Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[7.42.1] Ως εκ τούτου, παρεσκευάζοντο διά νέαν κατά ξηράν και κατά θάλασσαν επίθεσιν.

Εν τω μεταξύ, έφθασαν ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων, φέροντες τας εξ Αθηνών στελλομένας επικουρίας, αποτελουμένας από εβδομήντα τρία περίπου πλοία, συμπεριλαμβανομένων των ξένων, πέντε περίπου χιλιάδας οπλίτας Αθηναίους και συμμάχους, όχι δ' ολίγους ακοντιστάς, σφενδονιστάς, και τοξότας, Έλληνας και βαρβάρους, και άφθονα εφόδια παντός είδους. [7.42.2] Η άμεσος κατάπληξις των Συρακουσίων και των συμμάχων των υπήρξε μεγάλη, και βλέποντες ότι παρ' όλην την οχύρωσιν της Δεκελείας, νέος στρατός, ίσος προς τον προηγούμενον, ήλθε προς ενίσχυσιν αυτού και ότι η δύναμις των Αθηναίων απεδεικνύετο μεγάλη καθ' όλας τας διευθύνσεις, ενόμισαν, ότι δεν θα ημπορούσαν ποτέ ν' απαλλαχθούν οριστικώς από τον επικρεμάμενον επ' αυτών κίνδυνον. Ενώ, αντιθέτως, το φρόνημα των ανδρών του προηγουμένου Αθηναϊκού στρατού ενισχύθη οπωσδήποτε, εφόσον ήτο τούτο δυνατόν, μετά τόσα παθήματα. [7.42.3] Ο Δημοσθένης, λαβών γνώσιν της καταστάσεως, εννόησεν ότι αν χρονοτριβήση, θα πάθη ό,τι έπαθε και ο Νικίας, ο οποίος ευθύς μετά την άφιξίν του ενέπνευσε τον τρόμον, αλλ' επειδή δεν επεδίωξεν αμέσως την κατάληψιν των Συρακουσών, αλλ' έμενε διαχειμάζων εις την Κατάνην, κατήντησε να περιφρονηθή και έδωσε καιρόν εις τον Γύλιππον να έλθη εκ Πελοποννήσου, φέρων στρατόν. Ενώ εάν επετίθετο αμέσως κατ' αυτών, οι Συρακούσιοι ούτε θα έζήτουν καν την αποστολήν επικουριών. Διότι, νομίζοντες ότι είναι ικανοί ν' αντισταθούν μόνοι, θ' ανεκάλυπταν την ανεπάρκειάν των, αλλ' όταν θα ήσαν ήδη αποκεκλεισμένοι δια περιτειχισμού, ώστε και αν εζήτουν τότε την αποστολήν επικουριών, αυτή δεν ήδύνατο πλέον να τους ωφελήση εξ ίσου. Ταύτα αναλογιζόμενος ο Δημοσθένης και γνωρίζων, ότι και αυτός τώρα, ευθύς κατά την άφιξίν του, ενέπνεε τον μεγαλήτερον τρόμον εις τους εχθρούς, ήθελε να επωφεληθή όσον το δυνατόν ταχύτερον την κατάπληξιν που επροκάλει επί του παρόντος η άφιξις του στρατού του. [7.42.4] Και βλέπων ότι το εγκάρσιον τείχος των Συρακουσίων, δια του οποίου ούτοι εμπόδισαν τους Αθηναίους να τους αποκλείσουν δια περιτειχισμού, ήτο απλούν, και ότι αν κατώρθωνε να γίνη κύριος της αναβάσεως των Επιπολών και ακολούθως του επ' αυτών στρατοπέδου, ευκόλως θα το εκυρίευε, διότι κανείς δεν θα ετόλμα ν' αντισταθή, εβιάζετο να επιχειρήση την επίθεσιν, φρονών, [7.42.5] ότι δια του τρόπου τούτου θα ετερμάτιζε ταχύτατα τον πόλεμον. Διότι ή θα επετύγχανε και θα κατελάμβανε τας Συρακούσας ή θ' απέσυρε τον στρατόν εκ Σικελίας και δεν θα κατέτριβε ματαίως και τους μετέχοντας της εκστρατείας Αθηναίους και την όλην πόλιν.

[7.42.6] Πρώτη ως εκ τούτου ενέργεια του Αθηναϊκού στρατού υπήρξεν έξοδος αυτού εκ του στρατοπέδου και ερήμωσις των περί τον ποταμόν Άναπον κτημάτων των Συρακουσίων. Η υπεροχή του στρατού και του στόλου των Αθηναίων αποκατεστάθη, όπως εις τας αρχάς. Διότι οι Συρακούσιοι ούτε κατά ξηράν, ούτε κατά θάλασσαν αντεπεξήρχοντο κατ' αυτών, εάν εξαιρέση κανείς τας εκ του Ολυμπιείου επιδρομάς του ιππικού και των ακοντιστών.

[7.43.1] Μετά τούτο, ο Δημοσθένης, προ της δια των Επιπολών επιθέσεως έκρινε καλόν να δοκιμάση την κατάληψιν του εγκαρσίου τείχους, δια της χρησιμοποιήσεως πολιορκητικών μηχανών. Αύται όμως, προσαχθείσαι πλησίον του τείχους, κατεκάησαν υπό των εχθρών, οι οποίοι ημύνοντο εξ αυτού. Διάφοροι επιθέσεις, ενεργηθείσαι υπό του λοιπού στρατού εις πολλά σημεία του εν λόγω τείχους, απεκρούοντο επανειλημμένως. Ο Δημοσθένης έκρινεν, ότι δεν έπρεπε πλέον να χρονοτριβή και πείσας τον Νικίαν και τους άλλους συναρχηγούς, προέβη εις την κατά των Επιπολών επιχείρησιν, ακριβώς όπως είχε σχεδιάσει αυτήν. [7.43.2] Και επειδή εθεωρήθη αδύνατον να πλησιάσουν και αναβούν απαρατήρητοι, κατά την διάρκειαν της ημέρας, παρήγγειλε τρόφιμα δια πέντε ημέρας και παραλαβών όλους τους κτίστας και ξυλουργούς, καθώς και τοξεύματα και όσα εν γένει εχρειάζοντο, όπως εν περιπτώσει επιτυχίας προβούν εις τον περιτειχισμόν, αυτός μεν μετά του Ευρυμέδοντος και του Μενάνδρου, τεθείς επί κεφαλής του μεγαλητέρου μέρους του στρατού, εβάδισε, κατά την ώραν που επακολουθεί τον πρώτον ύπνον, προς τας Επιπολάς ενώ ο Νικίας είχεν υπολειφθή εντός των τειχών. [7.43.3] Φθάσαντες εις τας Επιπολάς δια του Ευρυήλου, εις το μέρος, από το οποίον ο πρώτος στρατός είχεν αναβή αρχικώς, επροχώρησαν, χωρίς να εννοηθούν από την φρουράν, και κατέλαβαν το εκεί οχύρωμα των Συρακουσίων, φονεύσαντες μέρος της φρουράς. [7.43.4] Το πλείστον όμως των φρουρών διέφυγαν και έφεραν αμέσως την είδησιν της εφόδου, όχι μόνον εις τα τρία οχυρωμένα στρατόπεδα, τα οποία υπήρχαν επί των Επιπολών, εν δια τους Συρακουσίους, εν δια τους άλλους Σικελιώτας και το τρίτον δια τους συμμάχους, αλλά και εις τους εξακοσίους Συρακουσίους, οι οποίοι εστάθμευαν ως προφυλακή εις το μέρος τούτο των Επιπολών, και οι οποίοι έσπευσαν αμέσως εις βοήθειαν. [7.43.5] Αλλ' ο Δημοσθένης και οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν αυτούς, παρά την ζωηράν αντίστασίν των, και τους έτρεψαν εις φυγήν, μεθ' ο προήλασαν αμέσως προς τα εμπρός, όπως με την κεκτημένην ορμήν επιτύχουν άνευ αναβολής την πραγματοποίησιν των αντικειμενικών σκοπών της επιχειρήσεως. Έτερον όμως τμήμα του στρατού προέβη αμέσως εις την κατάληψιν του εγκαρσίου τείχους, του οποίου η φρουρά ουδεμίαν αντέταξεν αντίστασιν, και την κατεδάφισιν των επάλξεων. [7.43.6] Εν τω μεταξύ οι Συρακούσιοι, οι σύμμαχοί των, και ο Γύλιππος, με τους υπ' αυτόν, προσέδραμαν εκ των ωχυρωμένων στρατοπέδων. Αλλ' επειδή ευρίσκοντο ακόμη υπό το κράτος της καταπλήξεως, την οποίαν επροκάλεσε το απροσδόκητον της τολμηράς αυτής νυκτερινής προσβολής, η επίθεσίς των απεκρούσθη υπό των Αθηναίων, οι οποίοι τους εξεβίασαν κατ' αρχάς εις υποχώρησιν. [7.43.7] Οι Αθηναίοι όμως προήλαυναν με κάποιαν αταξίαν, ως να είχαν ήδη εξησφαλισμένην την νίκην, θέλοντες να διελάσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον δια μέσου ολοκλήρου του μη λαβόντος ακόμη μέρος εις την μάχην εχθρικού στρατού, όπως ούτοι μη δυνηθούν ν' ανασυνταχθούν πάλιν, όταν αυτοί θα εχαλάρωναν την επίθεσιν. Πρώτοι όμως τους αντιμετώπισαν οι Βοιωτοί, και επιτεθέντες κατ' αυτών, τους ενίκησαν και τους έτρεψαν εις φυγήν.

[7.44.1] Κατά την στιγμήν ήδη ταύτην, ο Αθηναϊκός στρατός ήρχισε να περιέρχεται εις τόσον μεγάλην σύγχυσιν και αμηχανίαν, ώστε ούτε από το εν μέρος, ούτε από το άλλο κατώρθωσα να μάθω τας λεπτομερείας των περαιτέρω συμβάντων. Διότι και εν καιρώ ημέρας ακόμη, ότε τα γεγονότα είναι πλέον ευδιάκριτα, οι μετέχοντες μάχης δεν είναι εις θέσιν ν' αντιληφθούν όλην την πορείαν αυτής, αλλά μόλις εκείνα τα γεγονότα, εις τα οποία έκαστος προσωπικώς έλαβε μέρος. Αλλά κατά την νυκτομαχίαν ταύτην, η οποία υπήρξεν η μόνη κατά την διάρκειαν του παρόντος πολέμου, η λαβούσα χώραν μεταξύ μεγάλων ομάδων στρατού, πώς ήτο δυνατόν ν' αντιληφθή κανείς σαφώς κάθε τι ; [7.44.2] Και υπήρχε μεν σελήνη λαμπρά, και όπως φυσικά συμβαίνει υπό το σεληναίον φως, έβλεπαν από αποστάσεως τα σχήματα των άλλων, αμφέβαλλαν όμως αν πρόκειται περί φίλων ή εχθρών. Μέγας αριθμός οπλιτών εκ των δύο στρατών περιεστρέφοντο εντός στενού χώρου. [7.44.3] Και εκ των Αθηναίων, άλλοι μεν είχαν ήδη ηττηθή, ενώ άλλοι, μη ηττηθέντες ακόμη προήλαυναν προς τα εμπρός με την αρχικήν ορμήν. Εκ του μεγάλου άλλωστε μέρους του υπολοίπου στρατού, εν μέρος μόλις είχεν ήδη αναβή, ενώ το άλλο ανέβαινεν ακόμη, εις τρόπον ώστε δεν εγνώριζαν πού πρέπει να κατευθυνθούν. Τωόντι, το πρώτον προελάσαν τμήμα του στρατού, επειδή είχε τραπή εις φυγήν, είχε σχεδόν αποσυντεθή και ήτο σχεδόν αδύνατον να διακρίνη κανείς αυτούς εν τω μέσω των αλαλαγμών της μάχης. [7.44.4] Διότι οι Συρακούσιοι μετά των συμμάχων των, όντες νικηταί, παρώτρυναν αλλήλους δια μεγάλων κραυγών, καθόσον ήτο αδύνατον, εν καιρώ νυκτός, να γίνη συνεννόησις κατ' άλλον τρόπον, και συγχρόνως απέκρουαν τους επιτιθεμένους. Και οι τελευταίοι καταφθάσαντες Αθηναίοι εζήτουν τους ιδικούς των, αλλ' εξελάμβαναν ως εχθρόν καθένα που έβλεπαν απέναντί των, και αν ακόμη ήτο εκ των τραπέντων εις φυγήν ιδικών των, και ζητούντες συνεχώς το σύνθημα, δια το αδύνατον της κατ' άλλον τρόπον αμοιβαίας αναγνωρίσεως, και εις τας τάξεις των επροκάλουν πολλήν σύγχυσιν και εις τους εχθρούς το επρόδωσαν. [7.44.5] Αλλ' αυτοί δεν είχαν ομοίαν ευκαιρίαν να μάθουν το σύνθημα των Συρακουσίων, καθόσον, ούτοι όντες νικηταί, έμεναν συντεταγμένοι και επομένως ανεγνωρίζοντο αμοιβαίως ευκολώτερον. Το αποτέλεσμα ήτον ότι οσάκις τμήμα Αθηναϊκού στρατού συνήντα ασθενεστέραν εχθρικήν ομάδα, αύτη, γνωρίζουσα το Αθηναϊκόν σύνθημα, διεσώζετο φεύγουσα. Ενώ, εάν υπό ομοίας περιστάσεις, ερωτώμενοι αυτοί, δεν έδιδαν το σύνθημα, κατεκόπτοντο. [7.44.6] Την μεγαλητέραν και σπουδαιοτέραν άλλωστε βλάβην έφερεν εις τους Αθηναίους το άσμα του παιάνος, το οποίον, επειδή ήτο σχεδόν όμοιον και δια τους δύο στρατούς, προεκάλει παρεξηγήσεις. Οσάκις δηλαδή οι Αργείοι, ή οι Κερκυραίοι, ή άλλοι Δωριείς, σύμμαχοι των Αθηναίων, έψαλλαντον παιάνα, ούτοι κατεκόπτοντο, εξίσου όπως όταν εψάλλετο από τους εχθρούς. [7.44.7] Ούτως ώστε εις πολλά τμήματα του στρατεύματος, άπαξ αποσυντεθέντα, συναντώμενοι φίλοι προς φίλους και συμπολίται προς συμπολίτας, όχι μόνον ενέπνεαν αμοιβαίως τον πανικόν, αλλά και ερχόμενοι εις χείρας εναντίον αλλήλων μετά δυσκολίας απεχωρίζοντο. [7.44.8] Καταδιωκόμενοι υπό των εχθρών, πολλοί ερρίπτοντο από τους κρημνούς και εξ αυτών πολλοί εφονεύοντο, καθόσον η οδός, δια της οποίας ημπορούσαν να καταβούν από τας Επιπολάς, ήτο στενή. Όσοι πάλιν, διαφεύγοντες από επάνω, κατήρχοντο δι' αυτής εις την πεδιάδα, οι μεν πολλοί, και ιδίως οι ανήκοντες εις τον πρώτον στρατόν, γνωρίζοντες καλλίτερον τα μέρη, εσώζοντο, καταφεύγοντες εις το στρατόπεδον. Εκ των ελθόντων όμως τελευταίον, μερικοί, τραπέντες προς εσφαλμένην διεύθυνσιν, περιεπλανήθησαν μέχρι πρωίας, ότε το ιππικόν των Συρακουσίων, εξελθόν εις περιπολίαν, τους εφόνευσε.

[7.45.1] Την επομένην, οι Συρακούσιοι έστησαν δύο τρόπαια εις τας Επιπολάς, το εν εις το μέρος, όπου έγινεν η εχθρική ανάβασις, το άλλο εις το μέρος, όπου οι Βοιωτοί εσταμάτησαν την εχθρικήν προέλασιν. Οι Αθηναίοι παρέλαβαν τους νεκρούς των, ζητήσαντες βραχείαν προς τούτο ανακωχήν. [7.45.2] Αι εις νεκρούς απώλειαι αυτών και των συμμάχων των ήσαν μεγάλαι. Τα όπλα όμως που έπεσαν εις χείρας των Συρακουσίων ήσαν πολύ περισσότερα από τους νεκρούς, διότι από εκείνους που ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψουν τα όπλα των, δια να ριφθούν από τους κρημνούς, άλλοι μεν εφονεύθησαν, άλλοι όμως εσώθησαν.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[7.42.1] Άρχισαν λοιπόν αμέσως να προετοιμάζονται με το σκοπό να επιτεθούν και πάλι και στα δυο.

Σ' αυτό το μεταξύ φτάνουν ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων φέρνοντας τις ενισχύσεις που είχανε στείλει οι Αθηναίοι, που συνολικά, μαζί με τα ξένα, έκαναν εβδομήντα τρία καράβια κι απάνω–κάτω πέντε χιλιάδες βαριά αρματωμένους στρατιώτες της Αθήνας και των συμμαχικών πόλεων καθώς και πολλούς ακοντιστές και σφεντονήτες και τοξότες, Έλληνες και ξένους, και αρκετά άλλα εφόδια, που έφταναν για όλο τo στράτευμα, καθώς και οπλισμό. [7.42.2] Και οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους τα έχασαν κυριολεχτικά μόλις τα είδαν αυτά· δε θα 'παιρνε λοιπόν ποτέ τέλος η προσπάθειά τους ν' απαλλαγούν απ' αυτόν τον κίντυνο; Γιατί έβλεπαν πως η επιχείρηση της Δεκέλειας δεν εμπόδισε νά 'ρθει ενάντιά τους στρατός ισάριθμος και παρόμοιος ως για την κατάρτισή του με το πρώτο εκστρατευτικό σώμα, και πως η δύναμη των Αθηναίων εμφανιζόταν προς όλες τις κατευθύνσεις μεγάλη. Το πρώτο στράτευμα πάλι, που μόλις είχε συνεφέρει κάπως από τις συμφορές του, πήρε τώρα καινούργια δύναμη και κουράγιο. [7.42.3] Ο Δημοσθένης λοιπόν, όταν έφτασε και είδε πώς ήταν η κατάσταση, θεώρησε πως δεν του επιτρεπόταν να χασομερήσει διόλου, ούτε να πάθει ό,τι έπαθε ο Νικίας, (γιατί όταν είχε φτάσει στην αρχή ο Νικίας, τον φοβήθηκαν πολύ οι αντίπαλοι, επειδή όμως δεν έκανε αμέσως επίθεση στις Συρακούσες, αλλά ξεχειμώνιασε στην Κατάνη, τον καταφρόνεσαν, και πρόκανε νά 'ρθει ο Γύλιππος με στρατό από την Πελοπόννησο, που δε θα είχαν καν στείλει να ζητήσουν οι Συρακούσιοι αν τους είχε χτυπήσει κατ' ευθεία εκείνος· γιατί ενώ πίστευαν στην αρχή πως είναι άξιοι ν' αντικρύσουνε μόνοι τους τούς Αθηναίους, θα είχαν τότε καταλάβει πως είναι κατώτεροι και θα βρίσκονταν αποκλεισμένοι με το τείχος των Αθηναίων, ώστε ακόμα κι αν έστελναν να ζητήσουν βοήθεια, δε θα τους ωφελούσε όσο τους είχε ωφελήσει τώρα)· καθώς λοιπόν αναστοχάζονταν αυτά ο Δημοσθένης, και ξέροντας πως κι αυτός ο ίδιος, την πρώτη εκείνη μέρα έσπερνε το μεγαλύτερο τρόμο στους εχτρούς, ήθελε να εκμεταλλευτεί όσο το δυνατό γρηγορότερα κι ως το ακρότατο όριο τη σημερινή ταραχή του στρατού τους. [7.42.4] Και βλέποντας πως το περιτείχισμα των Συρακουσίων, που μ' αυτό είχαν εμποδίσει τους Αθηναίους να συμπληρώσουν την κύκλωσή τους, ήτανε μονό τείχος, και πως αν γινόταν αυτός κύριος της ανηφοριάς προς τις Επιπολές, καθώς και του στρατοπέδου που είχαν εγκαταστήσει εκεί–πάνω, θα το κυρίευε εύκολα (γιατί δεν μπορούσε να κρατηθεί αν του γινόταν γερή έφοδος) βιαζόταν να επιχειρήσει την επίθεση, [7.42.5] και νόμιζε πως ο τρόπος αυτός θα 'δινε τέλος στον πόλεμο κ' ήταν ο πιο σύντομος· γιατί είτε, αν πετύχαινε, θα 'παιρνε τις Συρακούσες, ή θα 'φερνε πίσω στην Αθήνα ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα και δε θα χαλιόντανε σιγά–σιγά ούτε οι Αθηναίοι, που είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία, ούτε ολόκληρη η πολιτεία.

[7.42.6] Πρώτα λοιπόν, βγαίνοντας από το στρατόπεδο έκαναν επιδρομές οι Αθηναίοι και ρήμαξαν την ύπαιθρο των Συρακουσών γύρω στον Άναπο ποταμό και με το στρατό και τα καράβια τους έγιναν κύριοι του περίγυρου, όπως ήτανε στην αρχή (γιατί ούτε από τη στεριά ούτε από τη θάλασσα δε βγήκαν μπροστά να τους χτυπήσουν οι Συρακούσιοι, εξόν οι καβαλλάρηδες και οι ακοντιστές από το Ολυμπιείο).

[7.43.1] Δεύτερο, αποφάσισε ο Δημοσθένης να κάνει μια δοκιμαστική επίθεση στο τείχος με πολιορκητικές μηχανές. Όταν όμως τις πλησίασε στο τείχος, άρχισαν να τις καίνε οι εχτροί που αμύνονταν από κει–πάνω, και κάνοντας επίθεση, με τον υπόλοιπο στρατό από πολλές μεριές συγχρόνως, αποκρούστηκαν όλοι· τότε πια σχημάτισε τη γνώμη ο Δημοσθένης πως δεν έπρεπε να χάνουν πια τον καιρό τους, αλλ' αφού έπεισε και το Νικία και τους άλλους επιτελικούς του στρατού, ανέλαβαν όλοι την επίθεση ενάντια στις ίδιες τις Επιπολές. [7.43.2] Και πίστευε βέβαια πως με το φως της ημέρας ήταν αδύνατο να μην τους πάρουν είδηση ενώ πλησίαζαν κι ανέβαιναν· γι' αυτό παράγγειλε πέντε μερών τρόφιμα, και παίρνοντας μαζί του τους χτίστες και τους πετροπελεκητές κι όσην εξάρτυση θα χρειαζόταν να 'χουνε μαζί τους για να χτίσουν τείχος αν νικήσουν, αυτός ο ίδιος, μαζί με τον Ευρυμέδοντα και τον Μένανδρο ξεκίνησε με ολόκληρο το στρατό μετά την πρώτη νυχτερινή βάρδια και προχώρησε προς τις Επιπολές· ο Νικίας όμως παραπόμεινε πίσω μέσα στα οχυρωμένα μέρη. [7.43.3] Κι όταν βρέθηκαν στις υπώρειες από την πλευρά του Ευρύηλου, απ' όπου είχε ανεβεί στην αρχή–αρχή και το προηγούμενο στράτευμα, χωρίς να τους πάρουν είδηση οι Συρακούσιοι, ανέβηκαν και κυρίεψαν το οχύρωμα των Συρακουσίων που ήταν εκεί, και σκότωσαν μερικούς από τους φρουρούς· [7.43.4] οι περισσότεροι τους, όμως, ξέφυγαν κ' έτρεξαν ίσα προς τα στρατόπεδα· και υπήρχαν τρία στρατόπεδα πάνω στις Επιπολές, ένα των Συρακουσίων, ένα των άλλων Σικελιωτών, κ' ένα των έξω συμμάχων· αυτοί έδωσαν την είδηση για την έφοδο, και το είπαν και στους εξακόσιους Συρακουσίους που φρουρούσαν μπροστά–μπροστά στο τμήμα αυτό των Επιπολών. [7.43.5] Αυτοί έτρεξαν ευθύς ν' αποκρούσουν την έφοδο, κι ο Δημοσθένης κ' οι Αθηναίοι έπεσαν απάνω τους ενώ αμύνονταν παλληκαρίσια, και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν. Κ' οι Αθηναίοι προχώρησαν αμέσως και γρήγορα για να μη χαλαρώσει η ορμή τους, να ξετελειώσουν τους σκοπούς που γι' αυτούς είχαν έρθει· άλλοι πάλι από μιας αρχής όρμησαν προς το εγκάρσιο τείχος των Συρακουσίων, κ' επειδή οι φρουροί δεν μπόρεσαν ν' αντισταθούν στην έφοδό τους, το κυρίεψαν και γκρέμισαν τους πύργους. [7.43.6] Οι Συρακούσιοι τώρα κ' οι σύμμαχοί τους, κι ο Γύλιππος με τους δικούς του, έτρεξαν να ενισχύσουν την άμυνα από τα μπροστινά οχυρώματα· κ' επειδή τέτοιο τόλμημα τη νύχτα δεν το περίμεναν, ρίχτηκαν πάνω στους Αθηναίους σαστισμένοι και στην αρχή υποχώρησαν μπρος στην ορμή τους· [7.43.7] αλλά ενώ τώρα πια οι Αθηναίοι προχωρούσανε με σχετική ακαταστασία, με την ιδέα πως είχαν κι όλας νικήσει, και βιάζονταν να φτάσουν το γρηγορότερο στα εχτρικά τμήματα που δεν τα είχαν ακόμα πολεμήσει, για να μη μπορέσουν αυτοί να στραφούν και να συγκεντρωθούν ενάντιά τους, αν εχαλάρωναν την έφοδό τους, τους αντιστάθηκαν πρώτοι οι Βοιωτοί και κάνοντας αντεπίθεση, τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν και να το βάλουν στα πόδια.

[7.44.1] Από το σημείο αυτό έπεσαν οι Αθηναίοι σε μεγάλη ταραχή και αμηχανία, τόσο που δεν ήταν εύκολο να πληροφορηθεί κανείς με ποιον τρόπο έτυχε το κάθε τι από κανέναν από τα δύο μέρη. Γιατί με το φως της ημέρας φαίνονται βέβαια τα πράματα καθαρότερα, όμως ούτε κ' έτσι δεν τα ξέρουν όλα όσοι πήρανε μέρος σε μια μάχη, εξόν εκείνοι που στάθηκαν κοντά στο καθένα, κι αυτοί μόλις και μετά βίας· από μια μάχη όμως που έγινε τη νύχτα, κι αυτή ήταν η μόνη νυχτερινή σύγκρουση μεγάλων στρατοπέδων που στάθηκε σ' αυτόν τον πόλεμο, πώς θα μπορούσε κανείς να το μάθει καθαρά; [7.44.2] Γιατί έφεγγε βέβαια το φεγγάρι με λάμψη πολλή, έβλεπαν όμως ο ένας τον άλλον, όπως είναι φυσικό να βλέπουνε στο φεγγαρόφωτο, να διακρίνουνε δηλαδή το σχήμα του κορμιού από κάποιαν απόσταση, αλλά να μην είναι σίγουροι πως ξεχωρίζουν τα χαρακτηριστικά του. Και πολλοί στρατιώτες κι από τα δύο μέρη στριφογύριζαν και σπρώχνονταν σ' ένα μικρό χώρο. [7.44.3] Κι από τους Αθηναίους άλλοι ήταν πια νικημένοι, κι άλλοι προχωρούσαν ανίκητοι, συνεχίζοντας την πρώτη επίθεσή τους. Από την άλλη μεριά πολλοί από τον υπόλοιπο στρατό ό,τι είχαν ανεβεί κι άλλοι ανέβαιναν ακόμα να ενωθούνε μαζί τους, ώστε δεν ήξεραν προς ποιο σημείο έπρεπε να πάνε. Γιατί η μπροστινή παράταξη, που είχαν κιόλας στραφεί για τα πίσω, βρίσκονταν σε μεγάλη αναταραχή κ' ήτανε δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τα παραγγέλματα από τη μεγάλη χλαλοή. [7.44.4] Γιατί οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους που νικούσαν εγκαρδιώνονταν αναμεταξύ τους με δυνατές κραυγές, αφού ήταν αδύνατο μέσα στη νύχτα να δώσουν άλλα σημάδια, και σύγχρονα συγκρούονταν με τους εναντίους που έπεφταν απάνω τους. Κ' οι Αθηναίοι πάλι αναζητούσαν τους συντρόφους τους κ' έπαιρναν όλους όσοι έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση για εχτρούς, έστω κι αν ήτανε δικοί τους, από κείνους που γύριζαν υποχωρώντας και ρωτούσαν όλη την ώρα το σύνθημα μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τους γνωρίσουν· κ' έτσι δημιουργούσαν μεγάλο θόρυβο στις τάξεις τους, ρωτώντας όλοι μαζί την ίδια στιγμή, κ' έκαναν το σύνθημα γνωστό στους εχτρούς· [7.44.5] αλλά τα συνθήματα των εχτρών δεν τα μάθαιναν τόσο πολλοί απ' αυτούς· γιατί εκείνοι, επειδή νικούσαν, ήταν λιγότερο σκόρπιοι και γνωρίζονταν αναμεταξύ τους καλύτερα, και γι' αυτό αν αντάμωναν τίποτα εχτρούς, όντας σε μειονεχτική θέση, τους ξέφευγαν δίνοντάς τους το δικό τους σύνθημα, αν όμως αυτοί δεν έδιναν το εχτρικό συνάμα, σκοτώνονταν. [7.44.6] Το χειρότερο απ' όλα, και κείνο που τους κατάστρεψε περισσότερο, ήταν πως τραγουδούσαν τον παιάνα· γιατί παρομοίαζαν οι παιάνες των δύο πλευρών και τους έριχναν σ' αμηχανία. Γιατί οι Αργείοι, και οι Κερκυραίοι, κι όσοι άλλοι όντας Δωριείς πολεμούσαν με το μέρος των Αθηναίων, τους τρόμαζαν όταν τον τραγουδούσαν, όπως τους τρόμαζαν κ' οι εχτροί. [7.44.7] Με τέτοιον τρόπο τέλος, όταν διαλύθηκε η τάξη στο μεγαλύτερο μέρος του στρατού, ο φίλος τρόμαζε το φίλο, κι ο συμπολίτης το συμπολίτη· κι όχι μόνο αυτό, αλλά και πιάνονταν συχνά στα χέρια και με δυσκολία χωρίζονταν την τελευταία στιγμή. [7.44.8] Κι απάνω στην καταδίωξη πολλοί ρίχτηκαν κάτω στους γκρεμούς και σκοτώθηκαν, γιατί ήταν στενό το μονοπάτι, απ' όπου μπορούσαν να ξανακατέβουν από τις Επιπολές· ακόμα κι όταν όσοι είχανε σωθεί κατέβηκαν από ψηλά στον επίπεδο κάμπο, βρήκαν, είναι αλήθεια, οι περισσότεροί τους καταφύγιο στο στρατόπεδο, εκείνοι που ήταν της πρώτης αποστολής και γνώριζαν τον τόπο καλύτερα, μερικοί όμως απ' όσους είχαν έρθει τελευταία έχασαν το δρόμο και τριγύριζαν άσκοπα στην πεδιάδα· αυτούς όταν ξημέρωσε τους περικύκλωναν οι καβαλλάρηδες των Συρακουσίων και τους εσκότωναν.

[7.45.1] Την άλλη μέρα έστησαν οι Συρακούσιοι δύο τρόπαια, το ένα απάνω στις Επιπολές, εκεί όπου καταλήγει ο ανήφορος κ' είχαν πρωτοφανερωθεί οι Αθηναίοι, το άλλο στο σημείο όπου οι Βοιωτοί έκαναν την πρώτη αντίσταση, κ' οι Αθηναίοι πήραν πίσω τους νεκρούς τους με προσωρινή ανακωχή. [7.45.2] Είχανε σκοτωθεί πολλοί, και απ' αυτούς τους ίδιους κι από τους συμμάχους τους. Έχασαν, όμως, και όπλα ακόμα περισσότερα παρά ανάλογα με τους σκοτωμένους· γιατί εκείνοι που αναγκάστηκαν να πηδήσουν κάτω στο γκρεμό, πηδούσαν χωρίς τ' άρματά τους, κι άλλοι χάθηκαν, κι άλλοι σώθηκαν.