Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[3.69.1] Τα σαράντα Πελοποννησιακά πλοία, τα οποία είχαν σταλή προς βοήθειαν των Λεσβίων, καθώς διέσχιζαν, ως ελέχθη ήδη, το ανοικτόν πέλαγος με μεγάλην σπουδήν, αφού πρώτον κατεδιώχθησαν από τους Αθηναίους και κατελήφθησαν έξω της Κρήτης από τρικυμίαν, παρεσύρθησαν από εκεί προς την Πελοπόννησον διασκορπισμένα, όπου εύρον εις την Κυλλήνην δέκα τρία πλοία των Λευκαδίων και Αμπρακιωτών και τον Βρασίδαν, υιόν του Τέλλιδος, ο οποίος είχε φθάσει εκεί ως σύμβουλος του Αλκίδου. [3.69.2] Διότι οι Λακεδαιμόνιοι, μετά την αποτυχίαν της Λέσβου, ήθελαν, αφού ενισχύσουν τον στόλον των, να πλεύσουν εις την Κέρκυραν, η οποία ευρίσκετο εις εμφυλίους σπαραγμούς, καθόσον η Αθηναϊκή μοίρα της Ναυπάκτου συνέκειτο από δώδεκα μόνον πλοία και οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να προλάβουν, πριν έλθη ενίσχυσις άλλων πλοίων από τας Αθήνας. Ο Βρασίδας, επομένως, και ο Αλκίδας ήρχισαν παρασκευαζόμενοι δια την επιχείρησιν αυτήν.

[3.70.1] Ο εμφύλιος σπαραγμός των Κερκυραίων ήρχισε τωόντι, αφότου οι αιχμάλωτοι, οι οποίοι είχαν συλληφθή εις τας ναυμαχίας, που έλαβαν χώραν εξ αφορμής της Επιδάμνου, απελύθησαν από τους Κορινθίους και επέστρεψαν εις την Κέρκυραν. Η απόλυσίς των έγινε κατ' επίφασιν επί τη βάσει εγγυήσεως οκτακοσίων ταλάντων, η οποία είχε δοθή από τους προξένους των, πράγματι όμως διότι είχαν αναλάβει να μετατρέψουν την πολιτικήν της Κερκύρας υπέρ των Κορινθιακών συμφερόντων. Και ήρχισαν πραγματικώς ραδιουργούντες και προσπαθούντες να κατηχήσουν ένα έκαστον από τους πολίτας, όπως παρασύρουν την πόλιν ν' αποσπασθή από την Αθηναϊκήν συμμαχίαν. [3.70.2] Μετά την άφιξιν, τωόντι, ενός Αθηναϊκού και ενός Κορινθιακού πλοίου, τα οποία έφεραν πρέσβεις, και την διεξαχθείσαν συζήτησιν, οι Κερκυραίοι εψήφισαν όπως εξακολουθήσουν να είναι σύμμαχοι των Αθηναίων, κατά τους όρους της συμφωνίας που είχαν κάμει, ανανεώσουν όμως συγχρόνως και την προηγουμένην φιλίαν των προς τους Πελοποννησίους. [3.70.3] Αλλά συγχρόνως οι αιχμάλωτοι, που είχαν επιστρέψει από την Κόρινθον, ενήγαγαν εις δίκην τον Πειθίαν, εθελοπρόξενον των Αθηναίων, και αρχηγόν της δημοκρατικής φατρίας, κατηγορούντες αυτόν, ότι επιδιώκει να υποδούλωση την Κέρκυραν εις τους Αθηναίους. [3.70.4] Εκείνος, εξ άλλου, απαλλαγείς της κατηγορίας, αντενάγει εις δίκην τους πέντε πλουσιωτέρους απ' αυτούς, ισχυριζόμενος, ότι κόπτουν στηρίγματα αμπέλων από τα ιερά άλση του Διός και του Αλκινόου, αδίκημα, το οποίον ετιμωρείτο με χρηματικήν ποινήν ενός στατήρος δι' έκαστον στήριγμα. [3.70.5] Επειδή δ' οι εναχθέντες κατεδικάσθησαν, εκάθισαν ικέται εις τους ναούς, ζητούντες, ένεκα του μεγέθους της χρηματικής ποινής, να καταβάλουν αυτήν εις δόσεις. Ο Πειθίας έπεισε την Βουλήν, της οποίας επίσης ήτο τότε μέλος, να προβούν, εις αναγκαστικήν εκτέλεσιν, σύμφωνα με τον νόμον. [3.70.6] Οι πέντε καταδικασθέντες, επειδή όχι μόνον ο νόμος απέκλειε την αποδοχήν της αιτήσεώς των, αλλά και έμαθαν συγχρόνως, ότι εφόσον ο Πειθίας ήτο μέλος της Βουλής θα επέμενε να πείση την πλειοψηφίαν, όπως συνάψουν επιθετικήν και αμυντικήν συμμαχίαν με τους Αθηναίους, συνώμοσαν με τους φίλους των, και όπλισθέντες με εγχειρίδια, εισώρμησαν αιφνιδίως εις την Βουλήν και εφόνευσαν τον Πειθίαν και άλλους εκ των βουλευτών και ιδιωτών, εξήντα τον αριθμόν. Ολίγοι από τους ομόφρονας του Πειθίου κατέφυγαν εις την Αθηναϊκήν τριήρη, η οποία δεν είχεν ακόμη αποπλεύσει.

[3.71.1] Μετά τους φόνους αυτούς, συνεκάλεσαν τον λαόν και είπαν προς αυτόν, ότι η ενέργειά των ήτο προς το κοινόν συμφέρον και ότι τώρα πλέον δεν εφοβούντο ότι θα υποδουλωθούν από τους Αθηναίους, και επρότειναν να μένουν του λοιπού ήσυχοι και να μη δέχωνται κανένα από τους εμπολέμους, εκτός αν καταπλέουν με εν μόνον πλοίον, εάν όμως καταπλέουν με περισσότερα του ενός, να τους θεωρούν εχθρούς. Τας προτάσεις αυτάς ηνάγκασαν τον λαόν να επικυρώση. [3.71.2] Αλλά συγχρόνως έστειλαν ευθύς πρέσβεις εις τας Αθήνας, και δια να παραστήσουν τα πρόσφατα γεγονότα όπως τους συνέφερε, και δια να πείσουν εκείνους που είχαν καταφύγει εκεί να μη προβούν εις εχθρικάς ενεργείας, ώστε να μη ληφθή κανέν μέτρον κατά της Κερκύρας.

[3.72.1] Αλλ' οι Αθηναίοι, μετά την άφιξιν των πρέσβεων, συνέλαβαν και αυτούς ως στασιαστάς και όσους από τους φυγάδας είχαν παραπείσει, και τους ετοποθέτησαν προς φύλαξιν εις Αίγιναν.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[3.69.1] Σ' αυτό το μεταξύ, τα σαράντα καράβια των Πελοποννησίων, που είχαν ξεκινήσει να πάνε να βοηθήσουν τους Λεσβίους, επειδή τότε που έσκιζαν την ανοιχτή θάλασσα τα καταδίωξαν οι Αθηναίοι, κ' η φουρτούνα που έπιασε τα 'ραξε ως κάτω στην Κρήτη, κατόρθωσαν με καιρό σκόρπια από κει να γυρίσουνε στην Πελοπόννησο· και στην Κυλλήνη ανταμώθηκαν με δέκα τρία Λευκαδίτικα και Αμπρακιώτικα καράβια με το Βρασίδα το γιο του Τέλλη, που είχε πάει εκεί σα σύμβουλος του Αλκίδα. [3.69.2] Γιατί, μια κ' είχανε χάσει τη Λέσβο, ήθελαν οι Λακεδαιμόνιοι, δυναμώνοντας το ναυτικό τους, να πάνε στην Κέρκυρα που βρισκόταν σ' εμφύλιο πόλεμο, ενώ οι Αθηναίοι είχαν μόνο δώδεκα καράβια στη Ναύπακτο, και να προφτάσουν πριν έρθει περισσότερο ναυτικό από την Αθήνα· και τόσο ο Βρασίδας, όσο κι ο Αλκίδας, ετοιμάζονταν για την εκστρατεία αυτή.

[3.70.1] Οι Κερκυραίοι είχαν επαναστατήσει όταν γύρισαν ανάμεσά τους οι αιχμάλωτοι που είχαν πιάσει οι Κορίνθιοι στις ναυμαχίες γύρω στην Επίδαμνο και τώρα τους άφησαν ελεύτερους. Τυπικά είχαν ελευθερωθεί επειδή οι πρόξενοι είχαν εγγυηθεί γι' αυτούς με οχτακόσια τάλαντα, ουσιαστικά όμως επειδή τους είχαν πείσει οι Κορίνθιοι να φέρουν την Κέρκυρα με το μέρος τους, κι αυτοί ραδιουργούσαν, πιάνοντας τον κάθεπολίτη χωριστά, για να κάνουν την πολιτεία ν' αποστατήσει από τους Αθηναίους. [3.70.2] Έφτασε τότε ένα Αττικό καράβι κ' ένα Κορινθιακό, φέρνοντας και τα δυο πρεσβείες, κι αφού έγινε μεγάλη συζήτηση ψήφισαν οι Κερκυραίοι να μείνουνε σύμμαχοι των Αθηναίων σύμφωνα με την ισχύουσα συνθήκη, και με τους Πελοποννησίους να γίνουνε φίλοι, όπως ήταν και προτήτερα. [3.70.3] Αλλά τον Πειθία, που ήταν εθελοντής πρόξενος των Αθηναίων και αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος, τον εμήνυσαν στο δικαστήριο οι πρώην αιχμάλωτοι, με την κατηγορία πως προσπαθεί να υποδουλώσει την Κέρκυρα στους Αθηναίους. [3.70.4] Αυτός, αφού αθωώθηκε, έκανε αντιμήνυση στους πέντε πιο πλούσιουςαπ' αυτούς, κατηγορώντας τους πως είχαν κόψει βέργες για στηρίγματα κλημάτων από τα ιερά τεμένη του Δία και του Αλκίνοου· πρόστιμο για κάθε βέργα ήταν κατά το νόμο ένας στατήρας. [3.70.5] Κι όταν αυτοί καταδικάστηκαν στο πρόστιμο, πήγαν και κάθησαν ικέτες στα ιερά, επειδή το πρόστιμο ήταν πολύ βαρύ κ' έταζαν να το πληρώσουνε με δόσεις· ο Πειθίας όμως, (που ήταν και βουλευτής) έπεισε τη Βουλή να εφαρμόσουν το νόμο κατά γράμμα. [3.70.6] Οι δικασμένοι όμως, βλέποντας από το αποτέλεσμα της δίκης πως αποκλείεται να εφαρμόσουν το σχέδιό τους, κ' έχοντας συνάμα πληροφορηθεί πως όσο ήταν βουλευτής ο Πειθίας σχεδίαζε να μεταπείσει το λαό να 'χουν τους ίδιους φίλους κ' εχτρούς με την Αθήνα συνωμότησαν, και κρατώντας κοντά σπαθιά, μπαίνουν ξαφνικά μέσα στη βουλή και σκοτώνουν τον Πειθία κι άλλους βουλευτές και ιδιώτες ως εξήντα. Μερικοί άλλοι, όχι πολλοί, που είχαν τα ίδια φρονήματα με τον Πειθία, κατέφυγαν στο Αττικό πολεμικό, που ήταν ακόμα στο λιμάνι.

[3.71.1] Αφού τα 'καναν αυτά, κάλεσαν σύναξη των Κερκυραίων, και είπαν πως αυτό που έγινε ήταν το καλύτερο, και πως μόνο μ' αυτό τον τρόπο ήτανε δυνατό ν' αποφύγουν την υποδούλωση στους Αθηναίους, κι από δω και μπρος να μείνουν ουδέτεροι και να μη δέχονται κανέναν από τους δυο στον τόπο τους παρά αν έρχονται μ' ένα μόνο καράβι, οποιαδήποτε όμως μεγαλύτερη δύναμη να τη θεωρούν εχτρική. [3.71.2] Κ' έστειλαν αμέσως πρέσβεις και στην Αθήνα να τους αναπτύξουν πως όσα είχανε γίνει ήτανε για το συμφέρον όλων, και να ορμηνέψουν όσους Κερκυραίους είχαν καταφύγει εκεί να μην ενεργήσουν για τίποτα επιζήμιο στον τόπο για να μη δημιουργηθεί απότομη αλλαγή καθεστώτος στην Κέρκυρα.

[3.72.1] Όταν όμως έφτασαν, οι Αθηναίοι τους θεώρησαν ως υποκινητές της επανάστασης και τους συνέλαβαν, και μαζί με όσους είχαν πειστεί στα λόγια τους τούς πήγαν και τους απίθωσαν στην Αίγινα.