Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[3.78.4] Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία της ναυμαχίας, η οποία έληξε με την δύσιν του ηλίου.

[3.79.1] Οι Κερκυραίοι, φοβηθέντες μήπως ο εχθρός, ενθαρρυνόμενος από την νίκην, επιτεθή εναντίον της πόλεως και ή παραλάβη από την νήσον τούς εκεί κρατουμένους αιχμαλώτους, ή προβή εις καμμίαν άλλην έχθρικήν ένέργειαν, επανέφεραν εις τον ναόν της Ήρας από την νήσον τούς εκεί κρατουμένους και έλαβαν μέτρα προς φρούρησιν της πόλεως. [3.79.2] Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου, δεν ετόλμησαν να επιτεθούν εναντίον της πόλεως, μολονότι ενίκησαν κατά την ναυμαχίαν, αλλ' απέπλευσαν εις το μέρος της στερεάς, από το οποίον είχαν εκπλεύσει, έχοντες μαζύ των και δεκατρία αιχμάλωτα Κερκυραϊκά πλοία. [3.79.3] Ούτε την επομένην είχαν περισσοτέραν διάθεσιν να πλεύσουν εναντίον της πόλεως, μολονότι επεκράτει πολλή σύγχυσις και φόβος μεταξύ των κατοίκων και ο Βρασίδας, ως λέγεται, επέμεινε πολύ προς τούτο πλησίον του Αλκίδου, ο οποίος όμως είχε την νικώσαν ψήφον. Ενήργησαν μόνον απόβασιν εις το ακρωτήριον της Λευκίμνης, και κατέστρεψαν τους αγρούς.

[3.80.1] Εν τω μεταξύ, οι δημοκρατικοί της Κερκύρας, κατατρομαγμένοι μήπως ο στόλος επιτεθή εναντίον των, ήλθαν εις διαπραγματεύσεις προς τους ικέτας και τους λοιπούς ολιγαρχικούς περί των καταλληλοτέρων μέσων προς σωτηρίαν της πόλεως, και έπεισαν μερικούς απ' αυτούς να επιβούν των πλοίων. Οι Κερκυραίοι, τωόντι, παρ' όλας τας δυσκολίας, κατόρθωσαν να εξοπλίσουν τριάντα τοιαύτα. [3.80.2] Οι Πελοποννήσιοι, εν τούτοις, αφού μέχρι μεσημβρίας κατέστρεψαν την ύπαιθρον χώραν, απέπλευσαν. Και εν καιρώ νυκτός έλαβαν δια οπτικού τηλεγράφου την είδησιν, ότι επλησίαζεν Αθηναϊκός στόλος εξήντα πλοίων, προερχόμενος από το μέρος της Λευκάδος, τον οποίον απέστειλαν οι Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν του Ευρυμέδοντος, υιού του Θουκλέους, άμα έμαθαν την στάσιν και τον επικείμενον εις Κέρκυραν κατάπλουν του στόλου του Αλκίδου.

[3.81.1] Συνεπεία τούτου, οι Πελοποννήσιοι, μόλις ενύκτωσεν, ανεχώρησαν εσπευσμένως, επιστρέφοντες εις τα ίδια και πλέοντες πλησίον της ακτής, και αφού έσυραν και μετέφεραν τα πλοία δια του ισθμού της Λευκάδος, δια να μη γίνουν αντιληπτοί, περιπλέοντες την νήσον, συνέχισαν τον πλουν της επιστροφής. [3.81.2] Οι Κερκυραίοι, εξ άλλου, αντιληφθέντες την προσέγγισιν του Αθηναϊκού στόλου και την αναχώρησιν του εχθρικού, μετέφεραν εντός της πόλεως τους Μεσσηνίους, οι οποίοι έως τότε έμεναν εκτός αυτής, και διατάξαντες τα πλοία, που είχαν εξοπλίσει, να μετασταθμεύσουν περιπλέοντα την πόλιν [από τον λιμένα του Αλκινόου] εις τον Υλλαϊκόν λιμένα, ήρχισαν κατά την διάρκειαν του εν λόγω πλου να φονεύουν κάθε αντίπαλον, ο οποίος έτυχε να πέση εις τα χέρια των. Εκτός τούτου, μετά την άφιξιν των πλοίων εις τον Υλλαϊκόν λιμένα, αποβιβάζοντες από τα πλοία όσους είχαν πείσει να επιβούν αυτών, τους εθανάτωσαν. Ήλθαν επίσης εις τον ναόν της Ήρας, και αφού έπεισαν περί τους πενήντα από τους εκεί ικέτας να υποβληθούν εις δίκην, τους κατεδίκασαν όλους εις θάνατον. [3.81.3] Οι περισσότεροι από τους ικέτας, όσοι δεν είχαν δεχθή να δικασθούν, βλέποντες τα γινόμενα, ήρχισαν ν' αλληλοσκοτώνωνται μέσα εις τον ίδιον τον ναόν. Μερικοί απηγχονίζοντο από τα δένδρα και άλλοι ηυτοκτόνουν, όπως ημπορούσε ο καθείς. [3.81.4] Ολόκληρον άλλωστε την εβδομάδα, κατά την οποίαν ο Ευρυμέδων με τα εξήντα πλοία του παρέμεινεν εκεί μετά την άφιξίν του, οι Κερκυραίοι εξηκολούθουν να φονεύουν όσους από τους συμπολίτας των εθεώρουν εχθρούς των, και μολονότι ισχυρίζοντο ότι καταδιώκουν μόνον εκείνους που ήθελαν να καταλύσουν το δημοκρατικόν πολίτευμα, πράγματι όμως μερικοί εφονεύθησαν προς ικανοποίησιν προσωπικών παθών, και άλλοι, οι οποίοι είχαν δανείσει χρήματα, από τους οφειλέτας των. [3.81.5] Ημπορούσε κανείς να ίδη τον θάνατον υπό όλας του τας μορφάς. Καμμία από τας φρικαλεότητας που είναι συνήθεις εις τοιαύτας περιστάσεις δεν έλειψε και χειρότεραι ακόμη έλαβαν χώραν. Διότι πατέρες εφόνευαν τα τέκνα των, και ικέται απεσπώντο από τους ναούς και εφονεύοντο πλησίον. Μερικοί μάλιστα απέθαναν εντός του ναού του Διονύσου, του οποίου αι θύραι απεφράχθησαν δια τοίχου.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[3.78.4] Τέτοιας λογής λοιπόν έγινε εκείνη η ναυμαχία και τέλειωσε καθώς βασίλευε ο ήλιος.

[3.79.1] Επειδή όμως φοβήθηκαν οι Κερκυραίοι μήπως έρθουν οι εχτροί στην πολιτεία σα νικητές που ήταν και είτε πάρουν τους δικούς τους από το νησί, είτε κάνουν κανένα άλλο πραξικόπημα, ξεσήκωσαν πάλι τους ολιγαρχικούς και τους μετέφεραν πίσω στο Ηραίο, ενώ συγχρόνως έβαλαν φρουρές στην πολιτεία. [3.79.2] Αυτοί όμως δεν τόλμησαν ν' αρμενίσουν ενάντια στην πολιτεία, μ' όλο που είχανε νικήσει στη ναυμαχία και είχαν πιάσει δέκα τρία καράβια των Κερκυραίων, αλλά έφυγαν γυρίζοντας στο λιμάνι της απέναντι στεριάς απ' όπου είχαν σηκώσει άγκυρα το πρωί. [3.79.3] Την άλλη μέρα πάλι δεν αρμένισαν κατά την πολιτεία, αν και οι Κερκυραίοι βρίσκονταν σε μεγάλη αναστάτωση και φόβο, κι ο Βρασίδας τους παρακινούσε να το κάνουν, καθώς λένε, όμως η ψήφος του δεν είχε το ίδιο βάρος με του Αλκίδα· έκαμναν όμως απόβαση στο ακρωτήρι της Λευκίμνης και ρήμαξαν τα γύρω χωράφια.

[3.80.1] Στο μεταξύ οι δημοκρατικοί στην Κέρκυρα είχαν πάθει τέτοιον πανικό μην έρθουν κατά την πολιτεία τα εχτρικά καράβια, ώστε άρχισαν διαπραγματεύσεις τόσο με τους ικέτες, στο Ηραίο, όσο και με άλλους ολιγαρχικούς παράγοντες για να βρεθεί τρόπος να σωθεί η πολιτεία. Κ' έπεισαν μερικούς απ' αυτούς να μπούνε στα καράβια· κ' έτσι όμως μόλις κατόρθωσαν να επανδρώσουν τριάντα. [3.80.2] Οι Πελοποννήσιοι πάλι, αφού ρήμαξαν τα χωράφια ως το μεσημέρι, γύρισαν πίσω στα Σύβοτα, και κατά το βράδυ έλαβαν είδηση με φωτεινά σήματα πως αρμενίζουν κατά κει εξήντα Αθηναϊκά καράβια, που έρχονται από τη Λευκάδα αυτά τα έστειλαν οι Αθηναίοι μόλις πληροφορήθηκαν την εσωτερική αναταραχή στη Κέρκυρα, και πως τα καράβια του Αλκίδα σκόπευαν να πάνε κατά κει και στρατηγό μαζί τους έστειλαν τον Ευρυμέδοντα, το γιο του Θουκλή.

[3.81.1] Ευθύς τότε οι Πελοποννήσιοι, αρμενίζοντας νύχτα και ξυστά στη στεριά, ξεκίνησαν να γυρίσουνε στον τόπο τους όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Και πέρασαν τα καράβια πάνω από τον ισθμό της Λευκάδας σερνάμενα στη στεριά, για να μην κάνουν το γύρο του νησιού και τους ιδούν. [3.81.2] Οι Κερκυραίοι πάλι, μόλις το πήραν είδηση πως πλησιάζουν τ' Αττικά καράβια και φεύγουν τα εχτρικά, έμπασαν μέσα στην πολιτεία κρυφά τους Μεσσηνίους που τους κρατούσαν προτήτερα απ' όξω και πρόσταξαν τα πλοία που είχαν επανδρώσει ν' αρμενίσουνε γύρω προς τον Υλλαϊκό κόλπο· κ' ενώ αυτά έλαμναν προς τα εκεί άρχισαν να σκοτώνουν όποιον προσωπικό τους εχτρό τύχαιναν να πιάσουν κι από τα καράβια κατέβασαν όσους είχαν πείσει να μπούνε να υπηρετήσουν και τους εσκότωσαν κι αυτούς. Πηγαίνοντας και στο Ηραίο έπεισαν πενήντα ικέτες να υποβληθούνε σε δίκη και τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο. [3.81.3] Οι περισσότεροι όμως ικέτες, όσοι δεν είχαν αφήσει το ιερό, βλέποντας το τι γινόταν, σκότωσαν ο ένας τον άλλον, εκεί που βρίσκονταν μέσα στο ιερό, και μερικοί κρεμάστηκαν από τα δέντρα, κι άλλοι αυτοκτόνησαν με άλλους τρόπους, όπως μπορούσε ο καθένας. [3.81.4] Και για εφτά μέρες, όσες έμεινε ο Ευρυμέδων με τα εξήντα καράβια του από την ημέρα που έφτασε, οι Κερκυραίοι σκότωναν όσους νόμιζαν πως ήταν εχτροί τους, προβάλλοντας ως πρόφαση, πως αυτοί ήθελαν να καταλύσουν τη δημοκρατία, αλλά πολλοί θανατώθηκαν κι από ιδιωτικά μίση, κι άλλοι από ανθρώπους, που είχαν πάρει δανεικά απ' αυτούς, ακριβώς για τα χρήματα που τους χρωστούσαν· [3.81.5] ο θάνατος πήρε χίλιες μορφές κ' έγιναν όλες οι φρικαλεότητες που γίνονται συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις κι ακόμα χειρότερα. Δεν έμεινε ωμότητα που να μην τη διαπράξουν και ξεπεράστηκαν όλες οι γνωστές απαισιότητες. Και πατέρας σκότωνε το γιο, κι από τα ιερά τούς αποτραβούσανε με τη βία, ή τους σκότωναν ενώ αγκάλιαζαν τους βωμούς, και μερικοί πέθαναν ή τους θάψανε ζωντανούς στο ιερό του Διονύσου, που το 'χτισαν γύρω–γύρω με τείχος οι εχτροί τους για να μη βγει κανείς.