Μτφρ. Α.Σ. Βλάχος. 1980. Το Πολίτευμα των Αθηναίων. Αριστοτέλης: Ι. Αθηναίων Πολιτεία. ΙΙ. "Γερο–Ολιγαρχικός". Παρουσίαση, μετάφραση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
[63.1] Οι εννέα άρχοντες κληρώνουν τους δικαστές κατά φυλές και ο γραμματέας των θεσμοθετών κληρώνει τους δικαστές από την δεκάτη φυλή. [63.2] Υπάρχουν δέκα είσοδοι στα δικαστήρια, μια για κάθε φυλή, είκοσι κληρωτήρια δύο για κάθε φυλή, εκατό κιβώτια, δέκα για κάθε φυλή, και άλλα κιβώτια όπου ρίχνουν τα πινάκια των δικαστών που έχουν κληρωθεί, και δύο στάμνες. Σε κάθε είσοδο τοποθετούν ραβδιά ίσα στον αριθμό με τους δικαστές που πρέπει να εκλεγούν και ρίχνουν στην μία στάμνα βελανίδια, όσα είναι τα ραβδιά. Επάνω στα βελανίδια αυτά γράφουν γράμματα, από το ενδέκατο γράμμα Λ και ύστερα, ισάριθμα με τα δικαστήρια που πρέπει να συμπληρωθούν. [63.3] Δικαστές επιτρέπεται να είναι όσοι έχουν συμπληρώσει τα τριάντα τους χρόνια και δεν είναι οφειλέτες του δημοσίου και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Εάν κάποιος που δεν έχει το δικαίωμα παρακαθήσει στο δικαστήριο, καταγγέλλεται και δικάζεται. Αν είναι ένοχος τότε οι δικαστές του επιβάλλουν όποια ποινή ή πρόστιμο κρίνουν ότι είναι δίκαιο. Αν καταδικαστεί σε χρηματική ποινή πρέπει να μείνει στην φυλακή έως ότου πληρώσει και το προηγούμενο χρέος και το πρόστιμο που του επέβαλε το δικαστήριο. [63.4] Ο κάθε δικαστής έχει ένα πινάκιο από ξύλο πυξού όπου είναι γραμμένο το όνομά του, το όνομα του πατέρα του, το όνομα του δήμου του κι ένα από τα δέκα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου έως το Κ. Τούτο επειδή σε κάθε φυλή οι δικαστές είναι μοιρασμένοι σε δέκα τμήματα ισάριθμοι περίπου σε κάθε γράμμα. [63.5] Μόλις ο θεσμοθέτης κληρώσει τα γράμματα (από το Λ και πέρα) που αντιστοιχούν στα δικαστήρια, ο αρμόδιος υπηρέτης τα παίρνει και τα τοποθετεί στο κάθε δικαστήριο όπου έλαχε το γράμμα.
Μτφρ. Α. Παναγόπουλος. 1999. Αριστοτέλους Αθηναίων Πολιτεία. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Αίολος.
[63.1] Οι εννέα άρχοντες αναδεικνύουν με κλήρο τους δικαστές από τις εννέα φυλές και ο γραμματέας των θεσμοθετών κληρώνει τους δικαστές από τη δέκατη φυλή. [63.2] Υπάρχουν δέκα είσοδοι στα δικαστήρια, μία για κάθε φυλή, είκοσι κληρωτήρια, δύο για κάθε φυλή, εκατό κιβώτια, δέκα για κάθε φυλή, και άλλα κιβώτια, όπου ρίχνουν τα πινάκια των δικαστών που έχουν κληρωθεί, και δύο υδρίες. Σε κάθε είσοδο τοποθετούν ραβδιά, ισάριθμα με τους δικαστές, που πρέπει να εκλεγούν, και ρίχνουν στη μια στάμνα τόσα βελανίδια, όσα είναι τα ραβδιά. Επάνω στα βελανίδια αυτά γράφουν γράμματα, από το ενδέκατο γράμμα λ και ύστερα, ισάριθμα με τα δικαστήρια που πρέπει να συγκροτηθούν. [63.3] Δικαστές επιτρέπεται να είναι όσοι έχουν συμπληρώσει τα τριάντα τους χρόνια, δεν οφείλουν στο δημόσιο και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Εάν κάποιος παρακαθίσει στο δικαστήριο χωρίς να έχει το δικαίωμα, καταγγέλλεται και δικάζεται. Αν βρεθεί ένοχος, τότε οι δικαστές του επιβάλλουν όποια ποινή ή πρόστιμο κρίνουν ότι είναι δίκαιο. Αν καταδικαστεί σε χρηματική ποινή, πρέπει να μείνει στη φυλακή μέχρι να πληρώσει και το προηγούμενο χρέος για το οποίο καταγγέλθηκε και το πρόστιμο που του επέβαλε το δικαστήριο. [63.4] Ο κάθε δικαστής έχει ένα πινάκιο από ξύλο, όπου είναι γραμμένο το όνομά του, το όνομα του πατέρα του, το όνομα του δήμου του κι ένα από τα δέκα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου, μέχρι το κ. Και τούτο επειδή σε κάθε φυλή οι δικαστές είναι χωρισμένοι σε δέκα τμήματα, περίπου ίσοι στο κάθε γράμμα.
[63.5] Μόλις ο θεσμοθέτης κληρώσει τα γράμματα (από το λ και πέρα) που αντιστοιχούν στα δικαστήρια, ο υπηρέτης τα παίρνει και τα τοποθετεί στο κάθε δικαστήριο, όπου έλαχε το γράμμα.