Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[7.83.1] Την επομένην οι Συρακούσιοι τον κατέφθασαν και του ανήγγειλαν την παράδοσιν της μεραρχίας του Δημοσθένους και τον προσεκάλεσαν να πράξη το αυτό. Αλλ' ούτος, δυσπιστών, συνεφώνησε μετ' αυτών να πέμψη ιππέα, όπως βεβαιωθή περί του πράγματος. [7.83.2] Όταν ο αποσταλείς ιππεύς επέστρεψε και ανεκοίνωσεν, ότι πράγματι ο Δημοσθένης και ο στρατός του είχαν παραδοθή, ο Νικίας έστειλε κήρυκα προς τον Γύλιππον και τους Συρακουσίους, όπως δηλώση, ότι είναι έτοιμος να συμφωνήση, εξ ονόματος του Αθηναϊκού λαού, την απόδοσιν των πολεμικών δαπανών των Συρακουσίων, υπό τον όρον ν' αφίσουν τον στρατόν του ν' απέλθη, μέχρι δε της καταβολής των χρημάτων προσφέρεται να δώση Αθηναίους ομήρους ένα δι' έκαστον τάλαντον. [7.83.3] Αλλ' οι Συρακούσιοι και ο Γύλιππος απέκρουσαν τας προτάσεις ταύτας. Επιτεθέντες δε κατά της μεραρχίας του Νικίου, την περικύκλωσαν και έβαλλαν και κατ' αυτών εξ όλων των σημείων, έως το εσπέρας. [7.83.4] Η κατάστασις των Αθηναίων ήτο ελεεινή, ως εκ της ελλείψεως άρτου και γενικώς τροφίμων. Εν τούτοις, ανέμεναν την ώραν της νυκτερινής αναπαύσεως, όπως συνεχίσουν την πορείαν των. Αλλά μόλις περιεβλήθησαν τον οπλισμόν των, οι Συρακούσιοι τους αντελήφθησαν και έψαλαν τον παιάνα. [7.83.5] Οι Αθηναίοι, βλέποντες ότι εννοήθησαν, εξεδύθησαν πάλιν τον οπλισμόν των, πλην τριακοσίων περίπου ανδρών, οι οποίοι, ορμήσαντες δια μέσου των εχθρικών φρουρών, διέφυγαν υπό το σκότος της νυκτός, όπως όπως.

[7.84.1] Ο Νικίας, άμα εξημέρωσεν, εξεκίνησεν επί κεφαλής του στρατού, ενώ οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι ήρχισαν επιτιθέμενοι κατ' αυτού, κατά τον ίδιον τρόπον, βάλλοντες ακόντια και παντός είδους βλήματα. [7.84.2] Αλλ' οι Αθηναίοι έσπευδαν προς τον ποταμόν Ασσίναρον, διότι, πιεζόμενοι υπό των πανταχόθεν επιτιθεμένων πολυαρίθμων ιππέων και ψιλών στρατιωτών, ενόμιζαν ότι η θέσις των θ' άνακουφισθή, εάν διαβούν τον ποταμόν, και συγχρόνως ένεκα της πιεζούσης αυτούς ταλαιπωρίας και σφοδράς δίψης. [7.84.3] Αλλά μόλις έφθασαν εκεί, ερρίφθησαν εντός αυτού, χωρίς καμμίαν πλέον τάξιν, καθόσον η προσπάθεια καθενός να διαβή αυτός πρώτος, και η επίθεσις των εχθρών, καθίστων την διάβασιν δυσκολωτάτην. Διότι, αναγκαζόμενοι να βαδίζουν συγκεντρωμένοι, έπιπταν ο εις επί του άλλου και κατεπατούντο αμοιβαίως, και άλλοι μεν προσκρούοντες εις τας αιχμάς των δοράτων απέθνησκαν αμέσως, άλλοι δ' εμπλεκόμενοι εις την εξάρτυσίν των, παρεσύροντο υπό του ρεύματος του ποταμού. [7.84.4] Οι Συρακούσιοι, ιστάμενοι επί της άλλης όχθης, η οποία ήτον απόκρημνος, έβαλλαν άνωθεν κατά των Αθηναίων, ασχολουμένων των περισσοτέρων εις το να πίνουν απλήστως και συνωθουμένων των μεν προς τους δε εντός της βαθείας κοίτης του ποταμού, εις απερίγραπτον σύγχυσιν. [7.84.5] Οι Πελοποννήσιοι, κατελθόντες εκ της όχθης όπου έστεκαν, έσφαζαν κυρίως τους εντός του ποταμού, του οποίου το ύδωρ είχεν ήδη μολυνθή. Αλλά μολονότι εκτός του πηλού είχεν αναμιχθή και με αίμα, επίνετο ουδέν ήττον και πολλοί διηγωνίζοντο ποίος να προλάβη να πίη πρώτος.

[7.85.1] Όταν οι νεκροί συνεσωρεύθησαν οι μεν επί των δε εντός της κοίτης του ποταμού, και ο στρατός είχε καταστραφή, μέρος μεν εις τον ποταμόν, μέρος δε, όσον τυχόν είχε διαφύγει, υπό του ιππικού, ο Νικίας παρεδόθη εις τον Γύλιππον, τον οποίον ενεπιστεύθη περισσότερον από τους Συρακουσίους, όπως αυτός και οι Λακεδαιμόνιοι λάβουν περί αυτού οιανδήποτε απόφασιν θελήσουν, εζήτησεν όμως, όπως παύση ο φόνος των λοιπών στρατιωτών. [7.85.2] Ο Γύλιππος μετά τούτο διέταξε να αιχμαλωτίζουν τους συλλαμβανομένους. Όσοι εκ των επιζησάντων δεν απεκρύβησαν υπό των Συρακουσίων στρατιωτών (και ούτοι υπήρξαν πολλοί) συνεκεντρώθησαν ζώντες και συγχρόνως απόσπασμα, αποσταλέν προς καταδίωξιν των τριακοσίων, οι οποίοι είχαν διαφύγει τους φρουρούς, συνέλαβαν αυτούς. [7.85.3] Και οι μεν ούτω συγκεντρωθέντες αιχμάλωτοι του κράτους ήσαν ολίγοι, ο αριθμός όμως των εις διάφορα μέρη αποκρυφθέντων υπήρξε μέγας, και η Σικελία όλη εγέμισεν από αυτούς, καθόσον ούτοι δεν παρεδόθησαν κατόπιν συμφωνίας, όπως οι υπό τον Δημοσθένη. [7.85.4] Αλλά και ο αριθμός των απωλειών εις νεκρούς ήτο όχι μικρός, καθόσον οι εξολοθρευθέντες παρά τον ποταμόν υπήρξαν πλείστοι, όχι ολιγώτεροι από τους νεκρούς οιασδήποτε άλλης μάχης του Σικελικού τούτου πολέμου. Πολλοί επίσης είχαν φΟνευθή, διαρκούσης της πορείας, συνεπεία των συνεχών επιθέσεων. Και πολλοί όμως διέφυγαν, άλλοι μεν και αμέσως τότε, άλλοι δε δραπετεύσαντες και καταφυγόντες εις την Κατάνην, αφού προηγουμένως υπηρέτησαν ως δούλοι.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[7.83.1] Την άλλη μέρα τον πρόφτασαν οι Συρακούσιοι και του είπαν πως ο Δημοσθένης κ' οι δικοί του είχαν παραδοθεί, και τον παρακίνησαν να κάνει κι αυτός το ίδιο· ο Νικίας δεν το πίστεψε, κ' έκλεισε προσωρινή ανακωχή ως να στείλει έναν καβαλλάρη να εξακριβώσει το πράγμα· [7.83.2] κι όταν αυτός γύρισε πίσω με την είδηση πως αλήθεια είχαν παραδοθεί, στέλνει ο Νικίας κήρυκα στο Γύλιππο και τους Συρακουσίους λέγοντας πως είναι έτοιμος να συνθηκολογήσει από μέρους των Αθηναίων, τάζοντας πως θα πληρώσουν όσα χρήματα ξόδεψαν οι Συρακούσιοι για τον πόλεμο, με τον όρο ν' αφήσουν αυτοί ελεύτερο το στρατό που είχε στις προσταγές του· κι όσο να επιστραφούν τα χρήματα, θα 'δινε ομήρους, άντρες από το στρατό των Αθηναίων, ένα για κάθε τάλαντο. [7.83.3] Οι Συρακούσιοι όμως κι ο Γύλιππος δε δέχτηκαν τις προτάσεις αυτές, αλλά τους επιτέθηκαν πιάνοντας θέσεις γύρω–γύρω στο στρατόπεδο, και τους χτυπούσαν ολούθε ως που βράδιασε. [7.83.4] Κ' ήταν κι όλας οι Αθηναίοι σε κακή κατάσταση, γιατί τους έλειπε το ψωμί κι όλα τα χρειαζούμενα. Παρ' ολ' αυτά περίμεναν να νυχτώσει για καλά, και σκόπευαν να πάρουν το δρόμο μεσ' στη νυχτερινή ησυχία. Ντύθηκαν λοιπόν τ' άρματά τους, κ' οι Συρακούσιοι τους πήραν είδηση πως έφευγαν, κι αρχίζουν τον παιάνα. [7.83.5] Όταν κατάλαβαν οι Αθηναίοι πως τους πήραν είδηση οι εχτροί, απόθεσαν πάλι τ' άρματα, εξόν από τρακόσιους άντρες απάνω–κάτω· αυτοί άνοιξαν δρόμο με τη βία μέσα από τους φρουρούς και προχώρησαν νύχτα όπου μπορούσαν.

[7.84.1] Ο Νικίας όμως μπήκε πάλι μπροστά σαν ξημέρωσε κι άρχισε να οδηγεί το στρατό του· οι Συρακούσιοι κ' οι σύμμαχοί τους τούς επιτέθηκαν πάλι κατά τον ίδιο τρόπο, ρίχνοντας μέσα στην παράταξή τους πυκνά βέλη και ακόντια. [7.84.2] Και βιάζονταν οι Αθηναίοι να φτάσουν στον Ασσίναρο ποταμό, τόσο γιατί τους βασάνιζε η αδιάκοπη επίθεση από παντού, από τους πολλούς καβαλλάρηδες και το άλλο πλήθος των ελαφρά οπλισμένων, όσο και γιατί νόμιζαν πως θα ξαλάφρωνε κάπως η θέση τους άμα περνούσαν τον ποταμό, συγχρόνως όμως από το μαρτύριο της δίψας και την επιθυμία να πιούνε νερό. [7.84.3] Και μόλις έφτασαν στην όχτη του, όρμησαν μέσα στο ποτάμι χωρίς τάξη πια καμιά, αλλά θέλοντας ο καθένας να περάσει πρώτος αυτός. Και οι εχτροί, κυνηγώντας τους κατά πόδι, έκαναν το πέρασμα πολύ δύσκολο· γιατί έτσι που ήταν αναγκασμένοι να προχωρούν πλήθος μαζί, έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο και πατούσαν όποιον έπεφτε χάμω, κι άλλοι χτυπιούνταν από τα ίδια τους τα κοντάρια και σκοτώνονταν αμέσως, κι άλλοι μπερδεύονταν στην αρματωσιά τους ή σ' όσα κουβαλούσαν και τους έπαιρνε το ρέμα μακρυά. [7.84.4] Στο μεταξύ οι Συρακούσιοι φάνηκαν στην απέναντι όχτη του ποταμού, και τους χτυπούσαν κι από πάνω (γιατί ήταν γκρεμός), κ' οι Αθηναίοι έπιναν ακόμα χορταίνοντας τη δίψα τους, κουβαριασμένοι όλοι μαζί σε μια βαθύτερη γούβα του ποταμού, με μεγάλο σπρωξίδι κι ανακατωσούρα. [7.84.5] Κ' οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν τον απέναντι γκρεμό κι άρχισαν να σφάζουν όσους βρίσκονταν ακόμα μέσα στο ποτάμι. Το νερό είχε αμέσως θολώσει και μολευτεί, αλλά δεν έπιναν για τούτο με λιγότερη αχορτασιά νερό μαζί με ματωμένη λάσπη, κι ακόμα πολεμούσαν οι περισσότεροι αναμεταξύ τους γι' αυτό.

[7.85.1] Τέλος, τώρα που πολλοί νεκροί κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο νερό, κ' είχε χαλαστεί όλος ο στρατός, άλλοι στο ποτάμι, κι άλλοι, αν τυχόν ξέφευγαν μερικοί, είχαν σκοτωθεί από το ιππικό, παραδίνεται ο Νικίας στο Γύλιππο, έχοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σ' αυτόν, παρά στους Συρακουσίους· «εμένα, είπε, κάντε με, εσύ κ' οι Λακεδαιμόνιοι ό,τι θέλετε, άλλα πάψτε να σκοτώνετε τους άλλους στρατιώτες». [7.85.2] Κ' ύστερ' απ' αυτό, πρόσταξε ο Γύλιππος να τους πιάνουνε ζωντανούς· κ' έτσι συγκέντρωσαν τους περισσότερους, όσους δεν έκρυψαν οι Συρακούσιοι (και δεν ήτανε λίγοι αυτοί) ζωντανούς, και στέλνοντας μερικούς να καταδιώξουν τους τρακόσιους που είχαν ξεφύγει μεσ' απ' τους φρουρούς τη νύχτα, τους έπιασαν κι αυτούς. [7.85.3] Έτσι λοιπόν, όσοι απ' αυτό το στρατό συγκεντρώθηκαν στο γενικό στρατόπεδο των αιχμαλώτων, δεν ήταν πολλοί, όσους όμως είχανε κλέψει κρυφά ο ένας κι ο άλλος ήτανε πάρα πολλοί και γέμισε ολόκληρη η Σικελία απ' αυτούς, γιατί δεν τους είχανε συλλάβει ύστερ' από συνθηκολόγηση όπως το στρατό του Δημοσθένη, [7.85.4] και δεν ήτανε μικρό το τμήμα του στρατού που σκοτώθηκαν· γιατί το φονικό αυτό ήταν το μεγαλύτερο που στάθηκε στον πόλεμο τούτο, και δεν ήταν λιγότερο φριχτό από κανένα άλλο. Είχαν επίσης σκοτωθεί πολλοί στις διάφορες επιθέσεις που τους γίνονταν όλη την ώρα κατά την πορεία. Ξέφυγαν όμως και πολλοί, άλλοι αμέσως, κι άλλοι που δραπέτευσαν αφού έκαναν κάμποσον καιρό δούλοι· αυτοί έβρισκαν τέλος καταφύγιο στην Κατάνη.