Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[7.27.1] Κατά το ίδιον θέρος, ήλθαν εις τας Αθήνας χίλιοι τετρακόσιοι πελτασταί εκ των μαχαιροφόρων Θρακών της φυλής των Δίων, οι οποίοι επρόκειτο να συνοδεύσουν τον Δημοσθένη εις Σικελίαν. [7.27.2] Αλλ' επειδή έφθασαν πολύ αργά, οι Αθηναίοι εσκέπτοντο να τους στείλουν οπίσω. Διότι, εκάστου πελταστού λαμβάνοντος ημερήσιον μισθόν δραχμής μιας, η διατήρησις αυτών εφαίνετο δαπάνη υπερβολική, ένεκα ιδίως της καταστάσεως, την οποίαν εδημιούργει ο εκ Δεκελείας διεξαγόμενος κατ' αυτών πόλεμος. [7.27.3] Διότι, αφότου η Δεκέλεια, οχυρωθείσα κατά τας αρχάς του θέρους τούτου υπό ολοκλήρου του στρατού, κατείχετο ως διαρκής απειλή κατά της χώρας, το πρώτον μεν υπ' αυτού, έπειτα δε υπό φρουράς, την οποίαν παρείχαν κατά ωρισμένα χρονικά διαστήματα αι διάφοροι πόλεις αλληλοδιαδόχως, η κατοχή αυτής επροξένει μεγάλας ζημίας εις τους Αθηναίους και δια των οικονομικών καταστροφών και των ανθρωπίνων απωλειών, τας οποίας επέφερε, συνετέλεσεν υπέρ παν άλλο εις την ηθικήν και υλικήν εξάντλησιν της πόλεως. [7.27.4] Καθόσον προηγουμένως αι εισβολαί ήσαν μικράς διαρκείας και επομένως δεν εμπόδιζαν την εκμετάλλευσιν του εδάφους κατά το λοιπόν διάστημα του έτους. Τότε όμως η κατοχή ήτο συνεχής και η χώρα υφίστατο απαύστους επιδρομάς, οτέ μεν υπό πολυαριθμοτέρων εχθρών, άλλοτε δε πάλιν υπό της συνήθους φρουράς, η οποία αναγκαστικώς έζη εκ της λεηλασίας. Ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Άγις, παριστάμενος αυτοπροσώπως, κατηνάλισκεν όλην του την δραστηριότητα εις την διεξαγωγήν του πολέμου. Τα παθήματα των Αθηναίων ήσαν ανεκδιήγητα. [7.27.5] Διότι και το έδαφός των ολόκληρον είχαν στερηθή, και πλέον των είκοσι χιλιάδων δούλων, εκ των οποίων πολλοί ήσαν τεχνίται, είχαν αυτομολήσει, και τα πρόβατα και τα υποζύγια είχαν καταστραφή, και επειδή το ιππικόν ευρίσκετο καθ' εκάστην επί ποδός, είτε ενεργούν επιδρομάς κατά της Δεκελείας, είτε περιπολούν εις διάφορα σημεία της χώρας, άλλοι μεν εκ των ίππων εγίνοντο χωλοί ως εκ των συνεχών ταλαιπωριών επί τραχέος εδάφους και άλλοι ετραυματίζοντο.

[7.28.1] Και η εισαγωγή των τροφίμων εξ Ευβοίας, η οποία εγίνετο προηγουμένως ταχύτερον δια του Ωρωπού και του εδάφους της Δεκελείας, εγίνετο ήδη δαπανηροτέρα δια θαλάσσης, διότι ηναγκάζοντο να την κάμνουν, κάμπτοντες το Σούνιον. Άλλωστε η πόλις ήτο υποχρεωμένη να εισάγη κάθε τι έξωθεν και αι Αθήναι αντί πόλεως κατέστησαν φρούριον. [7.28.2] Καθόσον οι Αθηναίοι, την μεν ημέραν εφρούρουν επί των επάλξεων κατά σειράν, την νύκτα όμως, εκτός των ιππέων, όλοι ανεξαιρέτως οι άλλοι ήσαν υποχρεωμένοι να φρουρούν συγχρόνως, άλλοι μεν εις τα διάφορα φυλακεία, και άλλοι επί του τείχους, και θέρος και χειμώνα, και ως εκ τούτου κατεπονούντο. [7.28.3] Αλλ' ό,τι προ πάντων επίεζεν αυτούς, ήτον η ανάγκη της διεξαγωγής δύο συγχρόνως πολέμων, τους οποίους άλλωστε διεξήγαν με τοιαύτην ισχυρογνωμοσύνην, την οποίαν, αν ήκουε κανείς ότι επεδείχθη εις παρελθούσαν εποχήν, θα εθεώρει απίστευτον. Διότι απίστευτον τωόντι ήτο ότι και αυτός ο αποκλεισμός των δια της οχυρώσεως της Δεκελείας υπό των Πελοποννησίων δεν τους ηνάγκασε να εκκενώσουν την Σικελίαν, αλλ' εξηκολούθουν ν' αποκλείουν εκεί δι' ομοίου τρόπου τας Συρακούσας, πόλιν αυτήν καθ' εαυτήν όχι μικροτέραν των Αθηνών, και ότι θα διέψευδαν δια της δυνάμεως και της τόλμης των τόσον πολύ τους υπολογισμούς των Ελλήνων, εκ των οποίων, κατά τας αρχάς του πολέμου, άλλοι μεν ενόμιζαν, ότι, αν οι Πελοποννήσιοι εισβάλουν εις την Αττικήν, οι Αθηναίοι δεν θ' ανθέξουν πλέον του ενός έτους, άλλοι πλέον των δύο και άλλοι πλέον των τριών, κανείς όμως δεν υπέθετεν, ότι θ' ανθέξουν περισσότερον, ώστε δέκα επτά όλα έτη μετά την πρώτην εισβολήν, ενώ ήδη ήσαν καθ' όλα εξηντλημένοι εκ του πολέμου, να έλθουν εις Σικελίαν και αναλάβουν νέον πόλεμον, ουδαμώς μικρότερον από τον πόλεμον κατά των Πελοποννησίων, εις τον οποίον ήσαν ήδη περιπεπλεγμένοι. [7.28.4] Ένεκα των λόγων τούτων και των μεγάλων ζημιών, τας οποίας υφίσταντο τότε εκ της Δεκελείας, και των άλλων δαπανών, αι οποίαι επέπεσαν βαρείαι επάνω των, περιήλθαν εις μεγίστην οικονομικήν στενοχωρίαν. Κατά την αυτήν συγχρόνως εποχήν, επέβαλαν εις τους υπηκόους συμμάχους και τον δασμόν πέντε τοις εκατόν επί της αξίας τών δια των συμμαχικών λιμένων εισαγομένων και εξαγομένων εμπορευμάτων, εις αντικατάστασιν του κατ' αποκοπήν φόρου, νομίζοντες, ότι θα εισπράττουν τοιουτοτρόπως μεγαλήτερα ποσά. Διότι, ενώ αι δαπάναι δεν έμειναν εις το πρώην επίπεδον, αλλ' υψώθησαν κατά πολύ, εφόσον και ο πόλεμος απέβη μεγαλήτερος, αι πρόσοδοι καθ' εκάστην εστείρευαν.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[7.27.1] Το ίδιο αυτό καλοκαίρι έφτασαν στην Αθήνα και χίλιοι τρακόσιοι Θράκες, από το γένος των Δίων, οπλισμένοι με μικρές ασπίδες και μαχαίρια, που επρόκειτο να μπαρκάρουνε για τη Σικελία με το Δημοσθένη. [7.27.2] Οι Αθηναίοι όμως, μια και είχανε φτάσει πολύ αργά, σκόπευαν να τους στείλουν πίσω από κει που ήρθαν, στη Θράκη. Γιατί θεώρησαν πως θα τους κόστιζε πάρα πολύ να τους κρατήσουνε για τον πόλεμο που τους γινόταν από τη Δεκέλεια, αφού έπαιρναν μισθό μια δραχμή την ημέρα ο καθένας. [7.27.3] Γιατί από την πρώτη στιγμή που είχε οχυρωθεί η Δεκέλεια απ' όλο το στρατό των Πελοποννησίων το καλοκαίρι εκείνο, και ύστερα έμεναν μέσα διαδοχικά φρουρές από κάθε συμμαχική πολιτεία, έτσι που αποτελούσε αδιάκοπη απειλή για την ύπαιθρο όλο το χρόνο, ζημίωνε πάρα πολύ τους Αθηναίους, και το κυριότερο, χάνονταν τα υπάρχοντά τους και σκοτώνονταν άνθρωποι όλη την ώρα, ώστε η κατάσταση είχε πολύ χειροτερέψει. [7.27.4] Ενώ δηλαδή οι προηγούμενες εισβολές κρατούσαν λίγον καιρό και δεν εμπόδιζαν τους ανθρώπους να νέμονται τα χτήματά τους το υπόλοιπο μέρος του χρόνου, τώρα, που έμεναν εχτρικές φρουρές εκεί ― μέσα αδιάκοπα, κι άλλοτε έρχονταν περισσότεροι, κι άλλοτε η ταχτική φρουρά ξεχυνότανε στην ύπαιθρο, πιεσμένη από την ανάγκη και καταλήστευαν τα πάντα, κι ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων ο Άγις, που δεν έπαιρνε τον πόλεμο ξώφαρσα, βρισκόταν πάντα επί τόπου, βασανίζονταν οι Αθηναίοι πάρα πολύ. [7.27.5] Γιατί είχαν στερηθεί ολόκληρη την ύπαιθρο και περισσότερο από είκοσι χιλιάδες δούλοι είχαν αυτομολήσει στον εχτρό, οι περισσότεροί τους ειδικευμένοι εργάτες, κι όλα τα πρόβατα καθώς και τα μεγάλα ζώα που έσερναν τ' αμάξια, είχαν αφανιστεί· τ' άλογα πάλι, επειδή οι καβαλλάρηδες έβγαιναν κάθε μέρα, είτε κάνοντας επιδρομές στη Δεκέλεια, είτε για να διαφεντέψουν τα κοντινά χτήματα, άλλα είχαν κουτσαθεί σε κακοτράχαλα μέρη κι από την αδιάκοπη κούραση, κι άλλα κάθε τόσο πληγώνονταν.

[7.28.1] Επίσης η μεταφορά των τροφίμων από την Εύβοια, που γινόταν προτήτερα πιο γρήγορα από τη στεριά, από τον Ωρωπό, περνώντας από τη Δεκέλεια, τώρα κόστιζε πολύ περισσότερο, με τα καράβια γύρω στο Σούνιο. Και η πολιτεία ήταν αναγκασμένη να τα φέρνει όλα απ' έξω, όλα όσα της χρειάζονταν, και κατάντησε να μην είναι μια πολιτεία, παρά φρούριο. [7.28.2] Γιατί ήταν οι Αθηναίοι σ' επιφυλακή κοντά στα τείχη την ημέρα, η κάθε ομάδα με τη σειρά εξόν από τους καβαλλάρηδες, άλλοι στα οπλοστάσια κι άλλοι στις επάλξεις, και τη νύχτα σχεδόν όλοι χειμώνα–καλοκαίρι και τυραννιούνταν υπερβολικά. [7.28.3] Εκείνο που τους βασάνιζε περισσότερο απ' όλα ήταν πως βρίσκονταν μπλεγμένοι σε δυο πολέμους συγχρόνως· και τους είχε πιάσει τέτοιο πείσμα να νικήσουν, που θα ήταν αδύνατο να το φανταστεί κανείς αν το άκουγε προτήτερα, πως δηλαδή, ενώ ήταν οι ίδιοι σαν πολιορκημένοι από το οχύρωμα των ΙΙελοποννησίων στη χώρα τους, ούτε και μ' αυτό δεν αποφάσιζαν ν' αποτραβηχτούν από τη Σικελία, αλλά έκαναν εκεί κατά τον ίδιο τρόπο αντίθετη πολιορκία στις Συρακούσες, πολιτεία που και μόνη της δεν ήταν πολύ μικρότερη από την Αθήνα· κ' έκαναν τους Έλληνες να τα χάνουν με την ανυπολόγιστη δύναμη και τόλμη τους, ενώ στην αρχή του πολέμου άλλοι νόμιζαν πως θα κρατούσαν ένα χρόνο, άλλοι δύο, και κανείς δεν πίστευε πως θα βαστούσαν περισσότερο από τρία χρόνια, αν έκαναν οι Πελοποννήσιοι εισβολή στην Αττική· και τώρα, δέκα εφτά χρόνια μετά την πρώτη εισβολή, είχαν πάει στη Σικελία, τσακισμένοι κι όλας από τον πόλεμο από κάθε άποψη, κι αναλάβει νέον πόλεμο καθόλου μικρότερο από τούτον, που είχαν κι όλας φορτωθεί από την Πελοπόννησο. [7.28.4] Για όλους αυτούς τους λόγους, και μετά τις μεγάλες ζημιές που πάθαιναν από τη Δεκέλεια, κ' επειδή όλα τ' άλλα έξοδα που έπεφταν απάνω τους ήταν τεράστια, έφτασαν τα οικονομικά τους σε κρίσιμη κατάσταση. Και κατά την περίοδο αυτή επέβαλαν στους υποταχτικούς τους συμμάχους, αντί για τον τακτό φόρο, να πληρώνουν πέντε τοις εκατό για όλες τις θαλασσινές μεταφορές, νομίζοντας πως θα εισπράξουν έτσι περισσότερα χρήματα· γιατί τα έξοδα δεν ήταν τα ίδια όπως και προτήτερα, αλλά είχανε γίνει ασύγκριτα μεγαλύτερα, ανάλογα με την ένταση του πολέμου, τα έσοδα όμως όσο πάει και λιγόστευαν.