Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. 1949. Ισοκράτους Αρεοπαγιτικός, Περί Ειρήνης. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Νομίζω ότι πολλοί από σας απορούν (διερωτώμενοι) τι άρα γε σκεπτόμενος παρουσιάσθην ενώπιόν σας να ομιλήσω περί σωτηρίας, ωσάν να ευρίσκετο η πόλις εις κίνδυνον ή ωσάν να έχουν περιέλθη τα πράγματα αυτής εις επισφαλή κατάστασιν, και ωσάν να μη είχε μεν η πόλις περισσότερα από διακόσια πολεμικά πλοία, ωσάν να μη είχεν δε ειρήνην κατά ξηράν, και να μη εκυριάρχει της θαλάσσης, προσέτι δε σαν να μη είχε συμμάχους πολλούς μεν να μας βοηθήσουν προθύμως, αν παρουσιασθή ανάγκη, πολύ δε περισσοτέρους εκείνους, οι οποίοι πληρώνουν τους φόρους και εκτελούν τας διαταγάς της πόλεως. Αφού έχομεν αυτά, ημπορεί κανείς να είπη ότι ημείς μεν φυσικόν είναι να έχωμεν θάρρος, διότι οι κίνδυνοι είναι πολύ μακράν (διότι ουδόλως κινδυνεύομεν), ότι δε οι εχθροί μας πρέπει να φοβούνται και να σκέπτωνται περί της σωτηρίας των.

Γνωρίζω βέβαια ότι σεις, κατ' αυτόν τον τρόπον σκεπτόμενοι, και την ενώπιόν σας παρουσίαν μου περιφρονείτε, και ελπίζετε ότι διά της δυνάμεως ταύτης θα γίνετε κύριοι ολοκλήρου της Ελλάδος· εγώ όμως ακριβώς δι' αυτά φοβούμαι. Διότι βλέπω ότι, όσαι πόλεις φαντάζονται πως ευρίσκονται εις αρίστην κατάστασιν, σκέπτονται κάκιστα, και όσαι έχουν πολύ μεγάλο θάρρος (βλέπω) ότι περιπίπτουν εις πολλούς κινδύνους. Αιτία δε τούτων είναι το εξής, ότι δηλαδή από τας ευτυχίας και τας δυστυχίας ουδεμία έρχεται μόνη εις τους ανθρώπους, αλλ' ότι είναι μαζί, και ότι ακολουθεί τον μεν πλούτον και την μεγάλην δύναμιν αφροσύνη και μαζί με αυτήν ακολασία, ότι δε την ένδειαν και την ταπεινοφροσύνην την ακολουθούν η σωφροσύνη και η μεγάλη μετριοφροσύνη, ώστε είναι δύσκολον να διαγνώση κανείς ποίαν εκ των μερίδων τούτων θα εδέχετο να αφήση εις τα παιδιά του. Διότι δυνάμεθα να ίδωμεν ότι εξ εκείνης μεν της μερίδος, που θεωρείται ταπεινοτέρα, αι πράξεις ως επί το πολύ προκόπτουν, εξ εκείνης δε που φαίνεται ανωτέρα, ότι μεταπίπτουν συνήθως εις το χειρότερον. Και δύναμαι να φέρω παραδείγματα της τοιαύτης μεταπτώσεως, πλείστα μεν εκ του ιδιωτικού βίου των ανθρώπων, διότι εις αυτόν συμβαίνουν μεταβολαί συχνότατα, αλλ' όμως (δύναμαι να φέρω παραδείγματα) μεγαλύτερα και φανερώτερα διά τους ακούοντας, εκείνα που συνέβησαν εις ημάς και εις τους Λακεδαιμονίους.

Ημείς δηλαδή, ότε η πόλις μας κατεστράφη υπό των βαρβάρων, εγίναμε πρώτοι των Ελλήνων, διότι εφοβούμεθα και αγρύπνως παρακολουθούσαμεν την εξέλιξην των πραγμάτων, όταν δε ενομίσαμεν ότι έχομεν ακαταμάχητον δύναμιν παρ' ολίγον να εξανδραποδισθώμεν. Και οι Λακεδαιμόνιοι εκκινήσαντες την παλαιάν εποχήν από πόλεις μικράς και ασημάντους, επειδή έζων σωφρόνως και στρατιωτικώς, κατέλαβον την Πελοπόννησον, μετά ταύτα δε υπερηφανευθέντες περισσότερον από όσον έπρεπε και λαβόντες την κατά ξηράν και θάλασσαν ηγεμονίαν της Ελλάδος περιήλθον εις τους ιδίους κινδύνους εις τους οποίους και ημείς έχομεν περιέλθει.

Όποιος λοιπόν, ενώ γνωρίζει ότι έχουν γίνει τόσον μεγάλαι μεταβολαί και ότι έχουν αφανισθή τόσον μεγάλαι δυνάμεις τόσον ταχέως, πιστεύει εις την παρούσαν κατάστασιν, είναι πολύ ανόητος, και μάλιστα αφού η πόλις μας ευρίσκεται μεν εις πολύν χειροτέραν κατάστασιν τώρα παρά κατ' εκείνον τον χρόνον, έχει δε ανανεωθή πάλιν το μίσος των Ελλήνων και η εκ μέρους του βασιλέως της Περσίας έχθρα, τα οποία τότε μας κατεπολέμησαν.

Ευρίσκομαι δε εις απορίαν τι να υποθέσω, ότι δηλαδή δεν ενδιαφέρεσθε διά την πόλιν ή ενδιαφέρεσθε μεν δι' αυτήν, εφθάσατε όμως εις τοιαύτην αναισθησίαν, ώστε δεν καταλαβαίνετε εις πόσην σύγχυσιν (ταραχήν, φόβον) έχει φθάσει η πόλις. Διότι ομοιάζετε με ανθρώπους ευρισκομένους εις τοιαύτην ψυχικήν κατάστασιν, ώστε, αν και έχετε χάσει όλας τας εις την Θράκην πόλεις, αν και έχετε δε εξοδεύσει ματαίως περισσότερα από χίλια τάλαντα διά την συντήρησιν μισθοφορικών στρατευμάτων, αν και έχετε διαβληθή εις τους Έλληνας, και έχετε γίνει εχθροί του βασιλέως των Περσών, προσέτι δε, αν και έχετε αναγκασθή να σώζετε τους φίλους των Θηβαίων και έχετε χάσει τους συμμάχους σας, διά τοιαύτας πράξεις έχετε προσφέρει δύο φοράς έως τώρα ευχαριστηρίους θυσίας διά καλάς αγγελίας, με μεγαλυτέραν δε ραθυμίαν περί των ζητημάτων αυτών εις την συνέλευσιν του λαού συζητείτε από εκείνους που πράττουν όλα όσα πρέπει.

Και ταύτα ευλόγως και πράττομεν και πάσχομεν· διότι ουδέν είναι δυνατόν να πράξουν όπως πρέπει, εκείνοι που δεν σκέπτονται ορθώς περί όλης της διοικήσεως, αλλά και αν έχουν καμμίαν επιτυχίαν ή εκ τύχης, ή εξ αιτίας της ικανότητος ενός μόνου ανδρός μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου πάλιν εις τας ιδίας δυσχερείας περιέρχονται. Και ταύτα ημπορεί κανείς να εννοήση από όσα συμβαίνουν εις ημάς.

Αν και περιήλθε δηλαδή ολόκληρος η Ελλάς υπό την εξουσίαν μας και μετά την ναυμαχίαν του Κόνωνος και μετά την στρατηγίαν του Τιμοθέου ουδέ στιγμήν ηδυνήθημεν να κρατήσωμεν την ευτυχίαν ταύτην, αλλ' αμέσως την εσκορπίσαμεν και την διελύσαμεν. Διότι ούτε έχομεν πολίτευμα το οποίον θα ηδύνατο να χρησιμοποιήση ορθώς τα συμβάντα εις την πόλιν, ούτε καλώς ζητούμεν (τοιούτον πολίτευμα). Και όμως γνωρίζομεν όλοι ότι η ευδαιμονία αποκτάται και παραμένει όχι εις εκείνους που έχουν πόλεις περιβαλλομένας με μεγάλα και δυνατά φρούρια, ουδέ τους κατοικούντας πολυανθρώπους πόλεις, αλλ' εις εκείνους που διοικούν την πόλιν των κάλλιστα και σωφρονέστατα. Διότι τίποτα άλλο δεν είναι ψυχή της πόλεως παρά μόνον το πολίτευμα, το οποίον έχει τόσον μεγάλην δύναμιν, όσην δύναμιν αναντιρρήτως έχει εις το σώμα η φρόνησις. Διότι αύτη (η πολιτεία) και σκέπτεται περί πάντων, και τα μεν αγαθά διαφυλάττει, τας δε συμφοράς διαφεύγει. Αναγκαίον είναι και οι νόμοι και οι πολιτευόμενοι και οι απλοί πολίται προς ταύτην να εξομοιούνται και να ενεργούν σύμφωνα με το πολίτευμα που έχουν. Δι' αυτό το πολίτευμα ημείς ουδεμίαν φροντίδα λαμβάνομεν, αν και έχει διαφθαρή, αλλά καθήμενοι εις τα διάφορα εργαστήρια κατηγορούμεν την κατάστασιν της πόλεως και λέγομεν ότι ουδέποτε εκυβερνήθημεν χειρότερον εν καιρώ δημοκρατίας, διά τας επιχειρήσεις μας όμως και τας επιδιώξεις μας περισσότερον αγαπώμεν το σημερινόν πολίτευμά μας, από εκείνο που μας αφήκαν οι πρόγονοί μας.

Μτφρ. Α.Μ. Γεωργαντόπουλος, Μ. Πρωτοψάλτης & Ι. Ιωαννίδη–Φαληριώτη. [1939] χ.χ. Ισοκράτης. Λόγοι. ΙΙ, Αρεοπαγιτικός, Ευαγόρας, Ελένη, Πλαταϊκός, Περί του ζεύγους. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Νομίζω ότι πολλοί από σας απορούν, με ποιες σκέψεις παρουσιάζομαι μπροστά σας για να μιλήσω, καθώς έχω σκοπό «περί σωτηρίας» δίνοντας την εντύπωση ότι το κράτος μας αντιμετωπίζει κινδύνους στη σημερινή εποχή, ή ότι τα πράγματά του βρίσκονται σε κακή κατάσταση, ενώ ξέρουμε όλοι μας ότι και τριήρεις έχει παραπάνω από διακόσιες και στην ξηρά περνάει περίοδο ειρηνική και στη θάλασσα διατηρεί την κυριαρχία κι' έχει ακόμη συμμάχους πολλούς που είναι πρόθυμοι να μας βοηθήσουν, αν παρουσιαστή ανάγκη, κι' ακόμη πιο πολλούς υποτελείς φόρου που στέκουν στο πόδι σε κάθε του πρόσταγμα. Με τέτοιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να πη κανείς, ότι πρέπει να έχουμε θάρρος, γιατί βρισκόμαστε μακριά από κάθε κίνδυνο κι' ότι ταιριάζει περισσότερο στους εχθρούς μας να 'χουν ανησυχίες και φόβους και να κάνουν σκέψεις και να παίρνουν αποφάσεις για τη δική τους σωτηρία.

Καταλαβαίνω λοιπόν ότι σεις με το να σκέπτεσθε κατά τέτοιο τρόπο, και τη δική μου εμφάνιση πολύ λίγο λογαριάζετε και διατηρείτε ακόμη ελπίδες ότι με τη σημερινή δύναμη του κράτους θα κατορθώσετε να γίνετε κύριοι ολόκληρης της Ελλάδος. Εγώ όμως για όλα αυτά πάρα πολύ φοβούμαι· γιατί βλέπω ότι από τα κράτη, όσα νομίζουν ότι τα πράγματά τους βρίσκονται σε άριστη κατάσταση, σκέπτονται κατά το χειρότερο τρόπο και όσα πάλι ξεχωρίζουν για το μεγάλο τους θάρρος, αντιμετωπίζουν πάρα πολλούς κινδύνους. Αιτία των φαινομένων αυτών είναι: ότι καμμία ευτυχία και καμμία συμφορά δεν έρχονται μόνες τους στον άνθρωπο, αλλ' υπάρχει συνυφασμένη και ακολουθεί στον πλούτο και στις δυναστείες αφροσύνη και μαζί μ' αυτήν ακολασία, ενώ στη φτώχεια και στην ταπεινοφροσύνη κυριαρχεί αγνή σκέψη και εγκράτεια. Είναι λοιπόν δύσκολο ν' αποφασίση κανείς σε ποιαν από τις δύο μερίδες είναι προτιμότερο ν' αφήση τα παιδιά του. Γιατί βλέπουμε πολλές φορές, ότι εκείνη που θεωρείται φαυλότερη συχνά βαδίζει προς το καλύτερο, ενώ εκείνη που φαίνεται πως είναι ηθικώτερη, κατρακυλάει τις πιο πολλές φορές προς το χειρότερο.

Και για την αλήθεια των σκέψεων αυτών μπορώ να φέρω παραδείγματα πάρα πολλά και πρώτα–πρώτα από την ιδιωτική ζωή, επειδή ακριβώς αυτή πάρα πολύ συχνά υφίσταται μεταβολές και είναι ακόμη πιο μεγάλα και πιο φανερά σ' αυτούς που τα ακούνε, από εκείνα που έχουν συμβή σε μας και τους Λακεδαιμονίους.

Γιατί και μεις, όταν η πόλη μας καταστράφηκε από τους βαρβάρους, επειδή είχαμε φόβους και παρακολουθούσαμε προσεκτικά τα πράγματα, εκερδίσαμε τα πρωτεία ανάμεσα σ' όλους τους Έλληνας, και επειδή πάλι ενομίσαμε εγωϊστικά ότι έχουμε ακαταμάχητη δύναμη, λίγο έλειψε να γίνουμε δούλοι. Οι Λακεδαιμόνιοι κατόπιν, αν και ξεκίνησαν στην αρχή από μικρές και ασήμαντες πόλεις, επειδή έκαναν ζωή μετρημένη και είχαν μεγάλη στρατιωτική πειθαρχία, έγιναν κυρίαρχοι ολόκληρης της Πελοποννήσου, όταν όμως ύστερα υπερηφανεύτηκαν περισσότερο απ' όσο έπρεπε και απόκτησαν την ηγεμονία και στην ξηρά και στη θάλασσα, περιέπεσαν στους ίδιους ακριβώς κινδύνους με μας.

Εκείνος λοιπόν που, αν και ξέρη ότι γίνονται τόσο πολλές μεταβολές και ότι τόσο μεγάλες δυνάμεις περιπίπτουν σε αφάνεια, πιστεύει ότι είναι ικανοποιητική η σημερινή κατάσταση, είναι χωρίς άλλο πολύ ανόητος, γιατί και το κράτος μας τώρα βρίσκεται σε χειρότερη θέση παρ' όσο κατά την εποχή εκείνη, το δε μίσος των Ελλήνων και η έχθρα προς τον βασιλέα των Περσών, που μας επολέμησαν τον παλαιό καιρό, βρίσκονται πάλι σε ένταση.

Δεν ξέρω μάλιστα ποιο από τα δύο να υποθέσω, ότι δηλ. δεν σας ενδιαφέρει τίποτε από τα δημόσια πράγματα ή ότι ενδιαφέρεσθε μεν γι' αυτά, αλλ' έχετε καταντήσει σε τόση αναισθησία, ώστε σας διαφεύγει σε ποιαν αναστάτωση έχει περιέλθει το κράτος μας. Γιατί μοιάζετε, μα την αλήθεια, καταπληκτικά με τους ανθρώπους εκείνους, που έχουν χάσει όλες τους τις πόλεις στη Θράκη κι' έχουν ξοδέψει μάταια πάνω από χίλια τάλαντα σε μισθοφόρους στρατιώτες κι' έχουν συκοφαντηθή στους Έλληνας και με τους βαρβάρους έχουν εχθρότητα, είναι δε ακόμα υποχρεωμένοι να εξυπηρετούν τους φίλους των Θηβαίων και έχουν τέλος εγκαταλειφθή από τους συμμάχους των. Παρ' όλα όμως αυτά εμείς έχουμε προσφέρει δύο φορές ως τώρα ευχαριστήριες θυσίες προς τους θεούς και στις συνελεύσεις μας μιλάμε γι' αυτά με μεγαλύτερη αδιαφορία από εκείνους που εκπληρώνουν όλες τους τις υποχρεώσεις. Και όλα αυτά τα κάνουμε και τα υποφέρουμε δίκαια, γιατί κανένα από τα δημόσια πράγματα δεν μπορεί να γίνη όπως πρέπει σ' εκείνους που δεν έχουν ορθή σκέψη για την όλη διοίκηση, αλλά που και αν ακόμη πετύχουν σε μερικές περιστάσεις ή από εύνοια της τύχης ή λόγω της προσωπικής αξίας ενός μόνο ανδρός, ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα αντιμετωπίζουν τα ίδια πάλι προβλήματα. Και όλα αυτά μπορεί κανείς να τα νοιώση βαθιά, αν παρακολουθήση προσεχτικά όσα έχουν συμβή σε μας.

Όταν δηλαδή ολόκληρη η Ελλάς περιήλθε στην εξουσία της δικής μας πολιτείας, τόσο ύστερα από τη ναυμαχία του Κόνωνος όσο και μετά τη στρατηγία του Τιμοθέου, δεν μπορέσαμε ούτε για λίγες στιγμές να διατηρήσουμε τα αγαθά της επιτυχίας τους, αλλ' αντιθέτως τα εσκορπίσαμε και τα εχάσαμε. Και ο λόγος είναι ότι «πολίτευμα» που να μπορή να διοικήση καλά τα πράγματα, ούτε έχουμε ούτε με καλή τακτική επιδιώκουμε να συστήσουμε. Και όμως όλοι ξέρουμε καλά ότι τα αγαθά και έρχονται και παραμένουν όχι σ' εκείνους που οχυρώνονται με τείχη στερεά και μεγάλα, ούτε σ' εκείνους που συναθροίζονται στον ίδιο τόπο με πολλούς άλλους ανθρώπους, αλλά σ' εκείνους που διοικούν την πολιτεία τους με ενδιαφέρον και περίσκεψη. Γιατί «ψυχή» της πολιτείας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το «πολίτευμα», που έχει τόσο μεγάλη δύναμη όσο έχει για τον άνθρωπο η ορθή σκέψη. Γιατί αυτό ακριβώς, είναι που φροντίζει για όλα, και τα μεν αγαθά διαφυλάττει, ενώ τις συμφορές προσπαθεί να εξαλείφη. Με αυτό είναι ανάγκη να εξομοιώνωνται και οι νόμοι και οι ρήτορες και οι ιδιώται και καθένας απ' αυτούς να ενεργή σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος πολιτεύματος. Για το πολίτευμα λοιπόν που είναι διεφθαρμένο στα χρόνια μας, δεν δείχνουμε κανένα ενδιαφέρον, ούτε και κάνουμε καμμιά σκέψη για να το επαναφέρουμε σε καλύτερη θέση, αλλ' όταν καθόμαστε και συζητούμε στα εργαστήρια, περιοριζόμαστε να κατηγορούμε τη σημερινή πολιτειακή ακαταστασία και υποστηρίζουμε ότι ποτέ κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας δεν είχαμε πιο άθλια διοίκηση, ενώ στην πραγματικότητα και μέσα μας ικανοποιούμεθα περισσότερο μ' αυτή παρά μ' εκείνη που εκληρονομήσαμε από τους προγόνους.