλες οικογένειες που θα έδειχναν για τις δικές τους, γιατί είχαν την αντίληψη ότι η ευδαιμονία εκείνων θα έχη ως συνέπεια και τη δική τους ευημερία. Εκείνοι πάλι που είχαν μεγάλες περιουσίες, δεν περιφρονούσαν τους φτωχούς, αλλ' επειδή εθεωρούσαν δική τους ντροπή τη δυστυχία των πολιτών, εβοηθούσαν τους απόρους και σ' άλλους μεν παραχωρούσαν αγρούς για καλλιέργεια με μικρό μίσθωμα, άλλους χρησιμοποιούσαν για το εμπόριο και σ' άλλους τέλος έδιναν κεφάλαια για την ανάπτυξη άλλων εργασιών. Γιατί δεν είχαν το φόβο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να τα χάσουν όλα ή με μεγάλη δυσκολία και πολλές ενοχλήσεις να κατορθώσουν να πάρουν ένα μέρος από εκείνα που εδάνεισαν. Απ' εναντίας είχαν εμπιστοσύνη για τα χρήματα που εδάνειζαν, όμοια μ' εκείνη που είχαν και για τα χρήματα που έμεναν μέσα στο χρηματοκιβώτιό τους, γιατί έβλεπαν ότι εκείνοι που εξεδίκαζαν τις δανειακές υποθέσεις, δεν έκριναν με μέτρον επιεικείας, αλλ' ήσαν προσηλωμένοι στο γράμμα του νόμου, ουδέ ήσαν διατεθειμένοι να αδικούν, στους δικαστικούς αγώνες των άλλων πολιτών, αλλά απεναντίας ωργίζοντο εναντίον των απατώντων, περισσότερο και απ' αυτούς τους αδικουμένους και είχαν την γνώμη ότι εκείνοι που καθιστούν άκυρα τα συμβόλαια ζημιώνουν περισσότερο τους φτωχούς παρά τους πλούσιους· γιατί οι πλούσιοι, αν πάψουν να χορηγούν δάνεια, δεν πρόκειται να χάσουν και μεγάλα έσοδα, ενώ οι φτωχοί, αν στερηθούν τα απαραίτητα για τη συντήρησή τους, θα καταντήσουν στην έσχατη ένδεια. Λόγω λοιπόν αυτής της στάσεως των δικαστών κανείς δεν έκρυβε την περιουσία του ούτε και εδίσταζε να δανείζη χρήματα· έβλεπαν μάλιστα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση εκείνους που εζητούσαν δάνεια παρά εκείνους που τα επέστρεφαν, γιατί συνέβαιναν σ' αυτούς και τα δύο πράγματα που θα επιθυμούσε πολύ κάθε φρόνιμος άνθρωπος: Εξυπηρετούσαν δηλαδή τους πολίτας, αλλά και συγχρόνως δεν άφηναν τα κεφάλαιά τους νεκρά. Αποτέλεσμα δε των αγαθών σχέσεων μεταξύ δανειστών και οφειλετών ήταν ότι η κυριότης των χρημάτων ήταν αδιαφιλονίκητη, η δε χρήσις αυτών ήταν στη διάθεση κάθε ανθρώπου που είχε την ανάγκη τους.