Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[7.80.1] Κατά την νύκτα, ο Νικίας και ο Δημοσθένης, βλέποντες την αθλίαν κατάστασιν του στρατεύματος, ως εκ της παντελούς ελλείψεως τροφίμων και του μεγάλου αριθμού των στρατιωτών, οι οποίοι είχαν πληγωθή κατά τας επανειλημμένας εχθρικάς επιθέσεις, απεφάσισαν, αφού ανάψουν όσον το δυνατόν περισσότερα πυρά, να οδηγήσουν τον στρατόν, όχι πλέον δια της αρχικώς σχεδιασθείσης οδού, αλλά προς την θάλασσαν, κατά κατεύθυνση αντίθετον εκείνης, όπου οι Συρακούσιοι εφύλατταν. [7.80.2] Η διεύθυνσις, άλλωστε, προς την οποίαν κατηυθύνοντο και εξ αρχής και τώρα δεν έφερε προς την Κατάνην, αλλά προς την νοτίαν πλευράν της Σικελίας, ήτοι προς την Καμάριναν, την Γέλαν και τας άλλας πόλεις του μέρους τούτου, Ελληνικάς και βαρβαρικάς. [7.80.3] Αφού λοιπόν ήναψαν πολλάς πυράς, ήρχισαν την πορείαν των, διαρκούσης της νυκτός. Αλλ' όπως εις όλους συνήθως τους στρατούς, και μάλιστα τους πλέον πολυαρίθμους, συμβαίνει να γεννώνται φόβοι καί πανικοί, έτσι και αυταί, οι οποίοι άλλωστε εβάδιζαν δια μέσου χώρας εχθρικής και εις μικράν από του εχθρικού στρατού απόστασιν, περιέπεσαν εις πλήρη σύγχυσιν. [7.80.4] Και η μεν μεραρχία του Νικίου, ο οποίος προηγείτο, κατώρθωσε να μείνη συντεταγμένη και άφισε πολύ οπίσω της την μεραρχίαν του Δημοσθένους, η οποία, περιλαμβάνουσα το ήμισυ περίπου, ίσως και περισσότερον, του όλου στρατεύματος, απεχωρίσθη ήδη και εβάδιζε με πολλήν αταξίαν. [7.80.5] Μολαταύτα, έφθασαν κατά τα εξημερώματα πλησίον της θαλάσσης και εισελθόντες εις την καλουμένην Ελωρίνην οδόν, συνέχισαν την πορείαν των, προτιθέμενοι, άμα φθάσουν εις τον ποταμόν Κακύπαριν, να ανέλθουν τον ρουν αυτού και συνεχίσουν την πορείαν των προς το εσωτερικόν. Διότι ήλπιζαν να συναντήσουν εκεί και τους Σικελούς, τους οποίους είχαν προσκαλέσει. [7.80.6] Αλλ' όταν έφθασαν εις τον ποταμόν, ευρήκαν και εκεί φρουράν των Συρακουσίων, αποκλείουσαν την διάβασιν αυτού, δια της κατασκευής τείχους καί χαρακώματος εκ πασσάλων. Την απώθησαν όμως και διέβησαν δια μιας τον ποταμόν, και κατά συμβουλήν των οδηγών, συνέχισαν την πορείαν των προς άλλον ποταμόν, τον Ερινεόν.

[7.81.1] Εν τω μεταξύ, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί των, άμα ως εξημέρωσε, και αντελήφθησαν, ότι οι Αθηναίοι είχαν απέλθει, κατηγόρουν οι πολλοί τον Γύλιππον, ότι εκ προθέσεως τους άφισε να διαφύγουν. Εννοήσαντες δ' ευκόλως την διεύθυνσιν που είχαν λάβει, τους κατεδίωξαν εσπευσμένως, κατά την ώραν του προγεύματος. [7.81.2] Και μόλις ήλθαν εις επαφήν με την μεραρχίαν του Δημοσθένους, η οποία είχε μείνει οπίσω και εβάδιζε με πολλήν βραδύτητα και αταξίαν, κατόπιν της συγχύσεως, εις την οποίαν, όπως διηγήθην, είχε περιέλθει κατά την προηγουμένην νύκτα, επετέθησαν κατ' αυτής και ήρχισεν η μάχη. Και επειδή είχεν αποχωρισθή από την άλλην μεραρχίαν, το ιππικόν των Συρακουσίων την εκύκλωσεν ευκολώτερα και τους ηνάγκαζε να συμπτύσσωνται εντός στενού χώρου. [7.81.3] Η μεραρχία του Νικίου είχεν ήδη προχωρήσει πενήντα ολοκλήρους σταδίους, καθόσον ούτος επέσπευδε την πορείαν αυτής, νομίζων, οτι την σωτηρίαν, υπό τας παρούσας περιστάσεις, έπρεπε να ζητήσουν, όσον τουλάχιστον εξηρτάτο απ' αυτούς, όχι περιμένοντες τον εχθρόν και συνάπτοντες μετ' αυτού μάχας, αλλ' υποχωρούντες όσον το δυνατόν ταχύτερον και μαχόμενοι, μόνον εφόσον δεν ημπορούσαν να κάμουν αλλέως. [7.81.4] Ο Δημοσθένης, αντιθέτως, του οποίου η μεραρχία υπέφερεν εξ αρχής από συνεχεστέραν ως επί το πλείστον εχθρικήν πίεσιν, διότι κατ' αυτής, ως βαδιζούσης τελευταίας, επετίθετο πρώτον ο εχθρός, αντιληφθείς ότι οι Συρακούσιοι τον κατεδίωκαν, αντί να προχωρήση, ησχολείτο εις το να παρατάσση τον στρατόν του προς μάχην, έως ότου χρονοτριβών, επερικυκλώθη υπ' αυτών. Αρχηγός και στρατιώται περιήλθαν εις πλήρη σύγχυσιν. Διότι, συγκεντρωθέντες εντός ελαιώνος περιβαλλομένου υπό τοίχου, εκατέρωθεν του οποίου υπήρχε δρόμος, εβάλλοντο από όλα τα σημεία. [7.81.5] Οι Συρακούσιοι ευλόγως επροτίμων τον τρόπον τούτον της επιθέσεως από την εκ του συστάδην μάχην. Διότι το να εκτεθούν εις τον κίνδυνον αποφασιστικής μάχης απέναντι ανθρώπων απονενοημένων, δεν ήτο του λοιπού προς το συμφέρον των, αλλά μάλλον προς το συμφέρον των Αθηναίων, ενώ συγχρόνως, επειδή ενόμιζαν εξησφαλισμένην ήδη την επιτυχίαν και εφείδοντο οπωσδήποτε έκαστος της ζωής του, μη θέλων να την χάση προ του τέλους, και επίστευαν, ότι και χωρίς τοιαύτην θυσίαν θα κατώρθωναν δια του μέσου τούτου του μάχεσθαι να τους καταβάλουν και τους αιχμαλωτίσουν.

[7.82.1] Αφού λοιπόν εξηκολούθησαν καθ' όλην την ημέραν βάλλοντες κατά των Αθηναίων και των συμμάχων των από όλα τα σημεία, και έβλεπαν ότι ήσαν ήδη εξηντλημένοι εκ των τραυμάτων και των ταλαιπωριών, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι προσεκάλεσαν πρώτον δια προκηρύξεως όσους εκ των νησιωτών ήθελαν να έλθουν προς αυτούς, υποσχόμενοι να σεβασθούν την ελευθερίαν των. Αλλ' ολίγων μόνον πόλεων οι στρατιώται απεσπάσθησαν από τους Αθηναίους. [7.82.2] Επί τέλους όμως συνωμολογήθη συμφωνία, κατά την οποίαν ολόκληρος η υπό τον Δημοσθένην δύναμις παρεδόθη μετά των όπλων, υπό τον όρον κανείς να μη θανατωθή ούτε βιαίως, ούτε συνεπεία επιβολής δεσμών, ούτε δια της στερήσεως των απολύτως αναγκαίων δια την ζωήν. [7.82.3] Ο όλος αριθμός των παραδοθέντων ανήλθεν εις εξ χιλιάδας. Συγχρόνως κατέθεσαν τα χρήματα που είχαν, ρίπτοντες τα νομίσματα εις το κοίλον ασπίδων, εκ των οποίων εγέμισαν τέσσαρας. Οι αιχμάλωτοι μετεφέρθησαν αμέσως εις την πόλιν. Κατά την αυτήν ημέραν, ο Νικίας με την μεραρχίαν του έφθασαν εις τον ποταμόν Ερινεόν, τον οποίον διαβάς εστρατοπέδευσεν επί υψώματος.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[7.80.1] Τη νύχτα εκείνη, αποφάσισαν ο Νικίας κι ο Δημοσθένης, επειδή ο στρατός βρισκότανε σε κακή κατάσταση, τόσο γιατί τους είχανε ολότελα σωθεί οι προμήθειες, όσο και γιατί πολλοί στρατιώτες ήταν καταπληγωμένοι από τις πολλές επιθέσεις που τους είχαν κάνει οι εχτροί, αποφάσισαν ν' ανάψουν όσο περισσότερες φωτιές μπορούσαν, και να πάρουν το στρατό από κει, όχι πια προς την ίδια κατεύθυνση που είχανε σχεδιάσει, αλλά προς την αντίθετη από κείνη όπου παραφύλαγαν οι Συρακούσιοι, δηλαδή προς τη θάλασσα· [7.80.2] όλος αυτός ο δρόμος θα 'φερνε το στρατό, όχι στην Κατάνη, άλλα στην αντίθετη μεριά της Σικελίας, προς την Καμάρινα και τη Γέλα και τις άλλες πολιτείες σ' εκείνα τα μέρη, Ελληνικές και ξένες. [7.80.3] Αφού λοιπόν άναψαν πολλές φωτιές κίνησαν μέσα στη νύχτα. Κι όπως συμβαίνει συχνά σ' όλες τις στρατιές, και περισσότερο στις μεγάλες, και σ' αυτούς κι από άλλους λόγους, και ιδίως γιατί βάδιζαν νύχτα μεσ' από τόπο εχτρικό κ' έφευγαν μπροστά σ' εχτρούς που δεν ήταν μακρυά, τους έπιασε πανικός· [7.80.4] κι ο στρατός του Νικία, καθώς τους οδηγούσε αυτός ο ίδιος έμεινε όλος μαζί, και προχώρησε πολύ μπροστά, ο στρατός όμως του Δημοσθένη, που ήταν ο μισός και παραπάνω από το σύνολο, χωρίστηκε από τους μπροστινούς και προχωρούσε με μεγαλύτερη αταξία. [7.80.5] Μ' όλ' αυτά έφτασαν κατά την αυγή στη θάλασσα, και παίρνοντας το δρόμο που λέγεται Ελωρίνη οδός, προχωρούσαν έχοντας τη θάλασσα αριστερά τους με το σκοπό, μόλις φτάσουνε στις όχτες του ποταμού Κακυπάρη, να στρίψουν βαδίζοντας παράλληλα με την κοίτη του προς τ' απάνω, προς τα μεσόγεια· γιατί περίμεναν πως εκεί θα τους αντάμωναν οι Σικελοί, όπως τους είχανε μηνύσει. [7.80.6] Όταν όμως έφτασαν στον ποταμό, βρήκαν κ' εκεί ένα απόσπασμα των Συρακουσίων που έχτιζαν φράγμα κ' έμπηγαν παλούκια στο ρηχό πέρασμα. Τους νίκησαν με τη βία και πέρασαν το ποτάμι, κι άρχισαν να προχωρούν προς έναν άλλο ποταμό, τον Ερινεό γιατί αυτό το δρόμο τους είχαν ορμηνέψει οι οδηγοί τους να πάρουν.

[7.81.1] Στο μεταξύ, οι Συρακούσιοι κ' οι σύμμαχοί τους, μόλις ξημέρωσε και κατάλαβαν πως είχανε φύγει οι Αθηναίοι, άρχισαν οι περισσότεροι να κατηγορούν το Γύλιππο πως τους άφησε από σκοπού να ξεφύγουν, και παίρνοντάς τους γρήγορα το κατόπι, γιατί δεν ήτανε δύσκολο να βρουν από τ' αχνάρια τους προς τα πού πήγαιναν, τους έφτασαν κατά την ώρα του δείπνου, [7.81.2] και μόλις αντάμωσαν το στρατό του Δημοσθένη που βρισκόταν πιο πίσω και προχωρούσε πιο αργά και ακατάστατα από τη σύγχυση που είχαν πάθει την προηγούμενη νύχτα, έπεσαν πάνω τους κι άρχισαν να τους πολεμούνε. Κ' οι Συρακούσιοι καβαλλάρηδες τους περικύκλωσαν τώρα πιο εύκολα γιατί ήτανε χωρισμένοι από το υπόλοιπο στράτευμα, και περιτρέχοντάς τους τούς εστρίμωχναν σε όλο και μικρότερο χώρο. [7.81.3] Ο στρατός όμως του Νικία βρισκόταν τώρα ως πενήντα στάδια πιο μακρυά· γιατί ο Νικίας τους οδηγούσε πιο γρήγορα, νομίζοντας πως στη θέση που βρίσκονταν δεν μπορούσαν να σταθούνε παραπομένοντας θεληματικά και πολεμώντας τους εχτρούς, αλλά υποχωρώντας όσο γρήγορα γινόταν και δίνοντας μάχη μόνον εκεί που θ' αναγκάζονταν να το κάνουν. [7.81.4] Ο Δημοσθένης όμως βρισκόταν τον περισσότερο καιρό σε πιο τυραγνισμένη θέση και χωρίς ανάπαυλα, γιατί επειδή πορευόταν πιο πίσω, σ' αυτόν πρώτα ρίχνονταν οι εχτροί, και σε τούτη την περίσταση, όταν κατάλαβε πως οι Συρακούσιοι τον κυνηγούσαν, δεν επιτάχυνε την πορεία, αλλά μάλλον προσπαθούσε να παρατάξει κάθε τόσο το στρατό για να δώσει μάχη, ώστε απ' αυτή την καθυστέρηση περικυκλώθηκαν εντελώς κι απομονώθηκαν από τους άλλους, έτσι που αυτός κ' οι δικοί του βρέθηκαν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση· γιατί πιάστηκαν στριμωγμένοι ένα γύρο σ' ένα μέρος που ήτανε φραγμένοι με χαμηλό τείχος οι δρόμοι από τη μια μεριά κι από την άλλη, κ' είχε και κάμποσα δέντρα μέσα, και τους χτυπούσανε συγχρόνως από παντού. [7.81.5] Γιατί τέτοιου είδους επιθέσεις χρησιμοποιούσαν οι Συρακούσιοι κι όχι μάχες με παραταγμένο στρατό· και ήτανε λογικό, γιατί αν ριψοκιντύνευαν τη ζωή τους σε μάχες σώμα με σώμα προς ανθρώπους που βρίσκονταν τώρα σε απόγνωση, δε θα ήταν τούτο τόσο ευνοϊκό γι' αυτούς όσο για τους Αθηναίους, και σύγκαιρα άρχιζαν τώρα κάπως να φυλάγουν τη ζωή τους με την καθαρή προοπτική της επιτυχίας και της ευημερίας μπροστά τους, και δεν ήθελαν να τη χαλάσουν άδικα πριν τους έρθει· θεωρούσαν ακόμα πως και μ' αυτή τη μορφή της επίθεσης θα καταχτυπούσαν και θα 'πιαναν στην παγίδα τους Αθηναίους.

[7.82.1] Όταν λοιπόν, αφού τους είχανε χτυπήσει έτσι όλη μέρα ρίχνοντάς τους ολούθε, είδαν πια πως οι Αθηναίοι κ' οι σύμμαχοί τους είχαν αποκάνει, εξαντλημένοι τόσο από τις πληγές όσο κι από την άλλη κακοπάθηση, βγάζουνε κήρυγμα ο Γύλιππος κ' οι Συρακούσιοι κ' οι σύμμαχοί τους, πρώτα στους νησιώτες πως αν θέλει κανείς τους, να πάει με το μέρος τους και να μείνει ελεύτερος· και οι στρατιώτες από λίγες πολιτείες, έφυγαν από το πλευρό των Αθηναίων, [7.82.2] ύστερα από ώρα κλείσανε συμφωνία και με όλους τους άλλους που ήτανε με το Δημοσθένη, με τον όρο να παραδώσουν τα όπλα τους και τάζοντάς τους πως δε θα πάθει κανείς τίποτα μήτε από εκτέλεση, μήτε θα φυλακιστεί, μήτε θα του λείψει η πιο απαραίτητη συντήρηση. [7.82.3] Και παραδόθηκαν όλοι τους, έξη χιλιάδες άντρες, και τα χρήματα που είχαν απάνω τους τα 'ριξαν σε ασπίδες γυρισμένες ανάποδα, και γέμισαν τέσσερις ασπίδες. Αυτούς τους αιχμαλώτους τούς πήγαν αμέσως οι Συρακούσιοι πίσω στην πολιτεία τους· στο μεταξύ ο Νικίας με το στρατό του έφτασαν την ίδια μέρα στον ποταμό Ερινεό, κι αφού τον διάβηκαν έπιασαν ένα ύψωμα κ' έστησαν στρατόπεδο.